Τρίτη

ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΠΑΞΙΩΣΗ-ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Από τη Ζάχαρη... στον καφέ της παρηγοριάς!
 
Του Δημήτρη Χατζηευθυμίου
 

 
 Οι περισσότεροι Λαρισαίοι δεν το ‘χουν «χωνέψει» ακόμη. Άλλωστε είναι και αυτή η καμινάδα να το θυμίζει, ορατή από μακριά, στην έξοδο της πόλης προς τη Θεσσαλονίκη.
Το εργοστάσιο Ζάχαρης, ναυαρχίδα άλλοτε της τοπικής βιομηχανίας, ένα «κουφάρι» σήμερα πλάι σε άλλους εργοστασιακούς σκελετούς.
Σαράντα πέντε χρόνια έσβησαν μέσα σε λίγους μήνες, χωρίς κανείς να καταλάβει γιατί. Αντηχούν ακόμη οι άσαρκες διαβεβαιώσεις των πολιτικών, περί μετατροπής του σε βιοαιθανόλη ή κάτι άλλο. Δηλώσεις και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που αποδείχτηκαν «φούσκες» στο χρηματιστήριο της πολιτικής αβελτηρίας.
Πως όμως φτάσαμε ως εδώ;
Ο λόγος του πρώην προέδρου των εργαζομένων Νικηφόρου Παπανικολάου, πάντα νηφάλιος και εμπεριστατωμένος, γίνεται ο «ξεναγός» μας σ’’ αυτό το «φλας μπακ», στην ιστορία του Ζαχαρουργείου της Λάρισας, με «σταθμούς» τα σημεία εκείνα που καθόρισαν τη μοίρα του.ΑΛΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ...
Ας πάμε όμως μισό αιώνα πίσω και σε μια άλλη οικονομική θεώρηση των πραγμάτων. Η ελληνική οικονομία της δεκαετίας του ‘60 δημιουργεί, την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, με στόχο να φτιάχνει ελληνική ζάχαρη για «να πίνει ο Έλληνας το καφεδάκι του», όπως φέρεται να έλεγε τότε ο Κων. Καραμανλής.
Σοσιαλιστικού τύπου η λειτουργία του: δεν είχε στόχο, να αποκομίζει οφέλη και κέρδη. Σκοπός ήταν να παρασκευάζει φθηνή ζάχαρη από ελληνικά τεύτλα. Αρκεί να μην «μπαίνει μέσα».
Πώς επιτυγχανόταν αυτό; Στο κόστος παραγωγής, προστίθετο ένα επιπλέον 5% από το υπ. Εμπορίου, για να γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις. Η ΕΒΖ ήταν μονοπώλιο, εισαγωγές δεν γίνονταν, παρά μόνο αν παρουσιάζονταν έλλειψη στην αγορά.
Για αρκετά χρόνια έτσι πήγαινε το πράγμα. Χωρίς κέρδη ή ζημιές, με αθρόες όμως προσλήψεις και πολιτική μισθών απαγορευτική για μια αντίστοιχη βιομηχανία η οποία θα δούλευε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Πολιτικές οι οποίες ανέβασαν το κόστος, αν και δεν ενδιέφερε κανέναν πόσο φτηνή θα συνέχιζε να είναι η ζάχαρη. Αλλά είπαμε: μονοπώλιο.
Κατάσταση η οποία είχε και τη θετική του πλευρά: Η ποιότητα της ζάχαρης ήταν υψηλή. Καθώς δεν υπήρχε ο παράγων κέρδος του ιδιώτη, η ΕΒΖ φρόντιζε να διατηρεί όλες τις προδιαγραφές υγιεινής (όσο υγιεινή μπορεί να είναι η ζάχαρη), με τακτικούς ελέγχους, πιστοποίηση τελευταία με ISO κ.ο.κ.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν άρδην, από την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ και την οικονομία της ελεύθερης αγοράς.
Η τιμή πλέον δεν καθορίζεται από το υπ. Εμπορίου, αλλά διαμορφώνεται ελεύθερα. Η απαγόρευση εισαγωγών και τέτοιους είδους προστατευτισμοί αίρονται. Καράβια φορτωμένα με ζάχαρη, από τις αποικίες της αγγλικής Κοινοπολιτείας ή των γαλλικών κτήσεων, μπορούν να πουλήσουν ελεύθερα σε ιδιώτες και να εισαχθούν στην ελληνική αγορά. Για να αντεπεξέλθει η Ελληνική Βιομηχανία πρέπει να πουλήσει κάτω του κόστους.
Εδώ πρέπει να επισημανθεί η ιδιομορφία του εργοστασίου της Λάρισας, το οποίο, καθόλη τη δεκαετία του ‘90 (αλλά και μέχρι πριν το οριστικό του κλείσιμο) γίνονταν επενδύσεις, σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, για να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό. Αποτέλεσμα: να μετατραπεί από μονάδα κερδοφόρα, σε μια ζημιογόνα επιχείρηση!
ΑΝΑΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΡΒΙΑ...
Ουσιαστικά λοιπόν τα οικονομικά προβλήματα της ΕΒΖ θα έπρεπε να φανούν από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Πήραν όμως παράταση... χάρη σε έναν πόλεμο! Ο βομβαρδισμός της Σερβίας και η ισοπέδωση της οικονομίας της, παρείχε τη δυνατότητα στην ΕΒΖ να αγοράσει (σε ποσοστό 80%) τα δύο εργοστάσια της γειτονικής χώρας και να παράγει ζάχαρη σε πολύ χαμηλό κόστος.
Αν μάλιστα προσθέσουμε και το ευνοϊκό καθεστώς, με το οποίο δίνονταν η δυνατότητα στα σέρβικα προϊόντα να διακινούνται ελεύθερα και χωρίς δασμούς στην Ε.Ε. (σ.σ.: πρώτα δηλαδή τους καταστρέψαμε, μετά τους βοηθούσαμε να ανοικοδομήσουν τη χώρα τους...), το κέρδος για την ελληνική βιομηχανία ήταν προφανές.
Εκτιμάται ότι τα σερβικά εργοστάσια έδωσαν μια δεκαετία «ζωή» στην ελληνική βιομηχανία, ισοσκελίζοντας τις ζημιές της.
ΟΙ «ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ» ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Μέσα σ’ αυτή την οικονομική συγκυρία για την ελληνική ζάχαρη, η κυβέρνηση, διά του τότε υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης προέβη σε μια ανεξήγητη για πολλούς απόφαση: Επέλεξε, χωρίς να μας υποχρεώνει κανείς, να παραχωρήσει το 50% της ελληνικής ποσόστωσης (του δικαιώματος δηλαδή να παράγει) στη ζάχαρη, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την Κοινή Οργάνωση Αγοράς. Κι ενώ μέχρι τότε παρήγαμε 316.000 τον. ζάχαρης, καθιστώντας τη χώρα αυτάρκη, το δικαίωμά μας περιορίστηκε στους 158.000 τον.
Τότε είχε εκτιμηθεί ότι, λόγω ακριβώς του υψηλού κόστους παραγωγής, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τις εισαγωγές ζάχαρης, άρα δεν θα μπορούσε να πουλά το προϊόν της. Ταυτόχρονα, η εθνική οικονομία θα βρίσκονταν στη δύσκολη θέση να συντηρεί μια μη ανταγωνιστική βιομηχανία.
Την εκτίμηση αυτή υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα πολιτικά στελέχη εκείνης της εποχής.
Εμείς απλά βάζουμε και μία ακόμη διάσταση, με διαχρονικό χαρακτήρα: Η καλλιέργεια του βαμβακιού, μπορεί να έδωσε προοπτική, όλα τα προηγούμενα χρόνια σε χιλιάδες αγροτικές οικογένειες και να συνέβαλε σημαντικά στο αγροτικό εισόδημα. Ωστόσο ευθύνεται και για πολλές στρεβλώσεις. Οι –συνήθως- υψηλές τιμές του συγκεκριμένου προϊόντος καθόριζαν σε σημαντικό βαθμό και την πορεία των άλλων. Αφού το βαμβάκι τελικά καθόριζε πόσοι παραγωγοί θα βάλουν τεύτλα.
Ακόμη κι έτσι όμως, εντελώς ακατανόητη είναι η δεύτερη απόφαση της διοίκησης της ΕΒΖ. Ήταν Πέμπτη -«μαύρη» την έχουν χαρακτηρίσει οι εργαζόμενοι- 24 Νοεμβρίου του 2005, όταν αποφασίστηκε το κλείσιμο των εργοστασίων της Λάρισας και της Ξάνθης.
Κεραυνός εν αιθρία; Όχι ακριβώς!
Είχε προηγηθεί μελέτη της Εταιρίας Συμβούλων Deloitte – Touche, η οποία συμπέρανε ότι η ΕΒΖ δε θα μπορούσε να καλύψει την ποσόστωση, ελλείψει πρώτης ύλης. Τότε είχε προταθεί να κλείσει το εργοστάσιο της Λάρισας, λόγω ανταγωνισμού με το βαμβάκι. Μάλιστα, σε κάποιες περιόδους, αναγκάστηκε η ΕΒΖ να δώσει περισσότερα χρήματα σε παραγωγούς για να παράγουν.
Όμως συχνά οι μελέτες δεν γίνονται για να εξάγουν συμπεράσματα, αλλά για να τα επιβεβαιώσουν...
Η απόφαση λοιπόν για το εργοστάσιο της Λάρισας είχε πολιτικά χαρακτηριστικά. Διότι, αν υπήρχε ένα εργοστάσιο το οποίο έπρεπε να διατηρηθεί ήταν ασφαλώς αυτό της Λάρισας, στο οποίο μέχρι κι εκείνη τη στιγμή γίνονταν επενδύσεις εκσυγχρονισμού.
Οι παρακάτω αριθμοί δείχνουν ότι και από πλευράς παραγωγικότητας η απόφαση ήταν λανθασμένη: Το εργοστάσιο του Πλατέος είναι δυναμικότητας 9.500 τον. ημερησίως. Της Λάρισας έφτανε τους 8.000 τον. Με καμπάνια 100 ημερών λοιπόν παρήγαγε 80.000 τόνους ζάχαρης, δηλαδή το μισό της επιτρεπόμενης, μετά την αναθεώρηση της ΚΟΑ, παραγωγής.
Ενώ με τα δύο εργοστάσια της Λάρισας και του Πλατέος θα μπορούσε να καλυφθεί η ποσόστωση, επιλέχτηκε να κλείσει το εργοστάσιο της Λάρισας και να διατηρηθούν εκείνα των Σερρών και της Ορεστιάδας.
Βεβαίως, δεν μιλούσαν τότε για κλείσιμο. «Χρυσώνοντας το χάπι», γίνονταν λόγος για μετατροπή. Για την οποία όμως πολλοί αμφέβαλαν. Και φυσικά δικαιώθηκαν. Σήμερα τα δύο εργοστάσια έχουν μετατραπεί σε κουφάρια! Ο εξοπλισμός τους κυριολεκτικά πουλήθηκε ως παλιοσίδερα, εκτός από κάποια κομμάτια για τα οποία έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθούν στα άλλα εργοστάσια της ΕΒΖ, αλλά μάταια: τα περισσότερα δεν ταιριάζουν.
ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΙΚΟΙ
Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι δεν πιάνουμε πλέον ούτε τη νέα ποσόστωση. Όλες τις προηγούμενες χρονιές, πλην μιας, είμαστε ελλειμματικοί.
Όπως αναφέρει ο κ. Παπανικολάου, τα τελευταία 2-3 χρόνια είναι ζήτημα αν πιάνουμε τους 100.000 τον. Αυτό σημαίνει ότι εισάγουμε κάθε χρόνο 200.000 τον. (ένα μέρος της βέβαια από τα εργοστάσια της ΕΒΖ στη Σερβία). Φέτος θα είναι ακόμη πιο τραγική η κατάσταση, λόγω πολύ χαμηλής παραγωγής, καθώς δεν συμφέρει τους παραγωγούς η τευτλοκαλλιέργεια, λόγω της χαμηλής τιμής.
Πέραν των λανθασμένων αποφάσεων και χειρισμών, οφείλουμε να σταθούμε και σε κάτι ακόμη: Απέναντι στις λάθος επιλογές η τοπική κοινωνία, οι θιγόμενοι (π.χ. τευτλοεξαγωγείς), οι συνδικαλιστικοί φορείς των αγροτών, όλοι έπεσαν αμαχητί!
Εγκλωβισμένοι στη λογική «δεν κλείνουμε το εργοστάσιο, μετατρέπεται σε βιοαιθανόλης», μια λογική εντελώς λανθασμένη αλλά που πολλούς βόλευε, δεν δόθηκε καμία μάχη.
ΚΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ...
Σήμερα, 5 χρόνια μετά ακούγονται δηλώσεις περί επαναλειτουργίας του εργοστασίου της Λάρισας. Δηλώσεις, οι οποίες μοιάζουν... με καφέ της παρηγοριάς.
Πώς αλλιώς να τις χαρακτηρίσει κανείς. Δηλαδή θα ξαναστήσει κάποιος το εργοστάσιο, αγοράζοντας εκ νέου εξοπλισμό; Και τι θα παράγει αφού δεν έχουμε δικαίωμα για περισσότερη ποσότητα;
Εκτός αν κλείσουν άλλα εργοστάσια.
Εκτός κι αν χτίσει κάποιος εργοστάσιο επεξεργασίας. Να φέρει δηλαδή –αν συμφέρει- πυκνό χυμό ή τη ζαχαρόμαζα (ακατέργαστη ζάχαρη), κι να το επεξεργαστεί. Αυτό όμως απαιτεί άλλες εγκαταστάσεις και μηχανήματα.
Με δεδομένο δε ότι η ΑΤΕ θα απεμπλακεί από την ΕΒΖ, ποιος ιδιώτης θα αγοράσει ένα ημικατεστραμμένο εργοστάσιο;
Υπάρχουν απαντήσεις;

Δεν υπάρχουν σχόλια: