Είναι καιρός που η εποχή είναι κατάλληλη για την εφαρμογή κεϋνσιανής πολιτικής
μέσω της τόνωσης της ζήτησης, όπως ισχυρίζονται αρκετοί πολιτικοί και
ενδεχομένως αυτή κρύβεται πίσω από τη προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση
για το ποσοστό του εισοδήματος που θα κτίσει το αφορολόγητο;
Είναι ισχυρή και στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα η άποψη ότι η
οικονομία της χώρας είναι σαν το ελατήριο, το οποίο έχει συμπιεστεί, και
με κάποιο τρόπο «μαγικό» θα εκτιναχθεί προς τα πάνω;
Γράφει ο Νίκος Βαρσακέλης [Καθηγητής Βιομηχανικής Πολιτικής Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης]
Για να είναι εφαρμόσιμες οι δύο παραπάνω απόψεις – προτάσεις πρέπει
να ισχύει μια βασική προϋπόθεση. Να υπάρχει αργούσα παραγωγική
δυναμικότητα στον παραγωγικό τομέα της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή, οι
επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες, να
λειτουργούν σε χαμηλότερο βαθμό σε σχέση με την πλήρη δυναμικότητα, πχ
μια ραπτομηχανή μπορεί να δουλεύει 24 ώρες το 24ώρο (παραγωγική
δυναμικότητα) εργάζεται όμως μόνο 8 ώρες, δουλεύει, δηλαδή, στο 1/3 της
παραγωγικής της δυναμικότητας.
Εάν στην οικονομία υπάρχει πρόβλημα ελλιπούς ζήτησης, σε σχέση με την
παραγωγή, τότε οι επιχειρήσεις αντιδρούν με μείωση της παραγωγής και
λειτουργούν με αργούσα παραγωγική δυναμικότητα.
Επομένως, στην περίπτωση εφαρμογής της κεϋνσιανής πολιτικής
τόνωσης της ζήτησης ή του ελατηρίου, η αυξημένη ζήτηση θα οδηγήσει σε
αύξηση της απασχόλησης των παραγωγικών πόρων των επιχειρήσεων, και
ειδικά της εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας και
μέσο-μακροπρόθεσμα σε αύξηση των εισοδημάτων.
Ισχύει όμως στη περίπτωση της σημερινής Ελλάδας αυτή η βασική προϋπόθεση;
Υπάρχει στην χώρα αργούσα παραγωγική δυναμικότητα τέτοια που θα οδηγήσει σε εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας;
Η απάντηση είναι όχι. Ας το εξηγήσουμε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του προγράμματος Penn World Table,
που συλλέγει, επεξεργάζεται και δημοσιεύει δεδομένα από όλες τις χώρες,
η Ελλάδα έχει υποστεί μια σημαντική καταστροφή φυσικού κεφαλαίου (πχ
μηχανήματα) κατά την περίοδο 2010-2017, τελευταία επεξεργασμένα
στοιχεία, όπως φαίνεται στον πίνακα 1.
Ειδικότερα, κατά την συγκεκριμένη περίοδο το κεφάλαιο της οικονομίας
μειώθηκε κατά 87 δισεκατομμύρια δολάρια σε σταθερές τιμές 2011. Αυτό
σημαίνει ότι η ραπτομηχανή, που αναφέραμε παραπάνω, όχι μόνο δεν
υπολειτουργεί, αλλά έχει πλέον καταστραφεί καθώς έκλεισε το εργοστάσιο ή
έχει μεταφερθεί σε άλλη χώρα μαζί με την παραγωγική μονάδα.
Και φυσικά το κατά κεφαλήν κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε
από 153 περίπου χιλιάδες σε 149 χιλιάδες δολάρια (με ταυτόχρονη μείωση
του πληθυσμού κατά την επισκοπούμενη περίοδο).
Εάν δε λάβουμε υπόψη μας ότι οι συνθήκες της ελληνικής οικονομίας δεν
άλλαξαν ριζικά κατά το 2018 και το 2019 για να έχουμε ανάκαμψη των
θετικών επενδύσεων, το κεφάλαιο της οικονομίας πρέπει να μειώθηκε ακόμη
περισσότερο. Κατά συνέπεια, η καταστροφή του κεφαλαίου πρέπει να ξεπερνά
τα 90 δισεκατομμύρια.
Όπως διδάσκει η θεωρία της οικονομικής μεγέθυνσης, η μείωση του
κεφαλαίου μιας οικονομίας, και του αντίστοιχου κατά κεφαλήν, οδηγεί σε
μείωση του εισοδήματος και του κατά κεφαλήν της οικονομίας. Έτσι συνέβη
και στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2018. Η μείωση του κεφαλαίου της
ελληνικής οικονομίας εξηγεί κατά ένα σημαντικό ποσοστό την συντριπτική
μείωση του ακαθάριστου εθνικού και του αντίστοιχου κατά κεφαλήν
εισοδήματος της χώρας.
Και όχι μόνο. Όπως επίσης τονίζει η οικονομική θεωρία, δύο χώρες θα
συγκλίνουν όταν το κατά κεφαλήν κεφάλαιο της μιας χώρας γίνεται ίσο με
της άλλης. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπάρχει απόκλιση.
Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται η μεταβολή του φυσικού κεφαλαίου
ορισμένων χωρών: Αυστρία και Βέλγιο, περίπου του ίδιου μεγέθους με την
Ελλάδα αλλά πλουσιότερες, Ισπανία, μεγαλύτερη αλλά ξεκίνησε οικονομικά
όπως η Ελλάδα, και τέλος η Βουλγαρία, η οποία μετά την κατάρρευση του
σοσιαλισμού ξεκίνησε την πορεία της οικονομικής της ανάπτυξης. Είναι
χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις παραπάνω χώρες της ΕΕ το κεφάλαιο της
οικονομίας αυξήθηκε, όπως και το κατά κεφαλήν.
Αυτό σημαίνει ότι αφενός η χωρά μας έχει αποκλίνει από τις
πλουσιότερες χώρες, ενώ η Βουλγαρία έχει κάνει σημαντικά βήματα
σύγκλισης, κατά την επισκοπούμενη περίοδο, καθώς το κεφάλαιο της
οικονομίας της αυξήθηκε κατά 73 δισεκατομμύρια και το κατά κεφαλήν
κεφάλαιο αυξήθηκε κατά 31% περίπου, γεγονός που δείχνει ότι η οικονομική
ανάπτυξη της Βουλγαρίας έχει επιταχυνθεί κατά τα τελευταία χρόνια.
Τα δεδομένα λοιπόν δείχνουν ότι για να μπορέσει η χώρα να επανέλθει
στο επίπεδο συνολικού και κατά κεφαλήν ΑΕΠ της προηγουμένης δεκαετίας
πρέπει πρωτίστως να αναπληρωθεί το κατεστραμμένο κεφάλαιο.
Απαιτείται λοιπόν καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου, δηλαδή, δημιουργία
νέου κεφαλαίου ύψους τουλάχιστον 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν,
επιπλέον, επιθυμούμε να επαναπατρισθούν οι μεταναστεύσαντες νέοι και
μεγαλύτεροι, 500 χιλιάδες άτομα, τότε το αναγκαίο νέο κεφάλαιο είναι
ακόμη υψηλότερο.
Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι πως θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι καθαρές επενδύσεις για την δημιουργία του νέου κεφαλαίου.
Η οικονομική επιστήμη απαντά ξεκάθαρα: «Ένας τρόπος υπάρχει: Μόνο από τις αποταμιεύσεις. Εθνική (ιδιωτική και δημόσια) και διεθνής (οι αποταμιεύσεις άλλων χωρών)».
Οι αποταμιεύσεις των πολιτών των ξένων χωρών χρηματοδοτούν
τις επενδύσεις στην χώρα μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων, δηλαδή τις
επενδύσεις που κάνουν ξένες εταιρείες στην χώρα μας. Για παράδειγμα, η
επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά χρηματοδοτήθηκε από τις
αποταμιεύσεις των πολιτών της Κίνας.
Η σχεδιαζόμενη επένδυση της Pfizer στην Θεσσαλονίκη θα χρηματοδοτηθεί από τις αποταμιεύσεις των πολιτών των ΗΠΑ.
Όπως αντιλαμβάνεται ο προσεκτικός αναγνώστης, δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί το έλλειμμα κεφαλαίου της χώρας, που ξεπερνά τα 90 δισεκατομμύρια, από τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Αυτές αναμένεται να καλύψουν ένα μικρό μέρος, όπως συμβαίνει και σε
κάθε χώρα. Ο μεγάλος όγκος του δημιουργούμενου κεφαλαίου θα πρέπει να
καλυφθεί από την εθνική αποταμίευση. Κυρίως από την ιδιωτική. Και έτσι
ξεκινά το μεγάλο πρόβλημα της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η καθαρή αποταμίευση ήταν αρνητική
κατά -50,388 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο 2005-2009 και
συνολικά ήταν αρνητική κατά -190 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο
2005-2017. Η καθαρή αποταμίευση υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ καθαρού
διαθέσιμου εθνικού εισοδήματος (δηλαδή χωρίς τις αποσβέσεις ) και της
τελικής κατανάλωσης.
Η καθαρή αποταμίευση είναι ο χρηματοδότης των νέων επενδύσεων. Είναι
εμφανές ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο πρόβλημα της περιόδου 2010-2017,
αλλά ξεκίνησε από το 2005 όταν πλέον η καθαρή αποταμίευση κατέστη
αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι από το 2005 το καθαρό εθνικό εισόδημα είναι
μικρότερο από την τελική κατανάλωση. Πως γίνεται αυτό;
Δανεισμός. Από το 2005 έως το 2009, οι πολίτες των ξένων χωρών
χρηματοδότησαν την όποια αύξηση του κεφαλαίου με τις αποταμιεύσεις τους.
Μετά την χρεοκοπία της χώρας το 2010, οι ξένοι πολίτες έπαψαν
να χρηματοδοτούν με τις αποταμιεύσεις τους την δημιουργία κεφαλαίου
στην Ελλάδα οδηγώντας σε συρρίκνωση το κεφάλαιο της χώρας, όπως είδαμε
παραπάνω.
Στον πίνακα 2 παρουσιάζεται η πορεία της ακαθάριστης και καθαρής
αποταμίευσης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος από το 1995 μέχρι το
2017. Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά. Από το 1995 η καθαρή και η
ακαθάριστη αποταμίευση ακολουθούν πτωτική πορεία.
Με βάση λοιπόν τα δεδομένα, η Ελλάδα δεν διαθέτει τους αναγκαίους
αποταμιευτικούς πόρους προκειμένου να δημιουργηθεί το αναγκαίο κεφάλαιο
για την οικονομική ανάπτυξη.
Συνεπώς το αναπτυξιακό πρόβλημα που καλείται να λύσει η
κυβέρνηση είναι δισεπίλυτο. Η πολιτική της χώρας θα πρέπει άμεσα να
στοχεύσει στην αύξηση της αποταμίευσης. Η πολιτική για
το «κτίσιμο» του αφορολογήτου κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση
διότι ωθεί τους πολίτες σε αύξηση της κατανάλωσης και σε μείωση της
αποταμίευσης.
Επιπλέον, η συνεχής αύξηση της φορολογίας, κατά τα τελευταία χρόνια,
έχει οδηγήσει τους πολίτες σε όλο και μεγαλύτερη μείωση του διαθεσίμου
εισοδήματος περιορίζοντας την αποταμίευση.
Η δε φορολογία (αποτελεί την δημόσια αποταμίευση) καλύπτει
λειτουργικές δαπάνες και όχι επενδύσεις. Αυτό είναι εμφανές από το
μέγεθος του τακτικού προϋπολογισμού και το αντίστοιχο του προγράμματος
των δημοσίων επενδύσεων. Μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις, προηγούμενοι
υπουργοί κάλυψαν λειτουργικές δαπάνες μέσω του ΠΔΕ «βαφτίζοντας το κρέας
ψαρί».
Συμπερασματικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσχερή θέση ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της.
Η δυσχέρεια οφείλεται στην αρνητική αποταμίευση η οποία
οδηγεί σε σημαντική έλλειψη χρηματικών πόρων για επενδύσεις και αύξηση
του κεφαλαίου.
Και χωρίς κεφάλαιο δεν υπάρχει ανάπτυξη.
Τότε τι κάνουμε;
Πρώτον, κατάργηση των πολιτικών που οδηγούν σε
μείωση της αποταμίευσης ώστε να αντιστραφεί η τάση και παροχή κινήτρων
για αύξηση της αποταμίευσης.
Δεύτερον, παροχή κινήτρων ώστε ένα μέρος της αποταμίευσης των παλαιότερων χρόνων που βρίσκεται στο εξωτερικό να επανέλθει στην χώρα.
Σε αντίθετη περίπτωση με τον ρυθμό που δημιουργείται κεφάλαιο στις
γειτονικές χώρες και καταστρέφεται στην χώρα μας δεν θα αργήσει η ώρα
που η Ελλάδα θα είναι η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ.