ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ…ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΔΕΙΡΩ!
«Παίρνω τηλέφωνο σε μια ελληνική ταβέρνα στο Βερολίνο για δουλειά, μου λένε όμως πως δεν χρειάζονται άτομα και ο ιδιοκτήτης με παραπέμπει στον ξάδελφο του, που ήταν και αυτός εστιάτορας. Άνοιγε καινούργιο μαγαζί και χρειαζόταν προσωπικό. Όπως έμαθα αργότερα, είχε ήδη ένα μαγαζί, το «JA…S» και ήταν έτοιμος να ανοίξει και ένα δεύτερο, έξω από το Βερολίνο. Τηλεφωνώ λοιπόν και εκεί. Το σήκωσε η γυναίκα του, η κα. Λ. Με αυτήν συνεννοήθηκα. Αν και έχω τελειώσει σχολή μαγείρων, δεν έχω εργαστεί ποτέ ως μάγειρας. Έχω δουλέψει μόνο ως σερβιτόρος. 16 χρόνια για την ακρίβεια, δούλευα ως σερβιτόρος. Μου λέει λοιπόν η γυναίκα του αφεντικού, όταν της ξεκαθάρισα πως παρά το πτυχίο δεν γνωρίζω πρακτικά τίποτα περί κουζίνας, πως δεν μπορώ να εργαστώ ως σερβιτόρος, καθώς δεν γνωρίζω γερμανικά. Μου έδωσε τις εξής επιλογές: Ή στην κουζίνα ή στην τρέσα. Τρέσα ονομάζουν την δουλειά στο bar. Να σερβίρω δηλαδή ποτά και να μαζεύω και κανένα τραπέζι. Μου είπε επίσης πως αρκεί να έχω όρεξη για δουλειά και όλα θα γίνουν. Θα έρθω, θα με εκπαιδεύσουν και θα…ενσωματωθώ μια χαρά. Κάπου εκεί το «κλείσαμε». Ομολογώ ότι, από το τηλέφωνο με κέρδισε. Ήταν πολύ ομιλητική, πολύ ευγενική και δεν φάνηκε να την ενοχλεί το γεγονός ότι δεν γνώριζα γερμανικά και μαγειρική στην πράξη. 3 μέρες πριν φύγω, τηλεφώνησα ξανά για να επιβεβαιώσω την συμφωνία και το ραντεβού μας. Μου ζήτησαν μάλιστα να έρθω και νωρίτερα, αλλά δεν μπορούσα γιατί το εισιτήριο μου για Βερολίνο είχε ήδη βγει. Πέταξα από Ελλάδα το βράδυ της Παρασκευής, 27 Μαϊου. Σάββατο ήταν το ραντεβού μας. Φτάνω τελικά, γίνεται η πρώτη γνωριμία από κοντά και εκεί «τρώω» το πρώτο σοκ: Μου είπαν πως για την ώρα δεν μπορούσαν να μου παρέχουν…κρεβάτι. Μου πρότειναν προσωρινά να πάω να μείνω σε hostel. 16 ευρώ η βραδιά. Δεν είχα καμία όρεξη να διανυκτερεύσω εκεί. Ήταν η τελευταία μου επιλογή. Θα πήγαινα μόνο, αν έπρεπε να να κοιμηθώ σε παγκάκι. Πάμε Σάββατο βράδυ στο καινούργιο μαγαζί για να γνωρίσω τον χώρο και για κάποιες προετοιμασίες. Εγώ έπιασα δουλειά την Κυριακή για να το στήσουμε. Δούλεψα 12 ώρες, μπορεί και περισσότερο. Γυρίσαμε Βερολίνο, καθώς την επόμενη ημέρα είχαμε εγκαίνια. Την Δευτέρα, πήγαμε νωρίτερα για να το «στήσουμε». Άλλες…14 ώρες δουλειά. Ούτε μισό λεπτό διάλειμμα. Μου έκανε μάλιστα και παρατήτηση γιατι μίλησα στο τηλέφωνο με τους γονείς μου. Δεν είχα επικοινωνήσει όλη μέρα μαζί τους και με ψάχνανε. Η παρατήρηση του; «Δεν γινεται να δουλεύει ο Πακιστανός και εγώ να μιλάω στο τηλέφωνο». Δευτερα βράδυ κοιμήθηκα σε ένα…φουσκωτό στρώμα στο διαμέρισμα πάνω από το μαγαζί. Την Τρίτη ξεκίνησα κανονικά. 10:00 το πρωϊ μέχρι τις 12:00 το βράδυ. Το πόστο μου ήταν η λάντζα. Πολύ δουλειά. Εξαντλητική. Δεν σταμάτησα λεπτό. Τρίτη βράδυ, πιάνω την γυναίκα του αφεντικού, του κ. Β., και της λέω ότι πέρασαν οι δύο μέρες, να μιλήσουμε για μισθό και ώρες εργασίας. Μου λέει να συνεννοηθώ με τον άντρα της, γιατί αυτός τα κανονίζει. Με πολύ ειρωνεία και μαγκιά εκείνος μου λέει, ότι θα μου δίνει 30 ευρω μεροκάματο. Θα είχα 4 ρεπό τον μήνα, επομένως θα έπαιρνα…780 ευρώ τον μήνα. Σε λίγο όμως μου είπε…και τι θα έπρεπε να πληρώνω από τον μισθό αυτό» δηλώνει εξοργισμένος στο o Δημήτρης Σπανός. Επέστρεψε χθες βράδυ από Γερμανία…
HTAN IKANOΣ ΝΑ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΕΙ ΜΕΧΡΙ…ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΗΡΩΣΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΩ ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΟΥ.
«Σύμφωνα λοιπόν με τον εστιάτορα, για το διαμέρισμα στο οποίο θα έμενα, έπρεπε να πληρώνω κάθε μήνα…150 ευρώ για ρεύμα και νερό. Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο να πληρώνω τόσα πολλά χρήματα αφού όλη την ημέρα θα είμαι στο μαγαζί και θα πηγαίνω μόνο για ύπνο τα βράδυα, η γυναίκα του μου είπε πως…δεν ξέρει αν εγώ θα έχω όλο το βράδυ…ανοιχτές τις βρύσες για να κάνω μπάνιο ή οτιδήποτε άλλο. Δεν θα ήταν δίπλα μας για να παρακολουθεί τι κάνουμε, εγώ και οι άλλοι δύο συγκάτοικοι μου. Ακούστε δικαιολογίες. Στην συνέχεια ο επιχειρηματίας παραδέχθηκε, ότι ήθελε να πληρώνει το ενοίκιο από τα δικά μας λεφτά, παρά το γεγονός, ότι είχε υποσχεθεί στέγη. Το ενοίκιο ήταν στα 450 ευρώ. Και οι τρεις θα του πληρώναμε από 150 ευρώ μηνιαίως…επομένως βγήκε το ενοίκιο. Δεν σταμάτησε όμως εκεί: Μου είπε πως δεν θα με ασφαλίσει κανονικά, η ασφάλεια μου θα είναι νοσοκομειακή και όχι συντάξιμη. Η νοσοκομειακή μου κάλυψη θα κόστιζε 360 ευρώ τον μήνα. Αν πάθω δηλαδή κάτι, να έχω το δικαίωμα νοσηλείας σε ένα νοσοκομείο. Ακόμη όμως και για αυτή την…γενναιόδωρη παραχώρηση του…έπρεπε να πληρώνω συν 150 ευρώ. Τα υπόλοιπα θα τα έβαζε αυτός. Κάντε τους υπολογισμούς: 780 ευρώ μείον 300 ευρώ…μας μένουν 480 ευρώ. Ήρθα να δουλέψω δηλαδή στην Γερμανία…για ούτε 500 ευρώ. Και κάπου εκεί μου είπε, πως θέλει να με δοκιμάσει για έναν…ολόκληρο μήνα, προκειμένου να δει αν του κάνω, και αν ναι,να αποφασίσει σε ποια θέση θα με βάλει. Και σε αυτήν την θέση, να με δηλώσει ως εργαζόμενο. Όσον αφορά τα λεφτά που θα την συνόδευαν, έπρεπε να πω ναι, σε ότι έγραφε το χαρτί. θα έπαιρνα ακριβώς το ποσό που αναγράφοταν. Εκεί εγώ τρελάθηκα και τους είπα ότι η συνεργασία μας διακόπτεται, οτι δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να εργαστώ κάτω από τέτοιες συνθήκες. Δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να με μεταπείσουν. Το αφεντικό με γύρισε πίσω στο Βερολίνο. Μέσα στο αυτοκίνητο δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μου έδωσε 80 ευρώ και έφυγα. Αυτή ήταν η εμπειρία μου από την Γερμανία. Όπως πήγα έτσι…γύρισα. Δεν θα ήθελα με τίποτα να ξαναζήσω κάτι τέτοιο. Κατάλαβα και εγώ, ότι οι έλληνες εστιάτορες, αλλιώς τα παρουσιάζουν από το τηλέφωνο, αλλιώς είναι στην πραγματικότητα. Σε εκμεταλλεύονται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό ή ενοχή. Κάτι τελευταίο: Ο πακιστανός που μέναμε μαζί, ονόματι…Τάσος, συμπληρώνει 9 μήνες ανασφάλιστος. Είπαν πως τις ημέρες αυτές θα του έκαναν τα χαρτιά…»
ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΜΕ «ΕΓΔΥΣΑΝ» ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΕΣΤΙΑΤΟΡΕΣ…
«Πήγα στο Αννόβερο για δουλειά και στην αρχή με φιλοξένησε η ξαδέλφη μου. Δούλεψα για λίγο καιρό στο δικό τους μαγαζί, εστιατόριο, αλλά δεν είχε πολύ δουλειά και έτσι μετά από λίγο σταμάτησα. Είχε παντρευτεί δεύτερη φορά. Έλληνα. Ηπειρώτης. Ο τύπος αποδείχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα καθάρματα και τους πιο σκάρτους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ μου. Στην αρχή ήταν πολύ εξυπηρετικός μαζί μου. Με βοήθησε σε όλες τις συναλλαγές μου με τις γερμανικές αρχές προκειμένου να βγάλω μια άκρη. Μετά από κάμποσους μήνες όμως, μου ζήτησε να πάμε στην τράπεζα για να διευθετήσει δήθεν…κάποιες δικές μου εκκρεμότητες. Το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό και έτσι τον ακολούθησα. Ξέρετε τι έκανε ο απατεώνας; Έβγαλε δάνειο…στο όνομα μου. Η τράπεζα ενέκρινε ένα ποσό των 5.000 ευρώ. Εγώ είχα στον λογαριασμό μου περίπου 1.500 ευρώ. Όλο αυτό το χαρτομάνι και οι υπογραφές όμως έβαλαν ψύλλους στα αυτιά μου. Παίρνω λοιπόν την ανηψιά μου και πάμε στην τράπεζα για να μάθω τι έγινε. Η υπάλληλος μας πληροφορεί πως έχει συναφθεί δάνειο στο όνομα μου, έχει εκδοθεί μάλιστα και κάρτα ανάληψης και πως σε διάστημα 5 ημερών…κάποιος προχώρησε ήδη σε ανάληψη 2.400 ευρώ. Στην αρχή, ο ξάδελφος μου αρνήθηκε τα πάντα. Παραδέχθηκε βέβαια πως η επίσκεψη στην τράπεζα είχε σαν στόχο το δάνειο. Για την κάρτα είπε πως την…έκλεψαν, πως «χάκαραν» το pin και έτσι έβγαλαν τα λεφτά. Πήγαμε στην αστυνομία και καταθέσαμε μήνυση. Έλα όμως που η αστυνομία βρήκε φωτογραφικό υλικό που έδειχνε τον συγγενή μου…μπροστά από το ΑΤΜ να κάνει ανάληψη των χρημάτων. Έχω στην κατοχή μου τις φωτογραφίες αυτές. Το τι δικαιολογίες άκουσα μετά, δεν λέγεται. Πως «τράβηξε» τα χρήματα γιατί είχε καρκίνο, πως τον κυνηγούσαν οι ρώσοι για χρέη και άλλα πολλά. Που κατέληξαν τα χρήματα που έβγαλε; Στον τζόγο…Μου ζήτησε να αποσύρω την μήνυση για να μην το μάθει η γυναίκα του, η Ν. Τελικά το έμαθε. Την απέσυρα μόνο μετά την διαβεβαίωση της συζύγου του, πως θα μου επιστραφούν τα χρήματα που μου πήρε. Έδωσα τόπο στην οργή γιατί δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Έκανα όμως πάλι το λάθος και τον εμπιστεύτηκα. Φταίω εγώ για αυτό. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που όταν του έδωσα χρήματα για να βγάλει τα αεροπορικά εισιτήρια προκειμένου να φέρω την οικογένεια μου από την Αθήνα, την γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου, «έφαγε» τα λεφτά του εισιτηρίου…του ενός παιδιού. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης γιατί μόνο από εκεί είχε πτήση για Αννόβερο, πάμε να πάρουμε τους κωδικούς, και μας λένε ότι υπάρχουν εισιτήρια μόνο…για 3 άτομα. Μέχρι και η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας στην Γερμανία μας επιβεβαίωσε πως ο απατεώνας είχε βγάλει εισιτήρια μόνο για τρεις. Θυμόταν ακόμη και το πρόσωπο του. Αυτός βέβαια αρνήθηκε τα πάντα και έριξε την ευθύνη στην εταιρεία. Απίστευτος θυμός, πίεση και στεναχώρια. Με τα χίλια ζόρια και χάρη στην βοήθεια κάποιων ανθρώπων έφτασα τελικά στην Γερμανία. Ήρθε και με πήρε ο ίδιος με το αυτοκίνητο. Το θράσος του δεν είχε όρια. Μου ζήτησε…να του πληρώσω την βενζίνη που έβαλε για να έρθει να με πάρει! Σε τέτοιες περιπτώσεις απλά χάνεις τα λόγια σου…» εξομολογείται απογοητευμένος o Κώστας Κότσαλης, μάγειρας στο επάγγελμα και πατέρας δυο παιδιών.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΜΟΥ ΠΑΝΩ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ…
«Μετά από την περιπέτεια αυτή, πήγα σε άλλον εστιάτορα. Εννοείται πως προηγουμένως είχα αλλάξει σπίτι. Και αυτός έλληνας. Από εκεί έφυγα γιατί δεν μου έδινε τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει. Τα είχαμε βρει στα 1.200 ευρώ και αυτός μου έδινε πότε 600, πότε 800. Εγώ όμως είχα φέρει ήδη την οικογένεια μου στην Γερμανία και δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τις υποχρεώσεις μου. Βρήκα δουλειά σε άλλον εστιάτορα. Επίσης…έλληνα. Περιοχή: Letter, Αννόβερο. Σε αυτόν έκατσα 2 εβδομάδες, μπορεί και λιγότερο. Αν και η δουλειά μου είναι μάγειρας, ο… «κύριος» αυτός ήθελε να σφουγγαρίζω το μαγαζί, να καθαρίζω τις τουαλέτες και να σκουπίζω την αυλή. Οι απαιτήσεις του ήταν παράλογες και υπερβολικές. Όσον αφορά την αμοιβή μου, είπε πως θα μου δίνει…200 ευρώ την εβδομάδα. Όταν του επισήμανα ότι τα χρήματα είναι πολύ λίγα και δεν με καλύπτουν, απλά σήκωσε τους ώμους. Όσο καιρό δούλεψα εκεί με είχε ανασφάλιστο. Αν οι γερμανικές αρχές σε πιάσουν να εργάζεσαι ανασφάλιστος, τιμωρείσαι και εσύ. Δεν μπορούσα να αναλάβω το ρίσκο. Φεύγω επομένως και από αυτόν. Μέσα στην ατυχία μου όμως…στάθηκα τυχερός. Πιάνω δουλειά σε έναν τούρκο ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης…ελληνικού εστιατορίου. Να πούμε το όνομα του γιατί ο άνθρωπος αξίζει. Πραγματικό διαμάντι. Εμένα και την οικογένεια μου, μας στήριξε πολύ. Ένας…τούρκος και όχι έλληνας. Έγκι Γκιούνες λεγόταν. Restaurant «Classico». Aνθρώπινες συνθήκες εργασίας, 8ώρο με μεροκάματο…50 ευρώ. Δυστυχώς όμως δούλευα Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή. Μόνο τις ημέρες αυτές είχε δουλειά. Τα λεφτά που έπαιρνα δεν έφταναν για να συντηρήσω την οικογένεια μου. Στεναχωρέθηκα πολύ όταν έφυγα από την επιχείρηση του και από τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Η ατυχία επέστρεψε ξανά. Σε μια καφετέρια που συχνάζαν έλληνες, γνώρισα έναν εστιάτορα. Πόντιο. Το μαγαζί του ονομαζόταν «Κω…ος». Και αυτός και η γυναίκα του, αρχικά μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Γλυκύτατοι και πολύ ευγενικοί. Δεν μπορούσα να είχα πέσει περισσότερο έξω. Από την δεύτερη κιόλας ημέρα… «μου άλλαξε τα πέταλα». Δούλεψα 2 μήνες για τον τύπο αυτό και αντί να πάρω 2.000 ευρώ, δηλαδή 1.000 ευρώ μηνιάτικο όπως είχαμε συμφωνήσει, στο τέλος εισέπραξα μόλις…500. Για όλα αυτά που σας λέω διαθέτω χαρτιά, αποδείξεις. Το συμπέρασμα; Έντιμα και με αξιοπρέπεια μου φέρθηκε ο τούρκος εργοδότης και όχι οι συμπατριώτες μου. Και να πω, πως είμαι κανένας τεμπέλης που αποφεύγει την δουλειά…Δεν γίνεται όμως ο εργαζόμενος, από την στιγμή που έχει μαζί του την οικογένεια του και συμφωνεί σε ένα συγκεκριμένο ποσό με τον επιχειρηματία, να μην το λαμβάνει. Πως θα πληρώσει τις υποχρεώσεις του; Πως θα μεγαλώσει τα παιδιά του; Θέματα πολιτισμένης συμπεριφοράς και αλληλεγγύης προφανώς και δεν τους νοιάζουν. Τουλάχιστον να έπαιρνα τα λεφτά μου. Αυτά που δικαιούμουν. Εκείνοι όμως ήθελαν να πάρουν τα πάντα από εμένα, δίνοντας τα λιγότερα δυνατά…».
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. ΑΠΛΑ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ…
«Τι γνώμη σχημάτισα μετά από την παραμονή μου στην Γερμανία; Την χειρότερη. Και αναφέρομαι φυσικά στους έλληνες της Γερμανίας. Λαμόγια. Πονηροί. Κουτοπόνηροι για την ακρίβεια. Δεν υπάρχουν χειρότεροι εκμεταλλευτές. Κοροϊδεύουν και τάζουν ασύστολα. Δεν κρατούν όμως καμιά υπόσχεση τους. Θύματα τους, και οι νέοι και οι ηλικιωμένοι. Κοιτάνε πως να «ξεζουμίσουν» τους πάντες. Όποιος έχει ανάγκη για δουλειά και πέσει στον δρόμο τους, καλύτερα να κάνει τον σταυρό του. Τους βάζουν να κοιμούνται σε αποθήκες. Μέσα στην υγρασία, σαν ποντίκια. Χωρίς μια κουβέρτα, ένα σεντόνι. Με κάτι κουρέλια. Ούτε φαγητό από το εστιατόριο τους, δεν τους δίνουν να φάνε. Οι εργαζόμενοι απελπίζονται, φτάνουν σε απόγνωση αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή. Πρέπει να τα υπομείνουν όλα αυτά. Το μόνο που νοιάζει τους εστιάτορες είναι να βγάλουν λεφτά. Πολλά λεφτά. Αυτή είναι η αρρώστεια τους, ο εθισμός τους. Και για να το πετύχουν αυτό, δεν θα διστάσουν πουθενά. Ακόμη και να παρανομήσουν. Έτσι και αλλιώς, τις κακές τους συνήθειες τις «κουβάλησαν» και στην Γερμανία. Δεν αμφιβάλλω ότι ανάμεσα τους θα υπάρχουν και σωστοί άνθρωποι. Εγώ πάντως δεν γνώρισα κανέναν. Τέλος πάντων. Πλέον είμαι στην Ελλάδα. Θα προσπαθήσω να τα ξεχάσω όλα αυτά και να επικεντρωθώ στην δουλειά μου και στην οικογένεια μου. Πολλά τράβηξα. Φτάνει…».
ΜΑΓΕΙΡΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ: ΘΕΛΕΤΕ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΣΑΣ; ΑΝΑΜΕΙΝΑΤΕ ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΣΑΣ…
«Πήγα για δουλειά σε ξενοδοχείο της Χαλκιδικής, τοποθετημένο στις αρχές του τρίτου ποδιού. Μιλήσαμε με τον εργοδότη και τα βρήκαμε. Αυτός ζητούσε πρώτο μάγειρα, και συμφωνήσαμε να δουλεύω 10-11 ώρες την ημέρα με 1.500 ευρώ μηνιάτικο. Οι μισθοί για τους πρώτους μάγειρες είναι σε γενικές γραμμές καλοί, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στον τεράστιο φόρτο εργασίας που επωμίζονται. Δέχτηκε επίσης, ότι αν εργαζόμουν περισσότερες ώρες από αυτές που είχαμε συμφωνήσει, θα τις πληρωνόμουν. Και βεβαίως απαίτησα τα ένσημα μου. Με το που ξεκίνησα να δουλεύω στο ξενοδοχείο, αντιλήφθηκα ότι ο συγκεκριμένος ήθελε η μαγείρισσα να εκτελεί…και χρέη καθαρίστριας. Στην αρχή, μπορούσα να ανταποκρίνομαι και σε αυτά τα καθήκοντα. Δεν είχε αρχίσει ακόμη να καταφθάνει ο πολύς κόσμος. Όλο αυτό όμως είχε συνέπειες στην υγεία μου. Αναγκαζόμουν να κουβαλώ τεράστιες κατσαρόλες, τηγάνια κτλ. Σε λίγο άρχισαν να πονούν τα γόνατα και η μέση μου. Υπήρξαν πολλές φορές που πήγα για δουλειά στις 09:00 το πρωϊ και έφυγα…στις 05:00 το άλλο πρωϊ. Όταν τελείωνα με τα φαγητά, μαζί με την κοπέλα που έφτιαχνε τις σαλάτες, καθαρίζαμε και την κουζίνα. Τέτοιες καταστάσεις αντιμετωπίζουμε οι εργαζόμενες γυναίκες στα ξενοδοχεία. Νομίζουν ότι πέρα από μαγείρισσες, είμαστε υποχρεωμένες να κάνουμε και τις καθαρίστριες. Τον πρώτο μήνα πληρώθηκα κανονικά. Δεν μου πλήρωσε όμως τις υπερωρίες, και ήταν πολλές. Από εκεί και μετά ξεκίνησαν τα προβλήματα μου»
ΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΔΟΥΛΕΨΑ ΣΑΝ ΣΚΥΛΙ; ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΒΓΗΚΑ ΧΑΜΕΝΗ…
«Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο δεν μου καταβλήθηκαν τα λεφτά για τις έξτρα ώρες που εργάστηκα, η συμπεριφορά του άλλαξε και έγινε ειρωνική, σκληρή. «Δεν φαντάζομαι να έχεις την απαίτηση να πληρωθείς κιόλας» μου είπε. Του απάντησα ότι για να παραμείνω στην δουλειά του, είχε δύο επιλογές: Ή θα μου πλήρωνε τις υπερωρίες ή θα μου μείωνε τις ώρες εργασίας. Του ζήτησα επίσης να σταματήσω και το καθάρισμα της κουζίνας, γιατί δεν μου είχαν απομείνει άλλες αντοχές. Μου απάντησε ότι θα το διευθετήσει, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα. Την περίοδο εκείνη ξεκίνησε να μου δίνει…έναντι, χωρίς να με πληρώνει κανονικά. Μπήκε και ο Αύγουστος και οι υπερωρίες μου, παλιές και νέες, παρέμειναν απλήρωτες. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η προσβλητική συμπεριφορά της οικογένειας του, που με ανάγκασε να μαζέψω τα πράγματα μου και να φύγω. Αργότερα, ο λογιστής του με ειδοποίησε πως οι οφειλές τακτοποιήθηκαν. Αυτές του μισθού μου όμως, όχι οι υπερωρίες. Με περίμενε και άλλο χτύπημα: Όταν πήγα να θεωρήσω το βιβλιάριο μου στο ΙΚΑ, είδα ότι μου είχε κολλήσει για όλο το καλοκαίρι…30 ένσημα. Δεν πήγα στην Επιθέωρηση Εργασίας στον Πολύγυρο, γιατί φοβήθηκα ότι μια επώνυμη καταγγελία θα είχε ως συνέπεια να μου κλείσουν οι πόρτες στα ξενοδοχεία. Το αποτέλεσμα της εργασίας μου εκεί; Μου χρωστούν περίπου 1.500 ευρώ από τις υπερωρίες που δούλεψα, μου κόλλησαν λιγότερα ένσημα και η υγεία μου ζημιώθηκε. Αυτά».
Αν δημοσιεύαμε όλες τις καταγγελίες μαγείρων που συγκεντρώσαμε, θα γράφαμε από σήμερα…μέχρι το τέλος της τουριστικής περιόδου, και πάλι δεν θα τελειώναμε. Το σύνολο σχεδόν των μαρτυριών προήλθε από ανθρώπους που εξαπατήθηκαν από αδίστακτους ξενοδόχους, οι οποίοι αν και υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια, προκειμένου να τους προσελκύσουν, στο τέλος δεν τήρησαν καμία υπόσχεση τους ή εξαναγκάστηκαν να πληρώσουν μέρος των δεδουλευμένων, έπειτα από προσφυγή των εργαζομένων στις κατά τόπους Επιθεωρήσεις Εργασίας. Άλλη πονεμένη ιστορία και αυτή: Αναρωτιέται κανείς πως μπορούν οι υπηρεσίες αυτές να προστατέψουν το εργατικό δυναμικό της χώρας, όντας οι ίδιες υποστελεχωμένες, σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς αυτοκίνητο, και με απαρχαιωμένο υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Τραγική ειρωνεία: Οι δανειστές ζητούν πάταξη της μαύρης εργασίας, εισφοροδιαφυγής/εισφοροαποφυγής, αλλά δεν δέχονται τον εμπλουτισμό των τμημάτων με νέο προσωπικό, λόγω των ποσοστώσεων. Όταν στην ευθύνη ενός και μόνο Επιθεωρητή Εργασίας αντιστοιχούν εκατοντάδες ή και χιλιάδες επιχειρήσεις που πρέπει να ελέγξει. Ουκ ολίγες οι περιπτώσεις εκείνες, όπου ανασφάλιστοι εργαζόμενοι εντός των ξενοδοχειακών μονάδων παριστάνουν τους…τουρίστες με διττό σκοπό: Να αποφύγει η επιχείρηση το τσουχτερό πρόστιμο και ο αδήλωτος υπάλληλος την απόλυση. Που φοβούνται να καταγγείλουν όσα υφίστανται. Που στρέφονται ακόμη και εναντίον όσων διαμαρτύρονται, διότι φοβούνται ότι η…επονείδιστη καταγγελία θα θέσει εν κινδύνω και την δική τους θέση εργασίας. Αλλά όλα αυτά θα τα αναλύσουμε σε επικείμενο ρεπορτάζ. Επιστροφή στους μάγειρες: Παρά το γεγονός ότι εργάζονται σε έναν από τους πιο απαιτητικούς χώρους του ξενοδοχείου, με τα ωράρια διαρκώς κολλημένα σε διψήφιο νούμερο, με το στρες μόνιμο σύντροφο τους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αφερεγγυότητα μεγάλης μερίδας ξενοδόχων που επικαλούμενοι χίλιες δυο δικαιολογίες, καταπατούν την συμφωνία που υπέγραψαν, με συνέπεια την καθυστερημένη πληρωμή ή ακόμη και την άρνηση καταβολής των οφειλών, «λειψά» ένσημα, απλήρωτες υπερωρίες, τέλεση παράπλευρων εργασιών που ουδεμία σχέση έχουν με το αντικείμενο τους. Δεν είναι απορίας άξιον αν μαζί με τα…μάτια της κουζίνας, θερμοκρασία «ανεβάζουν» και οι μάγειρες.
ΟΙ ΞΕΝΟΔΟΧΟΫΠΑΛΛΗΛΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΕΧΟΥΝ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ…
«Όντως υπάρχουν θέματα, και πολύ σοβαρά μάλιστα. Υπάρχουν πολλοί απλήρωτοι εργαζόμενοι. Τελευταία έχει γίνει της μόδας. Αν πέρσι ήταν αρκετοί οι ξενοδόχοι που επιδίδοταν στο…σπορ, φέτος πολλαπλασιάστηκαν. Ο ένας μιμείται τον άλλο. Σκέφτεται και λέει: «Από την στιγμή που δεν πληρώνει αυτός τους υπαλλήλους του, για ποιο λόγο να τους πληρώσω εγώ;». Είναι και αυτός ένας αρνητικός νεωτερισμός. Η αργοπορία, η καθυστέρηση, ακόμη και η άρνηση καταβολής των δεδουλευμένων έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Από τότε δυστυχώς που ενέσκηψε η κρίση, πολλοί επιχειρηματίες πάτησαν πάνω της, μειώνοντας δραστικά τις αποδοχές των εργαζομένων. Κανείς δεν εξαιρέθηκε από την λαίλαπα αυτή. Την ίδια ώρα κάνουν θραύση οι ατομικές συμβάσεις. Ρεπό δεν υπάρχουν καθώς στα ξενοδοχεία η εργασία είναι συνεχής και αφορά και τις 30 ημέρες του μήνα» διευκρινίζει στο o Κώστας Φραγκάκης, μέλος του Δ.Σ του Σωματείου Μαγείρων Θεσσαλονίκης.
ΝΕΑΡΗ ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ: Ο ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ή ΝΑ ΤΟΥ «ΚΑΤΣΩ» Ή…ΝΑ ΦΥΓΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ
«Δεν θέλω να γράψεις ούτε το όνομα του ξενοδοχείου, ούτε
καν σε ποιο νομό της Κρήτης βρίσκεται, γιατί ο συγκεκριμένος
επιχειρηματίας θα καταλάβει ποιος τα είπε και δεν θέλω να έχω άλλα
μπλεξίματα. Βαρέθηκα. Με το που αποφοίτησα λοιπόν από την σχολή
μαγειρικής, έκλεισα την πρακτική μου σε αυτό το ξενοδοχείο μέσω ενός
γνωστού. Απέστειλα το βιογραφικό μου για τυπικούς λόγους, και όταν μου
τηλεφώνησαν, δεν μίλησα με τον υπεύθυνο προσωπικού, αλλά με τον ίδιο τον
ιδιοκτήτη. Παραξενεύτηκα. Ήταν πολύ ευγενικός και φιλικός, μου είπε ότι
έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον γνωστό που μεσολάβησε για να κάνω την
πρακτική μου, και πως δεν υπήρχε περίπτωση να μην ενθουσιαστώ με το
περιβάλλον που θα συναντούσα. Ομολογώ ότι με ξεγέλασε στην αρχή.
Αισθανόμουν σαν να μιλούσα με τον κολλητό μου και όχι με έναν ιδιοκτήτη
ξενοδοχείου που ούτε καν γνώριζα. Όση ώρα μιλούσαμε, μου έκανε μάλιστα
και add στο facebook. Συζητήσαμε λίγη ώρα περί ανέμων και υδάτων, και
λίγο πριν το κλείσουμε, με «παιχνιδιάρικη» φωνή, μου είπε αν το αγόρι
μου θα είχε πρόβλημα που θα έλειπα τόσο καιρό από δίπλα του. Του
απάντησα πως δεν έχω αγόρι. «Καλύτερα» μου είπε, «να μην έχεις κανένα
πάνω από το κεφάλι σου». Τον χαιρέτησα και κλείσαμε το τηλέφωνο. Το
βράδυ, κόντευε μεσάνυχτα θυμάμαι, μου έστειλε μήνυμα στο fb, μια
καληνύχτα και ένα φεγγάρι. Άρχισα να υποψιάζομαι κάτι, αλλά δεν ήθελα να
φανώ υπερβολική, επομένως το αγνόησα. Την επόμενη ημέρα, άρχισα να
πακετάρω τα πράγματα μου, πήγα στο αεροδρόμιο, μπήκα στο αεροπλάνο και
έφτασα στην Κρήτη. Τι το ήθελα όμως;» δηλώνει πέρα για πέρα απογοητευμένη η Κ.Χ, μάγειρας στο επάγγελμα…
ΤΟ «ΠΕΣΙΜΟ» ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΜΕ ΤΟ «ΚΑΛΗΜΕΡΑ»…
«Με
το που προσγειώθηκα, κατευθύνθηκα αμέσως στο ξενοδοχείο. Δήλωσα το
όνομα μου και την ιδιότητα μου, και στην συνέχεε ια με ξενάγησαν και μου
έδειξαν το δωμάτιο όπου θα έμενα. Δεν είχα προλάβει να αφήσω την
βαλίτσα μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και με ειδοποίησαν πως ζητούσε να
με δει ο ιδιοκτήτης. Θα με συναντούσε στο γραφείο του. Ανησύχησα, μήπως
είχε συμβεί τίποτα κακό με την πρακτική μου. Με περίμενε χαμογελαστός,
χαμογελαστός. Δεν μπορούσες να φανταστείς τι κοπλιμέντα μου έκανε.
«Καλά, εσύ είσαι κούκλα, μέσα στην κουζίνα θα χαραμιστείς;», «θα σε βάλω
εγώ υπεύθυνη στην πισίνα και στο bar, δεν ειναι ανάγκη να κάνεις το
παραμικρό, το μόνο που θα κάνεις είναι να χαμογελάς και να οδηγείς τους
πελάτες στα τραπέζια τους», «θα κάνεις τις συναδέλφισσες σου να
ζηλεύουν» και άλλα τέτοια πολλά. Μετά από λίγο, άρχισα να αισθάνομαι
άβολα, γιατί δεν σταματούσε. Έλεγε συνέχεια, «τι ωραία που είσαι, τι
όμορφη». Τον ευχαρίστησα για τα κοπλιμέντα του, υπενθυμίζοντας του
παράλληλα, πως βρίσκομαι εκεί για να κάνω την πρακτική μου. Πως είναι το
μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει. Μου απάντησε πως δεν έχω να ανησυχώ για
τίποτα, πως όλα θα πάνε καλά. Και την πρακτική μου θα κάνω, και πως αν
είμαι ιδιαίτερα… «εργατική», αυτό το είπε κάπως παράξενα, θα λάβω και το
κατιτίς μου. Τον ευχαρίστησα και έφυγα. Το βράδυ, και ενώ έβλεπα
τηλεόραση, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν μια καμαριέρα, η οποία μου έφερε σε
δίσκο πάνω…γαριδομακαρονάδα, σαλάτα και λευκό κρασί. Μου είπε πως είναι
καλωσόρισμα από την διεύθυνση και έφυγε. Την επόμενη ημέρα και για μια
εβδομάδα περίπου, ξεκίνησε το μαρτύριο».
ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΗΝΕ ΣΕ ΗΣΥΧΙΑ…
«Ήταν σχεδόν κάθε μέρα στην κουζίνα, βλέποντας με την ώρα που
δούλευα. Με κοιτούσε ασταμάτητα. Έκανε πως μιλούσε με τον σεφ για το
μενού και τα προβλήματα της κουζίνας, αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα
πάνω μου. Συνεχώς έλεγε στους άλλους υπαλλήλους, «να την προσέχετε,
είναι άστερι, όταν τελειώσει η πρακτική της θα έρθει να δουλέψει εδώ ως
σεφ, κτλ». Δεν είχε σταματημό. Στην αρχή, οι συνάδελφοι μου
χαμογελούσαν, αλλά μετά από λίγη ώρα άρχισαν να με κοιτούν παράξενα.
Φαντάζομαι πως στην θέση τους θα έκανα και εγώ το ίδιο. Σκεφτόνταν, «για
ποιο λόγο αυτή η ειδική μεταχείριση σε μια πρακτικάρια;», «Τι το
ιδιαίτερο έχει»; Ευτυχώς που είχαμε πολύ δουλειά και δεν υπήρχε χρόνος
για συζητήσεις. Προσπαθούσα να περνάω απαρατήρητη. Ούτε που μιλούσα.
