Παρασκευή

Οι καταλήψεις έχουν τη δική τους ιστορία


sxoleio_580.jpg
Στην Ελλάδα το φαινόμενο των καταλήψεων εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80 και ακολούθησε χρονικά το ρεύμα που είχε αναπτυχθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά την πολιτική και κοινωνική κρίση του Μάη του ’68. Στη Θεσσαλονίκη καταγράφονται από το 1981 και σήμερα έξι συνολικά εξακολουθούν να είναι ενεργές. Με την πολιτεία να δείχνει φανερά την επιθυμία να ξεκαθαρίζει με το θέμα απομακρύνοντας τους καταληψίες, το “πρόβλημα” ήρθε ξανά στην επιφάνεια με την επέμβαση των ΜΑΤ στη βίλλα Αμαλία, στην Αθήνα.
Η δεκαετία του ’70 στην Ευρώπη χαρακτηρίστηκε από την αμφισβήτηση των κατεστημένων θεσμών και αξιών και επηρεάστηκε από τις ιδέες του αναρχικού κινήματος. Στη Γερμανία, τη Δανία, την Ολλανδία και την Ιταλία εμφανίστηκαν για πρώτη φορά καταλήψεις κτιρίων – άδειων και σε αχρησία τα περισσότερα – κυρίως για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών των καταληψιών που αμφισβητούσαν έτσι τον τρόπο οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας. Οι καταλήψεις οργανώνονταν σε αυτόνομες κοινότητες, οι αποφάσεις λαμβάνονταν μέσω συνελεύσεων και γίνονταν πολιτικές ζυμώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Ιταλία και την Αγγλία καταγράφηκαν και μαζικές καταλήψεις κτιρίων από ομάδες αστέγων χωρίς κάποιο ξεκάθαρο πολιτικό υπόβαθρο.
Εδώ και 30 χρόνια
Το 1981 μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου – με τον οποίο συνδέθηκαν οι περισσότερες καταλήψεις – κάνουν κατάληψη σε κτίριο της οδού Βαλτετσίου στα Εξάρχεια της Αθήνας, στο κτήμα Δρακοπούλου στα Πατήσια, στο κτίριο του Ερυθρού Σταυρού στη Θεσσαλονίκη και στη Βίλλα Στέλλα στο Ηράκλειο. Στη Θεσσαλονίκη γίνεται κατάληψη και στο κτίριο της πρώην Σχολής Κωφαλάλων, επί της Βασιλέως Γεωργίου 25, όπου σήμερα λειτουργεί μπαρ – καφέ. Οι καταλήψεις μετά από μερικούς μήνες «σπάνε» με την επέμβαση της αστυνομίας και εμφανίζονται ξανά μετά από μια πενταετία. Στην Αθήνα είναι η κατάληψη της Χαριλάου Τρικούπη 91 και στη Θεσσαλονίκη φοιτητές «μπαίνουν» στο Μανδαλίδειο Μέγαρο του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου, που μέχρι πρόσφατα στέγαζε τη Σχολή Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ επί της Λεωφόρου Νίκης.
Ο Γρηγόρης Τσιλιμαντός, μέλος της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης στη Θεσσαλονίκη, συμμετείχε στις πρώτες καταλήψεις που έγιναν στην πόλη. Όπως μας λέει, τα κίνητρα των καταληψιών ήταν αμιγώς πολιτικά. Η άνοδος του τότε ΠΑΣΟΚ, η λεγόμενη «αφομοίωση» πολιτικών αιτημάτων της Αριστεράς και της άκρας Αριστεράς, η ισχυροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος και οι πρακτικές του εξωτερικού δημιούργησαν, όπως λένε οι πρωταγωνιστές της εποχής, ένα ισχυρό ρεύμα αντίδρασης που εκφράστηκε με τις καταλήψεις κτιρίων: «Οι πρώτες καταλήψεις είχαν σκοπό να βγάλουν έναν κοινωνικό αντίλογο. Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα πολιτικό – επαναστατικό κίνημα. Είχαν αμιγώς πολιτικά κίνητρα και στόχους. Οι νέες καταλήψεις περιλαμβάνουν και κοινωνικές δραστηριότητες και πρακτικές που μπορούν να στήσουν τις κοινωνίες από την αρχή. Ο βαθμός επιτυχίας τους εξαρτάται και από τη διείσδυση τους στο κοινωνικό σύνολο», τονίζει.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 γίνεται η κατάληψη της Αρμενοπούλου και η Πανδώρα στην περιοχή του Φαλήρου και από το 1993 και για τέσσερα χρόνια η Βίλα Βαρβάρα στην Άνω Πόλη που τώρα στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της περιοχής. Εκεί κοντά, στην περιοχή Τσινάρι, υπήρξε και η κατάληψη Μαύρη Γάτα (1999-2004) απ’ όπου προέκυψε η ιστοσελίδα «οργανωμένης αντί-πληροφόρησης», το indymedia thessaloniki (2001-2005).
Μετά τα δημόσια κτίρια οι καταλήψεις μπήκαν και στα πανεπιστήμια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 άρχισαν να δημιουργούνται τα λεγόμενα «αυτοδιαχειριζόμενα στέκια» σε κοινόχρηστους χώρους εντός των πανεπιστημίων. Ορισμένα απ’ αυτά λειτούργησαν στην Ιατρική Σχολή, στο Βιολογικό και τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Καταλήψεις εντός του πανεπιστημίου έγιναν στα παλιά λυόμενα της Παιδαγωγικής και των Καλών Τεχνών και στο ισόγειο της Β’ Φοιτητικής Εστίας στις 40 Εκκλησιές, η οποία και συνεχίζεται. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, έπειτα από επέμβαση της αστυνομίας, έληξε η κατάληψη Δέλτα στο κτίριο του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης στην οδό Εγνατία που παρέμενε υπό κατάληψη για 5 χρόνια από ομάδες αντιεξουσιαστών.
1. Terra Incognita
Από τις υφιστάμενες καταλήψεις στη Θεσσαλονίκη, η Terra Incognita (Ανεξερεύνητη Γη) είναι η παλαιότερη. Ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2004 σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που ανήκει στο ΑΠΘ, στη συμβολή των οδών Ολύμπου και Τάσκου Παπαγεωργίου. Όπως διαβάζουμε στο πρώτο τεύχος της «εφημερίδας δρόμου» που είχε τυπώσει η κατάληψη το 2004, «σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή επιλέγουμε να κινηθούμε επιθετικά, ανοίγουμε καινούργια πεδία δραστηριοποίησης, ρισκάρουμε και προχωράμε. Δεν ζητιανεύουμε για τη ζωή μας και δεν ψαρώνουμε από τις προσταγές και τα φανταχτερά σκουπίδια που η κοινωνία μας προσφέρει. Παίρνουμε πίσω λίγα απ’ αυτά που μας ανήκουν. Αυτά που μας στέρησαν οι κάθε είδους εξουσιαστές, τα αφεντικά, το κράτος, οι έμποροι, οι νταβατζήδες και οι ιδιοκτήτες. Τα άδεια σπίτια ανήκουν σ’ αυτούς και σ’ αυτές που τα χρειάζονται και τα χρησιμοποιούν».
2. Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ
Τον Μάρτιο του 2004 «ορισμένες συλλογικότητες και άτομα» καταλαμβάνουν το παλιό εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ και δημιουργούν μια «κατάληψη ανατρεπτικών προθέσεων», όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα τους. Όπως γράφουν, έμπνευση τους υπήρξαν τα γεγονότα της Συνόδου Κορυφής του 2003 και η απεργία πείνας επτά συλληφθέντων που ακολούθησε. Η κατάληψη ήταν «μια έμπρακτη απάντηση στον παραλογισμό της μητρόπολης, όπου οι άνθρωποι στοιβάζονται σε διαμερίσματα, οι δημόσιοι χώροι ερημώνουν, οι αλάνες γίνονται πάρκινγκ, τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια γίνονται μουσεία-πολυχώροι κατανάλωσης και εφετζίδικων lifestyle συνευρέσεων».
Το εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1901 από την εταιρεία Καπαντζή – Καζάση και ΣΙΑ και λειτούργησε ως υφαντουργείο με βαφείο και φεσοποιείο, απαραίτητο για την εποχή. Μετά από μια πενταετία ξεσπάει πυρκαγιά, το εργοστάσιο κλείνει και επαναλειτουργεί ως Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρία Υφασμάτων και Φεσιών. Μετά από λίγα χρόνια το κλείνει ξανά λόγω οικονομικών προβλημάτων και περνάει στα χέρια του γνωστού για την εποχή βιομήχανου, Αθανάσιο Μακρή και το 1926 λειτουργεί ως ΥΦΑΝΕΤ. Το εργοστάσιο αναβαθμίζεται μηχανολογικά και κάνει ετήσιο τζίρο 45 εκατομμύρια δραχμές ενώ έφτασε να απασχολεί 1.300 άτομα προσωπικό. Η πυρκαγιά του ’51 σημαίνει την αρχή του τέλους. Παρά τα δάνεια και τις χρηματοδοτήσεις οι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομηχανίας πέφτουν και η ζήτηση μειώνεται, ώσπου τον Δεκέμβριο του ’64 η ΥΦΑΝΕΤ κλείνει. Ιδιοκτησιακά, το εργοστάσιο πέρασε λόγω χρεών στην Εθνική Τράπεζα αλλά εγκαταλείφθηκε στη φθορά του χρόνου. Κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1993. Η τράπεζα πρότεινε τη μετατροπή του σε Κέντρο Πολιτισμού και Οικονομικής Ανάπτυξης με αφορμή την ανακήρυξη της Θεσσαλονίκης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997 αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε ποτέ. Το ελληνικό δημόσιο αγόρασε το εργοστάσιο το 2006 προκειμένου να στεγαστεί το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και η Συλλογή Κωστάκη. Πρόσφατα ο υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τζαβάρας όταν ρωτήθηκε σχετικά, χαρακτήρισε την ΥΦΑΝΕΤ «πρόβλημα – πρόκληση» για το υπουργείο και τόνισε ότι θα βρεθεί λύση «μέσα από το διάλογο και τη συνεργασία της πόλης».
3. Κατάληψη Ορφανοτροφείο
Το 2005 «ένα σύνολο ανθρώπων που μοιραζόμαστε την επιθυμία να στεγάσουμε την καθημερινότητα μας με πιο ανταγωνιστικούς προς το υπάρχον όρους», όπως γράφουν σε φυλλάδιο τους, έκαναν κατάληψη στο εγκαταλελειμμένο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος». Κάπου ανάμεσα σε λόγους πολιτικούς και ανάγκες στέγασης που υποκίνησαν την πράξη τους, διαβάζουμε ότι «στη γενικευμένη κυριαρχία του μοντέλου της απομόνωσης και της πυρηνικής οικογένειας επιδιώκουμε το πέρασμα στη συλλογική ζωή».
Το ορφανοτροφείο ιδρύθηκε το 1934 για να στεγάσει τα ορφανά κορίτσια που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και μέχρι τότε στεγάζονταν σε πρόχειρα παραπήγματα. Τα κορίτσια πήγαιναν στο λεγόμενο «τενεκεδένιο σχολείο» που λειτουργούσε δίπλα στο ορφανοτροφείο και τα απογεύματα μάθαιναν ραπτική. Στο εργαστήριο υφαντουργίας οι μικρές μαθήτριες μάθαιναν να υφαίνουν χαλιά, τα οποία είχαν μεγάλη ζήτηση σε αγορές του εξωτερικού και οι πωλήσεις κάλυπταν ένα μέρος των εξόδων του ιδρύματος. Η δημοτική σύμβουλος Ελένη Τζιούτζια που μεγάλωσε στην περιοχή της Τούμπας και αργότερα δίδαξε στο – σύγχρονο πια – σχολείο δίπλα στο ορφανοτροφείο, θυμάται τα ευγενικά και πειθαρχημένα κορίτσια του ιδρύματος: «Τα πράγματα τους τα είχαν πάντα σε μια τάξη. Τα Χριστούγεννα πηγαίναμε με το σχολείο στο ορφανοτροφείο και δίναμε στα κορίτσια δώρα και γλυκά. Κάθε Κυριακή μάλιστα, μετά τον εκκλησιασμό στην Οσία Ευφροσύνη, είχαν τη δική τους εκπομπή στο ραδιόφωνο και έλεγαν τραγούδια με τη μαντολινάτα τους». Ο ψηλός τοίχος που περιβάλλει ακόμη και σήμερα το ορφανοτροφείο δεν εμπόδισε τα νεανικά ειδύλλια. «Θυμάμαι τον γάμο του Μηνά με την Κατίνα. Ο Μηνάς, ο φούρναρης της γειτονιάς, προμήθευε με ψωμί το ίδρυμα και η Κατίνα έκανε τις παραλαβές. Το ίδιο συνέβη με τον ταχυδρόμο και την κοπέλα που παραλάμβανε τα γράμματα. Τι πιο φυσικό;». Οι κοπέλες έφευγαν από το ορφανοτροφείο είτε παντρεμένες ή για σπουδές σε κάποια σχολή Οικοκυρικής ή ακόμη και με τη δική τους δουλειά ως υφάντρες σε κάποιο εργοστάσιο. Τα λιγοστά κορίτσια που έμειναν στο ίδρυμα το 2000 μεταφέρθηκαν στο ορφανοτροφείο «Μέλισσα» και ένα ζωντανό κύτταρο της Τούμπας έκλεισε. Το κτίριο ανήκει στο υπουργείο Υγείας.
4. Κατάληψη Libertatia
Το Μάιο του 2008 ομάδα αντιεξουσιαστών προχώρησε στην κατάληψη κτιρίου στη συμβολή των οδών Λ. Στρατού και Σαρανταπόρου. Το οίκημα ήταν ακατοίκητο από το 1978 και περιήλθε σε καθεστώς σχολάζουσας ιδιοκτησίας του ελληνικού δημοσίου. Σε κείμενο τους οι καταληψίες λένε ότι αρνούνται να υποκύψουν στον «εκβιασμό του ενοικίου» και έχουν σκοπό να εντείνουν «την αντίσταση-επίθεση σε κράτος, εξουσία, καπιταλισμό και κάθε είδους φασισμό με τελικό σκοπό την απελευθέρωση φύσης και ανθρώπου από την εκμετάλλευση».
Η βίλα στον αριθμό 19 της Λεωφόρου Στρατού χτίστηκε για χάρη της Χαζίζ Νιχάλ Ναζιφέ από τον δεύτερο σύζυγο της, τον εισαγγελέα Θεσσαλονίκης, Μουσταφά Εφέντη, το 1899. Η τριώροφη κατοικία, που χαρακτηρίστηκε έργο τέχνης το 1982 και σώθηκε από την κατεδάφιση μετά το σεισμό του ’78, είναι η μόνη έπαυλη που σώζεται από το ένδοξο παρελθόν της λεωφόρου. Η Λεωφόρος Στρατοπέδου, όπως λεγόταν στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε διαμορφωθεί στο πρότυπο με αυτή των Εξοχών και έτσι ήταν χτισμένα κατά μήκος της υπέροχα αρχοντικά με τεράστιους καταπράσινους κήπους. Μεταξύ 1935-36 λόγω οικονομικών προβλημάτων η Ναζιφέ ενοικιάζει χώρους της αυλής σε εβραϊκές, ελληνικές και ιταλικές οικογένειες, ενώ μετά το θάνατό της, το 1941, τα δυο οικήματα ελλείψει κληρονόμων περιέρχονται στο δημόσιο και κατοικούνται από διάφορους μισθωτές
. 5. Κατάληψη Μανδαλίδειου
Το Μανδαλίδειο Μέγαρο, ιδιοκτησίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου, καταλαμβάνεται από αντιεξουσιαστές το 2009 και λειτουργεί μέχρι σήμερα ως «κατάληψη στέγης». Στο Μανδαλίδειο έγινε μια από τις πρώτες καταλήψεις κτιρίων από φοιτητές του ΑΠΘ το 1985, λίγους μήνες αφού η Οδοντιατρική Σχολή αποφάσισε να στεγάσει εκεί τα εργαστήρια της. Οι Φοιτητικές Συσπειρώσεις Θεσσαλονίκης κατέλαβαν το κτίριο ζητώντας περισσότερες εστίες για να στεγάσουν τους φοιτητές που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Η κατάληψη κράτησε για πέντε χρόνια και στο μεταξύ οι φοιτητές είχαν αγοράσει γεννήτρια για παροχή ρεύματος, ψυγείο και τηλεόραση, λειτουργούσαν κουζίνα και ντουζ στους ορόφους, έκαναν εκπομπές από το Ράδιο Κιβωτός και διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις. Η κατάληψη διαλύθηκε μετά από απόφαση της γενικής συνέλευσης και το κτίριο παραδόθηκε στο νεοσύστατο τότε Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ. Το Τμήμα έφυγε το 2002 καθώς κρίθηκε ότι το κτίριο ήταν επικίνδυνο διότι δεν πληρούσε τους κανόνες αντισεισμικής προστασίας.
Το κτίριο είναι κληροδότημα του Ιωάννη Μανδαλίδη και της αδελφή του Βάγιας. Ο Ιωάννης σπούδασε οδοντίατρος και τα δύο αδέλφια εργάστηκαν στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά την πυρκαγιά του 1917 ήρθαν στη Θεσσαλονίκη και εντάχθηκαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Αγόρασαν την εξαώροφη οικοδομή το 1931 και την κληροδότησαν στο πανεπιστήμιο για να στεγάσει το ερευνητικό παράρτημα της Οδοντιατρικής Σχολής.
6. Κατάληψη Σχολείο (αρχική φώτο)
Πρόκειται για το διατηρητέο κτίριο οδό Βασιλέως Γεωργίου που χρονολογείται στο 1897. Μέχρι το 2004 στέγαζε το 12ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, αλλά προβλήματα στατικότητας οδήγησαν στο κλείσιμο του και οι μαθητές μεταφέρθηκαν σε λυόμενα κτίσματα δίπλα στο Ποσειδώνιο. Το διατηρητέο ουδέποτε αποκαταστάθηκε από την τότε Νομαρχία και το 2010 έγινε η κατάληψη του και δημιουργήθηκε ο «κοινωνικός χώρος Σχολείο», όπως τον αποκαλούν οι διαχειριστές του. Ιδιοκτησιακά ανήκει στην Εκκλησία, η οποία έχει προσφύγει δικαστικά εναντίον των καταληψιών.
Η κατάληψη του Σχολείου δεν είναι κατάληψη στέγης. Έχει πολιτικό περιεχόμενο όπως μας είπαν οι διαχειριστές της που δέχτηκαν να μας μιλήσουν αλλά μοιάζει περισσότερο με σχολείο, ίσως όχι σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει. «Κανείς δεν μένει το βράδυ μέσα, δεν λειτουργούμε έτσι. Το Σχολείο ανοίγει γύρω στις 12 και κλείνει λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ξεκινήσαμε να δημιουργήσουμε μια κοινότητα με άξονα τα ελεύθερα μαθήματα και τη συμμετοχή στο εγχείρημα με τα χαρακτηριστικά της άμεσης δημοκρατίας. Δεν υπάρχει ο εξουσιαστικό ρόλος του μαθητή – καθηγητή, αλλά η μάθηση είναι βιωματική. Όλοι μαθαίνουν από όλους». Οι αποφάσεις λαμβάνονται από μια γενική συνέλευση και επιμέρους διαχειριστικές συνελεύσεις και ο καθένας είναι ελεύθερος να συμμετέχει και να συμβάλει στη λειτουργία του χώρου. «Δεν επικεντρωνόμαστε στην ιδεολογική ταυτότητα του καθενός, αλλά στο πως συμπεριφέρεται εδώ μέσα», εξηγούν. Εκεί οργανώνονται μαθήματα ξένων γλωσσών, από Αγγλικά μέχρι Ιαπωνικά και Ρωσικά, μαθήματα φωτογραφίας και πιλάτες, λειτουργεί καφέ – μπαρ, βιβλιοθήκη με σχολικά βοηθήματα και λογοτεχνικά βιβλία, βιολογική αγορά και μαγειρείο. Για την αποκατάσταση του χώρου τα μέλη της κατάληψης έπρεπε να αλλάξουν την υδραυλική και ηλεκτρολογική εγκατάσταση, να τοποθετήσουν υποστυλώματα, να φτιάξουν τα κεραμίδια της σκεπής και να καθαρίσουν τον περιβάλλοντα χώρο. Τα περασμένα Χριστούγεννα διοργάνωσαν μια ρεμπέτικη βραδιά και μοίρασαν δώρα στα παιδιά των ανέργων της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής. «Προσπαθούμε ν’ αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Έχουμε κάνει ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία και βλέπουμε αποδοχή από τη γειτονιά. Στηρίξαμε και την πρωτοβουλία των κατοίκων για το οικόπεδο Μάρμαρα Μόσχου που διεκδικούν να γίνει παιδική χαρά», σημειώνουν.
Με εξαίρεση το Σχολείο όπου έγιναν εκτεταμένες εργασίες επιδιορθώσεων του χώρου και κάτοικοι της περιοχής συμμετέχουν στις δραστηριότητες και τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται, στις υπόλοιπες καταλήψεις η κοινωνία δεν είναι παρούσα. Οι πόρτες τους είναι κλειστές και επιδιώκεται μόνο περιστασιακά επαφή με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Εργασίες συντήρησης γίνονται περιστασιακά και σπασμωδικά, χωρίς διάρκεια, με αποτέλεσμα τα κτίρια να αφήνονται στη φθορά του χρόνου, όπως και πριν από την κατάληψη. Οι γείτονες όμως φαίνεται να έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα της κατάληψης. «Αφού είναι ήδη ρημαγμένα και δεν μας ενοχλούν, γιατί όχι», μας είπαν αρκετοί.
Πάντως, οι καταληψίες φαίνονται διατεθειμένοι να υπερασπιστούν το χώρο τους και η πολιτεία μετά από χρόνια εμφανίζεται εξίσου αποφασισμένη να παραδώσει τις ιδιοκτησίες πίσω στους νόμιμους δικαιούχους τους. Στη μέση βρίσκονται κτίρια που είναι συνυφασμένα με τη σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης και του δημόσιου χώρου της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: