Παρασκευή

Το φάσμα της ετερονομίας

Του Παναγιώτη Ροϊλου*

Ενας από τους πιο πρωτότυπους εκπροσώπους του αριστερού ευρωπαϊκού στοχασμού το τελευταίο μισό του 20ού αιώνα -παρά την προσκόλλησή του σε ηγεμονικά δυτικοκεντρικά σχήματα προσέγγισης του ελληνικού πολιτισμού που εξιδανικεύουν, σχεδόν φετιχιστικά, την κλασική αρχαιότητα με ιδεολογικό αντιστάθμισμα την άκριτη καταδίκη της σύνολης πολιτισμικής παραγωγής του Βυζαντίου- ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε συνδέσει τη λειτουργία της πρότυπης δημοκρατικής κοινωνίας με την έννοια και συνθήκη της αυτονομίας. Η έννοια της ετερονομίας, αντίθετα, στο ρηξικέλευθο σύστημά του, χαρακτηρίζει την παρακμιακή πορεία των δημοκρατιών και καθεστώτα ρέποντα προς τον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Η αυτονομία νοείται διττώς: αναφέρεται τόσο στις δομικές πολιτικές λειτουργίες μιας κοινωνίας όσο και στη θέση μέσα σ’ αυτήν των ατόμων που την απαρτίζουν.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ωστόσο, διακρίνω μια επικίνδυνα γενικευμένη κλίση προς τον δεύτερο πόλο της δυναμικής αυτής αντιπαράθεσης μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας στις χώρες του γνωστού ως δυτικού κόσμου και, βεβαίως, και στην Ελλάδα. Οχι μικρό ρόλο στην εξέλιξη αυτή μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου και με επιστέγασμα τη νέα ψυχρο-(και θερμο-)πολεμική «τάξη πραγμάτων» μετά τα συμβάντα της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου έχει παίξει η σε παγκόσμιο επίπεδο εμπέδωση και προώθηση δύσκαμπτων προτύπων συμπεριφοράς στην οικονομία, τον πολιτισμό, την πολιτική και τους ανθρωπογεωγραφικούς συσχετισμούς.

Στην ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή, η πρόσφατη εκδήλωση της οικονομικής κρίσης αποτελεί μία μόνο, αρκετά σοβαρή, έκφανση της φοράς αυτής προς δομές ετερονομίας. Η παραπαίουσα οικονομική πολιτική των τελευταίων πέντε ετών σε συνδυασμό με τις λαϊκιστικές, μη συστηματικές επιλογές στη δεκαετία του 1980, όπου έμφαση δόθηκε στην πρόχειρη κάλυψη τρεχουσών αναγκών με συνεχείς δανεισμούς και όχι στην εδραίωση σταθερών δομών, έχει οδηγήσει τη χώρα στη δυσάρεστη θέση του απολογούμενου «κακού παιδιού» της Ευρώπης, που συνειδητοποιεί το σφάλμα του μόνο όταν του το υποδεικνύουν τα εξ ορισμού πατερναλιστικά κέντρα πολιτικο-οικονομικών αποφάσεων της Γηραιάς (κατ’ επέκτασιν και της νεαράς) Ηπείρου. Πρόκειται για συμπεριφορά επικίνδυνα νηπιώδη, επιρρεπή σε ετερονομικές εξαρτήσεις, που απορρέει από μία χρόνια άρνηση πολιτικών ταγών (εξαιρέσει πάντα ενός περιορισμένου αριθμού τους) να απογαλακτισθούν από την παραδόξως προστατευτική γι’ αυτούς θαλπωρή μετεμφυλιακών ιδεολογικών διπόλων και να φαντασιωθούν εαυτούς, αλλήλους και τους πολίτες ως δυνάμει ενήλικα μέλη μιας αυτόνομης πολιτείας. Συνειδητοποιημένη ή όχι, η άρνηση αυτή έχει εμποτίσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, που συχνά ορίζει εαυτήν όχι βάσει των δικών της φαντασιακών επιλογών, αλλά των προσδοκιών ξένων πρωτίστως παραγόντων. Ο (δυτικός, κατά κανόνα) Ξένος ανάγεται σε συμβολικό κέντρο (το Αλλο), από το οποίο σταθερά προσδοκώνται ηγεμονικές κατευθύνσεις δράσης σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων: από τη χάραξη της εξωτερικής (αλλά και εσωτερικής) πολιτικής μέχρι και την παραγωγή και κατανάλωση πολιτισμού. Ο Ξένος – όταν βέβαια δεν υπόκειται στην παράδοξη διαδικασία μιας σχεδόν οιδιπόδειας συμπλεγματικής δαιμονοποίησης, που τον καθιστά τον κατ’ εξοχήν φορέα εσκεμμένων δεινών. Πρόκειται, πιστεύω, για δύο διαφορετικά, αλλά στενά συνδεδεμένα συμπτώματα της ίδιας τάσης προς ετερονομικά συστήματα (αυτο;)προσδιορισμού.

Η ελαφρά τη καρδία άφεση των οικείων μας αμαρτιών είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται για την πορεία της ελληνικής πραγματικότητας προς μια κατάσταση ετερόνομης εξάρτησης από οιωνεί μεταφυσικά, δηλαδή εξωγενή, κέντρα αποφάσεων. Αμεσα συνδεδεμένο με μια τέτοια κατάσταση είναι βέβαια και το ευρύτερο φάσμα της παγκοσμιοποίησης, που συχνά χρησιμοποιείται σαν ένα είδος μοιρολατρικού άλλοθι για ποικίλα εντόπια σφάλματα. Η άκριτη αποδοχή των επιταγών της παγκοσμιοποίησης, κυρίως ομογενοποιητικών σχημάτων σκέψης και συμπεριφορών που αυτή τείνει να επιβάλει σε διάφορους τομείς και η περαιτέρω επιστράτευσή τους για εσωτερική εκμετάλλευση, αποτελεί ανεύθυνο παιχνίδι, που συμβάλλει στην ενίσχυση ετερονομικών συσχετισμών μεταξύ διαφορετικών κρατών από τη μια και μεταξύ κράτους και πολιτών από την άλλη. Οχι σπάνια, για παράδειγμα, παγκόσμιες τάσεις στην παραγωγή ενέργειας, τροφίμων ή μορφές επιθετικής επέμβασης στη φύση υιοθετούνται ως έξωθεν επιβαλλόμενοι κανόνες με αποτέλεσμα την περαιτέρω αλλοτρίωση πολιτειών και πολιτών από το περιβάλλον (φυσικό, δομημένο, αστικό ή παραδοσιακό) και τα όποια υπολείμματα οικολογικής συνείδησής τους. Πιστεύω ότι μετά, ή μάλλον παράλληλα με την οικονομία, το στοίχημα αυτονομίας ή, ορθότερα, της κατά το δυνατόν περιορισμένης ετερονομίας, το οποίο θα κληθούν χώρες, όπως η Ελλάδα να κερδίσουν είναι αυτό της συνετής στάσης απέναντι κατ’ αρχάς στο δικό τους περιβάλλον – κύριο στοιχείο της διαφορετικότητάς τους και ευδοκίμησης, αν όχι απλά, πια, επιβίωσης.

* Ο κ. Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών στην Εδρα Γιώργου Σεφέρη και καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Χάρβαρντ, καθώς και διδακτικό μέλος τού εκεί Κέντρου Διεθνών Σχέσεων Weatherhead Center.

Δεν υπάρχουν σχόλια: