amorfoti.jpg
Παύλος Στ.

Η παρούσα δημοσίευση γράφτηκε στα πλαίσια της ενασχόλησης του υποφαινόμενου με τις πολυποίκιλες πτυχές της Ιστορίας του χώρου της Ηπείρου και της Αλβανίας και είχε δρομολογηθεί από καιρό. Βέβαια, αν και πολλά από τα στοιχεία που ακολουθούν έχουν συλλεχτεί εδώ και αρκετό καιρό, κυρίως ως αποσπάσματα άλλων (δημοσιευμένων ή μη) εργασιών, είναι απαραίτητη η παραδοχή πως το έναυσμα για την επίσπευση της ολοκλήρωσης αυτού του κειμένου αποτέλεσε η σχετικά πρόσφατη ανακίνηση από τα ΜΜΕ του ζητήματος των Τσάμηδων, μέσω της προβολής ενός ανορθόγραφου πανό που ύψωσαν Αλβανοί εθνικιστές σε κάποιο από τα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Γαλλίας τον Ιούνιο που μας πέρασε.
Ειδικότερα, πρέπει να αναφερθεί πως απρόσμενοι σύμμαχοι στην προσπάθεια για την ολοκλήρωση, την τεκμηρίωση και φυσικά τη δημοσίευση του κειμένου που ακολουθεί υπήρξαν και τα κείμενα ορισμένων αρθρογράφων που είτε λόγω πρόχειρης και επιφανειακής ενασχόλησης με το ζήτημα των Τσάμηδων είτε λόγω μιας υπέρμετρης αίσθησης διεθνιστικού ή αντιεθνικιστικού καθήκοντος προχώρησαν, ηθελημένα ή μη, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Το κείμενο που ακολουθεί δεν διεκδικεί το αλάθητο: εξάλλου ο δημιουργός του δεν είχε στη διάθεσή του ούτε όλη τη βιβλιογραφία που χρειαζόταν, ούτε την απαραίτητη πρόσβαση σε αδημοσίευτες πηγές ούτε φυσικά το χρόνο και τα μέσα για επιτόπια έρευνα. Όμως παρά τις όποιες αντιξοότητες και ελλείψεις, το παρόν κείμενο δεν γράφτηκε για τη δικαίωση των προσωπικών ή ιδεολογικών απόψεων του συγγραφέα αλλά με σκοπό την όσο το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση των γεγονότων που συντάραξαν κατά την περίοδο της Κατοχής την Ήπειρο και τη Νότια Αλβανία καθώς και τη σχέση της τσάμικης μειονότητας της Ελλάδας1 με αυτά.

Εισαγωγή

Η βάση της παρούσας δημοσίευσης είναι ο σχολιασμός του εθνικισμού της ΄΄αντιφασιστικής΄΄ επιτροπής των Τσάμηδων προσφύγων, όπως αυτός εκφράζεται μέσα από το ίδιο τους το υπόμνημα που γράφτηκε το 1947 με αποδέκτη το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ2.
Το συγκεκριμένο υπόμνημα, προϊόν ακραίου σωβινισμού και εκτεταμένης διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, αποτελεί εδώ και δεκαετίες τον πυρήνα  πάνω στον οποίο Αλβανοί υπερεθνικιστές αλλά και Έλληνες διεθνιστές ή ακροαριστεροί αντεθνικιστές δημοσιεύουν σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή τα πονήματά τους για τα συμβάντα της περιόδου, φυσικά μαζί με τις απαραίτητες προσθαφαιρέσεις ή επιλεκτικές αναφορές από την υπόλοιπη βιβλιογραφία, ώστε να παρουσιαστεί στον ανυποψίαστο ή ευκολόπιστο αναγνώστη όχι μια αντικειμενική ή ουδέτερη προσέγγιση των γεγονότων αλλά μια συρραφή εκείνων των στοιχείων που θα δικαιώσουν την άποψη του εκάστοτε αρθρογράφου, όποια και αν είναι αυτή.

Δύο λόγια για το περιβόητο υπόμνημα

Στον προσεκτικό αναγνώστη προκαλεί εντύπωση το ότι εν έτει 1947, το υπόμνημα των εκδιωγμένων Τσάμηδων της Ελλάδας, συνταγμένο από μια ''αντιφασιστική'' επιτροπή η οποία έδρευε σε ένα κομμουνιστικό κράτος όπως η Αλβανία και που πραγματευόταν τα συμβάντα σε μια περιοχή που δοκιμάστηκε σκληρά από τα εγκλήματα του φασισμού (Θεσπρωτία και γειτονικές περιοχές) δεν κάνει ουδεμία αναφορά σε αυτά. 
Αντιθέτως, πραγματοποιείται ένα άλμα στην αφήγηση (και τη λογική) που οδηγεί τον αναγνώστη από τις συνέπειες που είχε για τους Τσάμηδες η ενσωμάτωση της Θεσπρωτίας στην Ελλάδα, στις τελευταίες μέρες της Κατοχής. Εκεί αναφέρονται, αποκομμένες από τα υπόλοιπα γεγονότα της περιόδου 1941-1944, οι βιαιότητες των ''αντιδραστικών μοναρχοφασιστικών δυνάμεων'' του ΕΔΕΣ ενώ γίνεται και μια γενικόλογη αναφορά στους ''εκατοντάδες νέους Τσάμηδες'' που εντάχτηκαν στον ΕΛΑΣ, διανθισμένη από την απαραίτητη επίκληση στο συναίσθημα (βλ. Το αίμα του Αλί Ντέμι...των μαρτύρων Μουχαρέμ Μουρτεζάι, Ιμπραήμ Χαλούμι... κλπ).
Η εξήγηση για αυτή την αμήχανη σιωπή των Τσάμηδων ''αντιφασιστών'' σε ότι αφορά τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν από τα στρατεύματα Κατοχής βρίσκεται στην ένοπλη - και όχι μόνο - συνεργασία σημαντικής μερίδας της μειονότητας πρώτα με τις ιταλικές και έπειτα με τις γερμανικές δυνάμεις.
Βέβαια, η λογική και το αντιφασιστικό καθήκον θα επέβαλε να γίνει έστω και μια μικρή αναφορά λ.χ. σε ''μια μικρή δράκα προδοτών που συμμάχησε με τους ναζιστές'' φαίνεται όμως πως ο ''αντιφασισμός'' των Τσάμηδων ήταν, το λιγότερο, ιδιόρρυθμος. 

Τσάμικη μειονότητα και ελληνοϊταλικός πόλεμος

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, την αρχική προέλαση του ιταλικού στρατού στο ελληνικό έδαφος συνόδευσαν και δύο αλβανικά τάγματα δύναμης χιλίων ανδρών3 στα οποία συμμετείχαν αρκετοί Τσάμηδες της Θεσπρωτίας4. Οι συγκεκριμένοι ένοπλοι προχώρησαν σε διάφορα έκτροπα σε Σαγιάδα, Φιλιάτες, Πέρδικα, Μαργαρίτι και Ηγουμενίτσα5 - μέρος της οποίας καταστράφηκε - με πιο γνωστό περιστατικό την υπόδειξη στις ιταλικές δυνάμεις των Χρήστου Πιτούλη6 και Χρήστου Τσώνη, οι οποίοι εκτελέστηκαν στις 15 Νοεμβρίου 1940 στη θέση Μόλιζα7. Από την άλλη, παρά την εμπλοκή τους σε λεηλασίες και καταστροφές, δεν έδειχναν ιδιαίτερη προθυμία για ενεργή συμμετοχή στις συγκρούσεις με τον ελληνικό στρατό8. Παράλληλα περίπου 300 - 400 Τσάμηδες χωρικοί δημιούργησαν ομάδες ατάκτων χτυπώντας τις ελληνικές δυνάμεις που υποχωρούσαν, προξενώντας σε αυτές απρόβλεπτες απώλειες9 ενώ στα τέλη Νοεμβρίου, κατά την ελληνική αντεπίθεση, συμπολέμησαν στο πλευρό των ιταλικών δυνάμεων (βλ. την περίπτωση των κατοίκων της Κώτσικας10).

Τσάμηδες και δυνάμεις Κατοχής

Τον Ιούλιο του 1941 οι ιταλικές δυνάμεις Κατοχής διόρισαν τον Τζεμίλ Ντίνο στη θέση του ανωτάτου επιτρόπου της Αλβανίας για την Τσαμουριά11 ενώ τον Ιούλιο του επόμενου έτους (1942) προχώρησαν στην ίδρυση της οργάνωσης Keshilla12, η οποία χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων και ως ένα είδος πολιτοφυλακής ή βοηθητικής χωροφυλακής. Το επόμενο διάστημα η οργάνωση ενδυναμώθηκε τόσο πολιτικά (υποκαθιστώντας τις ελληνικές κρατικές δομές) όσο και στρατιωτικά ενώ το καλοκαίρι του 1943 δημιουργήθηκε το Τάγμα εθελοντών μουσουλμάνων που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Γερμανού αντισυνταγματάρχη Γιόζεφ Ρέμολντ13. Μάλιστα η συνεργασία των Τσάμηδων με τις δυνάμεις Κατοχής κυμάνθηκε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αν υπολογίσει κανείς πως στις δοσιλογικές δομές της μειονότητας που εκτός από το ένοπλο σκέλος περιλάμβαναν επίσης κοινοτικές επιτροπές, εφορία, δικαστήρια, τελωνεία κλπ14 οργανώθηκαν 2000 με 3200 άτομα15 τη στιγμή που ο συνολικός πληθυσμός των Τσάμηδων ανερχόταν στις 20 με 25 χιλιάδες16 ενώ και γερμανικές αναφορές κατά τα μέσα του 1943 τόνιζαν την ιδιαιτερότητα της τσάμικης μειονότητας ως τη μόνη πληθυσμιακή ομάδα της Θεσπρωτίας που δεν διακατεχόταν από αντιγερμανικά αισθήματα17. Συν τοις άλλοις, αρκετά ήταν και τα μέλη της μειονότητας που έσπευσαν να συνδράμουν τις γερμανικές δυνάμεις ως σύνδεσμοι, οδηγοί κλπ18.
Με βάση όλα τα παραπάνω δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως ο ίδιος ο Ρέμολντ επαίνεσε τους Αλβανούς για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στις δυνάμεις Κατοχής, σε αντίθεση π.χ. με τους βλαχόφωνους της Θεσπρωτίας που αρνήθηκαν να συμπράξουν με τα γερμανικά στρατεύματα19.

 Έργα και ημέρες των Αλβανών ταγματασφαλιτών της Θεσπρωτίας: μερικά στοιχεία

Τον Απρίλιο του 1941, μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού εξαιτίας της γερμανικής εισβολής, η Θεσπρωτία πέρασε υπό ιταλικό έλεγχο. Μολονότι οι ιταλικές αρχές Κατοχής δεν ικανοποίησαν τις μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις του αλβανικού εθνικισμού και παρά το ότι επίσημα δεν υποστήριζαν τις βιαιοπραγίες εναντίον του ελληνικού πληθυσμού, δεν έδειχναν πρόθυμες να περιορίσουν ούτε τις πράξεις αυτές αλλά ούτε και τον αθρόο εξοπλισμό διάφορων Τσάμηδων20
Ως αποτέλεσμα αυτής της στάσης, ήδη από το καλοκαίρι του 1941 ομάδες Τσάμηδων που πήραν τα όπλα υπό πολυποίκιλα κίνητρα (αντεκδίκηση, ληστεία, εθνικές, οικονομικές ή προσωπικές διαφορές) είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα τρομοκρατίας εναντίον του ελληνικού πληθυσμού. Πρώτο θύμα της αυθαιρεσίας των Αλβανών ενόπλων υπήρξε ένας αγροφύλακας από τον Άγιο Βλάσιο (θύμα αντεκδίκηση) που σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1941. Την ίδια περίοδο, σε παρόμοια περιστατικά σκοτώθηκαν ένας κάτοικος του Καστρίου, ένας ηλικιωμένος και μια γυναίκα από το Γραικοχώρι, ένας αγρότης από τον Αργυρότοπο και ένας συνταξιούχος χωροφύλακας από το Φοινίκι21.
Ο Μαζάρ Ντίνο (δεξιά με το λευκό κοστούμι), αρχηγός των Τσάμηδων δοσίλογων
Την 1η Φεβρουαρίου του 1942 σκοτώθηκαν κοντά στην Ελαία Θεσπρωτίας (ΝΑ των Φιλιατών) τέσσερεις Έλληνες αγρότες22 ενώ στις 19 Φεβρουαρίου δολοφονήθηκε από Αλβανούς ένοπλους στην Ηγουμενίτσα ο νομάρχης Θεσπρωτίας Γεώργιος Βασιλάκος23.
Η συγκεκριμένη ενέργεια έχει μεγάλη σημασία καθώς δεν εκδηλώθηκε ως μια πράξη αντίστασης στη φασιστική Κατοχή μέσω της εκτέλεσης ενός εν δυνάμει συνεργάτη των κατακτητών (όπως π.χ. οι αθρόες εκτελέσεις τοπικών αρχόντων, διορισμένων από τους κατακτητές, που πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο στην Κρήτη). Αντιθέτως ερμηνεύεται  ως μια ευθεία αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας επί της ''αλύτρωτης Τσαμουριάς'' στα πλαίσια του αγώνα για την ''εθνική ολοκλήρωση'' της Αλβανίας. Αργότερα ακολούθησαν προς την ίδια κατεύθυνση, οι δολοφονίες των κρατικών υπαλλήλων Γ. Δούσια και Π. Οικονομίδη24.
Στις 15 Ιουνίου εκτελέστηκε ο πολύτεκνος εφημέριος της Σίδερης Βασίλειος Ιωάννου25, την 1η Ιουλίου στο χωριό Σπαθαραίοι, Ιταλοί και Αλβανοί συνεργάτες τους εκτέλεσαν τρεις κατοίκους με τις κατηγορίες της οπλοκατοχής και της υπόθαλψης ανταρτών26 και κατά τα μέσα Ιουλίου, απόσπασμα είκοσι ανδρών (δέκα Ιταλοί και ισάριθμοι Τσάμηδες) υπό τον Γιασίν Σαντίκ λεηλάτησε χωριά στην περιοχή του Φαναρίου27. Κατά τα τέλη του ίδιου μήνα, απόσπασμα παρόμοιας σύνθεσης σκότωσε στο Κορωνόπουλο νεαρό Έλληνα γεωργό28.
