Πέμπτη

Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού και οι βαρβαρότητες σε βάρος των Ελλήνων της Ηπείρου (19ος-20ος αι.)


 

Τα πρώτα σημάδια του αλβανικού εθνικισμού - Η Λίγκα της Πριζρένης (1878) - Φόνοι, ληστείες και αγριότητες από Αλβανούς σε βάρος Ελλήνων της Ηπείρου (τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα) - Αλβανία: ένα τεχνητό κράτος, κατασκεύασμα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής

Με την Αλβανία, τους Αλβανούς και την ιστορία τους, έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα. Υπάρχει όμως μια περίοδος, από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου, που δεν μας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα. Στο διάστημα αυτό αναπτύσσεται ο αλβανικός εθνικισμός, με πρωτεργάτες μάλιστα κάποιους που είχαν φοιτήσει σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως η Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.

Δυστυχώς, ιδιαίτερα μετά το 1881 και τη διάλυση της Λίγκας της Πριζρένης οι Αλβανοί προκαλούσαν πολλά προβλήματα στους Έλληνες των παραμεθόριων περιοχών της Ηπείρου σήμερα, (κυρίως στην περιοχή του Πωγωνίου), αλλά και στους Έλληνες της Βόρειου Ηπείρου. Συγκροτούσαν συμμορίες και προέβαιναν σε εγκληματικές πράξεις, έχοντας συχνά των κάλυψη των οθωμανικών Αρχών. Πρόκειται για άγνωστα γεγονότα, τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.



Η αλβανική κοινωνία στην Τουρκοκρατία



Όπως γράφει ο Σπυρίδων Σφέτας στην "Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία" (Τόμος Α΄), οι Αλβανοί δεν είχαν ούτε μεσαιωνικό κράτος, ούτε ενιαία εκκλησιαστική οργάνωση, ούτε υψηλή κουλτούρα, ούτε καλλιεργημένη αλβανική γλώσσα. Και συνεχίζει: «Τα ελληνικά, τα αλβανικά και τα σλαβικά ήταν η επίσημη γλώσσα της αλβανικής αριστοκρατίας στην διεκπεραίωση των γραφειοκρατικών των υποθέσεων. Έτσι, τίθεται το ερώτημα αν οι Αλβανοί θα μπορούσαν να είχαν εξελληνιστεί και εκσλαβιστεί και κατά πόσο η οθωμανική κατάκτηση και οι εξισλαμισμοί των Αλβανών συντέλεσαν στη διατήρηση της αλβανικής ταυτότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην περίπτωση των Αλβανών η τουρκοκρατία ήταν το έλασσον κακό». Οι Αλβανοί διατήρησαν την εθνική τους ταυτότητα και κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στο οθωμανικό κράτος, ενώ με τους εποικισμούς τους επέκτειναν τον γεωγραφικό τους χώρο. Αρχικά εξισλαμίστηκε η αλβανική αριστοκρατία, ενώ μαζικοί εξισλαμισμοί έγιναν τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Στις πόλεις και τις πεδινές περιοχές, οι εξισλαμισμοί ήταν περισσότεροι, σε αντίθεση με τις δύσβατες ορεινές περιοχές όπου ο Χριστιανισμός επιβίωσε, ενώ υπήρχαν και πολλοί Κρυπτοχριστιανοί. Λόγω της θρησκευτικής (Ορθόδοξοι, Καθολικοί και Μουσουλμάνοι) και της γλωσσικής και φυλετικής διάσπασης των Αλβανών (Γκέκηδες στον βορρά, Τόσκηδες στον νότο) , η εθνική τους αφύπνιση καθυστέρησε σημαντικά. Ο Αλβανός Μουσουλμάνος ταυτιζόταν με τον Οθωμανό, ενώ στον νότο, με την ισχυρή ελληνική πολιτιστική επιρροή, ο Ορθόδοξος Αλβανός ταυτιζόταν με τον Έλληνα. Ο Τσβίγιτς που διέκρινε τα κοινά χαρακτηριστικά Αλβανών Γκέκηδων και Μαυροβούνιων, επισήμανε ότι οι Ορθόδοξοι Τόσκηδες Αλβανοί, είναι λιγότεροι αριθμητικά, μελαχρινοί, πονηροί, διακατέχονται από τη «βυζαντινά- βλάχικη ηθική» και υποκύπτουν στην αφομοιωτική δύναμη των Ελλήνων (Σ.Σφέτας ό.π.).

Τα πρώτα ψήγματα του αλβανικού εθνικισμού


Ο αλβανικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ως αντίδραση στην εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στη Βαλκανική Χερσόνησο. Πρώτος ο Naum Veqilharxhi (Βεκιλχάρτζι) από την Κορυτσά (1797-1866) , υπό την επίδραση του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού στην Βλαχία, συνέταξε το 1844 το πρώτο αλβανικό αλφαβητάριο με ελληνικά γράμματα (1844) και μετέφρασε χωρία της Βίβλου στα αλβανικά. Σε εγκύκλιό του προς τους μορφωμένους και πλούσιους Ορθόδοξους Αλβανούς που ανήκαν στον ελληνικό πολιτιστικό κύκλο, τόνισε την επιτακτική ανάγκη της συγκρότησης ενός αλβανικού αλφαβήτου και της καλλιέργειας της αλβανικής γλώσσας.


Kostandin Kristoforidhi

Ο Kostandin Kristoforidhi (Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης) από το Ελμπασάν (1827-1895), που είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, παρακινούμενος από τον Johann Georg von Hahn, Αυστριακό αλβανολόγο, υποπρόξενο της Αυστρίας στα Γιάννενα, στράφηκε στη συστηματική μελέτη της αλβανικής και υπό την επίδραση αγγλικών προτεσταντικών κύκλων στην Κωνσταντινούπολη, ασχολήθηκε με τη μετάφραση των Ευαγγελίων, των Πράξεων των Αποστόλων, του Ψαλτηρίου κ.λπ. στη γκεκική και την τοσκική διάλεκτο και συνέταξε ένα ελληνοαλβανικό λεξικό. Ο Χριστοφορίδης αποκαλείται "ο Λούθηρος των Αλβανών". Τέλος, ο Thimi Mitko(Ευθύμιος Μίτκο), από την Κορυτσά, πλούσιος έμπορος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με ελληνική παιδεία, επιδόθηκε στην καταγραφή του αλβανικού φολκλόρ.

Το αλβανικό εθνικό κίνημα – Η Λίγκα της Πριζρένης (1878-1881)


Το 1878, ο Μπίσμαρκ στο Συνέδριο του Βερολίνου δήλωσε. "Δεν υπάρχει αλβανικό έθνος". Αυτή η δήλωση, οδήγησε στην πρώτη εκδήλωση αλβανικού εθνικισμού, την ίδρυση της Λίγκας της Πριζρένης. Επρόκειτο για μια μουσουλμανική οργάνωση, που αναγνώριζε τον σουλτάνο και τα δικαιώματά του και σε υπόμνημα που υπέβαλε στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878) έθεσε ως στόχους: α) καμία εδαφική παραχώρηση στη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Ελλάδα και β)ευρύτατη διοικητική και πολιτιστική αυτονομία για τους Αλβανούς. Ως αλβανικό ιστορικό χώρο, η Λίγκα θεωρούσε τα βιλαέτια του Κοσόβου, του Μοναστηρίου , της Σκόδρας και των Ιωαννίνων, που έπρεπε να συνενωθούν σε ένα αλβανικό βιλαέτι. Αλήθεια, πόσοι ήταν οι Αλβανοί των Ιωαννίνων και του Μοναστηρίου;


Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε πόσοι ήταν οι Αλβανοί σ΄αυτές τις περιοχές το 1881. Εικοσιεπτά χρόνια όμως αργότερα, το 1908, στην τουρκική απογραφή στην Ήπειρο, σε σύνολο 500.000 κατοίκων, οι 380.000 δήλωσαν Έλληνες Χριστιανοί, περίπου 120.000 Μουσουλμάνοι Τούρκοι, ενώ ελάχιστοι δήλωσαν Αλβανοί. Στο σαντζάκι Ιωαννίνων που ορέγονταν οι Αλβανοί, υπήρχαν 365 (!) ελληνικά σχολεία με 12.000 περίπου Έλληνες μαθητές, 10 τουρκικά με 200 μαθητές και κανένα αλβανικό! Το ίδιο στο σαντζάκι της Πρέβεζας, με 98 ελληνικά σχολεία και περισσότερους από 3.300 μαθητές, 6 τουρκικά σχολεία στο Μαργαρίτι με 720 μαθητές (πιθανότατα Τσάμηδες) και κανένα αλβανικό σχολείο. Αλλά και στο Σαντζάκι του Αργυροκάστρου(Καζάδες Αργυροκάστρου, Δέλβινου, Πρεμετής, Τεπελενίου, Χιμάρας και Πωγωνίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει σήμερα στην Ελλάδα), υπήρχαν 191 ελληνικά σχολεία με 8.420 μαθητές, 2 τουρκικά με 50 (!) μαθητές και κανένα αλβανικό! Η Λίγκα της Πριζρένης ζητούσε το αλβανικό κράτος να φτάσει ως τον Αμβρακικό Κόλπο. Αν δεν εξαϋλώθηκαν οι Αλβανοί από το 1881 ως το 1908, με τι πληθυσμιακά δεδομένα ζητούσαν (και) την Ήπειρο; Αλλά και στο Μοναστήρι και την Καστοριά, σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Κ. Βατικιώτη, ζούσαν 45.000 αλβανόφωνοι Έλληνες (1870). Αλβανικός πληθυσμός υπήρχε μόνο στην Κορυτσά (45.000).

Κύριοι εκπρόσωποι της αλβανικής εθνικής κίνησης, ήταν οι: Ναΐμ Φράσερι (1864- 1904), Πάσκο Βάσα (1825-1892) και Σάμ Φράσερι (1850-1904).. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ένα κείμενο του Ναΐμ Φράσερι, που δεν απευθύνεται σε Έλληνες.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα του:


Naim Frasheri

"Ω γόνοι γενναιόκαρδοι Μεγάλου Αλεξάνδρου, του περίφημου Πύρρου τε και των άλλων ηρώων και παίδες του Σκενδέρβεϊ πατρός ανδρειωμένου, όστις δεν είχε πώποτε όμοιον εν τω κόσμω, ανδρείοι, θάρρος και ελπίς ας ήνε (sic) οδηγοί μας, σύμφωνοι και ομόφρονες ας πράττωμεν το δέον. Πελασγοί εγεννήθημεν ημείς πριν της σελήνης…" (χωρίς σχόλια). Στη συνέχεια, ο Φράσερι γράφει ότι οι Αλβανοί νίκησαν τον Δαρείο, έσωσαν τον πολιτισμό και ήταν ανέκαθεν ένα έθνος γενναίο, ευγενές και θείον. Μάλιστα ήταν και απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων! Οι δε πρόγονοί τους ήταν όπως και οι τότε (το 1880) Αλβανοί γνήσιοι Σκυπετάροι. «Έλαβε δε το όνομα αυτό ο Σκυπετάρος, ότι εις την σημαίαν του είχε τον γύπα πάντα (και ο δικέφαλος αετός πώς προέκυψε;), σύμβολον της δυνάμεως, της νίκης, της ανδρείας…».

Και κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι πρωτεργάτες του αλβανικού εθνικισμού θεωρούν ότι όλες οι λέξεις έχουν αλβανική προέλευση. Έτσι π.χ. το όνομα Πύρρος προέρχεται από την αλβανική λέξη burre (άνδρας) , ενώ η λέξη Εγνατία από το επίθετο gjate (μακρύς). Αυτά αναφέρει ο Σάμι Φράσερι, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής των Ιωαννίνων, στο βιβλίο του « Αλβανία – Ποια ήταν, ποια είναι και ποια θα γίνει» (1899) , το πολιτικό μανιφέστο της αλβανικής εθνικής κίνησης. Και φυσικά ο Σάμι Φράσερι, δεν δέχεται ότι οι Ιλλυριοί αφομοιώθηκαν από τους Σλάβους που κατέκλυσαν τα Βαλκάνια τον 6ο – 7ο αιώνα και είναι οι άμεσοι πρόγονοι των Αλβανών.

Η δράση της Λίγκας της Πριζρένης, ενόχλησε την Πύλη. Το 1881 ο Δερβίς πασάς εκστράτευσε στα Σκόπια, τη Μιτροβίτσα, την Πριζρένη και το Πετς και τη διέλυσε. Οι ηγέτες της λίγκας εξορίστηκαν στη Μικρά Ασία.


Sami Frasheri

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδρύθηκε από τον Χατζή Μουλά Ζέκα στην Πέγια (Πετς) η «Λίγκα της Πέγιας» που θεωρείται ως συνέχεια της Λίγας της Πριζρένης. Ωστόσο η «Λίγκα της Πέγιας» ήταν βραχύβια καθώς το 1901 διαλύθηκε από τις οθωμανικές αρχές. Στις 20 Φεβρουαρίου 1902, ο Ζέκα δολοφονήθηκε από Αλβανό που υπηρετούσε στην οθωμανική Χωροφυλακή. Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Σέρβος πρόξενος στην Πρίστινα. Οι Αλβανοί άρχισαν να προβαίνουν σε διώξεις Σέρβων από το Κόσοβο, ενώ παράλληλα ένοπλες ομάδες Αλβανών στρέφονταν εναντίον των Ελλήνων στην Ήπειρο (κυρίως στη σημερινή Β. Ήπειρο και το Πωγώνι).

Η Ελλάδα προπαγάνδισε την ιδέα ενός ελληνοαλβανικού κράτους, η οποία παρά τη συμφωνία των Νεοκλή Καζάζη, προέδρου της Εταιρείας «Ελληνισμός» και Ισμαήλ Κεμάλ το 1907 δεν τελεσφόρησε. Και στο παρελθόν υπήρξαν ανάλογες προσπάθειες οι οποίες ναυάγησαν. Με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε στο μέλλον, καθώς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το 1908, στο συνέδριο του Μοναστηρίου, οι Αλβανοί επέλεξαν ως επίσημο αλφάβητό τους το Λατινικό. Με το κίνημα των Νεότουρκων (1909), οι Αλβανοί ήρθαν σε αντιπαράθεση. Εξεγέρθηκαν το 1910 στη Βόρειο Αλβανία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ζητούσαν αυτονομία και όχι ανεξαρτησία. Στη συνέχεια εγκατέλειψαν και αυτό το αίτημα! Είναι χαρακτηριστικό ότι η Υψηλή Πύλη το 1912, δεν αποσαφήνισε τον όρο «Αλβανία» μην μπορώντας προφανώς να προσδιορίσει τα όριά της! Οι Αλβανοί απείλησαν ότι θα καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη κι αυτό οδήγησε στην επίσπευση της έναρξης του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Τελικά, οι Αλβανοί που δεν ήθελαν καν αυτονομία από την Οθωμανική αυτοκρατορία, βρέθηκαν με ανεξάρτητο κράτος το οποίο οφείλεται στην πολιτική της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας που δεν ήθελαν την έξοδο της Γιουγκοσλαβίας στην Αδριατική και επίσης την επέκταση της Ελλάδας και στη Βόρειο Ήπειρο.

Η χώρα μας έχοντας ενσωματώσει ήδη την Κρήτη, τη Μακεδονία και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (εκτός των Δωδεκανήσων) αν και απελευθέρωσε δύο φορές τη Βόρειο Ήπειρο, τη δεκαετία του 1910, εκβιαζόμενη αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει. Άλλωστε αν της δινόταν και η Βόρεια Ήπειρος, θα γινόταν μια υπολογίσιμη δύναμη κάτι που καμία χώρα δεν το ήθελε.

Οι βαρβαρότητες των Αλβανών στην Ήπειρο



Δυστυχώς οι Έλληνες της Ηπείρου δεινοπάθησαν από τους Αλβανούς. Με την ανοχή, αν όχι την κάλυψη των οθωμανικών αρχών, οι Αλβανοί είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Ελλήνων που ζούσαν στη Βόρειο Ήπειρο και στο Πωγώνι. Τα άγνωστα περιστατικά που θα παραθέσουμε υπάρχουν στο βιβλίο του αείμνηστου Κ.Δ. Παπανικολάου «Η ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΚΑΣΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ». Το 1899, Αλβανοί ληστές μπήκαν στο σπίτι εμπόρου στη Λάβδανη, τον λήστεψαν και τον τραυμάτισαν. Το 1900 έγινε ληστεία στη Μέγγουλη (Περιστέρι), στο σπίτι του Γ. Τσάτσου και απαγωγή της οικογένειάς του όμως οι ληστές συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν αλυσοδεμένοι στο Αργυρόκαστρο. Το 1900 ο ιδιοκτήτης της λίμνης Ζαραβίνας (δείτε σχετικό άρθρο μας για τη λίμνη 8/6/2020) νοίκιασε το χάνι που υπήρχε εκεί στον Αλβανό Τεφίλ. Το χάνι έγινε τόπος συγκέντρωσης Αλβανών Λιάπηδων που έκλεβαν και ρήμαζαν τα γειτονικά χωριά. Τον χειμώνα του 1911, 4 Αλβανοί άρπαξαν δύο βόδια από ένα σπίτι στη Μέγγουλη. Έξι νέοι του χωριού τους κυνήγησαν και ειδοποίησαν και το οθωμανικό μεταβατικό απόσπασμα στη Βοστίνα (Πωγωνιανή). Οι Τούρκοι όμως ήταν συνεργοί των ληστών και χρονοτριβούσαν. Έτσι οι έξι Έλληνες συνάντησαν τους Αλβανούς σ’ ένα χωράφι ανάμεσα στα χωριά Βομπλό και Τεριάχι. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκαν δύο νεαροί Έλληνες από τα πυρά των εμπειροπόλεμων Αλβανών ληστών που εγκατέλειψαν τα βόδια και δεν πιάστηκαν ποτέ από το καταδιωκτικό απόσπασμα…

Ο Κ.Δ. Παπανικολάου έχοντας ως πηγές τον Ιωάννη Λαμπρίδη και την εφημερίδα «Η Φωνή της Ηπείρου» αναφέρει τα ονόματα πολλών ακόμα Αλβανών ληστάρχων. Ο Τάσιος Φυτάνης που συνελήφθη σε μια συμπλοκή, φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή. Ο μεγαλύτερος γιος του ακολούθησε… το παράδειγμα του πατέρα του αλλά σκοτώθηκε από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά ενώ ο Χουσεΐν Ισά Μπότας έκαψε το σπίτι του. Ο Λαμπρίδης μεταφέρει στα «Πωγωνιακά» πολλούς ακόμα Αλβανούς ληστάρχους όπως ο Αχμέτ Μπέης Κόδρας από το Αργυρόκαστρο, που το 1855 λήστεψε το Δελβινάκι. Ο Μπιρμπίλης κι ο Ρεσούλης γνωστοί από το δημοτικό τραγούδι «Ο Μενούσης» ήταν λήσταρχοι. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι πρόκειται για τους ίδιους από το Κουρβέλεσι που λεηλάτησαν όλα τα χωριά του Παλαιοπωγωνίου και βασάνισαν τον ηγούμενο της Τσιάτιστας. Πιάστηκαν το 1858 και οδηγήθηκαν στα Γιάννενα. Ο Χατζή Γομάρας κι ο Χαμίτ Γκόγκας ήταν λήσταρχοι που έδρασαν από το 1858 ως το 1874. Το 1868 έκαναν ληστείες στο Γκουβέρι (Φαράγγι) και σκότωσαν τρεις γυναίκες. Σκότωσαν επίσης τον Ν. Ιακώβου στο Δελβινάκι, τους αδελφούς Ψεύδη στη Βήσσανη, ενώ το 1872 λήστεψαν το Τεριάχι και τον Δ. Θάνο στο Δολό αφού απήγαγαν και σκότωσαν τον γιο του.

Ο Μπεκτασής Γκόστοβις από την Κολόνια λήστεψε το σπίτι και το μαγαζί του Κ. Λώλη στη Σωπική και απήγαγε τον γιο του που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με απόσπασμα. Το σπίτι του Παπά Αθανασίου στο Μποντσικό ληστεύθηκε δύο φορές! Το 1876 από τον Νταμάζη Μούρτιγα και το 1878 από τον Προγονάτι. Άλλοι άγνωστοι και ανώνυμοι ληστές λήστευαν σπίτια και καταστήματα στους Καξιούς, τους Ρουμπάτες, την Αρίνιστα (Κτίσματα), τα Φραστανά, τη Μέβδεζα, τους Ποντικάτες, τους Δρυμάδες και αλλού! Ο Χαμίτ Γκόγκας στις 27 Απριλίου 1871 λήστεψε το σπίτι των αδελφών Κ. και Γ. Νίκου στη Δουβιανή της Δερόπολης που μόλις είχαν γυρίσει από την ξενιτιά. Μάλιστα έγινε εθνικός ήρωας των Αλβανών και το όνομά του έγινε τραγούδι!


Το 1898 στην Κοσοβίτσα (το χωριό που μοιράστηκε σε δύο κράτη όπως έχουμε γράψει), ο Αλβανός αγροφύλακας Αζής, επιτέθηκε αναίτια στο σπίτι του Θ. Παπαδόπουλου. Ο γιος του Ευάγγελος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Το βράδυ περικύκλωσαν το σπίτι 150 Λιάπηδες με επικεφαλής τον Χακί Μπέη, που σκότωσαν τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε παντρευτεί πριν πέντε μήνες.

Το σοβαρότερο επεισόδιο έγινε το 1905. Τρεις Αλβανοί ληστές έκλεψαν 250 πρόβατα απ’ το χωριό Μαυρονόρος. Όμως επτά Έλληνες και ,παραδόξως,τουρκικό απόσπασμα τραυμάτισαν και συνέλαβαν τον ληστή Τζέλιο και πήραν το κοπάδι. Οι άλλοι δύο διέφυγαν. Ο Τζέλιος φυλακίστηκε για τρία χρόνια. Έχοντας μάθει όμως ποιοι τον κυνήγησαν, μόλις αποφυλακίστηκε για να τους εκδικηθεί, μαζί με τον λήσταρχο Σαΐνη και άλλους πέντε, πήγαν στο Μαυρονόρος και κατέλαβαν το σχολείο του χωριού.

Κλείδωσαν μέσα τα παιδιά και ζήτησαν σαν λύτρα 5 λίρες για κάθε παιδί και από 25 λίρες για τα παιδιά των Θ. Τζούλη και Π. Μήτση που τους είχαν κυνηγήσει. Ακολούθησαν συμπλοκές στις οποίες σκοτώθηκαν δύο γυναίκες και τραυματίστηκε άλλη μία και το παιδί του Θ. Τζούλη (το έσφαξε ο Σαΐνης…) , ενώ τρεις Αλβανοί σκοτώθηκαν και ένας τραυματίστηκε. Οι κάτοικοι του Μαυρονόρους προμηθεύτηκαν όπλα και άρχισαν να φυλάνε σκοπιές για να προστατεύσουν το χωριό τους. Έτσι όταν αργότερα 40 Αλβανοί επιτέθηκαν στο χωριό για να το κάψουν, έφυγαν άπραγοι.

Σταύρος Τσαβίδης: ένας γενναίος Έλληνας


Φυσικά υπήρχαν και κάποιοι Έλληνες ληστές, η δράση των οποίων όμως μπροστά σε εκείνη των Αλβανών, ωχριά. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, έδρασε στην περιοχή του Πωγωνίου ο καπετάν Σταύρος Τσαβίδης (γενν. 1795). Είχε πολεμήσει με τους Σουλιώτες και το 1820 διορίστηκε οπλαρχηγός και φύλακας των δρόμων (ντερβέναγας) σε όλη τη Λάκκα Πωγωνίου. Αρχικά είχε 7 άνδρες, αργότερα 30. Ο καπετάν Τσαβίδης που είχε την ιδιότητα του ντερβέναγα ως το 1863, φρόντισε να διατηρηθεί η τάξη και η ευνομία στην περιοχή που έλεγχε. Όποιος παρανομούσε, το πλήρωνε ακριβά…


Αναφέρουμε ενδεικτικά το εξής περιστατικό. Κάποιος Τσόκος από την Καστάνιανη είχε δανειστεί 130 γρόσια από Αλβανούς τοκογλύφους του Αργυρόκαστρου. Το 1837 οι τοκογλύφοι ήρθαν στην Καστάνιανη και απαίτησαν όλο το ποσό από τη σύζυγό του (ο ίδιος είχε πεθάνει ή απουσίαζε). Καθώς η γυναίκα δεν μπορούσε να τους το δώσει, την απήγαγαν, την έδεσαν πίσω από ένα άλογο και την έσερναν για να την πουλήσουν ως σκλάβα.

Μόλις το έμαθε ο καπετάν Τσαβίδης, με το πρωτοπαλίκαρό του Κουμέλη, τους καταδίωξαν, τους πρόλαβαν και αφού απελευθέρωσαν τη γυναίκα, τους σκότωσαν. Η τοποθεσία είναι γνωστή μέχρι σήμερα ως «Λάκκος τ’ Αρβανίτη». Και η Καστάνιανη πλήρωσε όμως το τίμημά της. Το 1873, ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Λαμπρίδη στο χωριό Κεντρική Σχολή όπου φοιτούσαν μαθητές από 13 χωριά. Το σχολείο έκαψε αναίτια ο Αλβανός λήσταρχος Τσερτσίζ Τόπτουλι το 1908. Είχε προηγηθεί (1906) η δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιου από άνδρες του Βάγιου Τόπουλη…

Μετά απ' όσα αναφέραμε, δεν νομίζουμε ότι είχε άδικο ο σπουδαίος Γάλλος πολιτικός Ζορζ Κλεμανσό,ο οποίος έγραψε στην εφημερίδα «L' Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»): "... καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!»...

Πηγές: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ, "ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ", ΤΌΜΟΣ Α', ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ,2009
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, "Η ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΚΑΣΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΔΩΔΩΝΗ", 2004.
ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, "ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ε. ΡΗΓΑ.

Μιχάλης Στούκας

Τρίτη

21 Δεκεμβρίου 1944: Δολοφονείται κτηνωδώς από τους κομμουνιστές, η Ελληνίδα τραγωδός Ελένη Παπαδάκη


Ελένη Παπαδάκη (Αθήνα, 4 Νοεμβρ. 1903 – 21 Δεκεμβρ. 1944)   «Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε, κι΄ όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει. Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι». – Άγγελος Σικελιανός    Λασπολογία και συκοφαντίες (Νοέμβρης 1944)   Η Ελένη Παπαδάκη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκανε το πέρασμά της στην αρχαία τραγωδία και τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος περιγράφονται με χρυσά γράμματα από τους κριτικούς, σε θεατροκριτικά κείμενα . Παράλληλα όμως, συμμετείχε μή κερδοσκοπικά σε δεκάδες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις από τις οποίες μας σώζωνται τα πολύτιμα ηχητικά ντοκουμέντα με την φωνή της.     Η γνωριμία της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη, θα περιγραφτεί συκοφαντικά ώς έρωτας από τον σύγχρονο της Τύπο, και εκείνη θα κατηγορηθεί ώς ”η πόρνη-φιλενάδα” του φιλογερμανού πολιτικού. Στην ουσία, σήμερα έχει ξεκαθαριστεί πλήρως η εικόνα για το υποτιθέμενο ειδύλλιο: ο Ράλλης, ήταν ενδεχομένως πολύ ερωτευμένος με την Ελένη Παπαδάκη, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αισθήματά του.    Η φιλία όμως, και ο θαυμασμός του για την Παπαδάκη, επέτρεπαν στην ηθοποιό να ζητά χάρες από τον Ράλλη, και να σώζει κυριολεκτικά από τον θάνατο Έλληνες πατριώτες, είτε κομμουνιστές αντάρτες, είτε εβραίους καταζητούμενους. Αντί όμως για αυτά, η αριστερή προπαγάνδα, προτιμούσε να την παρουσιάζει ώς ανθελληνίδα, ώς προδότρια της χώρας της […]    Χρόνια μετά, ο ηγέτης των Κομμουνιστών, Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια… ”ανοησία”. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό ζυγό, βρήκε τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, όπως και όλο τον ελληνισμό, χωρισμένο σε δεξιούς και αριστερούς, στα πρόθυρα του χειμώνα του 1944. Γείτονας πρόδιδε γείτονα, φίλος κατέδιδε φίλο, και οι αριστεροί ηθοποιοί τους δεξιούς. Ή, και αντίστροφα.   Οι εκλογές του Σωματείου Των Ηθοποιών το Νοέμβρη του 1944 εκλέγουν την δεξιά παράταξη: Δημήτρης Χόρν, Άννα Καλουτά, Νίκος Δενδραμής, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Σπύρος Μουσούρης, κ.α. Στον αντίποδα, βέβαια, οι αριστεροί: Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Τίτος Βανδής, Δήμος Σταρένιος, Δημήτρης Μυράτ, Αλέξης Δαμιανός, Ζώρζ Σαρρή, Νίκος Τζόγιας, κ.α.      ‘Oμως, κατ’ απαίτηση μερίδων του σωματείου, αρχίζουν οι διαγραφές ηθοποιών από τον σύλλογο. Στις 23 Νοεμβρίου δημοσιεύουν μια λίστα με τίτλο ”Οι προδόται ηθοποιοί” και όσοι θεωρούνται ”προδόται”, δικάζονται συνοπτικά για να αποβληθούν… Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!», ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο.    Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατʼ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».   Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεών της, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του Βουνού. Όμως όλα αυτά είχαν ξεχαστεί τόσο γρήγορα… Και η λασπολογία καλά κρατούσε.   Ο ”απαγορευμένος” Τύπος της εποχής, με την καθοδηγούμενη από αριστερούς κύκλους εφημερίδα ”Ελληνικό Αίμα” διέδιδαν ευθαρσώς λαϊκιστικά αποκυήματα της φαντασίας τους: ”Ας σημειωθεί οτι ο Ράλλης δώρισε στον γεροντικό του έρωτα, μια ζώνη από πλατίνα, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Έτσι, ενώ ο λαός υποφέρει από την πείνα, ο πρωθυπουργός παριστάνει τον ”γενναιόδωρο” εραστή”. ”Διεθόθη […] τις τελευταίες μέρες, ότι ο Γιάννης Ράλλης κατόρθωσε με ”δημοκρατικό ειδικό νόμο” να τελέσει τον τέταρτο γάμο του, νυμφευθείς την Ελένη Παπαδάκη”.     Όλα αυτά προκαλούσαν, δικαιολογημένα σε κάποιο βαθμό, το λαϊκό αίσθημα. Μέρες μετά τη δολοφονία της Ελένης, οι δήμιοι θα έψαχναν απεγνωσμένα στο σπίτι της, για την… υποθετική πλατινένια ζώνη που της χάρισε σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ο πρωθυπουργός. Αντ’ αυτής, οι πλιατσικολόγοι, βολεύτηκαν τελικά μόνο με μια γούνα.   Οι τελευταίες της ημέρες (Δεκέμβρης 1944) – Απόσπασμα από την ‘Ελένη Παπαδάκη’ του Πολύβιου Μαρσάν Πρωτομηνιά… 1 Δεκεμβρίου 1944. Η Ελένη και η Αιμιλία (Καραβία) στέκονται μπροστά στην μπαλκονόπορτα που άνοιγε στην μεγάλη βεράντα στο διαμέρισμα της Ελένης στην οδό Ιακωβίδου, απ’ όπου φαινόταν ο κάμπος ώς την Πάρνηθα και το Αιγάλεω. Με τα αιώνια μελαγχολικά της μάτια, η Ελένη κοίταζε σιωπηλή πρός τα βουνά.    Η Αιμιλία, παρακολουθώντας το βλέμμα της, είπε: -Σήμερα πρωτομηνιά, σαν τα ψηλά βουνά να’ ναι η τύχη σου και η ζωή σου… -Η ζωή μου; ρώτησε εκείνη και σκύβοντας στην παλάμη του αριστερού χεριού της ακολούθησε με τον δείκτη του δεξιού, την γραμμή της ζωής της. Κοίταξε τι μικρή είναι η ζωή μου! Με όλες τις ευχές που με βάζετε να κάμω κάθε πρωτομηνιά στα ψηλά βουνά και στο καινούριο φεγγάρι, η ζωή για μένα είναι πάντα πικρή! Ευτυχώς που θα τελειώσει γρήγορα…      Και την κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε παρ’ όλ’ αυτά μια διάψευση από την Αιμιλία. Δύο εικοσιτετράωρα μετά, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, άρχισαν στην Πλατεία Συντάγματος τα τραγικά γεγονότα. Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη: ”Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του ’44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια- είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων- να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα.    …Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο ”Παπαιωάννου” άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ”Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις!”. Γύρισα πίσω,φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, συνάντησα την Ελένη έξω απ’το σπίτι της.    Της είπα τα νέα: ”Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό”. Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ”Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!”, φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω.   …Λίγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.” Οι κάτοικοι του τέρματος Πατησίων ήταν αποκομμένοι από το κέντρο της πόλης, όπου ξέσπασαν οι πρώτες μάχες. Στην περιοχή τους υπήρχε ησυχία παρ’ ότι στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελασίτες και τις επόμενες μέρες ακουγόταν που και που κάποιος πυροβολισμός. Τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, και στην όλη περιοχή δύσκολα εύρισκε κανείς κάποιο κουνουπίδι, ένα αυγό ή λίγα πορτοκάλια.    Ηλεκτρικό δεν υπήρχε, τα δωμάτια φωτίζονταν τα βράδια με λάμπες πετρελαίου ή με κεριά ή λυχνάρια. Οι κάτοικοι της περιοχής για να σπάσουν τη μονοτονία, μαζεύονταν σε μικρές παρέες στα γειτονικά σπίτια εναλλάξ, παίζαν χαρτιά ή συζητούσαν, τί άλλο, τα πολιτικά γεγονότα των ημερών, και τα επακόλουθά τους. Φτάνουν στ’ αυτιά τους τα νέα για τις οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, από τους όλμους, από τις καταστροφές και τις ανατινάξεις σπιτιών και τετραγώνων, από τους πρώτους νεκρούς από τις αδέσποτες, και από τις απαγωγές και τις εξαφανίσεις ατόμων- στην αρχή μεμονομένων περιστατικών, που με την πάροδο των ημερών πλήθαιναν.   Κατηφορίζοντας την Ιακωβίδου από την Πατησίων, διέσχιζε κανείς τις δύο κάθετες, την οδό Τσίλλερ και την οδό Θεοτοκοπούλου. Τρίτη κάθετος, η οδός Ζερβού. Στην γωνία δεξιά, αριθμός 28 της οδού Ιακωβίδου, η διόρωφη μονοκατοικία της οικογένειας Παπαδάκη. Δίπλα ακριβώς, επί της οδού Ζερβού 72, το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία. Και στην Χρυσοστόμου Σμύρνης το σπίτι του Δημήτρη Μυράτ.      Κολλητά, έμενε η χήρα του Αλέξανδρου Κορυζή, διαδόχου του Μεταξά, που αυτοκτόνησε με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Η κόρη του, Μαρίκα Κορυζή, ήταν παιδική φίλη της Ελένης. Στο σπίτι της οικογένειας Παπαδάκη έμενε το 1944 ο αδερφός της, Μιχάλης Παπαδάκης με την σύζυγό του Τεό. Σε ξεχωριστό όροφο φιλοξενούνταν ο αδερφός της Τεό, Μάρκος Φουντουκάς. Είχε έρθει από τη Ρουμανία στην Ελλάδα για να ορθοποδήσει οικονομικά. ”Ήταν οπωσδήποτε ερωτευμένος με την Ελένη κι αυτός, γιατί όλοι την ερωτεύονταν”, θυμάται η γειτόνισσα κα Παπαληγούρα.    Δίπλα έμενε η Αιμιλία Καραβία, που φιλοξενούσε στο σπίτι της κρυφά έναν εβραίο φίλο της, τον Σάμ Μπράντενμπεργκ, με τον οποίο η Ελένη Παπαδάκη είχε όπως έλεγε ”μεγάλο δεσμό”, ίσως ερωτικό, ίσως φιλικό-ποιός ξέρει; Η μητέρα της Ελένης Παπαδάκη ζούσε ακόμα, και μαζί με τον συντηρητικό αδελφό Μιχάλη, έβλεπαν με μισό μάτι τις εξόδους της Ελένης στα κατοχικά χρόνια.   Η φίλη της, Μαρίκα ”Μπούμπα” Κορυζή, ήταν συνδεδεμένη με το αντάρτικο και την Κομαντατούρ, και συχνά έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι της Ελένης ή της Αιμιλίας στα δύσκολα. Η Ελένη, η Αιμιλία, η Μπούμπα, ο Σάμ, ήταν μια παρέα που πάσχιζε να κρατήσει την αισιοδοξία της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Συχνά έφερναν μαζί τους τον μαέστρο Γιάννη Σπάρτακο, και τραγουδούσαν.  Της Ελένης, άρεσε πολύ να κουλουριάζεται στο ντιβάνι ακούγοντας τον Γιάννη να παίζει πιάνο και να τραγουδά. Συχνά έπαιζε κι εκείνη πιάνο για τους φίλους της, και τραγουδούσε την επιτυχία της εποχής με ζωντάνια : ”Θα σε πάρω να φύγουμε… σ’ άλλη γή, σ’ άλλα μέρη…”’   Τα πρωινά, η Ελένη έβγαινε στην αγορά στα Πατήσια, για να αναζητήσει τρόφιμα για τον επισιτισμό της οικογένειας. Τις μέρες εκείνες του Δεκέμβρη, ο συνάδελφός της Διονύσης Θάνος, την έβλεπε να συχνάζει στην αγορά, από μαγαζί σε μαγαζί, παρά την παρουσία των ελασιτών στους κεντρικούς δρόμους. Υπέθετε λοιπόν ότι είχε αποκατασταθεί η φήμη της, για να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εκεί…  Άλλα άτομα από τον περίγυρό της ανησυχούσαν λίγο παραπάνω. Ο ηθοποιός Χαράλαμπος Πλακούδης της συνέστησε να μην παρουσιάζεται πολύ για να μην γίνει στόχος, ενώ ο δικηγόρος Νίκος Θηβαίος, της πρότεινε να μετακομίσει σε μια πιο ασφαλή γειτονιά-ίσως στο Κολωνάκι. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, παρότι είχαν γίνει ήδη έξι συλλήψεις γύρω από την γειτονιά της στα μέσα του Δεκέμβρη…     Ατάραχη, απαντούσε σε όποιον την συμβούλευε να φυλαχτεί: ”Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στην θέση τους. Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να φύγω λοιπόν;”   Όλη η γεμάτη ευθύτητα ζωή της Ελένης, κορυφώθηκε με την τελευταία αυτή στάση της, την εποχή του φόβου και της τρομοκρατίας. Με ήσυχη τη συνείδηση παρέμεινε στα Πατήσια, ενώ πολύς κόσμος από την ΕΑΜοκρατούμενη ζώνη δραπέτευσε πρός το Κολωνάκι. Πολλοί διερωτήθηκαν αργότερα, πώς και γιατί δεν διέφυγε κι εκείνη, και το θεώρησαν απρονοησία και κακή εκτίμηση της κατάστασης, ενώ για την Ελένη ήταν μια πράξη συνέπειας πρός όλη τη ζωή της. Το πόσο διέφερε η Ελένη από τους άλλους το απέδειξε το γεγονός οτι δεν ζήτησε να διαφύγει ή να κρυφτεί… Σαν την Αντιγόνη…   Η σύλληψη και η εκτέλεση (21 Δεκεμβρίου 1944) – Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν 21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με την συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι ότι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή πολυτέλεια.    Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της, φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό. Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην οικογένεια Παπαδάκη ότι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν ενδιαφέρονταν ν’αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη.    Η Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά: -Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο). Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί. Γενικά όλη η γειτονιά παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια σπάνια επισιτιστικά ευρήματα.    Θυμάται η κα Παπαληγούρα ότι φεύγοντας η Ελένη της είπε ότι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ, συμπληρώνοντας ότι είχε το προαίσθημα πως θα την συλλάβουν. Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ’ το δωμάτιο της, χάιδεψε τα βιβλία της στην βιβλιοθήκη: -Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην πάθουν τίποτα τα βιβλία μου…     Στο σπίτι του Μυράτ για ώρα έπαιζαν χαρτιά, ο Μυράτ, ο Σάμ και κάποιοι άλλοι κύριοι, όλοι τους γείτονες, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε, μιας κι ο ίδιος δεν ήταν χαρτοπαίκτης. Σ’ ένα μικρό σαλονάκι στο πίσω μέρος, η Ελένη με την Αιμιλία Καραβία, την Χρυσούλα Μυράτ, και την Φωτεινή Λούη, συζητούσαν. Στο σπίτι των Παπαδάκη εκείνη την ώρα ήταν μόνο η μητέρα της Ελένης. Ο Μιχάλης είχε πάει για καφέ με τον κουνιάδο του, και η Τεό ήταν στης γειτόνισσας.    Τρία τετράγωνα πιο πέρα, στα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ, στη διασταύρωση Πολυλά και Μαρτζώκη, η ”λαϊκή αστυνομία” του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, με επικεφαλής της τον Ορέστη, αποφάσιζε την τύχη της Ελένης Παπαδάκη… Αυτός ο Ορέστης, εικοσιτριών χρόνων άντρας, ήταν φύση εγκληματική, διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα αληθινό απόβρασμα της κοινωνίας, που μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα των Δεκεμβριανών, απέκτησε αξία και αξιώματα, και προέβει σε μια σειρά από λεηλασίες, πλιάτσικα και φόνους.    Καλοπερνούσε, με τον υποδιοικητή του και τον βοηθό, και με τις διάφορες ερωμένες τους: έκαναν συλλογή από τα πολύτιμα τιμαλφή των μελλοθάνατων ελλήνων πολιτών, που τους εκτελούσαν κατά κανόνα στα Δυιλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ, δήλωνε ότι -και ίσως πραγματικά να– αγνοούσε την ασύδοτη δράση του. Πρός το παρόν, η μόνη εναντίωση στις πράξεις του ήταν οι σύντροφοι-δήμιοι, με τους οποίους είχε μονίμως προστριβές ώς πρός τον διαμοιρασμό της λείας των νεκρών! Ήθελε τη μερίδα του λέοντος ο Ορέστης…   Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται οτι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των ”αντιδραστικών στοιχείων” και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό ”η φιλενάδα του Ράλλη”. Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να την συλλάβει. Μην γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή, Γεωργία, πρός τα πού να κατευθυνθεί.  Σταμάτησε έξω απ’ το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο ανοιχτό παράθυρο.   Την ρώτησε άγρια:-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη;-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;-Δεν ξέρω που είναι, μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;-Δεν ξεύρω, σας είπα. Βγήκε απ’ το σπίτι. Τι συμβαίνει;   Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε τον Μιχαλακόπουλο.-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια.   Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο, κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους ”πολιτοφύλακες”’ ότι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος του ΕΑΜ, και ήλπισε ότι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία, κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο.    Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε στην οικία Μυράτ. Οι άντρες, που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους, μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή.Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη, υποδεικνύοντας της να πηδήσει απ’ το παράθυρο και να βγεί στον κήπο. Η Παπαδάκη, διατηρώντας την γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση: -Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δώ τι με θέλουν…   Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με την σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του.-Εδώ είμαι,κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη…-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση…Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που είχε σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη, παίρνει το λόγο:-Μήν κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν, όλοι…   Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ώς συλληφθέντες την Ελένη, τον Σάμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει απ’ το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα την δεί ζωντανή. Επόμενη στάση, τα γραφεία του ΕΑΜ.      Στα γραφεία του ΕΑΜ, ο Δημήτρης Μυράτ συναντά έναν παλιό του φίλο ελασίτη, και συζητούν με οικειότητα. Ύστερα ο Δημήτρης, εξηγεί στην Αιμιλία που είναι ανήσυχη, ότι θα κρατήσουν την Ελένη για μια ”εξονυχιστική ανάκριση”, κι έπειτα θα την αφήσουν ελεύθερη. Ένα τέταρτο μετά βγαίνουν στο δρόμο. Ο Μπιλιράκης, λέει στην Ελένη ότι την είχε δεί στο θέατρο, χρόνια πρίν, στο έργο Ζακυνθινή Σερενάτα. Στη διασταύρωση Πατησίων και Ροστάν, ο Δημήτρης Μυράτ, αφήνει την Ελένη με την Αιμιλία να συνεχίσουν το δρόμο τους με τον πολιτοφύλακα, και γυρίζει στο σπίτι του.    Ενώ ο Μυράτ απομακρύνεται, ο Μπιλιράκης κάνει γνωστές τις προθέσεις του στην Αιμιλία εν είδει συμβουλής:-Καλό είναι να μην πάς και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θές, τι τα γυρεύεις!..-Απορώ πώς μπορείς να διανοηθείς ότι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη! απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη.Φτάνοντας στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα συνοδευόμενες απ’ τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν, και φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο.    Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος, προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για την συμπεριφορά του στο ζώο… Μόλις περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη…   Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σάμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά κρατούμενος, την προειδοποιεί να μην γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των καταζητούμενων της πολιτοφυλακής. Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι άνω κάτω, αναζητώντας… όπλα, γιατί οι ”πληροφορίες” τους, θέλουν την οικία μιας ηθοποιού …άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος!    Δεν βρίσκουν τίποτα από οπλισμό, και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο στην ”ερωμένη” του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά… Φιάσκο η υπόθεση… Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά: -Μα… οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν!Η Αιμιλία σχολιάζει, οτι όντως υπήρξαν ορισμένοι που την συκοφαντούσαν από τους συναδέλφους της.-Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξί, ο Μπιλιράκης. Ο Σάμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να συμπληρώνει:-Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνίας σύστησε στις φυλακισμένες την καινούρια κρατούμενη:-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη.   Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελλιού, διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πρίν τη δολοφονία της. Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρρυνση από τις κυρίες που φιλοξενούσε το κελλί. Έτσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι ίδιες από τα λόγια και την μαγική ομιλία της Παπαδάκη.    Η Ελένη ήταν πεπεισμένη ότι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης, όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της πρόσωπο με πρόσωπο. Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια… και για την Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος μεγάλος ρόλος της… Ωστόσο κάθε τόσο, εξάφραζε την αγωνία της, αδημονούσε να’ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν την καλούσαν για απολογία…      Γύρω στις εφτάμιση με οκτώ το βράδυ, παρουσιάστηκε στα γραφεία της Πολιτοφυλακής ο Μπιλιράκης. Δεν είχε κατορθώσει να βρεί στοιχεία ενοχοποιητικά για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν, ούτε δώρα αξίας από τον Ράλλη, και τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη στην πατρίδα της, ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη!   Αργά τη νύχτα η Αιμιλία Καραβία επισκέφθηκε την πολιτοφυλακή. Ο υπεύθυνος, ένας πενηντάρης, απρόθυμος εντελώς να την εξυπηρετήσει, είχε διάθεση για χιούμορ. Όταν η Αιμιλία τον ρώτησε με ποιόν έχει να κάνει της απάντησε:-Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!Στο αχνό φώς μιας λάμπας, ο ”Μαρά” έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, ότι η Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών.    Έπειτα από πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη για επισκεπτήριο. Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ σύντομη. Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε αφήσει στο κρεβάτι της, πρίν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο… Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος.    Η Ελένη είχε φροντίσει να μπεί το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ’ την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν έμαθε ότι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και την χαιρέτησε. Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που έφευγε με αυτά τα λόγια:-Καλά που σε είδα… Είχα αγωνία να βρώ τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια.   Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελλί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε νόημα με τα μάτια σ’ έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους.    Τελικά την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό- μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη… Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν …καρβουνιάρης στο επάγγελμα, την οδήγησαν στο χώλ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της Αριστεράς!)   Η κα Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ’ την κλειστή πόρτα:-Πού είναι η κυρία Ράλλη;-Πότε έκανες τους γάμους σου;Η Ελένη έπρεπε κάτι ν’ απαντήσει σ’ αυτά τα παράλογα…-Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη.-Άσ’ τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο!- Άν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα!   Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει ότι δεν παίρνει από ψευτιές την πλησίασε και την χαστούκισε.-Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέμματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα ότι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις αποδείξεις…-Δε τ’ αφήνεις αυτά; Δεν μας λές καμμιά αλήθεια καλύτερα;-Φέρτε φώς να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε οτι λέω την αλήθεια, φέρτε φώς και θα καταλάβετε από μόνοι σας.- Είναι περιττό το φώς! Υπάρχουν αποδείξεις οτι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα πήγαινε!   Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρ’ όλο που την είδαν να κλαίει σιγανά ώς την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το ηθικό της. Θα’ ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ’ ένα καντήλι.-Εμπρός σηκωθείτε!-Τι με θέλετε; Πού θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου.Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της ο Τάκης είπε:-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.   Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της, Μαρίκα, με την κατηγορία ότι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν […] Η Νιόβη γνώριζε καλά ότι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας ότι έρχεται η ώρα του θανάτου της, και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και την δική της μοίρα, την εμψύχωσε: -Μη φοβάσαι, Νιόβη. Ο θάνατος απ’ τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί…   Η κα Χριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις παρέδωσε στους ελασίτες. Πρίν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για την μεταφορά της στο στρατόπεδο. Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί;… Στο γκαράζ της πολιτοφυλακής περίμενε στημένη μια μαύρη Φόρντ.     Η Ελένη κούμπωσε καλά το γούνινο παλτό της γιατί το πρωινό κρύο ήταν διαπεραστικό. Πρώτα κάθισε η Χαριτάκη, και μετά επιβιβάστηκε η Ελένη. Τρείς άντρες και ο οδηγός φρουρούσαν δύο άοπλες γυναίκες… Άγνωστο τι ειπώθηκε στη διαδρομή. Κανείς δεν θα το μάθει, ποτέ. ”Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό!” της είχαν πεί πρίν χρόνια, διαβάζοντας τη μοίρα της. Φοβόταν τότε για πιθανό τραυματισμό από αιχμηρά σίδερα στη θάλασσα… Το Νερό και το Σίδερο. Τα Διυλιστήρια και η Σφαίρα. Πόσο κοντά ήταν!   Ο Βλάσσης Μακαρώνας, ήταν ο ωμός εκτελεστής της Ελένης Παπαδάκη. Πρίν γίνει ο δήμιος της Ελένης ήταν ένας μπακάλης από τους Ποδαράδες. Ο καπετάν Ορέστης, ήταν φυσικά ο επόπτης στο μεγαλειώδες έργο των δημίων του, Στέφανου Λιόλιου, Πέτρου Τζογανάκη, Ιωάννη Κουκούτση. ”Μου την έφεραν σε ταξί.” διηγήθηκε ο Μακαρώνας. ”την είχαν στριμωγμένη οι άνθρωποι της πολιτοφυλακής. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της γιατί έκανε διαβολόκρυο.”    Μετά από την Ελένη Παπαδάκη είχαν σειρά επτά χωροφύλακες πρός εκτέλεση. Και ο αριθμός τους αυξάνονταν μέχρι το πρωί. Γι’ αυτό έγιναν όλα βιαστικά. Τους κράτησαν προσωρινά στο κρατητήριο κι ύστερα ξεκίνησε η παρέλαση… Οι μελλοθάνατοι παρήλαυναν μπροστά από τον καπετάν-Ορέστη ο οποίος τους γύμνωνε από τα πολύτιμα αντικείμενα… Σταυρούς, βέρες, δαχτυλίδια..    Όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, της αφαίρεσε δύο δαχτυλίδια και την ξαπόστειλε στην ομηρία. Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, του ήρθε επιφοίτηση:-Πώς είπε αυτή ότι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο ελλήνων ηθοποιών;”Κι έδωσε την διαταγή του θανάτου.Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό: Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα.    Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Όρμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με την βία.   Όμως, ποιός ξέρει τι συντελέστηκε εκείνη τη στιγμή μέσα στην ψυχή του δήμιου; Ενοχές; Αναλαμπή ανθρωπιάς; Οίκτος για την άδικη καταδίκη της; Τον συγκίνησε η γυναικεία αδυναμία, η ομορφιά, ή οι θρήνοι της; Όπως και να’ χει, ο δολοφόνος της προτίμησε να της φυτέψει δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ίσως ήταν τυχερή μές στην ατυχία της. Δεν βασανίστηκε περισσότερο.   Ο επίλογος του δράματος   Για δύο μήνες η Ελένη έμενε αγνοούμενη. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε και η απελπισία συγγενών και φίλων άγγιζε το ζενίθ. Ο αδελφός κι η κουνιάδα της, έβαλαν λυτούς και δεμένους για να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής. Η Αιμιλία Καραβία ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον ελβετό Λαμπέρ, του Ερυθρού Σταυρού, μήπως εκείνος λύσει την υπόθεση. Η Μαρίκα αγωνιούσε κι εκείνη και προσέφερε όποια βοήθεια μπορούσε… Έψαχναν στις εφημερίδες για το όνομά της ανάμεσα στους ομήρους, στις λίστες φυλακών και νοσοκομείων… Αλλά μάταια.    Τα κακά προαισθήματα με τον καιρό πλήθαιναν, ώσπου να επιβεβαιωθούν. Η Μαρία Αλκαίου, κόρη της ηθοποιού Σαπφώς Αλκαίου θυμάται την αγωνία για την τύχη της Ελένης Παπαδάκη που είχε εξαπλωθεί και στον καλλιτεχνικό χώρο πιά. Διηγείται:”Θυμάμαι η μάνα μου, όταν ο Ρίτσος μπήκε στο σπίτι μας, αντί για καλημέρα του είπε:-Πού είναι η Παπαδάκη; Πού είναι η Παπαδάκη, Ρίτσο;Κατέβαζε το κεφάλι εκείνος. Δεν είχε ιδέα. Δεν ήξερε τίποτα.-Πού είναι η Ελένη; Πού είναι η Ελένη! Πού είναι, Ρίτσο; επέμενε η μητέρα μου, αντί για καλημέρα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ…”   Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες από τότε που έγινε η απαγωγή της Ελένης από το σπίτι των Μυράτ την 21η Δεκεμβρίου 1944 , όταν στις 26 Ιανουαρίου του Ιανουαρίου 1945 ο προιστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, κάτι τον ενδιέφερε. Ο Σαμ οδηγούμενος από τον Γελαδάκη, πιστοποίησε αυτή του τη ανακάλυψη: Σωστό ράκος αναγνώρισε την Ελένη Παπαδάκη που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρεις- τέσσερις άλλους.      Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η Ελένη. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, με τις ζαρτιέρες ζωσμένη στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της… Η βοηθός του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν… “Έχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω ξαναδή…”.   Ορίστε η Ελένη Παπαδάκη αφού “απελευθερώθηκε” από τους κομμουνιστές. Το “αντιστασιακό” έργο της ΟΠΛΑ (ΚΚΕ) προκαλεί φρίκη.   Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος της μεγάλης ηθοποιού η Αθήνα και ο καλλιτεχνικός κόσμος βυθίστηκαν σε πένθος. Οι συγγενείς και οι φίλοι της Ελένης συνετρίβησαν, όπως είναι φυσικό από τον χαμό της. Ο αδελφός της Μιχάλης συγκέντρωσε αργότερα κείμενα και φωτογραφίες σχετικά με την Ελένη και εξέδωσε ένα βιβλίο στην μνήμη της. Η Αιμιλία Καραβία πέρασε τα επόμενα χρόνια σε βαθύ πένθος και απομόνωση. Ο Ιωάννης Ράλλης, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, κατέρρευσε κυριολεκτικά.     Στις 25 Ιανουαρίου 1925, Κυριακή πρωί έγινε η κηδεία της Ελένης, στην εκκλησία του Άγιου Γεώργιου Κυρίτση, μέσα σε κλίμα έντονης αγανάκτησης. Μερικοί συνάδελφοι και αληθινοί φίλοι της παραβρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Η Μελίνα Μερκούρη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, Δημήτρης Χόρν, Σαμ Μπράντενμπουργκ, Άννα Καλουτά, Ανδρέας Φιλιππίδης και πολλοί άλλοι, την τίμησαν με το ειλικρινές τους πένθος. Ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα επίγραμμα-αφιέρωση. Άνθρωποι του καλλιτεχνικού στερεώματος έβγαλαν λόγους πλημμυρισμένους από οργή εναντίον των συκοφάντων της που της κόστισαν τη ζωή.     Ο Θεόδωρος Ανδρουδής είπε κι… άστραψε:”Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο. Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ’ υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να σε φθάσουν.”   Και ο Αχιλλέας Μαμάκης: ”Είσαι ειδικότερα θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου. Και έφθασε ώς τη δολοφονία για να γλιτώσει από την συντριπτική σου υπεροχή. Τους έσβηνες απ’ την σκηνή με την εμφάνισή σου, και σε σβήσανε απ’ την ζωή για να μην σ’ έχει το κοινό που σε λάτρευε, μέτρο σύγκρισης και υπεροχής. Επωφελήθηκαν αυτή την τραγική αναστάτωση άνθρωποι που θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες, για να ικανοποιήσουν μονάχα προσωπικά ελατήρια.”   Οι φοβεροί σφαγείς των Διυλιστηρίων της Ούλεν, οι φυσικοί αυτουργοί συνελήφθησαν δύο μήνες αργότερα τελείως συμπτωματικά. Μέσα σ’ ένα τράμ ένας επιβάτης αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ένας τροχιοδρομικός υπάλληλος ανήκε σ’ ένα εκτελεσθέντα συγγενή του. Έτσι σιγά-σιγά συνελήφθη όλο το συνεργείο των δημίων. Η αναπαράσταση των εγκλημάτων έγινε στα τέλη Μαρτίου 1945 στον τόπο των εκτελέσεων και έφερε στο φώς τις φρικιαστικές λεπτομέρειες.   Ο καπετάν Ορέστης δικάστηκε και εκτελέστηκε, κυρίως γιατί κράτησε τα λάφυρα απ’ τους δολοφονημένους για τον εαυτό του, και μοίραζε τα κοσμήματα στις ερωμένες του, αντί να τα χαρίζει στο ταμείο του Κόμματος! Ο δήμιος της Ελένης, Βλάσσης Μακαρώνας, στην δίκη του έδωσε ρεσιτάλ κτηνώδους ψυχισμού, δηλώνοντας ότι μετάνιωσε, όχι τόσο για την εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, αλλά πρωτίστως γιατί την γούνα της ηθοποιού την πήρε ώς λεία ο Ορέστης κι όχι ο ίδιος!   «…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (…). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…». Αλέξης Σολομός, 28.11.1945     Σελίδες αφιερωμένες στην Ελένη Παπαδάκη:  http://elenipapadaki.blogspot.com/