Κυριακή

14 Δεκεμβρίου 1976: Η 17Ν δολοφονεί τον Ε. Μάλλιο!!!!!!!!

488px-%ce%b5%cf%85%ce%ac%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%bf%cf%82_%ce%bc%ce%ac%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%bf%cf%82

Σαν σήμερα, το 1976, δολοφονήθηκε στο Φάληρο ο εθνικιστής Αστυνόμος Ευάγγελος Μάλλιος, από κομμουνιστές τρομοκράτες της παρακρατικής συμμορίας «17 Νοέμβρη».
Ο Ευάγγελος Μάλλιος ήταν έγγαμος και πατέρας δύο γιων, του Ιωάννη και του Αλέξανδρου, ηλικίας έξι και τεσσάρων ετών την εποχή της δολοφονίας του.
Κατάγονταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ήταν απόφοιτος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως αστυνομικός υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες της Αστυνομίας Πόλεων καθώς και στην υπηρεσία Διώξεως Κομμουνισμού. Κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου ανέλαβε επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Αστυνομία Πόλεων. Υπηρετούσε με το βαθμό του Αστυνόμου Α’ στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, αρχικά στην οδό Μπουμπουλίνας και στη συνέχεια στο κτίριο της Λεωφόρου Μεσογείων.
Αμέσως μετά την μεταπολίτευση, ο Αστυνόμος Μάλλιος κατηγορήθηκε από τους κομμουνιστές ως «βασανιστής» και προφυλακίστηκε από την καραμανλική ψοφοδεξιά. Μετά από μακροχρόνιες δικαστικές περιπέτειες, λοιδορούμενος επί καθημερινής βάσεως από τον καθεστωτικό τύπο (ρύπο…), κηρύχθηκε αθώος.
Η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του δολοφονηθέντος Αστυνόμου έγιναν στις 16 Δεκεμβρίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με την παρουσία χιλιάδων Ελλήνων Εθνικιστών.
Μετά την κηδεία, το οργισμένο πλήθος εστράφη κατά των παρισταμένων δημοσιογράφων, που ειρωνεύονταν τον κόσμο και τους έδωσαν ένα καλό μάθημα σεβασμού προς ζώντες και νεκρούς. Ακολούθησε πογκρόμ συλλήψεων εθνικιστών από το καραμανλικό κράτος, για αντίποινα. Μεταξύ των συλληφθέντων, ως δήθεν «πρωταίτιοι των επεισοδίων», ήταν και ο νυν Αρχηγός της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκος, ο οποίος για πρώτη φορά τότε φυλακίστηκε για τις ιδέες του.
Φυσικά, οι δολοφόνοι του Ευάγγελου Μάλλιου δεν συνελήφθησαν και δεν πλήρωσαν για το έγκλημά τους. Αλλά, ποτέ δεν είναι αργά…
(ΥΓ): Παρεμπιπτόντως, λίγες ημέρες μετά την άνανδρη δολοφονία, μια ακροαριστερή συμμορία με την επωνυμία «Προλεταριακή Αριστερά», εξέδωσε προκήρυξη υπέρ των δολοφόνων: «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η οργάνωση 17 Νοέμβρη έδρασε σαν εντολοδόχος του λαού. Το πιστόλι που εκτέλεσε τον Μάλλιο το κρατούσαν οι εκατοντάδες νεκροί της δικτατορίας, οι δεκάδες χιλιάδες βασανισμένοι, ένας ολόκληρος λαός. Γι’ αυτό και σύσσωμη ήταν η αντίδραση του λαού: “Ν’ αγιάσουν τα χέρια τους”».
Επικεφαλής αυτής της ακροαριστερής συμμορίας ήταν ο κομμουνιστής Γ. Καραμπελιάς, ο οποίος εμφανίζεται σήμερα ως… πατριώτης!
Ο Ευάγγελος Μάλλιος Έλληνας εθνικιστής απόστρατος αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων, με το βαθμό του Αστυνόμου Α', γεννήθηκε το 1939 και τραυματίστηκε βαριά στις 22:15 το βράδυ της Τρίτης 14 Δεκεμβρίου 1976, στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, από την αριστερή τρομοκρατική οργάνωση «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», η οποία έδρασε από το 1974 έως και τις παραμονές της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Ελλάδα. Ο Αστυνόμος Μάλλιος άφησε την τελευταία του πνοή [1] στις 02:00 μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 15 Δεκεμβρίου, μέσα στο χειρουργείο της Γενικής Κλινικής Παλαιού Φαλήρου, περίπου τρία χρόνια πριν τη στυγερή δολοφονία του στενού του φίλου, συναδέλφου και συνεργάτη του Πέτρου Μπάμπαλη.
Η νεκρώσιμη ακολουθία του αστυνόμου Μάλλιου τελέστηκε στις 11:00 το πρωί της 16ης Δεκεμβρίου στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου έγινε και η ταφή του, παρουσία χιλιάδων εθνικιστών. Παρόντες ήταν πρώην υπουργοί και κυβερνητικά στελέχη του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, ενώ επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Γεώργιος Γεωργαλάς καθώς και οι Λάμπρου, Αγαθαγγέλου και Χρήστος Μίχαλος. Επί της σορού του κατατέθηκαν εκατοντάδες στεφάνια μεταξύ τους εκείνα των Γεωργίου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού, Νικολάου Μακαρέζου και Μιχαήλ Ρουφογάλη. Στις 23 Ιανουαρίου 1977 στη Μητρόπολη Αθηνών τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του.
Ο Ευάγγελος Μάλλιος ήταν έγγαμος και πατέρας δύο γιων, του Ιωάννη και του Αλέξανδρου, ηλικίας έξι και τεσσάρων ετών την εποχή της δολοφονίας του πατέρα τους.
Ο Ευάγγελος Μάλλιος κατάγονταν από φτωχή οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Μάλλιος και αδελφός του ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού Ξηράς Μιχαήλ Ιωαν. Μάλλιος [2]. Ο Ευάγγελος Μάλλιος ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών [3] στην οποία ήταν συμφοιτητής με τον εθνικιστή διανοούμενο και συγγραφέα Κώστα Πλεύρη. Ως αστυνομικός υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες της Αστυνομίας Πόλεων καθώς και στην υπηρεσία Διώξεως Κομμουνισμού από το 1958 έως το 1964, όταν εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, όμως επανήλθε τρεις μήνες αργότερα.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1963, ο Μάλλιος και ο συνάδελφός του Πέτρος Μπάμπαλης, παρέδωσαν τα αεροπορικά εισιτήρια για το Παρίσι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος το απόγευμα της ίδιας μέρας αναχώρησε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα με προορισμό τη Γαλλική πρωτεύουσα, όπου εγκαταστάθηκε ως αυτοεξόριστος [4]. Ο Καραμανλής λέγεται ότι αναχωρώντας είπε στους Μάλλιο και Μπάμπαλη: «Επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα είστε δίπλα μου.» Ο Μάλλιος είχε κατορθώσει να διεισδύσει με πράκτορες του στον εκτός νόμου μηχανισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και παράλληλα να χρησιμοποιεί κομμουνιστές ως πληροφοριοδότες της Γενικής Ασφάλειας. Στη διάρκεια του καθεστώτος της 21ης Απριλίου ανέλαβε επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Αστυνομία Πόλεων. Υπηρετούσε με το βαθμό του Αστυνόμου Α' στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, αρχικά στην οδό Μπουμπουλίνας και στη συνέχεια στο κτίριο της Λεωφόρου Μεσογείων.
Μετά την πτώση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου και την αποκαλούμενη «μεταπολίτευση» ο Μάλλιος κατηγορήθηκε για βασανισμούς πολιτών, συγκεκριμένα από το Λάζαρο Σταθάκη, μέλος της κομμουνιστικής οργανώσεως «Πανσπουδαστική», της οργανώσεως των φοιτητών που ανήκαν στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Λίγες ημέρες αργότερα, συγκεκριμένα στις 7 Σεπτεμβρίου 1974, ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως ότι γίνεται έρευνα για βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας και στις 11 Σεπτεμβρίου 1974 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για «βασανισμούς» που δήθεν διέπραξαν 7 αξιωματικοί της Αστυνομίας Πόλεων. Εκτός από τον Μάλλιο, οι έρευνες στοχοποίησαν και τους Πέτρο Μπάμπαλη, Κωνσταντίνο Καραπαναγιώτη, Κωνσταντίνο Σμαΐλη, Ιωάννη Καλύβα, Ευάγγελο Γιαννικόπουλο και Βασίλειο Κραββαρίτη, ενώ από αστυνομικούς της ασφάλειας εξετάστηκαν, πέραν των Μάλλιου και Μπάμπαλη και οι αξιωματικοί Νικόλαος Δασκαλόπουλος, Λουκάς Χριστολουκάς, Δημήτριος Καραγιαννόπουλος και Ε. Γιαννικόπουλος.
Το Σεπτέμβριο του 1974, ο Μάλλιος κλήθηκε από τον ανακριτή και απολογήθηκε για την υπόθεση του Πολυτεχνείου. Ακολούθησαν δεκάδες δημοσιεύματα, μεταξύ τους κι εκείνο της εφημερίδος «Απογευματινή» [5] με βάση τα οποία ο Μάλλιος τέθηκε σε διαθεσιμότητα την επομένη ημέρα 11 Οκτωβρίου 1974, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών. Στις 15 Φεβρουαρίου 1975 προαναγγέλθηκε ότι αρχίζουν οι απολογίες των αξιωματικών της Γενικής ασφάλειας Αθηνών και στα μέσα του Μαρτίου 1975 ο Μάλλιος προφυλακίστηκε κατηγορούμενος για βασανισμούς πολιτών, ενώ παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Κακουργιοδικείο στις 4 Ιουλίου 1975 για «βασανισμούς» στη Γενική Ασφάλεια.
Μία από τις δίκες σε βάρος του Ευάγγελου Μάλλιου άρχισε στις 11 Νοεμβρίου 1975, στο Μικτό Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Χαλκίδα και αφορούσε τις κατηγορίες της καταχρήσεως εξουσίας και της ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας σε βάρος των Τσικουδάκη, Σωτηρίου Τσικόπουλου, Δημητρίου Γόντικα, Νάντιας Βαλαβάνη, Παπαγκίκα, Αμπατιέλου, Κατσιμάδου και Τόκα, όλων μελών και στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Οι πράξεις φέρεται να διαπράχθηκαν στο χρονικό διάστημα από 12 Φεβρουαρίου έως 10 Απριλίου 1974 και μαζί με τον Μάλλιο δικάστηκαν 18 Αξιωματικοί και 14 οπλίτες του ΕΑΤ-ΕΣΑ, μεταξύ τους οι Πέτρος Μπάμπαλης, Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, Αγγελής, Αντωνόπουλος, Πέτρος Γκόρος, Γκουτέβας, Δεμερτζίδης, Διαμαντόπουλος, Καίνιχ, Κόφας, Μόγιανος (ερήμην, καθώς φυγοδικούσε στο εξωτερικό), Πεταλάς, Οικονόμου, Παπαχαραλάμπους, Πέτρου, Αθανάσιος Σπανός, Τσάλας και Νικόλαος Χατζηζήσης. Στην απολογία του ο Μάλλιος, στις 24 Νοεμβρίου, δήλωσε στο δικαστήριο ότι «...Είμαι εναντίον του βασανισμού. Δεν είναι δυνατόν να βασανίζονται άνθρωποι που περιέρχονται στην εξουσία του κράτους...».
Στις 30 Δεκεμβρίου 1975, παρά τις σωρεία από ψεύτικες [6] καταθέσεις ιδεολογικά κατευθυνόμενων μαρτύρων, με την απόφαση του δικαστηρίου ο Μάλλιος καταδικάσθηκε σε 10 μήνες φυλακής, μετατρέψιμη προς 150 δραχμές την ημέρα. Η ποινή του αφορούσε κατάχρηση εξουσίας και ενοχή ηθικής αυτουργίας σε βάρος του κομμουνιστή τότε βουλευτή Δημητρίου Γόντικα. Ο Μάλλιος αφέθηκε ελεύθερος, για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όμως οδηγήθηκε στην Α' πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, καθώς ήταν προφυλακισμένος για άλλη υπόθεση βασανιστηρίων, ύστερα από απόφαση του ανακριτή Μακρινού. Παρόμοια διαδικασία ξεκίνησε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, στις 15 Δεκεμβρίου 1975, από το οποίο οι Μάλλιος και Μπάμπαλης κηρύχθηκαν αθώοι, ενώ στις 20 Δεκεμβρίου παραπέμφθηκε εκ νέου στο Κακουργιοδικείο με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όμως στις 21 Απριλίου 1976 με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, απαλλάχθηκε από την κατηγορία της αμβλώσεως σε βάρος της Αν. Μερτίκα. Αποστρατεύθηκε από τις τάξεις της Αστυνομίας Πόλεων στις 14 Μαΐου του ίδιου χρόνου και τρεις ημέρες αργότερα, στις 17 Μαΐου 1976, αποφυλακίστηκε με καταβολή χρηματικής εγγυήσεως.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1976 άρχισε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας που συνεδρίασε στην αίθουσα του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών στο Ρουφ, μια από τις δίκες εναντίον του Μάλλιου, στην οποία συγκατηγορούμενος ήταν και ο Πέτρος Μπάμπαλης. Ο Μάλλιος καταδικάστηκε στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, σε ποινή φυλακίσεως 17 μηνών, για απλή σωματική βλάβη σε βάρος της Αν. Μερτίκα, για επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος του λιποτάκτη του Ελληνικού Στρατού Αλέξανδρου Παναγούλη, για απλή σωματική βλάβη σε βάρος τής Μαρίας Καλλέργη, για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και σε κατάχρηση εξουσίας σε βάρος του Ανδρέα Φραγκιά, όμως αθωώθηκε για άλλες τριάντα τρεις περιπτώσεις για τις οποίες επίσης κατηγορούνταν και αφέθηκε ελεύθερος, ενώ ο Εισαγγελέας άσκησε έφεση υπέρ του νόμου. Όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι πλην του Μπάμπαλη που οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού προκειμένου να εκτίσει δύο μήνες από το υπόλοιπο της ποινής του. Στις 12 Δεκεμβρίου 1976 επρόκειτο να δικαστεί, από το Τριμελές Εφετείο, σε δεύτερο βαθμό για την πρωτόδικη ποινή των 17 μηνών που του είχε επιβληθεί, όμως η δίκη του είχε αναβληθεί για τις 28 Ιανουαρίου 1977, περισσότερο από ένα μήνα από τη στυγερή δολοφονική πράξη σε βάρος του.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» που αναδημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής [7] ο Γεώργιος Σταμάτης, τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως και βουλευτής του Νομού Αιτωλοακαρνανίας με το κόμμα «Νέα Δημοκρατία», κάλεσε στο γραφείο του τον Μάλλιο και τους Γεώργιο Γεωργαλά, Κλωνάρη, Καραπαναγιώτη και Χρηστάκη, τους οποίους προειδοποίησε να σταματήσουν τις ενέργειες υπονομεύσεως της κυβερνήσεως αλλά και κάθε είδους «αντιδημοκρατική» ενέργεια, διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν την έντονη αντίδραση της κυβερνήσεως. Συγκεκριμένα, ο υπουργός εμφανίζεται να αναφέρεται σε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Μάλλιος και οι υπόλοιποι τάσσονταν υπέρ μιας λύσεως που υποστήριζε τη δολοφονία πολιτικών προσώπων καθώς και των Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη. Πέρα από τη διάψευση του υπουργού, ο Γεωργαλάς αναφερόμενος στο δημοσίευμα του περιοδικού είπε ότι, «.....ένας χαρακτηρισμός αξίζει. Προβοκάτσια με οφθαλμοφανείς επιδιώξεις.»
Η δολοφονία του
Τι προηγήθηκε
Στη δημιουργία του κλίματος που οδήγησε στη δολοφονία του Μάλλιου και όπλισε το χέρι των μαρξιστών δολοφόνων του, συνέβαλαν κυρίως οι μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες των Αθηνών. Ενδεικτικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδος «Τα Νέα» της 17ης Νοεμβρίου 1975, που κυκλοφόρησαν με τίτλο «Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα» και υπότιτλους «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ' αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια».
Τελευταίες στιγμές του
Ο Μάλλιος χαρακτηρίζονταν από πολλούς ως η «θεσμική μνήμη» της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και γνώριζε άριστα πρόσωπα και πράγματα για το χώρο των κομμουνιστικών αλλά και γενικότερα των αποκαλούμενων «αντιστασιακών» οργανώσεων. Ο ίδιος είχε πληροφόρηση ότι αποτελούσε στόχο μαρξιστών τρομοκρατών, λόγος για τον οποίο απέκτησε τη συνήθεια να ελέγχει αν τον παρακολουθούν. Το βράδυ της Τρίτης 14 Δεκεμβρίου, όπως κάθε μέρα, οδήγησε το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο του, το οποίο πάρκαρε έξω από το χώρο του ΙΒ' Αστυνομικού Τμήματος στο Παλαιό Φάληρο και επέστρεφε στο σπίτι του στην οδό Άτλαντος 21, που απέχει απόσταση 500 μέτρων. Ο δολοφόνος προχώρησε προς το μέρος του, τον φώναξε με το όνομα του και κατόπιν τον πυροβόλησε. Ο Μάλλιος πρόλαβε να πει, λίγο προτού ξεψυχήσει, πως «..όταν ανέβαινα το δεξιό πεζοδρόμιο της οδού Άτλαντος [...] όπισθεν μου ευρίσκετο αυτοκίνητο με δύο άνδρες ενώ μπροστά μου, σε απόσταση λίγων μέτρων και επί του ιδίου πεζοδρομίου, ευρίσκετο ένα ζευγάρι, οι οποίοι ήσαν υψηλού αναστήματος και ξανθοί την όψιν, και σε στάση που ερωτοτροπούσαν ώστε να μη δημιουργούν καμία υποψία. Την ώρα που περνούσα από δίπλα τους, με επυροβόλησαν κατ’ επανάληψη. Μόλις με πυροβόλησαν και έπεσα κάτω, το αυτοκίνητο που περίμενε με τους δύο άνδρες ξεκίνησε εν τάχει, πήρε το ζεύγος και απεμακρύνθη....». Ο Μάλλιος βρέθηκε πεσμένος και άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια, με φάγανε, σώστε τα παιδάκια μου, σώστε τα παιδάκια μου» [8] [9].
Σύμφωνα με δημοσίευμα Αθηναϊκής εφημερίδος [10] της 16ης Δεκεμβρίου «....Ο Ευάγγελος Μάλλιος υπέκυψε σήμερα στις 2 το πρωί στα βαριά τραύματά του. Ο απότακτος αστυνόμος, ο οποίος είχε δικασθεί δύο φορές για βασανισμούς πολιτών στη διάρκεια της δικτατορίας, υπέστη χθες στις 10.30 µ.µ. επίθεση από δύο, µάλλον, νεαρούς αγνώστους (κατ’ άλλη εκδοχή οι επιτεθέντες ήταν τέσσερις) οι οποίοι τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν σοβαρά στην κοιλιά. (...) Στον τόπο της επιθέσεως οι άγνωστοι δράστες σκόρπισαν πολυάριθμες προκηρύξεις οργανώσεως που αυτοαποκαλείται “Οργάνωση της 17ης Νοέμβρη” µε τις οποίες αναλαμβάνει την ευθύνη της επιθέσεως. Πρέπει να σημειωθή ότι η ίδια οργάνωση είχε αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία του Αµερικανού σταθμάρχη της CIA, Ρίτσαρντ Γουέλς. Και η επίθεση εκείνη είχε γίνει µε αυτόματα πιστόλια των “45” αμερικανικής κατασκευής...».
Προκήρυξη & Δημοσιεύματα
Οι δολοφόνοι του ήταν μέλη της αριστερής οργανώσεως «17 Νοέμβρη», η οποία με προκήρυξη που άφησαν τα μέλη της στον τόπο της δολοφονίας, ανέλαβε την ευθύνη. Χτυπήθηκε με πέντε σφαίρες, τέσσερις τον βρήκαν στην κοιλιακή χώρα και μία στο αριστερό χέρι, που προήλθαν από το ίδιο 45άρι με το οποίο είχε δολοφονηθεί, ένα χρόνο πριν, ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Γουέλς στο Παλαιό Ψυχικό. Ο Μάλλιος μεταφέρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος στην Γενική Κλινική Παλαιού Φαλήρου, όπου οι γιατροί προκειμένου να τον διατηρήσουν στη ζωή προχώρησαν σε μετάγγιση πέντε λίτρων αίματος και ισάριθμων λίτρων ορού, δίχως επιτυχία. Λίγο προτού ξεψυχήσει, είπε στους γιατρούς, «1973», προφανώς ο αριθμός του αυτοκινήτου από το οποίο βγήκαν οι δολοφόνοι του και το είχαν κλέψει από την περιοχή του Παγκρατίου, «ένας ψηλός και μία κοπέλα», ενώ τον ίδιο αριθμό είχε φωνάξει και τη στιγμή που έπεφτε αιμόφυρτος στο δρόμο. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα ο διευθυντής της Γενικής Κλινικής Αρχοντούλης ενημέρωσε τη σύζυγο του για το θάνατο του Ευάγγελου Μάλλιου. Η δολοφονία του ήταν η δεύτερη επίθεση της νεοσύστατης οργανώσεως και έγινε με το 45άρι όπλο σήμα κατατεθέν της οργανώσεως.
Με προκήρυξή της [11], η οποία είχε γραφεί τρεις μήνες πριν τη δολοφονία του Μάλλιου, που διένειμε στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, η οργάνωση «17Ν» ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε εσπευσμένα στην Ελλάδα διακόπτοντας την επίσημη επίσκεψη του Πακιστάν, ενώ ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, υποστήριξε ότι ο Μάλλιος στάθηκε άτυχος επειδή ήταν υπεύθυνος του τομέα της Ασφάλειας που ανέκρινε τους κομμουνιστές. «Ο Μάλλιος δεν ήταν βασανιστής, μολονότι, όπως πολλοί άλλοι στη θέση του, είχε μάλλον χαστουκίσει κρατούμενους στη διάρκεια των ανακρίσεων», συμπλήρωσε ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια ανέφερε ότι ο Μάλλιος είχε έναν αδελφό αξιωματικό στον στρατό που έχαιρε κι αυτός μεγάλης εκτιμήσεως ... {...} ... Δεν θα εκπλαγώ αν αυτός πάρει ένα όπλο και εκδικηθεί τον θάνατο του Ευάγγελου, σκοτώνοντας κάποιο κομμουνιστή. ...{...}... Ορισμένοι εθνικιστές αξιωματικοί ίσως καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι κινδυνεύει η ζωή τους και ότι έφθασε η ώρα να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους..», κατέληξε ο τότε υπουργός Άμυνας της κυβερνήσεως Καραμανλή, ενώ παράλληλα, από τη Γενική Ασφάλεια διέρρεε στον Τύπο ότι η οργάνωση «17Ν», δεν υπάρχει.
Στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 15ης Δεκεμβρίου 1976 αναφέρονταν: «Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας–Η Χούντα ξενύχτησε δίπλα στο πρώτο της παλικάρι». «Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου» έγραφε στον τίτλο του το «Βήμα» της 16ης Δεκεμβρίου 1976 και συμπλήρωνε στον υπέρτιτλο: «Πολλές ομοιότητες με το φόνο του σταθμάρχη της C.I.A. Γουέλς». Σε ρεπορτάζ άλλων Αθηναϊκών εφημερίδων αναφέρονταν: «....Παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων. Σαν έδρα της οργάνωσης 17 Νοέμβρη εμφανίστηκε πριν από δύο χρόνια το Μόντρεαλ του Καναδά και από στοιχεία που προέκυψαν αργότερα δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξαν διακλαδώσεις στην Αθήνα και στη Ρώμη».
Οι αστυνομικές αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό εναντίον του Χρήστου Κασσίμη, για τον οποίο θεωρούν ότι υπήρξε εκείνος που «έφερε το αντάρτικο πόλεων στην Ελλάδα». Όμως ένα χρόνο αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1977, ο Χρήστος Κασσίμης σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικούς στη λαχαναγορά του Ρέντη, όπου κατά τους αστυνομικούς, σκόπευε να τοποθετήσει βόμβα στις παρακείμενες εγκαταστάσεις της A.E.G., της γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτρικών ειδών. Οι αστυνομικοί τις πρώτες ημέρες μετά τη συμπλοκή είχαν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Κασσίμης να συνδέεται με τους δολοφόνους του Γουέλς και του Μάλλιου. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει ο Κασσίμης είχε κλαπεί από το Παγκράτι, περιοχή από την οποία τα μέλη της «17Ν» είχαν κλέψει τα αυτοκίνητα που χρησιμοποίησαν στις δολοφονίες Γουέλς και Μάλλιου [12].
Η κηδεία του
Η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του Μάλλιου έγιναν στις 16 Δεκεμβρίου στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, με την παρουσία χιλιάδων Ελλήνων Εθνικιστών. Ο εκ των ομιλητών Γεώργιος Γεωργαλάς, παρουσίασε τον Μάλλιο ως μάρτυρα της Ελλάδας και προανήγγειλε ότι «...Θα απαντήσουμε οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν» και πρόσθεσε: «Φωτιά και τσεκούρι»! Οι συγκεντρωμένοι αφού απέτισαν φόρο τιμής στη σορό του νεκρού ήρωα, διαμαρτυρήθηκαν διαδηλώνοντας την οργή τους με έντονο τρόπο και απαντώντας στην ειρωνική και χλευαστική στάση αριστερών δημοσιογράφων, γνωστών για την καθεστωτική τακτική και πρακτική τους, καθώς και για την αμέριστη συμπαράσταση που παρείχαν στις δολοφονικές-παρακρατικές συμμορίες της αριστεράς, ήρθαν σε ευθεία αντιπαράθεση και σύγκρουση μαζί τους. Μετά τη νεκρώσιμο ακολουθία το φέρετρο του Μάλλιου εξήλθε από τον Ιερό ναό σκεπασμένο με την Ελληνική σημαία και πάνω στο φέρετρο ήταν τοποθετημένα το πηλήκιο και τα παράσημα του. Την ίδια στιγμή η σύζυγος του αναφώνησε: «Γι' αυτή τη σημαία έπεσες, Βαγγέλη».
Γεγονότα μετά την κηδεία
Οι δημοσιογράφοι που δημιούργησαν το κλίμα της εποχής ουσιαστικώς υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Μάλλιου, από τούς εγκληματίες της «17 Νοέμβρη», ενώ στη συνέχεια δημοσίευσαν τίτλους όπως «εκτελέστηκε ό Μάλλιος», ωσάν η «17 Νοέμβρη» να απένειμε δικαιοσύνη. Στα γεγονότα που ακολούθησαν την κηδεία του Μάλλιου συνελήφθησαν γνωστοί εθνικιστές, μεταξύ τους η Μαρία, κόρη του Πέτρου και αδελφή του Γιάννη Γκόρου, ο φοιτητής Γεώργιος Μουσταΐρας και ο Γεώργιος Μάνος, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 2,5 μηνών για θρασύτητα κατά της αρχής, καθώς και ο Γεώργιος Ροϊδοδήμος, ο οποίος, ως ανήλικος, τέθηκε υπό την επιμέλεια κοινωνικής λειτουργού. Τις επόμενες ημέρες συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές και ο Νίκος Μιχαλολιάκος, μετέπειτα αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος «Χρυσή Αυγή». Συνελήφθησαν επίσης οι Νικόλαος Σιμωνετάτος, Νικόλαος Λιόλιος και Αντώνιος Γερονικολός, ενώ παράλληλα διατάχθηκε η διεξαγωγή ανακρίσεως και απαγορεύθηκε η έξοδος από την Ελλάδα στους Γεώργιο Γεωργαλά, Κώστα Πλεύρη, Ανδρέα Δενδρινό, Δημήτριο Ναστούλη, Α. Παγουλάτο, Αριστοτέλη Καλέντζη, Γεώργιο Μάνο, Μαρία Γκόρου και Γεώργιο Μουσταΐρα.
Σε μια πρωτοφανή επίδειξη πνεύματος υπαταγής στα κελεύσματα του Τύπου και της αριστεράς η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δια του Υπουργού της Δημοσίας Τάξεως, ζήτησε από όλους τους εκτός υπηρεσίας αστυνομικούς να τεκμηριώσουν με γραπτή αναφορά που βρίσκονταν την ώρα της κηδείας του Αστυνόμου Μάλλιου. Τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του Μάλλιου «...απηγορεύθη στις ελληνικές εφημερίδες η δημοσίευση πληροφοριών και φωτογραφιών για την υπόθεση» από τον τότε Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Δημήτριο Τσεβά, προκειμένου να διευκολυνθεί η διενεργούμενη ανακριτική έρευνα [13]. Η Αστυνομία δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάληψη της ευθύνης από την οργάνωση με την επωνυμία «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», μάλιστα κάποιοι αξιωματικοί της υποστήριξαν ότι η άκρα Αριστερά αλλά και η άκρα Δεξιά προσπαθούσαν να σπιλώσουν η μία την άλλη στέλνοντας ψευδείς ανακοινώσεις, ενώ χαρκτηριστικό του κλίματος της εποχής είναι ότι αρχικές έρευνες έγιναν ανάμεσα στους «εξτρεμιστές» αλλά και σε πρόσωπα που συνδέονταν με την «κυπριακή υπόθεση».
Δημοσιεύματα
«Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου» έγραφε στον τίτλο της η αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» στις 16 Δεκεμβρίου 1976 και συμπλήρωνε «Πολλές ομοιότητες με τον φόνο του σταθμάρχη της CIA Γουέλς», ενώ η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 15 Δεκεμβρίου 1976 ανέφερε ότι «Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας-Η Χούντα ξενύχτησε δίπλα στο πρώτο της παλικάρι». Στις 29 Ιανουαρίου 1978 ανακαλύφθηκε στην Πάρνηθα ιδιόγραφο σημείωμα μελών της «17 Ν», το οποίο έδινε πληροφορίες για τον Ευάγγελο Μάλλιο. Ο γραφικός χαρακτήρας του σημειώματος ταυτίζεται, με αυτόν του Αλέκου Γιωτόπουλου, ο οποίος σύμφωνα με αστυνομικές διαρροές ήταν ο «ψηλός» που δολοφόνησε τον Μάλλιο, έχοντας μαζί του και μια γυναίκα, την «Άννα» της «17Ν».
Το Δεκέμβριο του 1976, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Μάλλιου, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, μετέπειτα υπουργός των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου δήλωσε: «Ίσως το γεγονός αυτό μας δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι έκανε και στην Ελλάδα την εμφάνισή του το γενικό σήμερα στην Ευρώπη φαινόμενο της «συναίνεσης». Μιας συναίνεσης των πάντων μέσα στο κλίμα της οποίας οι μειοψηφίες εξοντώνονται. («Ερυθρές Ταξιαρχίες» στην Ιταλία, «ΡΑΦ», «Κίνημα 2 Ιούνη» κ.λπ. στη Δ. Γερμανία). Φαίνεται λοιπόν ότι έχει δημιουργηθεί κι εδώ μια σιωπηλή ή και ρητή συναίνεση, ένα βόλεμα, που δεν μπορεί κανείς να το κατακρίνει, μια συσπείρωση γύρω από το συμβιβασμό που έφερε τη δημοκρατία στις 24 Ιουλίου. Αυτή η συναίνεση διαταράσσεται ξαφνικά από τις πράξεις ορισμένων που είτε είναι προβοκάτορες ή χαφιέδες, είτε έχουν διαφορετική πολιτική αντίληψη: προχωρούν τις θέσεις που κι εμείς υποστηρίζουμε ως την άκρη. (Επιδιώκουμε εθνική ανεξαρτησία -αλλά ο Γουέλτς ανενόχλητα από τη χώρα μας διευθύνει όλη τη C.I.A. Μέσης Ανατολής. Οι βασανιστές πρέπει να τιμωρηθούν υποδειγματικά -αλλά ο Μάλλιος κυκλοφορεί ελεύθερος). Από τη στιγμή που το κράτος δεν επιτελεί στοιχειώδεις λειτουργίες του, δεν μπορούμε να κρίνουμε την πράξη τυπικά, αλλά μόνο στην ουσία της. Πρέπει ή όχι να δρουν ξένοι πράκτορες στην Ελλάδα; Πρέπει ή όχι να τιμωρούνται οι βασανιστές; Άσχετα με το πώς κρίνονται από πολιτική σκοπιά οι εκτελέσεις, νομίζω ότι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τον Τύπο και τους εκπροσώπους των κομμάτων το γεγονός είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός. Πουθενά δεν πέρασε η αντίδραση του λαού σ' αυτές τις εκτελέσεις. Αποσιωπήθηκαν εντελώς οι επιδοκιμασίες που, απ' ό,τι ακούω, ήταν άμεσες και έντονες. Και ο Τύπος και οι πολιτικοί έπρεπε να απασχοληθούν μ' αυτές. Να τις χαρακτηρίσουν "αγριότητα", "έλλειψη πολιτικής ωριμότητας", να τις πουν σωστές ή λανθασμένες -πάντως όμως να μην αποκλείσουν το διάλογο με τη μάζα».
Ελάχιστες ημέρες μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του η ομάδα «Προλεταριακή Αριστερά» εξέδωσε παραληρηματική προκήρυξη συμπαραστάσεως (!) στην οργάνωση «17Ν», στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων «...Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η οργάνωση 17 Νοέμβρη έδρασε σαν εντολοδόχος του λαού. Το πιστόλι που εκτέλεσε τον Μάλλιο το κρατούσαν οι εκατοντάδες νεκροί της δικτατορίας, οι δεκάδες χιλιάδες βασανισμένοι, ένας ολόκληρος λαός. Γι’ αυτό και σύσσωμη ήταν η αντίδραση του λαού: “Ν’ αγιάσουν τα χέρια τους”». Η εφημερίδα «Τα Νέα» σε δημοσίευμα της στις 22 Οκτωβρίου 1977, αναφέρει ότι «....παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων». Επί πολλά χρόνια το αρχείο των τρομοκρατικών οργανώσεων, που βρέθηκε τον Ιανουάριο του 1978 στις παρυφές του βουνού της Πάρνηθος, έκρυβε ένα γρίφο. Πολλά από τα σημειώματα που αφορούσαν τα αποτελέσματα παρακολουθήσεων στόχων είχαν γραφεί με τη γραφομηχανή της «17Ν». Ωστόσο, χτυπήθηκαν από τον «Ε.Λ.Α.», μόνο ο Μπάμπαλης και το εργοστάσιο της γερμανικής εταιρείας A.E.G. στην Ελλάδα, όπου σκοτώθηκε από αστυνομικά πυρά ο τρομοκράτης Χρήστος Κασσίμης. Οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη συνύπαρξη των δύο οργανώσεων στην Πάρνηθα, καθώς «17Ν» και «Ε.Λ.Α.», οργανώσεις με διαφορετική δομή και ιδεολογική πλατφόρμα που πολλές φορές λειτουργούσαν ανταγωνιστικά, όμως μετά την εξάρθρωση των δύο οργανώσεων, η αστυνομία θεωρεί ότι αυτό συνέβη διότι στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτεύσεως «17Ν» και «Ε.Λ.Α.» διέθεταν κοινή γιάφκα. Η δολοφονία του Μάλλιου παραμένει ανεξιχνίαστη, επισήμως, καθώς το αδίκημα της ανθρωποκτονίας διαγράφηκε μετά την παρέλευση 20ετίας από την τέλεση της.
Ο Παύλος Σερίφης, ανιψιός του Γιάννη Σερίφη που συνελήφθη για συμμετοχή την «17 Νοέμβρη» και αποδέχθηκε τη συμμετοχή του ως τσιλιαδόρου στη δολοφονία του Ρίτσαρντ Γουέλς, κατονόμασε τους άλλους τρεις που έλαβαν μέρος, ενώ προσδιόρισε και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στις μετέπειτα δολοφονίες των Μάλλιου και Πέτρου-Σταμούλη [14]. O Αλέξανδρος Γιωτόπουλος αναγνωρίζεται από τον Σερίφη ως ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της «17 Νοέμβρη» και αυτός που πυροβόλησε τον Γουέλς, τον Μάλλιο, τον Πέτρου και τον συνοδό του αστυνομικό Σταμούλη. Στη δολοφονία του Μάλλιου, πέραν του Γιωτόπουλου, έλαβαν μέρος η «Άννα», μια όμορφη ψηλή Ελληνίδα, και ο καταγόμενος από τις Σέρρες Νίκος Παπαναστασίου, που συνελήφθη στο Μενίδι και είχε κατονομασθεί από τον Χριστόδουλο Ξηρό ως ο πρώτος «Νικήτας» της τρομοκρατικής οργανώσεως, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ειδών αγγειοπλαστικής στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου.


Υστερογραφο


Οι Ευάγγελος Μάλλιος και Πέτρος Μπάμπαλης είχαν από πλευράς της Γενικής Ασφάλειας την ευθύνη για την ομαλή αναχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της συνοδείας του, για το Παρίσι. Τη συνοδεία του αποτελούσαν η σύζυγος του Αμαλία Κανελλοπούλου και ο γραμματέας του Ιωάννης Ζαχαράκης, που ήταν εκείνος ο οποίος κράτησε τρεις θέσεις στο όνομα Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο και δημοσιογράφος στο συγκρότημα Μπότση. Οι θέσεις που κρατήθηκαν αντιστοιχούσαν στους αριθμούς 20-21-22 και τα εισιτήρια στους αριθμούς 138322-23-24 στην πτήση 409 της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Στην πτήση οι κρατήσεις θέσεων ήταν συνολικά 25 στον αριθμό και μεταξύ τους περιλαμβάνονται τα ονόματα Αβέρωφ, Χέλμης και Βαρδουλάκης. Εικάζεται ότι πρόκειται για τον πολιτικό Ευάγγελο Αβέρωφ, αριθμός θέσεως 14, τον Ευάγγελο Χέλμη, αριθμός θέσεως 15, διπλωμάτη και γαμπρό του Σπύρου Μαρκεζίνη, καθώς και τον αρχηγό της Χωροφυλακής Γεώργιο Αντωνίου Βαρδουλάκη, αριθμός θέσεως 16.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: