Μία ενδιαφέρουσα
επιστολή - απάντηση στον κ. Θάνο Τζήμερο για τις θέσεις του κόμματος
"Δημιουργία Ξανά'', περί «Σχέσεων Κράτους-Εκκλησιών» απέστειλε πρόσφατα ο
κ. Ανδρέας Σταλίδης, δημιουργός του antibaro.gr την οποία και σας παραθέτουμε:
"Αγαπητέ κ.
Τζήμερε,
Συγχαρητήρια για
την ....
εκλογική σας
επίδοση στις 6 Μαΐου. Λαμβάνω το θάρρος για αυτήν την επιστολή επειδή είστε
ένας από τους λίγους πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι απάντησαν στις ερωτήσεις
του ηλεκτρονικού debate του
Αντίβαρου, και μάλιστα αρκετά εύστοχα.
Σας γράφω λοιπόν
επειδή μου έκανε εντύπωση το στίγμα της «Δημιουργίας, Ξανά!», όπως το εκφράσατε
εν γένει δημοσίως και ειδικά το «πολιτική χωρίς πολιτικούς», την έμφασή σας στο
αίτιο της κρίσης ως το μοντέλο «Σοβιέτ», το οποίο υιοθέτησε η χώρα μας για
δεκαετίες και την άνεση με την οποία καταγγέλετε ταυτόχρονα τους θαυμαστές του
Χίτλερ και του Στάλιν. Απογοητεύτηκα όμως σφόδρα όταν διάβασα τις θέσεις σας
για τις σχέσεις «Κράτους-Εκκλησιών».
Ο φρέσκος
πολιτικός σας λόγος, προερχόμενος από βιώματα και εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα
(ο οποίος έχει πράγματι αφανιστεί από την Ελλάδα και ως ιδιωτικός τομέας
εμφανίζεται μία νομενκλατούρα διαπλεκόμενων με το δημόσιο λειτουργώντας ως
πελάτης του), στο πεδίο αυτό των θέσεων του κόμματος έλκεται από στείρα
στερεότυπα της αριστεράς. Ξεκινώ από κάποιες γενικές αρχές, τις οποίες θεωρώ
πολύ σημαντικές. Κατόπιν, συνεχίζω θέτοντας ορισμένα γεγονότα τα οποία
ανατρέπουν συγκεκριμένες θέσεις σας, ελπίζοντας να ληφθούν υπόψιν όλα αυτά.
Γενικές αρχές
Μία οξυδερκής
θεώρηση της ελληνικής ιστορίας, όσο και κοινωνίας, όταν δεν εμφορείται από τις
αγκυλώσεις της αριστερής διανόησης η οποία έχει επικρατήσει στην άρχουσα
πολιτική κουλτούρα τα τελευταία 30 χρόνια, διαβλέπει ότι η σχέση έθνους και
θρησκείας στην Ελλάδα είναι δαιφορετική και όχι συγκρίσιμη με το τι γίνεται
στην Ευρώπη.
Είναι λάθος
ανάγνωση και οδηγεί σε λάθος θέσεις, να συγκρίνει κανείς τον ρόλο και τη θέση
της Εκκλησίας ως οργανισμού, αλλά και ως πεποίθησης σε λαϊκό επίπεδο στην
Ελλάδα, με την καταπίεση αιώνων από τη Ρωμαιοκαθολική απολυταρχία και το
σύμπλεγμα θρησκείας και αυταρχισμού στη Δύση για αιώνες –μέχρι και τον Φράνκο
κατά το δεύτερο μισό του αιώνα που πέρασε.
Μία πολιτική
θέση, η οποία θα πρωτοτυπεί απέναντι στο τρέχον πολιτικό σύστημα σήψης και θα
αποπειράται να διατυπώσει μία πρόταση λειτουργική για την ελληνική κοινωνία δεν
μπορεί να αναπαράγει τις ιδεοληψίες συγκεκριμένων χώρων, αλλά να λαμβάνει υπόψη
δημιουργικά τις ελληνικές ιδιαιτερότητες εν προκειμένω.
Συγκεκριμένα: η
θρησκεία στην Ελλάδα δεν είναι απλά ένας μεσαιωνικός εξουσιαστικός φορέας, ο
οποίος κράτησε κάποια από τα προνόμιά του και στο νεωτερικό κράτος
δημιουργώντας μία παθογενή σχέση με διάρκεια ως σήμερα, όπως προκύπτει από το
πλαίσιο των θέσεων της ‘Δημιουργίας Ξανά’ όπως αυτό παρουσιάζεται στην
ιστοσελίδα σας.
Τουναντίον, σαν
διοικητικός θεσμός ήταν πάντα ιστορικά πιο αδύνατος και υποταγμένος παρά το
αντίθετο. Στη δε σύγχρονη ιστορία, ας μην λησμονούμε πως η αφετηρία του
νεοελληνικού κράτους ήταν η απόπειρα πλήρους εκμηδένισης της θεσμικής παρουσίας
της Ελλαδικής Εκκλησίας στην πρώιμη Βαυαροκρατία. Πολλά από τα εκκλησιαστικά
στοιχεία τα οποία διανθίζουν κρατικές εκφάνσεις ή εκδηλώσεις σήμερα, είναι
ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υπονοείται στις θέσεις σας: στην ουσία είναι «κατακτήσεις»
τις οποίες η αδυναμία της πρώιμης Βαυαροκρατίας να φτιάξει ένα λειτουργικό
κράτος με τις αφετηριακές της αξίες, και η αντιδρώσα κοινή γνώμη, επέβαλλαν
σταδιακά κατά την περίοδο του ρομαντισμού. Το πιο χαρακτηριστικό (αλλά σίγουρα
μόνο ως ένα από πληθώρα αντίστοιχων περιπτώσεων) παράδειγμα αποτελεί η
Συνταγματική υποχρέωση να είναι Ορθόδοξος ο αρχηγός του κράτους. Ήταν πάνδημο
αίτημα για πάνω από 50 χρόνια ελεύθερου κρατικού βίου, το οποίο η εξουσία
σνομπάριζε επίμονα, συστηματικά και επιδεικτικά –μέχρι την κατοχύρωση της κατά
την πρώτη δεκαετία του Γεωργίου Α’.
Κυρίως όμως, όπως
κατά καιρούς έχει καταδείξει ο Χρήστος Γιανναράς, σε έναν λαό και μία κουλτούρα
που δεν έχει μάθει να λειτουργεί με τις αρχές του ωφελιμισμού και της
πειθαρχίας, οι οποίες υπάρχουν στη Δύση ως απότοκο του εκεί ιστορικού και
πολιτισμικού (άρα και θρησκευτικού) μοντέλου, η Ορθοδοξία είναι μία
συντεταγμένη του συλλογικού κοινωνικού βίου, ένα μαξιλάρι οργάνωσης και
νοηματοδότησής του.
Οι άνθρωποι, στο
αρχέτυπο της ελληνικής κοινωνίας, επιτελούν λειτουργίες και ικανοποιούν
ανάγκες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και συνερχόμενοι στον δημόσιο βίο, με άξονα τη
θρησκεία και την Εκκλησία. Αυτό είναι μία πολιτισμική ιδιαιτερότητα την οποία
δεν μπορεί να παραγνωρίσει όποιος θέλει να απεικονίσει με συνέπεια την ελληνική
κοινωνία, ούτε να σπεύσει να την απορρίψει με την στερεοτυπική χονδροειδή
κατάταξή της ως «θεοκρατία». Όταν φτιάχνει κανείς πρόγραμμα το οποίο να
αντιστοιχεί σε έναν συγκεκριμένο λαό, πρέπει να μπορεί να αποσαφηνίζει τέτοιου
είδους λεπτομέριες, -χρειάζεται προσέγγιση με διάκριση, όχι τσουβάλιασμα με
ιδεοληψίες.
Αυτό λοιπόν το
θέμα δεν αντιμετωπίζεται ούτε με νομικισμούς, όπως διαπνέει το πλαίσιο των
θέσεών σας, ούτε με αφορισμούς. Το αντίθετο. Ιδιαίτερα δε σε περιόδους και φάσεις
όπου αποσυντίθεται ο κοινωνικός ιστός του έθνους, είναι απαραίτητο το
λειτουργικό όραμα ανασυγκρότησης να γίνεται χωρίς αποκλεισμούς κύριων εθνικών
συνιστωσών (μία εκ των οποίων στην ελλαδική κοινωνία είναι αναμφίβολα και η
Εκκλησία), και όχι να είναι διαιρετικό των βασικών συντεταγμένων του κοινωνικού
ιστού. Χρειάζεται σύνθεση του μοντέλου ανάπτυξης το οποίο προτείνετε στην
κοινωνία και την οικονομία, με τους άξονες ιστορικής και πολιτισμικής
ιδιαιτερότητας, όπως ο συγκεκριμένος. Ιστορικά, κάθε σχήμα το οποίο καταφέρνει
να βγάλει μία κοινωνία από τέτοια κρίση ταυτότητας όπως η σημερινή στην Ελλάδα,
είναι συνθετικό, όχι δογματικό. Αυτό διδάσκει η Ιστορία.
Σχετικά τώρα με
τις πιο συγκεκριμένες θέσεις σας, θα σχολίαζα τα κάτωθι.
Περί εκκλησιαστικής περιουσίας
Το επιχείρημα των
θέσεών σας ότι η περιουσία στα χέρια της Εκκλησίας της δόθηκε επί Οθ.
Αυτοκρατορίας ως πολιτικού εκπροσώπου των Ελλήνων (Χριστιανών), και άρα θα
πρέπει να επιστραφεί στο κράτος, το οποίο είναι μετά την Επανάσταση ο νόμιμος
διάδοχος φορέας πολιτικής εκπροσώπησης των Ελλήνων, είναι παντελώς άστοχο –και
για την ακρίβεια πρωτοφανές. Κανένας από όσους προέβησαν στις ενέργειες τις
οποίες περιγράφω πιο κάτω δεν χρησιμοποίησε αντίστοιχο ισχυρισμό. Έχουμε
και λέμε:
1833-34. Η
αντιβασιλεία του Όθωνα διέλυσε 416 Μοναστήρια και υφάρπαξε τις περιουσίες τους.
Μιλάμε για το 80% των Μοναστηριών.
1836, η αντιβασιλεία του Όθωνα απαλλοτρίωσε
την περιουσία των υπολοίπων μοναστηριών.
Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920
είχαμε αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών εκτάσεων σε δύο φάσεις, με
δεύτερη το 1930. Συνολικά οι εκτάσεις είχαν αξία 1 δις δραχμών της εποχής, από
τις οποίες το κράτος κατέβαλε μόνο το 4%
Με το νόμο 4684/1931 έγινε αναγκαστική
ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών. Τα χρήματα που εισπράχθηκαν
εξαφανίστηκαν τα πρώτα χρόνια της Κατοχής.
Στις 18/9/1952 υπεγράφη νέα σύμβαση με την
οποία παραχωρούνταν το 80% της εκκλησιαστικής γης έναντι του ποσού 45
εκατομυρίων δραχμών. Στη Σύμβαση αυτή, με πρωτοβουλία του κράτους πάντα, το
οποίο προχώρησε σε μία ακόμη αναγκαστική απαλλοτρίωση, το κράτος παραδέχτηκε
ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει τα χρωστούμενα προς την Εκκλησία και έτσι
πρότεινε για αντάλλαγμα να μισθοδοτεί για πάντα τους κληρικούς.
Με το
νόμο (Τρίτση) 1700/1987 επιχειρήθηκε η οριστική αποψίλωση της εναπομείνουσας
εκκλησιαστικής περιουσίας, όμως αφού κατέφυγαν οι Μονές στα ευρωπαϊκά
δικαστήρια η υπόθεση σταμάτησε.
Συμπερασματικά: η
Εκκλησία, δηλαδή τα πλέον των 10000 ΝΠΔΔ τα οποία την απαρτίζουν νομικά, έχουν
απωλέσει σχεδόν όλες τις εκτάσεις γης που κατείχαν, μετά από σειρά αναγκαστικών
απαλλοτριώσεων. Στην έρευνα της Αγροτικής Τράπεζας το 1988, την οποία κι εσείς αναφέρεστε,
υπολογίζει την Εκκλησιαστική περιουσία σε 1.28 εκ στρέμματα γης, από τα οποία
μόνο τα 169900 είναι καλλιεργίσιμη γη.
Οι αριθμοί αυτοί
αναπαράγονται και στις θέσεις σας. Για να δοθεί όμως η πλήρη εικόνα δίνω και
ένα επιπλέον στοιχείο της έρευνας, το οποίο παραλείπετε, ότι δηλαδή οι
καλλιεργίσιμες εκτάσεις της Εκκλησίας αθροίζονται στο 0.48% του συνόλου.
Επίσης, στην ίδια
έρευνα αναφέρεται ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 εγκαταλείπονται 162400
στρέμματα ανά έτος από τους αγρότες, συγκρίσιμο μέγεθος με τις Εκκλησιστικές
εκτάσεις.
Στα 4.38
εκατομύρια στρέμματα υπολογίζονται οι εγκαταλελειμένες εκτάσεις το 1983 από
τους ίδιους τους αγρότες. Επίσης, οι μικρές σχετικά εκτάσεις αυτές της
Εκκλησίας είναι συνήθως δεσμευμένες από το κράτος, και έτσι έχουμε το παράδοξο
ενώ το αίτημα διαφόρων δεξιών και αριστερών κομμάτων υποκείμενων στις
ιδεολογικές αγκυλώσεις μία αντικληρικαλιστικής αριστεράς να αφορά στη
φορολόγηση ή (μία ακόμη) απαλλοτρίωση των εκτάσεων της Εκκλησίας (όπως
υπονοείτε σαφώς εσείς), το αίτημα της ίδιας της Εκκλησίας δια του Αρχιεπισκόπου
Ιερωνύμου -για παράδειγμα στην προηγούμενη κυβέρνηση- να είναι η αποδέσμευση
από το κράτος των εκτάσεων που ανήκουν στην Εκκλησία, ώστε η από κοινού
εκμετάλλευσή τους να αποφέρει οφέλη για το κοινωνικό σύνολο!
Η τεράστια
απόσταση της πραγματικότητας από την εικονική της εκδοχή είναι φανερή και
ενδεικτική της επίδρασης στερεοτύπων στη διαμόρφωση των θέσεών σας και θα
πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν..
Στο σημείο αυτό
να προσθέσω ότι αποσιωπάτε κάτι θεμελιώδες: βάσει της σχετικής Σύμβασης του
1952, η μισθοδοσία των κληρικών προήλθε από πρωτοβουλία του κράτους για
συγκεκριμένους λόγους.
Όποιος λοιπόν
προτείνει τη διακοπή της μισθοδοσίας (όπως κάνετε εσείς), θα πρέπει να λάβει
πρόνοια είτε για την αντικαταβολή των οφειλομένων προς την Εκκλησία χρημάτων
της αξίας των απαλλοτριωμένων εκτάσεων, είτε των ίδιων των εκτάσεων. Εάν δεν το
κάνει, είναι υπόλογος στη συνέπεια της ίδιας του της λογικής.
Μερικές από τις
πιο συγκεκριμένες προτάσεις σας ισχύουν ήδη και είναι περιττές. Για παράδειγμα
η φορολόγηση εσόδων από όσα ακίνητα δίνουν πρόσοδο, το ισόκυρο του πολιτικού
και θρησκευτικού γάμου κλπ.
Μερικές ακόμη,
όπως για παράδειγμα η προαιρετική φορολόγηση των πολιτών υπέρ της Εκκλησίας
στην οποία ανήκει, εκτός από το ότι απαοτελεί αντιγραφή άλλων μοντέλων με
διαφορετική εθνο-θρησκευτική προέλευση και ταυτότητα η οποία είναι ανύπαρκτη
στην Ελλάδα (τουλάχιστον προς το παρόν), δείχνει και μία σύγχυση. Γράφετε για
την «ανάρμοστη σχέση Πολιτείας – Εκκλησίας», η οποία λέτε «δίχασε τον λαό,
οδήγησε σε πολιτικές τραγωδίες, «αναθέματα» και «λαοσυνάξεις»».
Εκτός του ότι μία
«διαχωρισμένη» Εκκλησία θα έχει πολύ μεγαλύτερη άνεση να διαμαρτύρεται και να
οργανώνει «λαοσυνάξεις», υπάρχει και η σύγχυση σε φιλοσοφικό υπόβαθρο από αυτή
τη θέση, διότι από τη μία θεωρείτε «διχασμό» ένα απλό αίτημα της Εκκλησίας προς
την πολιτεία να διεξαχθεί δημοψήφισμα με ερώτημα αν επιθυμεί ο λαός την
προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, διότι περί
αυτού επρόκειτο, και από την άλλη ζητάτε ο ίδιος την προαιρετική αναγραφή στη
φορολογική δήλωση των πολιτών!
Σημειώνω εδώ ότι
η εν λόγω σύγχυση διακατέχει ολόκληρη την πλευρά του κράτους, το οποίο ακόμη
και σήμερα ερωτά τους πολίτες για το θρήσκευμά τους στις ληξιαρχικές πράξεις
γάμων και προσθήκης τέκνων στην οικογενειακή μερίδα, ενώ υπάρχει και η «θετική
διάκριση» των μουσουλμάνων μαθητών οι οποίοι εισάγονται σε ειδική κατηγορία σε
συγκεκριμένες ανώτατες σχολές. Τη σύγχυση αυτή θα πρέπει να την υποβάλετε στη
βάσανο της συνέπειας της λογικής σας, ειδικά εφόσον χρησιμοποιείτε τους
συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς.
Προχωρώ. Ο
διαχωρισμός τον οποίον επιχειρείτε να περιγράψετε στις θέσεις σας είναι πολύ
πρόχειρα γραμμένος, και χωρίς να λαμβάνει υπόψιν συγκεκριμένες συνιστώσες. Για
την ακρίβεια, όλοι όσοι μιλάνε για αντίστοιχο διαχωρισμό λησμονούν ορισμένες
βασικές παρενέργειες, οι οποίες εκτός από το πολιτισμικό υπόβαθρο του
ελληνισμού, αφορούν και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και στην εξωτερική
πολιτική.
Ενδεικτικά
επισημαίνω ότι ο εξ αριστερών προερχόμενος αντικληρικαλιστικός άξονας, ο οποίος
οδηγεί σε φωνές «άμεσου διαχωρισμού εδώ και τώρα» ξεχνάει τις σχέσεις του
Ελλαδικού κράτους με το Άγιο Όρος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τα πρεσβύτερα
Πατριαρχεία και ασφαλώς τις χώρες στις οποίες ανήκουν όλα αυτά, κοκ. Όταν
αναφερόμαστε σε μια σχέση με τέτοιο ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, όπως η
συγκεκριμένη, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα από όσο νομίζει κανείς με την
πρώτη ματιά.
Στην αρχή των
θέσεών σας λέτε ότι «στόχος(;) [του κόμματος] είναι να διπλασιάσουμε ανθρώπους
ανεξίθρησκους και ανοιχτόμυαλους». Εκτός από περίεργος, για στόχο κόμματος,
αφού δηλώνει μία «ιεραποστολική» διάθεση, υπονοεί σαφώς ότι ένα πολύ μεγάλο
μέρος Ελλήνων δεν είναι ανεξίθρησκοι. Από πού συνάγετε αυτό το συμπέρασμα; Υποπτεύομαι
ότι συγχέετε την λαϊκή πίστη με την έλλειψη ανεξιθρησκείας, και σ’ αυτή σας τη
σύχγυση δεν επιδεικνύετε ο ίδιος αρκετά ανοιχτό μυαλό. Εκτός βέβαια, αν το
υπόβαθρο της σκέψης σας είναι αποκλειστικά και ανελαστικά η Ποπεριανή «ανοιχτή
κοινωνία».
Γράφετε για
παράδειγμα στην αρχή των θέσεών σας πως «Ό,τι κάνει ο δεσπότης θα μπορεί να το
κάνει και ο μουφτής». Αναρωτιέμαι τι ακριβώς εννοείτε. Δεδομένου του πλήρους
διαχωρισμού (δεν το εξηγείτε επαρκώς, αλλά δίνετε ένα περίγραμμα ότι η Εκκλησία
θα ασχολείται αποκλειστικά και αυστηρά με τα του οίκου της), ποια είναι αυτά τα
δικαιώματα και τα πράγματα που «μπορεί» να κάνει ο Δεσπότης, αλλά δεν μπορεί ο
Μουφτής; Διότι η πραγματικότητα σήμερα είναι ότι ο Μουφτής μπορεί να δικάζει,
για παράδειγμα, οικογενειακές υποθέσεις εφαρμόζοντας κατά γράμμα τον Ισλαμικό
Νόμο! Μάλλον θέλατε να γράψετε «ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο δεσπότης, δεν θα
πρέπει να μπορεί να το κάνει ούτε ο μουφτής». Βλέπετε ότι η τεχνητή πολιτική
ορθότητα και η με το ζόρι υποβάθμιση του «δικού μας» έναντι του «άλλου» για να
εμφανιστούμε ως «δίκαιοι» ή «φιλελεύθεροι» είναι κακός οδηγός.
Αυτό που ίσως
αναρωτιέστε τώρα είναι, μα μπορούν να συνυπάρξουν όσα διαβάζω στην παρούσα
επιστολή με τις δημόσια διατυπωθείσες απόψεις περί οικονομικής πολιτικής; Η
δική μου απάντηση είναι προφανώς ναι.
Εδώ θα βασίζεται
η πρωτοτυπία, το εναλλακτικό της πρότασής σας, το πραγματικά καινούργιο (ας
σημειώσω εδώ ότι το ‘πραγματικά καινούργιο’ για το οποίο μιλάω αναφέρεται στην
δημόσια πολιτική συζήτηση όπως αυτή διεξάγεται στην Ελλάδα, γιατί διεθνώς
-αρχής γενομένης από τον αγγλοσαξωνικό κόσμο ήδη από την δεκαετία του 80-, η
επανάκαμψη των αρχών του φιλελευθερισμού στην οικονομία είναι σύμφυτη με την
πρόταξη των παραδοσιακών αξιών των αντίστοιχων κοινωνιών, όπως έκαναν οι
κυβερνήσεις Θάτσερ-Ρήγκαν, και όπως είναι ο κανόνας σε όλα τα συντηρητικά και
χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στη δύση.
Δυστυχώς όμως
αυτό που έξω παραβιάζει ανοιχτές θύρες, στην Ελλάδα παραμένει ταμπού, λόγω
ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς). Αλλιώς, μάλλον έχουμε ξανακούσει αυτές
τις ιδέες σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Θα θυμίσω εδώ τον έντονα
«εθνομηδενιστικό» και «νεο-οθωμανικό» τόνο τον οποίον δίνουν συνιδρυτές
κομμάτων με τα οποία λέτε δημόσια ότι πολιτικά είστε συγγενείς. Αν λοιπόν το
δείγμα γραφής επί των συγκεκριμένων ζητημάτων της παρούσης επιστολής δείχνει
ότι έχετε κάνει το πρώτο βήμα μίας μακράς διαδρομής διολίσθισης προς τέτοιες
απόψεις, αδυνατώ να ισχυριστώ ότι βρήκα σε σας ένα πρωτότυπο συνολικό πολιτικό
στίγμα.
Θα κλείσω την
επιστολή μου με την υπογράμμιση της θέσης μου πως τα αίτια της κρίσης πράγματι
ανιχνεύονται στο υδροκεφαλικό κράτος και στον κρατισμό, και είμαστε στο ίδιο
μήκος κύματος σε σχέση μ’ αυτό. Υπάρχει όμως και μία άλλη κρίση. Η κρίση της
εθνικής μας ταυτότητας. Χωρίς έμφαση στην εθνική συλλογικότητα, χωρίς
συγκροτημένη συλλογική αυτοσυνειδησία, δεν έχουμε μέλλον. Όχι μόνο εμείς,
κανείς στον κόσμο. Έναν θεσμό δεν τον αποδομείς αν δεν τον αντικαθιστάς με κάτι
άλλο. Ειδάλλως, γκρεμίζεις το οικοδόμημα. Και έχουμε ανάγκη από θεμέλια σήμερα.
Ό,τι συμβάλλει στην εθνική μας ταυτότητα είναι απαραίτητο συστατικό της
σύνθεσης η οποία θα μας βγάλει από την κρίση.
Με αυτές τις
σκέψεις, κλείνω με μια υπόμνηση του Γιώργου Σεφέρη: «Είμαστε ένας λαός, με
παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς
ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος
μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την
απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»
Ευχαριστώ πολύ
για τον χρόνο σας,
Με τιμή
Ανδρέας Σταλίδης.
Δημιουργός του
Αντίβαρου.