Στις 22 Αυγούστου δολοφονήθηκε κτηνοτρόφος από το Πλαίσιο29 ενώ τον Οκτώβριο σκοτώθηκε καθώς επέστρεφε από τη Μαζαρακιά όπου είχε μεταβεί για να διαμαρτυρηθεί στην ιταλική διοίκηση για διάφορες αυθαιρεσίες των Αλβανών συνεργατών της, ο ηλικιωμένος ιερέας του Καρτερίου Ανδρέας Βασιλείου ή Παπανδρέου30
Επιπλέον στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου έτους εκτελέστηκαν στους Σπαθαραίους ο εφημέριος της κοινότητας31, ο πρόεδρος της και εννιά σκηνίτες κτηνοτρόφοι ως αντίποινα για το φόνο του σημαίνοντα παράγοντα της μειονότητας και συνεργάτη των δυνάμεων Κατοχής32, Γιασίν Σαντίκ33, σε μια περίοδο κατά την οποία είχαν ξεκινήσει συμπλοκές ανάμεσα στην αλβανική πολιτοφυλακή και σε Έλληνες ένοπλους των Σπαθαραίων, του Ελευθεροχωρίου και άλλων οικισμών34. Τον ίδιο μήνα, Αλβανοί από τον Παραπόταμο δολοφόνησαν τρεις Έλληνες αγρότες από το Καστρί35.
Η πολυεπιπέδη καταπίεση εκ μέρους των Τσαμηδων (δολοφονίες, εκβιασμοί, αυθαίρετη φορολογία, αρπαγή αγροτικών αγαθών και εκτάσεων κλπ) σε συνδυασμό με την αδιαφορία της ιταλικής διοίκησης36 και την αδυναμία των ελληνικών κατοχικών αρχών να εγγυηθούν την ασφάλεια των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής37, οδήγησε σταδιακά εκατοντάδες από τους τελευταίους στην έξοδο από τις εστίες τους και στην εγκατάσταση, υπό αντίξοες συνθήκες, στις περιοχές της Πάργας και του Φαναρίου38.
Χαρακτηριστικά, από το καλοκαίρι του 1943 και εντεύθεν η δράση των Τσάμηδων δοσιλόγων κλιμακώθηκε, πάντα σε αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής. 
Κατά το διάστημα 10-13 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε, με την ενεργή συμμετοχή περίπου 300 Τσάμηδων39, φονική εκκαθαριστική επιχείρηση στην περιοχή του Φαναρίου κατά την οποία πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν 20 χωριά, σκοτώθηκαν 250 άμαχοι και αιχμαλωτίστηκαν άλλα 400 άτομα, τα οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στις φυλακές των Ιωαννίνων και της Θεσσαλονίκης40. Αμέσως μετά τη λήξη της επιχείρησης, ο Ρέμολντ - προφανώς ικανοποιημένος από τη δράση των Τσάμηδων συμμετεχόντων - αποφάσισε τη δημιουργία επιπλέον ταγμάτων εθελοντών μουσουλμάνων41.
Παράλληλα στις 23 του ίδιου μήνα ένοπλοι της μειονότητας (κυρίως από τη Λιόψη42) συμμετείχαν, ως αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ, στην πυρπόληση της Σαγιάδας43 την οποία σύμφωνα με γερμανική αναφορά υπεράσπιζαν τριάντα αντάρτες44, προφανώς ελασίτες.
Στις 14 Σεπτεμβρίου, Τσάμηδες συμμετείχαν και στην καταστροφή του Πλαισίου όπου σκοτώθηκαν δύο κάτοικοι45. Καταστροφές υπέστησαν επίσης το Ζερβοχώρι και ο Ξηρόλοφος στα νότια της Παραμυθιάς46. Στις 18 Σεπτεμβρίου, τα στρατεύματα Κατοχής από κοινού με τους Τσάμηδες συνεργάτες τους προχώρησαν στην αιχμαλωσία 60 κατοίκων στα ΒΑ της Παραμυθιάς εκ των οποίων οι εννιά εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα47. Στις 27 - 28 του ίδιου μήνα, περίπου 150 Τσάμηδες συμμετείχαν στην εκδικητικού χαρακτήρα επιχείρηση των γερμανικών δυνάμεων της Παραμυθιάς στα βόρεια της κωμόπολης που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή τεσσάρων χωριών και το θάνατο 50 Ελλήνων. Αξίζει να σημειωθεί και το ότι για την απόδοσή τους στην επιχείρηση απέσπασαν τους επαίνους των Γερμανών ανωτέρων τους48. Αποκορύφωμα της δράσης των Τσάμηδων για τον Σεπτέμβριο ήταν η συμμετοχή στην αιχμαλωσία και στην εκτέλεση στις 29 του μήνα άλλων 49 κατοίκων της Παραμυθιάς49, των λεγόμενων πρόκριτων.
Μάλιστα, κρίνοντας από το γεγονός πως τα θύματα ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ (εκπαιδευτικοί, επιχειρηματίες, μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο αρχιερατικός επίτροπος κ.ά.) οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως στόχος των εκτελέσεων δεν ήταν απλά η διάπραξη αντιποίνων για τον άγριο θάνατο πέντε Γερμανών αιχμαλώτων και τον τραυματισμό άλλων τριών από τον ΕΔΕΣ λίγες ημέρες νωρίτερα στη θέση Σκάλα50 αλλά η εξόντωση των κεφαλών της ελληνικής κοινότητας της Παραμυθιάς.
 Το μνημείο των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς
Την ίδια χρονική περίοδο, ένοπλοι Τσάμηδες συμμετείχαν και στον ανηλεή ξυλοδαρμό του ηλικιωμένου ιερέα του Ζερβοχωρίου, Αθ. Χριστοδούλου, ο οποίος απεβίωσε δύο μήνες αργότερα από τα τραύματά του51.
Πέρα από την Παραμυθιά και το Φανάρι, οι συνθήκες για τον ελληνικό πληθυσμό δεν ήταν καλύτερες ούτε στην περιοχή της Ηγουμενίτσας. Εκεί, σύμφωνα με τον Ελβετό εκπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού Χανς Γιάκομπ Μπίκελ, οι Τσάμηδες ένοπλοι δρούσαν σε συνθήκες ασυδοσίας ενώ οι Έλληνες κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει την παραλιακή κωμόπολη βρίσκοντας καταφύγιο στα γειτονικά βουνά52.
Στις αρχές του 1944, οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής προχώρησαν στον εκτεταμένο εξοπλισμό των Τσάμηδων. Κατ΄αυτόν τον τρόπο χωριά όπως η Πέστιανη (νυν Κρυόβρυση), η Σκουπίτσα (νυν Κεστρινή), η Λάκκα, η Γκρίκα, το Γρικοχώρι, η Δριμίτσα κ.ά απέκτησαν ένοπλες φρουρές για λόγους αυτοάμυνας53.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας του 1944 (μέσα Απριλίου), Τσάμηδες ταγματασφαλίτες συμμετείχαν στην πυρπόληση του Ασπροκκλησίου ενώ λίγες ημέρες αργότερα έλαβαν μέρος σε ανάλογη δράση στον Τσαμαντά54Τον Αύγουστο του 1944, κατά τη διάρκεια κοινής επιδρομής Γερμανών στρατιωτών και Αλβανών δοσίλογων, εκτελέστηκαν τέσσερεις κάτοικοι των Μουζακαίικων Πρεβέζης55.

(τέλος πρώτου μέρους)


1.     Πρέπει να αναφερθεί πως ιστορικά ο όρος Τσαμουριά δεν αφορά μονάχα το νομό Θεσπρωτίας αλλά και ένα μικρό κομμάτι της σημερινής νότιας Αλβανίας με επίκεντρο την Κονίσπολη.
2.      Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας. Έβραιοι, Τσάμηδες, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σ. 204.
3.      Eleftheria Manta, The Cams of Albania and the Greek State (1923-1945), σ. 6.
4.      Έκθεσις των γενομένων ζημιών εν γένει Ηπείρου από της κηρύξεως του Ελληνο-ιταλικού πολέμου (28-10-40) μέχρι της τελικής απελευθερώσεώς της, Οκτώβριος 1944, Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών, Αθήνα 1987, σ. 130 και Χαρίτωνος Κ.Λάμπρου, Οι Τσάμηδες και η Τσαμουριά, Αθήναι 1949, σ. 18.
5.      Έκθεσις, 1987, σ. 135, 156, Λάμπρου, 1949, σ. 18 - 20, Spiros Tsoutsoumpis, Violence, resistance and collaboration in a Greek borderland: the case of the Muslim Chams of Epirus, Qualestoria, n. 2, dicembre 2015, σ. 127.
6.      Έκθεσις, 1987, σ. 132 και Λάμπρου, 1949, σ. 20.
7.      Μετά από υπόδειξη Τσάμηδων, οι ιταλικές αρχές συνέλαβαν και τον Βασίλη Πιτούλη, ο οποίος στάλθηκε στην εξορία από την οποία δεν επέστρεψε (βλ. Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Στοχαστής, 2006, σ. 106 - 107).
9.      Tsoutsoumpis, 2015, σ. 127.
10.  Ιωάννης Π. Πέγκας, Πλεσίβιτσα, Αθήνα 2006, σ. 161.
11.  Bernd Jόrgen Fischer, Albania at War, 1939-1945, σ. 85, Owen Pearson, 2005, II, σ. 157.
12.  Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Αιματοβαμμένο Εντελβάις. Η 1η Ορεινή Ταξιαρχία, το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943 - 1944, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009, τόμος Β΄, σ. 11.
13.  Μάγερ, 2009, Β΄, σ. 11.
14.  Μαργαρίτης, 2005, σ. 161 - 162.
16.  Βλ. Γιώργος Κτιστάκης, Περιουσίες Αλβανών και Τσάμηδων στην Ελλάδα: Άρση του εμπολέμου και διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΚΕΜΟ, 2006, σ. 8, όπου υπολογίζονται σε 21 με 22 χιλιάδες. Κατά τον Μαζάουερ ο πληθυσμός τους ανερχόταν σε περίπου 20000 (βλ. Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο, Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943 - 1960, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004, σ. 34) ενώ τον ίδιο αριθμό δίνει και ο Μάγερ (Μάγερ, Β', σ. 9). Αν υπολογιστούν οι φυγόδικοι και αυτοεξόριστοι που επανήλθαν στο ελληνικό έδαφος από την Αλβανία όπου είχαν καταφύγει τα προηγούμενα χρόνια, τότε ο αριθμός της τσάμικης κοινότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής ενδέχεται να ανήλθε κοντά στις 25 χιλιάδες, αριθμό που δίνουν ως maximum και βρετανικές αναφορές γραμμένες εκείνη την εποχή.
17.  Μάγερ, 2009, Α', σ. 214.
18.  Eleftheria K. Manta, The Cams of Albania and the Greek State (1923-1945), σ. 8.
19.  Μάγερ, 2009, Β΄, σ. 11.
20.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 128.
21.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 127 - 128.
22.  Γιώργος Κώτσης, Κάτι από το Φιλιάτι, 2011, σ. 122.
23.  Γλέζος, 2006, Α΄, σ. 259, Ζέρβας, Απομνημονεύματα, Μέτρον, Αθήνα 2000, σ. 374.
24.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 131.
26.  Μαργαρίτης, 2005, σ. 187 - 188.
27.  Μαργαρίτης, 2005, σ. 189 - 190. Ενδεικτικό παράδειγμα της ολικής συσκότισης που επικρατεί στις τάξεις των νεότερων γενεών των Τσάμηδων όσον αφορά τα γεγονότα της εποχής είναι και η μνημόνευση του Γιασίν Σαντίκ (ή Σαντίκου κατά το αλβανικότερο) ως ενός από τα άτομα που εργάστηκαν με αφοσίωση για τη δημιουργία καλής ατμόσφαιρας ανάμεσα στην ελληνική κοινότητα και τους Αλβανούς Τσάμηδες (βλ. περιοδικό Thyamis, Institute ofChamStudiesNewsletter, τεύχος 5, Οκτώβριος 2013, σ. 3). Παραδόξως, ανάλογη τακτική συσκότισης παρατηρείται και στην περίπτωση του, συνήθως αναλυτικότατου όσον αφορά τις βιογραφίες δοσίλογων, Τάσου Κωστόπουλου, ο οποίος σε πρόσφατο άρθρο του αναφέρει το Σαντίκ απλά ως προύχοντα (βλ. Τάσος Κωστόπουλος, Μια ανεπιθύμητη μειονότητα, Εφημερίδα των Συντακτών, 26 Ιουνίου 2016).
28.  Μαργαρίτης, 2005, σ. 188.
29.  Πέγκας, 2006, σ. 168.
32.  Ιστορία της Αντίστασης (1940 - 1945), εκδόσεις Αυλός, 1979, Α΄, σ. 154.
33.  Μαργαρίτης, 2005, σ. 160.
34.  Μιχάλης Μυριδάκης, Αγώνες της Φυλής, Α΄, σ. 165 - 166, Tsoutsoumpis, 2015, σ. 131 - 132. Εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει και το υψηλόβαθμο στέλεχος του ΕΔΕΣ, Μιχάλης Μυριδάκης, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη οργανωμένοι αντάρτες στη Δυτική Ήπειρο. Αντάρτικες ομάδες πρώτα του ΕΛΑΣ και έπειτα του ΕΔΕΣ εμφανίστηκαν στην περιοχή στις αρχές του 1943.
35.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 131.
36.  Manta, σ. 7 - 8.
37.  Ενδεικτικός της κατάστασης που επικρατούσε είναι ο περιορισμός της ελληνικής χωροφυλακής αποκλειστικά στις κωμοπόλεις της Θεσπρωτίας. Μάλιστα, τον Ιούλιο του 1942 οι χωροφύλακες εγκατέλειψαν την Ηγουμενίτσα ενώ στις αρχές του 1943 η δύναμη της υποδιοίκησης Φιλιατών μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα. Σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία, Έλληνες χωροφύλακες παρέμειναν μόνο στην Παραμυθιά, οι οποίοι κατά τα μέσα του 1944 παραδόθηκαν σε αντάρτες του ΕΛΑΣ (βλ. Αποστόλου Β. Δασκαλάκη, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936-1950, 1973 σ. 287).
38.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 132. Μάλιστα, αυτές οι συνθήκες οδήγησαν αρκετούς από τους πρόσφυγες στο θάνατο.
39.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 133.
40.  Μάγερ, 2009, Α΄, σ. 289 - 290, Β΄, σ. 10, Έκθεσις, σ. 133. Μεταξύ των αιχμαλώτων δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος (βλ. Αθανάσιος Γκότοβος, Τσαμουριά, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2016, σ. 37).
41.  Μάγερ, 2009, Β', σ. 11.
43.  Πέγκας, 2006, σ. 175-176.
44.  Μάγερ, 2009, Α', σ. 291.
45.  Πέγκας, 2006, σ. 178 - 182.
46.  Tsoutsoumpis, 2015, σ. 133.
47.  Μάγερ, 2009, Β΄, σ. 15-16.
48.  Μάγερ, 2009, Β', σ. 17 - 18.
49.  Μάγερ, Β', σ. 18 - 21.
50.  Μάγερ, Β΄, σ. 16-17, 23.
52.  Μάγερ, 2009, Β', σ. 59.
53.  Γκότοβος, 2016, σ. 63 - 64. Μια ματιά σε έναν χάρτη αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος πως τα προαναφερθέντα εξοπλισμένα χωριά, με εξαίρεση την Γκρίκα, λειτουργούσαν ως προκεχωρημένα φυλάκια για το λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
54.  Κώτσης, 2011, σ. 123.
55.  Έκθεσις, 1987, σ, 100.