Μόνο δούλευα. Την τρίτη ημέρα, πρόσεξα πως οι συνάδελφοι μου, δεν με
φώναξαν να πάω για μπάνιο μαζί τους, ούτε για φαγητό. Αργότερα, λίγες
ώρες πριν φύγω οριστικά από το ξενοδοχείο, μια συνάδελφος από την
κουζίνα, που με είδε στεναχωρημένη, μου είπε πως όλοι νόμιζαν πως είμαι
συγγενής του αφεντικού και κανείς δεν ήθελε παρτίδες μαζί μου, γιατί
φοβόντουσαν μην τυχόν τους κακολογήσω στην διοίκηση. Τελείωνα αργά κάθε
βράδυ. Βροχή τα μηνύματα στο facebook, ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα. Στα
περισσότερα δεν απαντούσα. Σε όσα απαντούσα, ήμουν «πέρα βρέχει». Μου
ζητούσε την γνώμη μου…για το μενού. Αν είναι δυνατόν. Είχε μέσα
έμπειρους σεφ με γκρίζα μαλλιά και ζητούσε από εμένα να του πω την γνώμη
μου. Κάθε πρωϊ, μου έστελνε το πρωϊνό στο δωμάτιο μου. Τι να έκανα; Την
επόμενη βρήκα…ένα τριαντάφυλλο στο κρεβάτι μου. Πήρα αμέσως τηλ. τους
γονείς μου και τους περιέγραψα την κατάσταση. Ο μπαμπάς μου τρελάθηκε
και άρχισε να τον βρίζει. Η μάνα μου, μού είπε να κάνω υπομονή, μήπως
και είχα παρεξηγήσει τα πράγματα. Μα, ποιός άλλος μπορεί να ήταν; Η
καμαριέρα; Πριν το μεγάλο μπαμ, είχα την ατυχία να πάω για ενα βραδυνό
μπάνιο στην πισίνα για να ξεσκάσω. Με το που τελείωσα, τον είδα να με
κοιτάει. Είχε ξεφυτρώσει κυριολεκτικά…από το πουθενά. Το βλέμμα του δεν
σήκωνε παρεξηγήσεις. Με κοιτούσε και ήταν σαν μου έλεγε: «Δεν θα μου
ξεφύγεις, θα σε γαμήσω εσένα». Τον χαιρέτησα βιαστικά, και σχεδόν έτρεξα
στο ασανσέρ. Εκείνο το βράδυ, δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου».
«ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ «ΚΑΤΣΕΙΣ», ΜΑΖΕΨΕ ΚΑΙ ΤΑ ΦΥΓΕ…»
Την επόμενη ημέρα, με φώναξε στο τέλος της βάρδιας μου στο
γραφείο του. Ξεκίνησε πάλι με τα συνηθισμένα του κοπλιμέντα, αλλά εγώ,
ούτε που χαμογέλασα. Να σου πω την αλήθεια, αισθανόμουν ένα φοβερό θυμό
μέσα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω την πρακτική μου. Και πίστεψε
με, δεν είμαι ιδιαίτερα γενναία, αλλά εκείνη την ώρα ήμουν έτοιμη…ακόμη
και για ξύλο. Τον διέκοψα και του είπα πως όλα αυτά που λέει με φέρνουν
σε δύσκολη θέση, πως οι συνάδελφοι μου με στραβοκοιτάζουν, και πως
σκοπεύω να φύγω. Χαμογέλασε και μου είπε πως αυτό θα ήταν λάθος, γιατί
αν ήμουν ξύπνια και ήξερα το συμφέρον μου, θα καθόμουν. Τον ρώτησα τι
εννοεί, και μου απάντησε πως θα ήθελε πολύ να κάνουμε…παρέα. Να
βγαίνουμε μετα την δουλειά, να πηγαίνουμε για ποτά, για μπάνια, και ότι
άλλο προκύψει. Όλα τα έξοδα δικά του εννοείται. Και σαν να μην έφταναν
όλα αυτά, μου είπε πως θα μπορούσα να κοιμάμαι στα…ιδιαίτερα δωμάτια του
ξενοδοχείου. Του είπα πως παρεξήγησε την κατάσταση, δεν είμαι καμιά του
δρόμου και δεν έχει το δικαίωμα να μου συμπεριφέρεται έτσι. Τότε
αγρίεψε. Ξέρεις τι μου είπε ο μπάσταρδος; Παντρεμένος με παιδιά. Πως αν
δεν κάνω αυτό που μου λέει, να τα μαζέψω και να φύγω και να μην διανοηθώ
να «βρωμίσω» τίποτα, γιατί έχεις άκρες σε όλη την Ελλάδα, ξέρει όλους
τους ξενοδόχους και δεν θα μπορώ να βρω δουλειά…ούτε σε 100 χρόνια. Τότε
έσκασα. Τον είπα να πάει στο διάολο και έφυγα. Παραδόξως, ούτε
βούρκωσα, ούτε φοβήθηκα. Αισθανόμουν ήρεμη. Ξαλαφρωμένη. Μάζεψα τα
πράγματα μου, πήγα στην πόλη μέσα, περίμενα να ξημερώσει και να ανοίξουν
τα πρακτορεία, έβγαλα εισιτήριο και γύρισα πίσω. Οι κινήσεις μου
θύμιζαν ρομπότ. Τόσο απλά. Οι γονείς μου, δεν το πίστευαν όταν με είδαν.
Μέχρι και σήμερα συγκρατώ τον πατέρα μου, για να μην πάει στην
Επιθεώρηση Εργασίας…».
ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ…
«Δεν έκατσα ούτε μια εβδομάδα. Για ποιο λόγο δεν τον
κατήγγειλα; Δεν φοβάμαι. Η κουζίνα είναι η ζωή μου. Και την πρακτική μου
θα κάνω και δουλειά θα βρω. Έχω πολλά να δώσω. Να σε ρωτήσω όμως εγώ
κάτι τώρα; Πας στοίχημα, ότι αν τον είχα καταγγείλει, οι πιο πολλοί
σκατάνθρωποι θα με χαρακτήριζαν ως το «πουτανάκι που του κουνήθηκε»;
Άντε, βγάλε εσύ μετά τη ρετσινιά. Επομένως, άστο να πάει στο διάολο.
Ξέρω όμως ότι θα το κάνει και σε άλλα κορίτσια, αν δεν το κάνει ήδη.
Αυτό με καίει».