Παρασκευή

Το βλαχικο Ζητημα.ΟΙ βλαχοι της Λαρισας και και η αποπειρα επιβολης τους στην Αυτοδιοικητικη Εξουσια!!

 


Αίσθηση και πολυποίκιλα σχόλια προκάλεσε τη βραδιά της Αναστάσεως στον ενοριακό ναό του Αγίου Δημητρίου Τυρνάβου η απόφαση του ιερέα του ναού να επιτρέψει σε αναγνώστη ο οποίος κατάγεται από την περιοχή της Κορυτσάς να αναγνώσει το Ευαγγέλιο στα βλάχικα. Όπως φαίνεται η απόφαση αυτή δεν ήταν της στιγμής, αλλά υπήρχε προ- ετοιμασία ημερών. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες τη «μετάφραση» του Ευαγγελίου έκανε συνταξιούχος καθηγήτρια του Τυρνάβου. Ωστόσο για την ενέργεια αυτή η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου δεν είχε καμία γνώση ούτε ενημερώθηκε σχετικά. Μάλιστα σύμ φωνα με τις ίδιες πληροφορίες στον ιερέα έγινε επίπληξη για την ενέργειά του αυτή, από τη Μητρόπολη. Σύμφωνα με Τυρναβίτη Βλάχο η γλώσσα αυτή όπου έγινε η ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν είναι η γνωστή διάλεκτος που μιλούν οι Τυρναβίτες που κατάγονται από τα Βλαχοχώρια των Γρεβενών, αλλά μια άλλη διάλεκτος που θύμιζε γλώσσα άλλου κράτους, άλλωστε τα βλάχικα δεν έχουν γραφή. Επίσης, σύμφωνα με εκκλησιαστι κούς κύκλους, το Ευαγγέλιο διαβά ζεται σε άλλες επίσημες γλώσσες και όχι διαλέκτους χωρίς γραπτό λόγο, στον εσπερινό της Αγάπης το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα.

Εν τω μεταξυ Την έντονη δυσαρέσκειά του εξέφρασε και ο πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Τυρνάβου, κ. Αντώνης Λιάνος οποίος ήταν παρών στην Αναστάσιμη Ακολουθία. Ο κ. Λιάνος δήλωσε ότι στην πόλη του Τυρνάβου δεν υπάρχει μειονότητα Βλάχων, αλλά διαμένουν Έλληνες οι οποίοι μιλούν και τα βλάχικα. Είναι απορίας άξιο πώς το Ευαγγέλιο ενώ δεν διαβάζεται στα βλαχόφωνα χωριά να διαβάζεται στην πόλη του Τυρνάβου. Τέτοιες ενέργειες είναι σοβαρές και άπτονται ευαίσθητων εθνικών θεμάτων».
 

 

 

Το Βλαχικο Ζητημα

Ιστορια

Με  τον τίτλο «Κουτσοβλαχικό ή Ρουμανικό ζήτημα» εννοούμε την επιδίω­ξη των Ρουμάνων να πείσουν με την προ­παγάνδα τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους (βλαχόφωνους) της Ελλάδας ότι α­ποτελούν ξεχωριστή μειονότητα που έλ­κει την καταγωγή της από τους Ρωμαίους και δεν έχει σχέση με τους Έλληνες.

Η ρουμανική προπαγάνδα εμφανί­στηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας (στα μέσα του 19ου αι­ώνα) στις περιοχές της Μακεδονίας (βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου) και της Ηπείρου (βιλαέτι Ιωαννίνων) και συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.


Η Οθωμα­νική Πύλη τήρησε ευμενή στάση απέναντι στους ρουμανίζοντες, γιατί πίστευε ότι η ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους δεν κινδύνευε από την προπαγάνδα, α­φού τα μέλη της συνεργάζονταν με τις τουρκικές Αρχές και ήταν αντίθετα με την προσάρτηση εδαφών στην Ελλάδα.

Η επιδίωξη της ρουμανικής κυβέρνη­σης πριν από το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ή­ταν να πείσει την Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνωρίσουν τους Κουτσόβλαχους ως μειονότητα αυτόνομη με ειδι­κά προνόμια, με την απιολογία ότι κινδύ­νευε από την καταπίεση που ασκούσε πά­νω της η Ελλάδα και το Οικουμενικό Πα­τριαρχείο. Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε αργότερα και η Ιταλία, η οποία με τα δικά της στρατεύματα και τους ρουμανίζοντες των βλαχόφωνων χωριών επιδίωξε το καλοκαίρι του 1917 και την κατοχική περίο­δο 1941-43 να δημιουργήσει το ανεξάρ­τητο βλάχικο κράτος της Πίνδου. Οι Ιτα­λοί απέβλεπαν το κρατίδιο αυτό να αποτε­λέσει προέκταση της Αλβανίας, την οποία είχαν μεταβάλει σε προτεκτοράτο τους.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιτα­λοί ξαναθυμήθηκαν τα παλιά επεκτατικά τους σχέδια, και το Μάιο του 1960, η ιτα­λική κυβέρνηση υπέβαλε στα κατά τό­πους στρατηγεία του NATO έκθεση περί Αλβανίας, στην οποία αναφέρει, ότι οι βλαχόφωνοι που κατοικούν στην Αλβα­νία και στην Πίνδο είναι ρουμανικής εθνικότητας και ότι θεωρούν τους Βλά­χους της Μακεδονίας και της Ηπείρου συμπατριώτες τους. Οι Κουτσόβλαχοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Σαρακατσαναίους, των οποίων το γλωσσικό ιδίω­μα είναι καθαρά ελληνικό και δεν έχει καμία σχέση με την λατινογενούς προέ­λευσης γλώσσα των Βλάχων.

Τα σπουδαιότερα κέντρα της ρουμα­νικής προπαγάνδας επί τουρκοκρατίας αναπτύχθηκαν στις πόλεις Μοναστήρι, Κρούσοβο, Βέροια, Γευγελή, Θεσσαλο­νίκη, Γρεβενά και Ιωάννινα.

Σχετικά με την γεωγραφική κατανομή του κουτσοβλάχικου πληθυσμού στον ελ­ληνικό χώρο παρατηρούμε ότι οι Κουτσόβλαχοι στη Μακεδονία και την Ήπειρο εί­ναι εγκατεστημένοι σε χωριά που βρίσκο­νται στις ορεινές διαβάσεις και πλαγιές της Πίνδου (μέχρι τα Άγραφα), σε υψό­μετρο που κυμαίνεται από 800 έως 1.500 μέτρα. Εκτός από την Πίνδο είναι εγκατε­στημένοι στην οροσειρά Βαρνούντα, Βέρνου (Βίτσι) και 'Ασκιού (Πισοδέρι, Νυμφαίο, Κλεισούρα, Βλάστη), στο Βέρ­μιο (Σέλι, Κουμαριά, Ξηρολίβαδο), στα Πιέρια (Βλαχολείβαδο, Κοκκινοπλός, Φτέρη) και στην Αλμωπία ή Καρατζόβα. Διευκρινίζεται, ότι όσοι Κουτσόβλαχοι κατοικούν στη Θεσσαλία (Τρίκαλα, Λάρι­σα, Βελεστίνο, Τύρναβο, Ελασσόνα) και σε άλλες πόλεις όπως Ιωάννινα, Γρεβε­νά, Βέροια κ.λπ. προέρχονται κυρίως α­πό τους ορεινούς οικισμούς της Πίνδου.Για το ζήτημα των βλαχόφωνων ζωη­ρό υπήρξε το ενδιαφέρον όλων των ιστο­ρικών (ξένων και Ελλήνων), που ασχολή­θηκαν με την εξιστόρηση των γεγονότων της Χερσονήσου του Αίμου. Και ενώ από ιστορικής πλευράς έγινε σοβαρή προ­σπάθεια, από απόψεως πολιτικής οι ελ­ληνικές κυβερνήσεις σχεδόν αγνόησαν το θέμα και δεν επέδειξαν το ανάλογο εν­διαφέρον που απαιτούσαν οι περιστά­σεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά την α­πελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό (Βαλκα­νικοί Πόλεμοι 1912-13), η τότε ελληνική κυβέρνηση Βενιζέλου αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους των περιοχών αυτών ως μειονότητα, στην οποία επέτρεψε να έχει τα δικά της σχολεία και εκκλησίες.Οι πρώτες ενέργειες της ρουμανι­κής προπαγάνδας άρχισαν να εμφανί­ζονται στα βλαχόφωνα χωριά της Βό­ρειας Πίνδου το έτος 1859 από κάποι­ον ιερομόναχο ονομαζόμενο Αβέρκιο, ο οποίος καταγόταν από την Αβδέλλα Γρεβενών. Ο Αβέρκιος το έτος 1855 εί­χε μεταβεί στο Αγιο Όρος, με σκοπό να μονάσει στη Μονή Ιβήρων, στην οποία παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Εκεί διεκδικώντας τη θέση του ηγουμένου, φΙλονίκησε με τους άλλους μοναχούς, οπότε απήλθε στη Βλαχία της Ρουμα­νίας, όπου μυήθηκε στα θέματα της προπαγάνδας. Το 1859 επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών, φέροντας μαζί του άφθονα χρήματα για εξαγορά συ­νειδήσεων, με σκοπό να δημιουργήσει τους πρώτους πυρήνες για την εξάπλω­ση του ρουμανισμού στις βλάχικες κοι­νότητες. Μετά την άφιξη του προσέλαβε επτά (7) νέους, των βλαχόφωνων χω­ριών και τους έστειλε να σπουδάσουν με υποτροφία στη Ρουμανία με σκοπό να επιστρέψουν μετά τις σπουδές στα χωριά τους και να χρησιμοποιηθούν ως όργανα της προπαγάνδας

Το Βλαχικο Ζητημα

 (Η ΑΠΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ)

Το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής είναι ένα τεράστιο εθνικό θέμα από το οποίο δυστυχώς απουσιάζει ο απλός πολίτης και σχετικά με την Ελλάδα απουσιάζει ο νεο-Έλληνας. Στην χώρα μας οι "πολιτικές" συζητήσεις είναι συνηθέστατες, θέλοντας τους Έλληνες να έχουν πολιτικές απόψεις, χωρίς όμως κανείς να τους θέλει και ενημερωμένους.

Το οξύμωρο δηλαδή είναι οτι ένας λαός, που γνωρίζει ψήγματα του παρασκηνίου και της αληθινής ιστορίας, εκφράζεται με δογματισμό και στόμφο γιά τα θέματα αυτά και παίρνει πολιτική θέση που φυσικά δεν είναι σωστή γιατί δεν μπορεί να είναι και τεκμηριωμένη.

Τα μέσα μαζικής ενημερώσεως και οι πολιτικοί του τόπου μας, κάνουν καί λένε τα πάντα, ώστε οι Έλληνες να μην μπορούν ποτέ να συνθέσουν το "πάζλ" της πολιτικής και μάλιστα της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό γίνεται υποβαθμίζοντας, διαστρεβλώνοντας και αποκρύπτοντας γεγονότα. Η αντίληψη που θέλουν οι πολιτικοί μας να περάσουν στον λαό είναι ότι στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (και φυσικά όχι μόνο), συνεδριάζουν κάποιοι κυβερνητικοί σε ένα δωμάτιο και από τις αποφάσεις τους κρίνεται η πολιτική της χώρας. Είναι μία αστεία υπεραπλούστευση, που αποκρύπτει τον ρόλο των αληθινών αφεντικών και εντολοδοτών της χώρας μας από το 1822 και εντεύθεν. Είναι γεγονός ότι μέχρι ίσως τις αρχές του αιώνα μας η εξωτερική πολιτική των χωρών που εδικαιούντο να έχουν εξωτερική πολιτική (η Ελλάδα ακόμα μέχρι σήμερα δεν δικαιούται), εχαράσετο πράγματι σε κάποιες αίθουσες κάποιων υπουργείων εξωτερικών. Η λήψη αποφάσεων εγένετο κατόπιν συνθέσεως αναλυτικών αναφορών πρέσβεων, μυστικών υπηρεσιών, κατασκόπων και κυρίως οικονομικών και τραπεζικών οργανισμών.

Η άνοδος όμως του βιοτικού επιπέδου των λαών της "δύσεως" και η απόκτησις γνώσεων από αυτούς μέσω των εκπαιδευτικών οργανισμών που πολλαπλασιάστηκαν δραματικά στον αιώνα μας, είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη μίας νέας δυναμικής παραμέτρου που ονομάζεται "κοινή γνώμη". Η σκόπιμη καταστροφή των παραδοσιακών αριστοκρατιών της δύσεως, και η επικράτησις του κοινοβουλευτισμού, υποχρεώνει αυτές τις χώρες να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν την κοινή γνώμη. Αυτή η κοινή γνώμη ταλαιπωρείται γιά δεκαετίες από αυτούς που ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημερώσεως και φυσικά λοιπόν υπάρχει αγωνία για το ποιοί θα ελέγχουν αυτά τα ΜΜΕ.

Η κοινή γνώμη όμως δεν αρκείται στα ΜΜΕ γιά την ενημέρωσή της αν αυτά δεν προβάλλουν απόψεις "αυθεντιών" και "σοβαροφανών επιστημόνων". Ο λόγος είναι ότι η εξουσία δεν δίνει στον πολίτη χωρίς περγαμηνές το "δικαίωμα" να "προσβάλλη" αυτούς τους αμφιβόλου ηθικής ή ποιότητος επιστήμονες επικαλουμένη το "επιστημονικό άσυλο" το οποίο όμως μπορεί να υπερβαίνη τα διάφορα όρια ελέω επιστήμης σύμφωνα με τα συμφέροντα της εξουσίας. Με άλλα λόγια, με τον μανδύα της επιστημονικής καλύψεως, προωθούνται, προβάλλονται και επιβάλλονται θέσεις και ιδεολογίες που είναι απαραίτητες γιά τον οποιοδήποτε εξουσιασμό η υπουργείο εξωτερικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι ο Χίτλερ ο οποίος χρησιμοποίησε "επιστήμονες" (π.χ. Ρόζενμπεργκ) γιά να προβάλλη τις γελοιωδέστατες θεωρίες του περί Αρείων. Επίσης η αντι-Ελληνική σκευωρία περί Μακεδονίας χρειάστηκε να γεμίση με βιβλία τις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων και να αποκτήση πρώτα την επιστημονική της κάλυψη.

Μπορούμε με βεβαιότητα λοιπόν να ισχυρισθούμε οτι τα οποιαδήποτε σχέδια των υπουργείων εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον λαό με την μεγαλύτερη και πλουσιώτερη πολιτιστική παράδοση, δηλαδή τους Έλληνες, πρέπει απαραιτήτως να καλύπτονται από επιστημονικές θεωρίες και πλούσια επιστημονικά επιχειρήματα. Όταν λοιπόν επί παραδείγματι το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ συλλάβει ένα αντι-ελληνικό σχέδιο, πρώτα πρέπει να του δώση επιστημονικό μανδύα. Βρίσκει λοιπόν κάποια πανεπιστήμια με καθηγητάς ελεγχομένους από τις μυστικές υπηρεσίες, και δημιουργούν μελέτες, διαλέξεις σεμινάρια και δημοσιεύσεις που τεκμηριώνουν τα ζητούμενα.

Αυτή είναι η κατάντια μεγάλων πανεπιστημίων όπως το Columbia, New York University, Princeton, Harvard, Yale, M.I.T. κλπ με τεράστια προσφορά παλαιότερα αλλά στρατευμένα στο να υπηρετούν αφεντικά σήμερα. Δεν απομένει λοιπόν παρά να παρακολουθούμε τα λαμβάνοντα χώρα σε αυτά τα πανεπιστήμια γιά να προδιαγράψουμε μελλοντικά δεινά γιά το κράτος και το έθνος μας.

Μία τέτοια εκδήλωση-σεμινάριο δύο ημερών έγινε στις 30/11 και 1/12 του 1990 στο Πρίνστον. Το αθώο θέμα ήταν "ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ". Το σεμινάριο ενετάχθη στο πρόγραμμα του Τμήματος Ελληνικών Σπουδών!!! (θα έπρεπε να ονομαζόταν αντιελληνικών) καιχρηματοδοτήθηκε από τους τομείς ουμανιστικών σπουδών και ιστορίας και την προεδρία του Πανεπιστημίου. Έτσι υπάρχει μία σφαιρικότητα "επιστημονικών" όπλων εναντίον μας όπως εξελήχθη το σεμινάριο.

Στο σεμινάριο μιλούν αρκετοί Ελληνες και ελληνοαμερικανοί επιστήμονες με ενδιαφέροντα θέματα γενικού όμως ενδιαφέροντος και άνευ ουσίας. Θα έλεγε κανείς οτι προσεκλήθησαν γιά να διακοσμήσουν ένα σημαντικότατο για το State Depatment σεμινάριο. Μόνο ο Πάνος Γαβράς από το Harvard έχει σπουδαίο θέμα μιά και αναλύει τις εθνικές ταυτότητες και την θρησκευτικότητα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Από τους άλλους Έλληνες, ο Σπύρος Βρυώνης αναλύει πως δημιουργούνται οι εθνικές ταυτότητες γενικά, ο Πάρης Κονόρτας μιλάει γιά τα εσωτερικά των ορθοδόξων στην οθωμανική εποχή, ο Κων. Τσουκαλάς γιά την θεωρία των ελληνικών τάξεων, ο Γ. Πετρόπουλος γιά την γενική ανάλυση και θεωρία των τάξεων, ο Νίκος Μουζέλης γιά την οικονομία της ελληνικής περιφέρειας και ο Νικ. Διαμαντόπουλος γιά την πολιτική και πολιτισμό της Ελλάδος στον 20ο αιώνα.

Οι οργανωτές βάλανε και τρείς τέσσερεις αμερικανούς γιά να σπάσει η μονοτονία και να μην είναι οι ομιλητές μόνο Έλληνες και Εβραίοι. Σκηνοθεσία τέλεια και απίθανη.....

Ετσι έχουμε από τους Αμερικανούς τον Roger Just να μελετά την διαμόρφωση των τάξεων, τον John Campbell να αναλύει την κοινωνία και πολιτική, τον W. McNeill γιά ότι του κάνει κέφι και την Nancy Bermeo γιά το ρομαντικό θέμα της ελληνικής χούντας......

Το κυρίως σεμινάριο όμως έχει άλλα θέματα που αναλύουν οι "άλλοι"!!!!

Το ζήτημα αποκαταστάσεως των προσφύγων του 1922 είναι το θέμα του Alex. Kitroeff, Πολιτική και Εθνικές ομάδες (σκοπιανοί) στην αγροτική Μακεδονία είναι η διάλεξη της Ricki Van Broeschoten, ο Mark Mazower αναλύει τον Βενιζέλο, η μεγάλη Molly Greene που πολύ θα μας απασχολήσει στο μέλλον αναρωτιέται αν οι Έλληνες υπό τους Οθωμανούς ήταν ....μεσαία τάξη. Αφήσαμε τελευταίον τον Nicholas Balamaci που είχε θέμα το"ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Ή ΕΘΝΟΤΗΤΑ; ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΒΛΑΧΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ". Εδώ σταματάμε και δίνουμε μεγάλη προσοχή. Στην διάλεξή του, περιληπτικά, αναφέρεται στην καταπίεση των βλάχων από την Ελλάδα, στην ανυπαρξία βλαχικών σχολείων, στην μη κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη μειονότητα από την Ελλάδα των Βλάχων και αναφέρεται σε ομάδες καταπιεζομένων βλάχων που ζητούν ελευθερία στον Ελλαδικό χώρο. Παρουσιάστηκε μάλιστα σαν εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος αυτών των ομάδων.

Η Ricki Van Broeschoten εξάλλου ισχυρίστηκε πως σε εμπιστευτικές συνομιλίες που είχε με κατοίκους της Μακεδονίας βρήκε καταπίεση και βία εναντίον των "Μακεδόνων" . Παρέμεινε γιά μεγάλο διάστημα στην Μακεδονία με έξοδα πληρωμένα απο την ...ΕΟΚ όπως η ίδια είπε. Δεν μας άφησε καμμία αμφιβολία ότι είναι πράκτωρ του Σιωνισμού και μάλιστα επίλεκτη όπως διαπιστώσαμε αργότερα.

Κάποιος που έχει εμπειρία από τέτοιου είδους εκδηλώσεις, μπορούσε εύκολα μέσα στην αίθουσα να εντοπίση τον υπεύθυνο άνθρωπο του State Department που θα ήταν επιφορτισμένος να κρατά σημειώσεις και να δημιουργήση ένα πόρισμα γιά τους προϊσταμένους του. Το άτομο αυτό ήταν μία κυρία που καθόταν συνεχώς ανάμεσα στον κύκλο κάποιων οργάνων του σιωνισμού του Πρίνστον έχοντας διαρκώς κουβέντα μαζί τους. Πρέπει να είχε μεγάλη επιρροή στο κύκλωμα αυτό.

Κατά την διάρκεια των ερωτήσεων, μετά τις διαλέξεις, κρατούσαν σημειώσεις γιά τα άτομα πού υπέβαλαν ερωτήσεις. Εντόπισαν έναν Έλληνα ακροατή που έδειχνε πλήρης γνώστης των θεμάτων του Ελληνισμού. Η αντίδρασή τους ήταν άμεση και αντίγραφο πιστό των μεθόδων της Μοσσάντ. Στο (μοσσαντικής προέλευσης) βιβλίο "ΣΤΑ ΑΔΥΤΑ ΤΗΣ ΜΟΣΣΑΝΤ" εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, προσδιορίζεται επακριβώς ο τρόπος που η Μοσσάντ στρατολογεί ή μάλλον προσλαμβάνει αυτούς που χρειάζεται. Η πρώτη συνταγή είναι το άμεσο πλησίασμα

Όπως μας είπε αργότερα ο Έλληνας αυτός, τον πλησίασε η κυρία του State Department με την εκλεκτή του σιωνιστικού παραρτήματος του Πρίνστον την Molly Greene και του επρότειναν να προσληφθή και να δώση διαλέξεις στο State Department περί σύγχρονης Ελλάδος επί πληρωμεί. Έτσι θα γινόταν πλέον δικός τους. Αυτός αρνήθηκε αλλά είδαμε τις κυρίες να πλησιάζουν τον Πάνο Γαβρα χωρίς να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα. Αυτή η διαδικασία εντάξεως επιστημόνων κυρίως, σε σιωνιστικά γρανάζια είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική ειδικά σε Έλληνες.

Οι προσπάθειες του σιωνισμού να εξαρθρώση και διαμελίση την Ελλάδα είναι συντονισμένη και άριστα ενορχηστρωμένη. Αυτά τα προγράμματα των τμημάτων Ελληνικών σπουδών επιλεγμένων ξένων πανεπιστημίων έχουν ιδρυθή κυρίως από σιωνιστικά κεφάλαια και αποβλέπουν εις το να εντοπίζουν και να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες του Ελληνισμού με σκοπό να τον αποδυναμώσουν και να τον καταστήσουν ανίσχυρο να αντιταχθή στα μακροχρόνια σχέδιά τους γιά την Ανατολική Μεσόγειο.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 
Η έκθεση του State Department το επόμενο καλοκαίρι αναφέρθηκε σε δέκα τέσσερεις (14) εθνικές μειονότητες στην Ελλάδα. Βασισμένη κυρίως στις διαλέξεις του Πρίνστον.

Είναι σχεδόν αδύνατο να περιγράψη κανείς το τι ανθελληνικό (όπως και ΑΝΤΙ-ΑΡΜΕΝΙΚΟ) συμβαίνει στο Πρίνστον.
 Θα κάνουμε στο μέλλον προσπάθειες να το προσεγγίσουμε. Εκπληκτικό όμως ήταν ότι στην αίθουσα του Πρίνστον όπου οι ανθέλληνες τεκμηρίωναν την προπαγάνδα περί ΒΛΑΧΙΚΟΥ και άλλοι ανθέλληνες ήλεγχαν τις αντιδράσεις όλων, κάποιος ακροατής επίσημος και μέλος της ελληνικής κυβερνήσεως ΔΕΝ ΑΝΤΕΔΡΑΣΕ ως ώφειλε σαν Ελλην.
 Ήταν ο Κώστας Σημίτης.
 Οι άνθρωποι της αμερικανικής κυβερνήσεως που παρακολουθούσαν τις αντιδράσεις του θα έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι διότι απεδεικνύετο εθνικά ουδέτερος και άρα σωστό πιόνι για προώθηση. Εξ άλλου οι διαλέξεις και τα συμπόσια αυτού του είδους δεν αποβλέπουν σε τίποτε άλλο παρά στην στρατολόγηση ενδοτικών ακαδημαϊκών και πολιτικών τέτοιων που να βάζουν τα νεοταξίτικα και μικροοικονομικά συμφέροντα πιό πάνω από τα δίκαια του λαού που τους εμπιστεύθηκε και τους εψήφισε....

 Πρόσφατα η Ρουμανία εξεβίασε το Βελιγράδι να αναγνωρίσει «βλάχικη μειονότητα» στη Σερβία, ενώ η ρουμανική προπαγάνδα συνεχίζεται – και στην Ελλάδα. Ως γνωστόν, ευθύς μετά την ίδρυσή της η Ρουμανία επί τουλάχιστον 73 συνεχή χρόνια μεταξύ 1870-1943 δαπάνησε ποταμούς χρυσού για να πείσει τους βλαχόφωνους Ελληνες ότι τάχα «είναι Ρουμάνοι», αλλά απέτυχε οικτρά. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον απαράβατο κανόνα. Από το 1960 συνεχίζει με ηπιότερους τρόπους την προσπάθεια εκμαυλισμού, προσφέροντας υποτροφίες και άλλα προνόμια σε οποιονδήποτε Βαλκάνιο νέο, προερχόμενο απλώς από βλαχόφωνη οικογένεια, έστω και μεικτή. Απέτυχε στην Ελλάδα, αλλά έχει επιτυχίες στα Σκόπια και στην Αλβανία.

Στους καιρούς μας, ωστόσο, το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στη ρουμανική προπαγάνδα. Τα τελευταία 25 χρόνια ισχυρά ξένα κέντρα επιχειρούν συστηματικά να αναγνωρισθεί διεθνώς στα Βαλκάνια ένα ξεχωριστό «Διαπεριφερειακό Εθνος Βλάχων» με αντίστοιχες «μειονότητες» σε καθεμιά βαλκανική χώρα. Ο στόχος είναι προφανής: εσωτερικές έριδες έως συγκρούσεις στα σπλάχνα του καθενός λαού, αποσταθεροποίηση των επιμέρους βαλκανικών κρατών χωριστά και τελικά περαιτέρω κατακερματισμός της Βαλκανικής.

Η βαλκανική χερσόνησος είναι κρίσιμος γεωπολιτικός χώρος επειδή αποτελεί τον συντομότερο στρατηγικό διάδρομο προς/από τα κοιτάσματα της Κασπίας και ελέγχει την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, επειδή τη διασχίζουν οι ενεργειακοί αγωγοί, όπου αναμετρούνται η Ουάσιγκτον με τη Μόσχα. Γι’ αυτόν τον σκοπό τα ξένα κέντρα επικαλούνται το γεγονός ότι Βλάχοι σήμερα υπάρχουν σε Αλβανία, Σερβία, Σκόπια, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ελλάδα. Ετσι όντως συμβαίνει. Ωστόσο, αμάχητα κρατικά αρχεία, αυτοκρατορικά διατάγματα, μνημεία, επιτύμβια, μέγαρα, εμπορικά κέντρα και επιστημονικά συγγράμματα ξένων ιστορικών, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Αυστροουγγαρία, μαρτυρούν διαχρονικά από τον 16ο κιόλας αιώνα ότι όλοι αυτοί ανεξαιρέτως οι Βλάχοι προήλθαν από τα περιώνυμα βλαχοχώρια του ευρύτερου ελληνικού χώρου, καμάρωναν ότι είναι Ελληνες, καλλιέργησαν και μετέδωσαν την ελληνική παιδεία, μετέδωσαν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, συνέδραμαν πρωταγωνιστικά το Γένος να απελευθερωθεί και χρύσωσαν τη μικρή Ελλάδα μόλις απελευθερώθηκε. Τα αμάχητα αυτά τεκμήρια πιστοποιούν την εθνική ταυτότητα της βλαχόφωνης Ρωμιοσύνης μας στη Διασπορά με ονοματεπώνυμο, τόπο καταγωγής, επάγγελμα και χρονολογία αυτών των Βλάχων.

Στις χώρες της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, Αυστρίας και Ουγγαρίας, οι Ελληνες Βλάχοι απέκτησαν μυθικές περιουσίες, τεράστια κτήματα, ισχυρότατες τράπεζες, περίλαμπρα μέγαρα και τίτλους ευγενείας στον αυτοκρατορικό οίκο των Αψβούργων. Αφού είχαν ανθήσει στη Βενετία, επικρατούσαν στη Ριέκα και στην Τεργέστη. Κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι για τα καραβάνια τους, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρώνοι και μυστικοσύμβουλοι του αυτοκράτορα. Στην Πέστη, οι Ελληνες δεν ανέχονται να εκκλησιάζονται στη σερβική εκκλησία και ζητούν άδεια να κτίσουν δική τους. Την ελληνική αίτηση «υπογράφουν 300 ελληνικές οικογένειες εξ ων τα 2/3 Μακεδονόβλαχοι. Οι 177 οικογένειες κατάγονται από τη Μοσχόπολη. Ο έρανος για τον ναό απέδωσε 32.454 χρυσά φλωριά. Τα 26.000 έδωσαν Μοσχοπολίτες: 40.000 φράγκα ο Αλέξανδρος Λέπωρος, 2.000 χρυσά φλωριά ο Ναούμ Μέσκα και ο Γεώργιος Χριστοδούλου». Ο μεγαλοπρεπής ελληνικός ναός της Πέστης εγκαινιάζεται το 1770 και αφιερώνεται στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Την ίδια εποχή, οι Ρωμαίοι Μακεδονόβλαχοι στη σερβική πόλη Στάμπατς συντηρούν τέσσερα ελληνικά σχολεία: αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο και επαγγελματική σχολή.

Μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο κράτος, πρώτοι εξ όλων των Ελλήνων οι Βλάχοι της Βιέννης το 1830 αποστέλλουν στον κυβερνήτη την πλουσιοπάροχη βοήθειά τους για τα ορφανά του Αγώνα. Στις 16 Μαΐου 1830, ο κυβερνήτης Ιω. Καποδίστριας έγραφε στον Βλάχο μεγιστάνα Γεώργιο Σ. Σίνα, γενάρχη των ομωνύμων μεγάλων εθνικών ευεργετών, τα εξής: «Εδέχθημεν μετά πολλής ευγνωμοσύνης την ποσότητα των 2.007/100 διστήλων τα οποία μετά των εν Βιέννη συμπολιτών σας Γραικο-Βλάχων προσεφέρετε δωρεάν (…) Είθε το ιδικόν σας παράδειγμα να εγείρη και άλλους ομογενείς (…) Εκφράζομεν προς σε, Κύριε, και προς τους συμπολίτας σου Γραικο-Βλάχους πολλήν ευγνωμοσύνην εκ μέρους των ορφανών και, παρ’ ημών, την εξαίρετον υπόληψιν».
Ενδεικτικά σημειώνεται ότι Βλάχοι στα σύγχρονα Βαλκάνια ήσαν ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Κότσα Πόποβιτς και ο πρωθυπουργός των Σκοπίων Χάρι Κόστοφ. Βλάχικες ρίζες επίσης έχουν στη Σερβία ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας Μπόρις Τάντιτς, στην Αλβανία ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης Εντι Ράμα και στην Ελλάδα ο πρόεδρος της Ν. Δ. Αντώνης Σαμαράς.
Σ’ αυτό, λοιπόν, το ελληνικό υπόστρωμα των Βαλκανίων επιχειρείται τώρα να αναγνωρισθεί διεθνώς ένα χωριστό «Διαπεριφερειακό Εθνος Βλάχων»!
 

Οι Βλαχικες Οικογενειες της Λαρισας που πρωτοστατησαν στην Δημιουργια Ανεξαρτητου Βλαχικου Κρατους-Πριγκηπατου- με εδρa την Λαρισα και μετα αλλαξαν τα επιθετα τους για να κρυψουν την Προδοσια !!!

Αλκιβιάδης Διαμάντης η Διαμαντος

 

Ο Αλκιβιάδης Διαμάντηςη Διαμαντος (1893 ή 1894-1948), Βλάχος από τη Σαμαρίνα, δημιούργησε στη διάρκεια της Κατοχής, σε περιοχές της Ηπείρου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας το «Πριγκηπάτο της Πίνδου».

Βιογραφικό


Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης η Διαμαντος καταγόταν από πλούσια βλάχικη οικογένεια εμπόρων της Σαμαρίνας. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σιάτιστας πήγε στη Ρουμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του.

Το 1917 με μια ένοπλη ομάδα βλαχοφώνων εμφανίστηκε σε ορισμένα χωριά της Πίνδου και προχώρησε για πρώτη φορά στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου βλάχικου κράτους, του «Πριγκηπάτο της Πίνδου», με πρωτεύουσα τη Σαμαρίνα. Τελικά ύστερα από διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης τόσο ο Διαμάντης όσο και οι Ιταλοί, με τη συνδρομή των οποίων είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει το «Πριγκηπάτο της Πίνδου», αποχώρησαν από την περιοχή. Ο Διαμάντης καταδικάστηκε από τα ελληνικά δικαστήρια αλλά το 1927 του δόθηκε αμνηστεία. Λίγο αργότερα επανήλθε στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος ρουμανικών εμπορικών οίκων. Αποχώρησε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940 για να ξαναγυρίσει την άνοιξη του 1941 με την έναρξη της Κατοχής. 

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1941 ίδρυσε την οργάνωση «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και στις 25 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των Βλάχων στον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου και του υπέβαλε υπόμνημα με τις διεκδικήσεις των Βλάχων. Τον Φεβρουάριο του 1942 δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Θεσσαλίας το «Μανιφέστο των Βλάχων» το οποίο υπέγραφαν ο Διαμάντης ως «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής» και ορισμένοι επιφανείς Βλάχοι.[2]. Τη δράση του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» καταδίκασε η «Ένωσις Ελλήνων Κουτσοβλάχων» με προκηρύξεις που έριξε σε πόλεις και χωριά της περιοχής, στις οποίες καταδίκαζε όσους συμμετείχαν στη Λεγεώνα κάνοντας λόγο για «πολιτικάντηδες, αποτυχημένους διανοούμενους, κοινούς κατσικοκλέφτες και τυχοδιώκτες διεθνούς φήμης» [3] και αναφερόταν στα εγκλήματα των λεγεωνάριων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας:

«ελεηλάτησαν σπίτια, λήστεψαν προϊόντα πτωχών αγροτών και κτηνοτρόφων, έκαναν αναγκαστική συγκέντρωση του γάλακτος και των μαλλιών και των σφαγίων σε εξευτελιστικές τιμές, εξόρισαν και βασάνισαν του αντιφρονούντας, επρόδωσαν κατόχους όπλων και στρατιωτικών ειδών, παρέδωσαν εις την κτηνώδη διάθεσιν των κατακτητών φασιστών τιμίους συμπατριώτας, που πέθαναν από τα βασανιστήρια..» [4].

Τον Ιούνιο του 1942 ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία όπου συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1948 μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Στο μεταξύ είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο στην Ελλάδα, δύο φορές από το Εφετείο της Λάρισας (υπ’ αριθ. 35/1946 και 314/1947 αποφάσεις) και δύο φορές από το Εφετείο Ιωαννίνων (υπ’ αριθ. 9/1948 και 10/1948 αποφάσεις).

Η Προδοτικη Ιστορια των Βλαχων της Λαρισας και τα ονειρα καποιων να ανασυστησουν ανεξαρτητο Βλαχικο Κρατος με εδρα την Λαρισα!!!

ΤΟ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΛΕΓΕΩΝΑ
Η ακεραιότητα του ελληνικού κράτους απειλή­θηκε αλλεπάλληλες φορές και από διάφορες πλευρές κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκο­σμίου πολέμου. Αν τελικά, ύστερα από τόσες και τόσες εναλλαγές, δεν σημειώθηκε συρρίκνωση στα όρια της επικράτειας μας, αυτό οφείλεται μάλλον στην τύχη παρά στις ικανότητες της τότε ηγεσίας. Η Ελλάδα είχε μια περιπετειώδη παρουσία στα χρονικά του μεγαλύτερου και συγκλονιστικότε­ρου πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αφού είχε κατορθώσει για σχεδόν 14 μήνες να έχει αποφύ­γει την εμπλοκή της, στις 28 Οκτωβρίου 1940 υ­ποχρεώθηκε από την ιταλική επιθετικότητα να συμμετάσχει στον πόλεμο. Πλην της Ιταλίας, και άλλες χώρες είχαν σε εξέλιξη επιτελικά σχέδια σε βάρος της Ελλάδος, διεκδικώντας τον διαμελι­σμό της. Ακόμη και η φίλη και σύμμαχος Γιουγκο­σλαβία αποκαλύφθηκε ότι έτρεφε παρόμοιες προθέσεις, όπως και άλλες γειτονικές χώρες.
0Μία εξ αυτών, η Ρουμανία, βρέθηκε με την έ­ναρξη της Κατοχής να κατευθύνει τη δημιουργία ενός αυτόνομου κρατιδίου στην καρδιά της ηπει­ρωτικής Ελλάδος, με έδρα τη ...Λάρισα. Το ανι­στόρητο και φιλόδοξο ρουμανικό σχέδιο στηριζό­ταν στην υπόθαλψη του αποσχιστικού κουτσοβλαχικού ζητήματος, που είχε αναφανεί τεχνητά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μερικά μόλις χρό­νια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε εκ­φρασθεί από ρουμανικής πλευράς η προβολή ύ­παρξης ιδιαίτερης εθνικής μειονότητας στην Ελ­λάδα, που εμφανιζόταν ότι πήγαζε από τη Ρουμα­νία. Υπεύθυνος για την παθητική αποδοχή παρο­μοίων αξιώσεων ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επέτρεψε τη λειτουργία ρουμανικών σχο­λείων σε ορισμένες περιοχές όπου υπήρχε το βλαχικό στοιχείο.
Ελάχιστα χρόνια αργότερα, το 1916, η Ρουμα­νία σε συνεργασία με την Ιταλία επωφελήθηκαν από την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στη Μακεδονία και την Ήπειρο, που είχαν επιβάλει οι Αγγλογάλλοι, αλλά και από την ύπαρξη των δύο παραλλή­λων κρατικών οντοτήτων στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού. Η Κοζάνη και τα Γρεβενά, όπου ζούσαν οι περισσότεροι από τους Κουτσοβλάχους, περιλαμβάνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη» της Μακεδονίας, που την είχε ο­ρίσει ο γαλλικός στρατός και στην οποία δεν απο­δεχόταν την εξουσία ούτε του κράτους των Αθη­νών ούτε του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αναζωπύρωσε τις κακόβουλες διαθέσεις των ρουμανιζόντων, οι οποίοι με την ανοχή των Γάλλων και ορισμένων από τους εκπροσώπους της κυβερνήσεως Βενιζέλου (όπως ο γραφικός Ηλιάκης της Κοζάνης) ή άλλων βενιζελικών «α­νταρτών» επεχείρησαν να δημιουργήσουν μια ε­θνικά επικίνδυνη κατάσταση. Απέλασαν ή φυλάκισαν τη φυσική τοπική ηγεσία (μητροπολίτες, δη­μάρχους, προκρίτους κλπ.). Σε μια επόμενη φά­ση, οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι, εμφανιζόμε­νοι ως βενιζελικοί αμυνίτες (ανάμεσά τους και ο Α. Διαμάντης) θα αποπειραθούν να δημιουργή­σουν εντονότερες καταστάσεις, φθάνοντας στο ακραίο σημείο να στηρίξουν προς στιγμήν τη δη­μιουργία του περίφημου «πριγκιπάτου» της Πίν­δου.
2.PNG
Στην υπόθεση αυτή είχε πρωταγωνιστήσει ο υ­ποκινούμενος από τους Ρουμάνους ιταλόφιλος Αλκιβιάδης Διαμάντης, ένας απίθανος τυχοδιώ­κτης που ήθελε να αυτοχρισθεί σε ...πρίγκιπα και ηγεμόνα του φανταστικού κρατιδίου, του οποίου τα ακριβή σύνορα ήταν νεφελώδη, όπως νεφελώ­δης ήταν και η όλη έμπνευση.
Γεγονός είναι ότι ως ιδέα και ως απόπειρα επι­βολής το «πριγκιπάτο» είναι πλήρως συνυφασμέ­νο με τη δραστηριότητα αυτού του προσώπου, τόσο κατά τη διάρκεια του πρώτου, όσο και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όμως η ύπαρξη ενός τέτοιου κρατιδίου θα μπο­ρούσε να είναι ευπρόσδεκτη από όλους τους βό­ρειους γείτονές μας με τις πολλαπλές εδαφικές διεκδικήσεις κατά της χώρας μας, οι οποίοι, ό­πως και άλλοι ενδιαφερόμενοι, με ικανοποίηση θα έβλεπαν την «ελάσσονα» Ελλάδα να συρρι­κνώνεται στα γεωγραφικά όρια του 1880 και ίσως ακόμη πιο περιορισμένα.
Τα εφιαλτικά αυτά σενάρια εξέλιπαν λίγο μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά στο μυαλό του Διαμάντη και κάποιων ομοϊδεατών του (και όχι βεβαίως του συνόλου των Ελλήνων Κουτσοβλάχων) το δηλητήριο δεν έπαψε να κυ­κλοφορεί. Η Συνθήκη της Λωζάννης είχε μεν προσδιορίσει επακριβώς τα ελληνικά σύνορα, αλ­λά η Ρουμανία δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα ε­νός νοτιοβαλκανικού προτεκτοράτου της στο κέ­ντρο της ηπειρωτικής Ελλάδος. Έτσι, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, συνέχισε να καλλιερ­γεί αυτό το σχέδιο, διαθέτοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και προωθώντας την πολιτιστική επιρροή της μεταξύ των Κουτσοβλάχων που ζουν στην Ελλάδα μέσω των ρουμανικών σχολείων, που της είχε παραχωρήσει ο Ελ. Βενιζέλος από το 1913, υποτροφιών για σπουδές στη Ρουμανία και χρηματικών ενισχύσεων γενικότερα.
Και πάλι στην περίπτωση αυτή, κεντρικό πρό­σωπο είναι ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο οποίος ε­πανεμφανίζεται μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Πάγκαλου. Αυτή τη φορά έρχεται ως ευυπόληπτος μεγαλοεπιχειρηματίας με το χρίσμα του αποκλειστικού αντιπροσώπου των ρουμανικών πετρελαίων και της ρουμανικής ξυ­λείας, το προνόμιο των οποίων του είχε εκχωρη­θεί για να χρηματοδοτείται νομοτύπως. Ουσιαστι­κά όμως, όπως είναι ευνόητο, οι Έλληνες κατανα­λωτές ρουμανικών πετρελαίων και ρουμανικής ξυλείας προσέφεραν τον οβολό τους στην καλ­λιέργεια της ανθελληνικής προπαγάνδας που στόχευε στους Κουτσόβλαχους.
Ο εκλεκτός των Ρουμάνων Διαμάντης συγκέ­ντρωνε στο πρόσωπο του και την ιταλική στήριξη, που του την παρείχε αφειδώς η φασιστική Ιταλία. Η έδρα της επιχείρησης του στην καρδιά της Α­θήνας, στο Κολωνάκι, ήταν το κέντρο όχι μόνο για διεισδυτική επιρροή στο κουτσοβλαχικό στοι­χείο, αλλά και για κατασκοπευτική δράση υπέρ των Ιταλών. Η έλευση της δικτατορίας Μεταξά περιόρισε το φαινόμενο, αλλά δεν το εξάλειψε. Α­πό τον Απρίλιο 1938, οπότε άρχισε ο επιτελικός σχεδιασμός της ιταλικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος, ο Διαμάντης και κάποιοι άνθρωποι του χρησιμοποιήθηκαν από τους Ιταλούς για την προετοιμασία της  όπως ακριβώς συνέβη και με τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους δεν ή­ταν φυσικά ανυποψίαστοι, αν και είχαν ελάχιστα περιθώρια για ανοιχτές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτε­ρα αφ' ης στιγμής εκδηλώθηκε ο δεύτερος πα­γκόσμιος πόλεμος. Η Ελλάδα όφειλε να αποφεύ­γει την παροχή αφορμών και να διαφυλάσσει την ουδετερότητα της. Μόνο μετά την έκρηξη της ι­ταλικής επιθέσεως ήταν σε θέση να σπεύσει για αυστηρά μέτρα, αυτονόητα άλλωστε από εθνικής πλευράς. Οι στενοί συνεργάτες του (εξαφανισμέ­νου πλέον από τις παραμονές του πολέμου) Αλκιβ. Διαμάντη συνελήφθησαν ως πεμπτοφαλαγγί­τες και εγκλείσθηκαν στο στρατόπεδο της Κορίν­θου, που μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκε­ντρώσεως. Η χρησιμότητα του μέτρου επιβε­βαιώθηκε από τα πρώτα 24ωρα της ιταλικής επι­θέσεως, αφού περίτρανα αποδείχθηκε ότι άν­θρωποι του Διαμάντη ήταν οι οδηγοί των Ιταλών στρατιωτών κατά την αρχική προέλασή τους μέ­χρι να αναπτυχθεί η ελληνική άμυνα.
matousis.PNGΚανείς στον κόσμο, και πόσο μάλλον στην Ελ­λάδα, δεν έχει αμφισβητήσει από την 28η Οκτω­βρίου 1940 μέχρι σήμερα το ηρωικό και επικό στοιχείο της ελληνικής αντιστάσεως κατά των Ι­ταλών. Ωστόσο, αυτό σε τίποτε δεν μας εμποδίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη στρατιωτών, ακόμη και εφέδρων αξιωματικών, που αυτομόλησαν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού στον εχθρό κα­τά τα πρώτα εκείνα 24ωρα. Επρόκειτο κυρίως για Έλληνες ρουμανίζοντες Κουτσοβλάχους, που εί­χαν αποποιηθεί την ελ­ληνική τους συνείδηση, είχαν εξωτερικεύσει δει­λία στο πεδίο της μάχης και ταυτόχρονα είχαν πρόσκαιρα πιστέψει ότι η ιταλική νίκη ήταν ζήτη­μα ημερών.
Η επιστροφή αυτών των προσώπων, όπως και η απελευθέρωση ε­κείνων που είχαν συλλη­φθεί και περιορισθεί στην Κόρινθο, θα συντε­λεσθεί στις πρώτες κα­τοχικές μέρες. Τα πρό­σωπα αυτά θα αναζητή­σει αμέσως ο Διαμάντης για να αποτελέσουν τον πυρήνα των ανεδαφικών σχεδίων του.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει κανείς προσε­κτικά τι συντελείται τις πρώτες εκείνες κατοχικές μέρες, ώστε να εκτιμήσει δίκαια και ρεαλιστικά τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με πολλή ρευστότητα. Η γερμανική στρατιωτική δύναμη έ­χει επιβληθεί σε όλη την Ελλάδα. Η ιταλική έπεται και μόνον έπειτα από ένα δίμηνο, όταν θα εκδη­λωθεί η γερμανική επίθεση κατά της Ρωσίας, θα της παραχωρηθεί η διαχείριση της κατοχής στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παρ' όλα αυτά, η κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (με εξαίρεση τη ζώνη του Έβρου) έχει εκχωρηθεί στη Βουλγαρία, όπως και η κατοχή επί της Επτα­νήσου αποδόθηκε αμέσως στην Ιταλία. Αν και τα τμήματα αυτά της ελληνικής επικράτειας δεν προσαρτήθηκαν τυπικά, είναι αυτονόητο ότι η διαχείριση εξουσίας αντιστοιχεί σε εδαφικές διεκδικήσεις των δύο αξονικών κρατών.
Η Ελλάδα των ημερών εκείνων μπορεί να πα­ραλληλισθεί με ό,τι είχε συμβεί νωρίτερα στην Πολωνία και στη Γαλλία. Στην πρώτη περίπτωση, Γερμανοί και Ρώσοι είχαν διανείμει τα πολωνικά εδάφη και στη δεύτερη Γερμανοί και Ιταλοί τα καταληφθέντα γαλλικά. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στη «διανομή» επιχειρεί να υπεισέλθει με έμμεσο τρόπο και τέταρτη αξονική χώρα, η Ρουμανί­α.
Προωθείται το νεφελώδες εφεύρημα του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που στηρίζεται πρωταρ­χικά από τη (στρατιωτικώς απούσα και σχετι­κώς μακρινή) Ρουμανία, πρακτικά όμως από τις ιταλικές κατοχικές αρχές, χωρίς τη συναί­νεση των οποίων θα ήταν ανέφικτο και ως σκέψη ακόμη.
3.PNGΈχουν περάσει είκοσι πέντε σχεδόν χρό­νια από την πρώτη απόπειρά του. Είναι φυσικό να έχει πλουσιότερη εμπειρία και ευρύτε­ρη διασύνδεση, αλλά και πάλι δεν διαθέτει τη φυσική υποστήριξη των «υπηκόων» του. Ω­στόσο, έχει ενώπιον του μια στρατιωτικώς ηττημένη και κατεχόμενη από ξένους Ελλά­δα, γεγονός που σημαίνει ότι ο πραγματικός αντίπαλος του είναι ανίσχυρος χωρίς στρατό και με διάτρητες κρατικές δομές. Ταυτόχρο­να, το κυρίαρχο ζήτημα στη δεδομένη στιγμή εί­ναι άλλο για την ελληνική κοινωνία: η πρακτική ε­πιβίωση της και η αντιμετώπιση του επισιτισμού.
Ο σχεδιασμός του Α. Διαμάντη λαμβάνει όμως υπόψη όλα τα δεδομένα, πριν παρουσιάσει την «πρότασή» του. Καταγράφει και επεξεργάζεται τα στοιχεία:
α. Διαφορετικότητα. Το ελληνικό κράτος για να διεξαγάγει επιτυχώς τον πόλεμο κατά της Ιτα­λίας εφάρμοσε πειθαρχία και ενότητα. Τώρα ο Διαμάντης έρχεται για να προβάλει τη διαφορετι­κότητα των Κουτσοβλάχων. Χρειάζεται ως απα­ραίτητη προϋπόθεση να διαθέτει έρεισμα και συ­νεπώς η προσπάθειά του είναι να προκαλέσει την εκδήλωση αυτής της διαφορετικότητας, ισχυρι­ζόμενος ότι μέχρι τότε το ελληνικό κράτος είχε δήθεν επιδείξει μεροληψία εναντίον τους.
β. Λατινογένεια. Προβάλλει ιδιαίτερα τη λατινογένεια των Κουτσοβλάχων, ώστε να εξασφαλί­σει σταθερή στήριξη από την Ιταλία, αφού η ρου­μανική είναι δεδομένη, αλλά και να αποτρέψει ο­ποιαδήποτε τυχόν αντίδραση από γερμανικής πλευράς. Αυτό άλλωστε, δηλαδή η «ρωμαϊκή» συ­νείδηση, είναι και το βασικό του ιδεολόγημα, που διευρύνεται τόσο ώστε να μιλάει για «Μητέρα Ρώμη». Στο πλαίσιο αυτό, προαναγγέλλει ως πρώτο βήμα την ίδρυση της «Ρωμαϊκής Λεγεώ­νας», που ως οργάνωση θα είχε στρατιωτικό χα­ρακτήρα στη διάθεση των κατοχικών αρχών.
γ. Δημιουργία ηγετικού πυρήνα. Καθώς το κουτσοβλαχικό στοιχείο μέχρι τότε στην Ελλάδα δεν αισθανόταν απομονωμένο και είχε όλες τις ευκαιρίες για να αναδειχθεί ισότιμα σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, ο Διαμάντης ενδιαφέρθηκε να συγκεντρώσει πέριξ του ι­δίου προσωπικότητες κουτσοβλαχικής καταγω­γής. Ελάχιστους κατάφερε να πείσει και σχεδόν κανέναν πανελλήνιας προβολής. Ένας δευτερεύ­ων παράγων του Αγροτικού Κόμματος, ο δικηγό­ρος Νικόλαος Ματούσης, προθυμοποιήθηκε να τον ενισχύσει, όπως και ακόμη υποδεέστερα πρό­σωπα περιορισμένου βεληνεκούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι γνωστές προσωπικότητες κουτσοβλαχι­κής καταγωγής όχι μόνο αρνήθηκαν να συμπρά­ξουν, αλλά και αντέδρασαν ανοιχτά στο εγχείρη­μα.
δ. Παροχές. Για την άγρευση οπαδών, επιχει­ρήθηκε σε τοπικό επίπεδο να χαρισθούν κτήματα (προερχόμενα από τις απαλλοτριώσεις του 1924), να καταργηθεί ή να περιορισθεί η δημόσια φορολογία στα κτηνοτροφικά και αγροτικά προϊ­όντα κ.ά.
ε. Εκμετάλλευση των επισιτιστικών προβλημά­των. Η ρουμανική κυβέρνηση, μέσω της πρεσβεί­ας της στην Αθήνα, προσέφερε ορισμένες μικρές ποσότητες τροφίμων για να διανεμηθούν σε πε­ριοχές όπου διαβιούσαν Κουτσόβλαχοι. Τις ονομαστικές καταστάσεις των ληπτών συνέτασσαν άνθρωποι του Διαμάντη, αποκλείοντας όσους δεν δήλωναν πίστη στον ίδιο και στη «Ρωμαϊκή Λεγε­ώνα».
στ. Προπαγάνδα. Ο Διαμάντης είχε υποσχεθεί προς τους Ιταλούς ότι θα καταστήσει όλους τους Κουτσοβλάχους της Ελλάδος ιταλόφιλους. Ούτε στοιχειωδώς δεν το πέτυχε, με εξαίρεση έναν α­ριθμό ανθρώπων του, που άλλωστε δεν δίστασαν να συνεργασθούν σε επόμενες φάσεις διαδοχικά με ΕΑΜ, Γερμανούς ή Βουλγάρους. Παρά τα αφειδή μέσα που είχε στη διάθεση του, η προπα­γάνδα του δεν διέθετε την παραμικρή πειστικότη­τα και υπήρξε υποτυπώδης - ίσως δεν είναι άσχε­το για το αποτέλεσμα, η παντελής έλλειψη διανο­ουμένων στους κόλπους του.
Ο βασικός στόχος του Αλκ. Διαμάντη είναι να προκαλέσει μια νέα κρατική οντότητα, επικεφα­λής της οποίας θα είναι ο ίδιος ως «ανώτατος άρ­χων». Δεύτερος τη τάξει θα είναι ο πρώην κομ­μουνιστής Νικόλαος Ματούσης, δικηγόρος στη Λάρισα και εξ απορρήτων του Ιω. Σοφιανόπουλου, αρχηγού του Αγροτικού Κόμματος. Η οντό­τητα αυτή, το «πριγκιπάτο της Πίνδου», αν και ό­ποτε θα σχηματιζόταν, θα απλωνόταν σε μια με­γάλη έκταση, έχοντας όρια από τη Φθιώτιδα μέ­χρι τα Γιάννενα και από εκεί μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όποια και αν θα ήταν ύστε­ρα από τις βουλγαρικές διεκδικήσεις.
Για κάθε συνειδητό Έλληνα της εποχής το πα­ράλογο του πράγματος δεν ήταν για συζήτηση. Ούτε όμως και για τους ίδιους τους Κουτσόβλαχους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δια­φωνούσε με τα σχέδια της ομάδας Διαμάντη.
5.PNGΠρώτη αντίδραση στα σχέδια αυτά προήλθε από την κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργ. Τσολάκογλου. Με απόρρητη προσωπική ε­πιστολή του προς τον νομάρχη Κοζάνης, τον Αύ­γουστο του 1941, του ζητούσε να πάρει αμέσως μέτρα. Οι εξουσίες του ελληνικού κράτους ήταν ελάχιστες, αλλά έπρεπε το ζήτημα να αντιμετωπι­σθεί. Έγραφε στον νομάρχη του ο Τσολάκογλου (αριθ. Ε.Π. 256, 19-8-1941): «Πληροφορούμαι ότιο κ. Διαμάντης Αλκ. ερ­γάζεται δραστηρίως εις το να καλλιεργή παρά τοις Κουτσοβλάχοις Ρωμαϊκήν συνείδησιν. Ούτως εκβιάζει τους ακραιφνείς Έλληνας, ο­μιλούντος πλήν της Ελληνικής γλώσσης και την Κουτσοβλαχικήν τοιαύτην, όπως εγγράφωσι τα τέκνα των εις Ρουμανικά σχολεία, υποχρεώνει να ομιλούν πάντες την Κουτσοβλαχικήν και φροντί­ζει να διαφθείρη τας συνειδήσεις διά της παρο­χής τροφίμων, άτινα επρομηθεύθη επιτηδείως παρά των γειτονικών περιφερειών. Επί πλέον, φέ­ρεται ότι απηγόρευσε τη βοηθεία των Ιταλικών Αρχών, ας προφανώς εξηπάτησε, την καλλιέργειαν εις τα διανεμηθέντα από του 1924 κτήματα τα προερχόμενα εξ απαλλοτριώσεως και παρέδωκε ταύτα εις τους πρώην ιδιοκτήτας. Ωσαύ­τως, ίδρυσε λεγεώνα, εις ην εγγράφει διά της βί­ας πάντας. Αι ενέργειαι αύται είναι σατανικοί, δε­δομένου ότι ούτε μειονότης υπάρχει ή ασήμα­ντος, ούτε δικαίωμα έχει τις να ιδρύη σχολεία, ούτε να προπαγανδίζη δικαιούται τις, ούτε επιτρεπτόν είναι παρά των Ιταλικών Αρχών τούτο. Επιβάλλεται όθεν εις δεξιός χειρισμός του ζη­τήματος, ώστε να διανεμηθούν παρ' υμών εις τους ακτήμονας γαίαι καλλιεργήσιμοι ή βοσκήσι­μοι εκ των πολλών υπαρχουσών εις την κυριότη­τα των Κοινοτήτων, των συνεταιρισμών και των λοιπών Οργανισμών ή εκ των ιδιοκτήτων γαιών παρεχομένων επί ενοικίω. Διά του τρόπου τούτου η πλειονότης θα αντιδράση εις τα χιμαιρικά του Διαμάντη φαντασιοπληκτήματα. Έτερον ζήτημα, όπερ δέον να λύσητε, είναι ό­τι δεν είναι ανεκτόν να ιδρύη σχολεία, ούτε να εκ βιάζη τους κατοίκους, δεδομένου ότι αυτός ού­τος μοι ωμολόγησεν ότι "καθώς υμείς από πολ­λών ετών αφήσατε ελευθερίαν εκλογής σχολεί­ου, ούτω και οι Κουτσόβλαχοι ουδέποτε θα εκβιά­σουν". Εις ην περίπτωσιν, παρ' ελπίδα δεν επιτευχθή επίλυσις των φλεγόντων ζητημάτων δέον ν' αναφερθήτε υμίν διά να απευθυνθώμεν εις τας Ι­ταλικός Αρχάς, με την πεποίθησιν ότι θ' αποδοθή παρ' αυτών το δίκαιον. Εκ παραλλήλου προς την τοιαύτην ενέργειαν, ήτις κυρίως θ' απασχολή. Υ­μάς απαιτείται δράσις των διδασκάλων, των ιερέ­ων, των παλαιών και νέων πολεμιστών των παντός είδους και αρμοδιότητος υπαλλήλων και των ορ­γάνων ασφαλείας, με τον σκοπόν να κατανοήσωσι οι κάτοικοι της Πίνδου τους σκοτίους σκοπούς του προμνησθέντος ατόμου και να αναπτύξωσι σχέσεις προς τας αυτόθι πολιτικός και στρατιωτι­κός αρχάς της Ιταλίας. Η δράσις αύτη θα απομονώση τον Διαμάντην. Τουναντίον, η αδράνεια των ημετέρων, ο δι­σταγμός των, η αναβλητικότης των, η παθητική των στάσις, η αμέλειά των, η αδιαφορία των και ο δήθεν ισχυρισμός των περί αναρμοδιότητός των θα αποθρασύνη τούτον. Δεν πρέπει να παρατηρηθή το θλιβερόν φαινόμενον που παρετηρήθη εις τι χωρίον της Κεντρι­κής Μακεδονίας, εις ο επεβλήθησαν 15 θρασείς βουλγαρίζοντες επί 65 ακραιφνών φιλησύχων και νομιμοφρόνων συγχωριανών των, ώστε να θεωρηθή το χωρίον Βουλγαρικόν επί τω λόγω ότι οι πολλοί δεν αντετάχθησαν πεποιθότες ότι θα απεδίδετο το δίκαιον εκ του Κέντρου. Δεν πρέπει να εμπνευσθή τις το πνεύμα της φιλοζωίας και φιλησυχίας καίτοι τούτο άγει προς ζημίαν των εθνικών συμφερόντων καθ' όσον όλοι μας διεκηρύξαμεν την αυτοθυσίαν, εάν και εφ' ό­σον κινδυνεύη η ελευθερία μας. Κανείς δεν είπεν ότι ηρνείτο να ριψοκινδυνεύση ή ότι θα επέζη. Ό­λοι μας είπομεν ότι θα πέσωμεν ενδόξως. Αυτό πρέπει να πρυτανεύη μέσα μας με την πεποίθησιν ότι και αι σημερινοί θυσίαι δεν είναι άσκοποι ου­δέ μάταιαι. Παρακαλώ υπό το πνεύμα τούτο να δώσητε τας κατευθύνσεις εις όλα τα εθνικά σχο­λεία και να λάβη χώραν ευρεία διάδοσις παρ' αυ­τών βεβαιουμένων και πιστευόντων ότι θα επιτελέσωμεν ύψιστον πατριωτικόν έργον».
6.PNGΑυτόν τον λόγο μπορούσε να διατυπώσει ο Τσολάκογλου υπό ξενική κατοχή, αυτόν διατύπω­σε. Άλλωστε δεν ήταν το μόνο μέτωπο, στο οποί­ο έπρεπε να δώσει προσοχή και προτεραιότητα, κατά την κρίσιμη εκείνη εποχή. Υπήρχαν πολλά ε­θνικά ζητήματα ανοιχτά, στα οποία δεν έπρεπε να διστάσει να έχει αποφασιστική στάση. Ακόμη και μία κατοχική κυβέρνηση αν έδειχνε ελλιπή εθνική συνείδηση, υπήρχε κίνδυνος να επιτραπεί η εγ­γραφή υποθηκών από τους εχθρούς.
Ο Τσολάκογλου αντέδρασε αμέσως, ενώ μια ομάδα εγκεφάλων που τον στήριζε τον πρώτο καιρό (ανάμεσά τους έγκριτοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι επι­φανείς πολίτες, αδιαφόρως πολιτικών φρονημά­των) είχε συγκροτήσει το Γραφείο Μελετών, που λειτούργησε αποδοτικά και σεμνά. Πλην του Κουτσοβλαχικού, που μας απασχολεί εδώ, είχαν ανα­κύψει και άλλα σημαντικότατα ζητήματα, όπως το Μακεδονικό-θρακικό, αλλά και το μέγα επιτιστικό.
Ο Διαμάντης ενοχλήθηκε από την αποφασιστι­κή αντίδραση του κατοχικού πρωθυπουργού, αλ­λά είχε ακόμη τις πλάτες των Ιταλών και πίσω απ' αυτούς είχε τους Ρουμάνους. Η επόμενη κίνησή του είναι μια ευθεία πρόκληση. Και την αποτολ­μά: Ζητεί να τον συναντήσει για να του εκθέσει τα αιτήματά του. Με τη μεσολάβηση του ιταλικού παράγοντα, πραγματοποιείται η συνάντηση. Στη συνέχεια, του στέλνει ένα προκλητικό έγγραφο με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1941, που το υπο­γράφει ως αρχηγός των Κουτσοβλάχων και στο οποίο επιχειρεί να εμφανισθεί ως πολιτικός μεσά­ζων μεταξύ της κατοχικής κυβερνήσεως και των Γερμανοΐταλών κατακτητών, ενώ θέτει και γρα­πτώς τα ζητήματα που κατά τη γνώμη του έπρε­πε να λυθούν και που ήταν:
α. Διορισμός νέων νομαρχών, δημάρχων και τοπικών αρχόντων, τους οποίους θα εγκρίνει ο ί­διος!
β. Άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλ­λήλων και μετάθεση όσων δεν είναι φιλικοί προς την κίνησή του.
γ. Παροχή αποζημιώσεων όπου σημειώθηκαν καταστροφές κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και σε όσους από τους Βλά­χους είχαν προσφέρει ζώα, μάλλινα και άλλα είδη για να ενισχύσουν τους μαχόμενους στρατιώτες.
δ. Τιμωρία όσων είχαν καταδώσει κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο τους ρουμανίζοντες που εί­χαν συμπεριφερθεί αντεθνικά!
Αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν τα κύρια αιτήματά του προς τον κατοχικό πρωθυπουργό. Το πλήρες κείμενο του εγγράφου του Α. Διαμάντη ήταν το α­κόλουθο:
«Προς την Α.Ε. τον Στρατηγόν Γεώργιον Τσο­λάκογλου
Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου Ενταύθα
Εξοχώτατε,
Εμψυχούμενος από την σφοδράν επιθυμίαν να ίδω ανατέλλουσαν την ηώ μιάς περιόδου ειλικρι­νούς, διαρκούς, σταθεράς και καρποφόρου συ­νεργασίας μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και του Βλαχικού στοιχείου, ανταπεκρίθην με εξαιρετικήν ευχαρίστησιν εις την πρωτοβουλίαν της Υ­μετέρας Εξοχότητος προς τον σκοπόν και με την ελπίδα να τεθούν στερεαί βάσεις διά μίαν ως α­νωτέρω συνεργασίαν.
Κατόπιν των διαμειφθέντων κατά τας δύο συ­νομιλίας μας 17 και 20 τρέχοντος, με τας οποίας με ετίμησε η Υμετέρα Εξοχότης, εκτιμών επακρι­βώς ό,τι η Υ.Ε. μου είπε αναφορικώς προς τας δι­καίας και νομίμους διεκδικήσεις του εν Ελλάδι Βλαχικού στοιχείου, υποβάλλω εις την Υ.Ε. τα κά­τωθι:
Λαμβάνοντες υπ' όψιν τας άνευ υπολογισμού θυσίας, εις τας οποίας οι εν Ελλάδι και απαντα­χού Βλάχοι υπεβλήθησαν κατ' αρχάς διά την ίδρυσιν και κατόπιν διά την ανέλιξιν του Ελληνικού Κράτους, καθώς και την αναμφισβήτητον μεγάλην συμβολήν εις αίμα, το οποίον έχυσαν οι Βλά­χοι από κοινού με τους Έλληνας προ της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, κατά την επανάστασιν, και μέχρι της σήμερον από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος των ηρώων Γεωργάκη Ολυμπίου και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Επαναστάσεως Βλάχων, των ηρώων του Ελ­ληνοτουρκικού πολέμου, μέχρι των συγχρόνων Ε­θνικών Ευεργετών και διανοουμένων Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Σίνα, Λάμπρου, Κρυστάλλη κλπ.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι αι Αθήναι του 1800 μόλις ήτο ένας συνοικισμός 6000 κατοίκων, ήδη δε αριθμεί 1.000.000 περίπου, ενώ αι Βλαχικαί κοινότητες της Μοσχοπόλεως η οποία ηρίθμει κατά το 1750 άνω των 60.000 κατοίκους και ένθα ήκμασε ένας Ελληνολατινικός πολιτισμός, ο οποί­ος ακτινοβόλησε πέραν των ορίων της Βαλκανι­κής. τΓΚ Σαμαρίνας, η οποία το 1750 ηρίθμει πληθυσμόν πλέον των 30.000 και ήκμαζε η Ελληνοϊταλική παιδεία, ο πλούτος δε της Κοινότητος και των κατοίκων ήτο ανυπολόγιστος, ως εμφαίνεται και έκτου σωζομένου ήδη Μητροπολιτικού Ναού, Νικολίτσας, Νιζοπόλεως και λοιπών πλείστων άλ­λων Βλαχικών συνοικισμών, οι οποίοι προ ολίγων ετών ήνθουν, όπως τα ευρίσκει και τα αναφέρει μετά θαυμασμού και εκτιμήσεως ο Πουκεβίλ, πρόξενος εν Ιωαννίνοις της Γαλλίας, ήδη υποφέ­ρουν τας συνεπείας μιάς μεγάλης αδικίας και α­δελφικής αχαριστίας καταδικασθέντες εις μίαν μαρασμώδη και υποτυπώδη ζωήν.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν τας μεγάλας αδικίας, τας διαπραχθείσας συνεχώς υπό των αλληλοδια­δόχων Κυβερνήσεων του Ελληνικού Κράτους εις βάρος του Λατινικού Βλαχικού στοιχείου, το οποί­ον εθεώρησε κοινούς τους αγώνας εναντίον των Τούρκων εν τη πεποιθήσει ότι εκ μέρους του Ελ­ληνικού Κράτους δεν ήτο δυνατόν ν' αγνοηθούν τα στοιχειώδη δικαιώματά των.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι άπασαι αι Κυβερνή­σεις ολισθήσασαι εις ένα παράλογον σωβινισμόν, ο οποίος καθίστατο επαχθέστερος από τον υπερβολικόν ζήλον των τοπικών αρχών, επεδίωξαν την εξαφάνισιν του Εθνικού χαρακτήρος του Λατινι­κού στοιχείου της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, μετερχόμενοι μέσα, τα οποία απάδουν προς τον πολιτισμόν και τας ηθικάς υπο­χρεώσεις του Ελληνικού Λαού προς το Βλαχικόν στοιχείον, συστηματικούς απέκλεισαν τούτο από την οικονομικήν, ηθικήν και εθνικήν του αποκατάστασιν, τόσον διά των εναντίον των Βλαχικών Σχολείων μέτρων, όσον και κατά την γενομένην απαλλοτρίωσιν των αγροκτημάτων εις την Θεσσαλίαν, Ήπειρον και Μακεδονίαν και των χειμερι­νών λειβαδίων.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι το στοιχειώδες πνεύμα δικαιοσύνης και ηθικής υπαγορεύει επι­τακτικούς να τεθή τέρμα εις την τοιαύτην κατάστασιν, και ότι το Λατινικόν στοιχείον της Ελλά­δος, το οποίον μέχρι τούδε έδωσε ματαίως τόσας αποδείξεις νομιμοφροσύνης έναντι του Ελληνι­κού Κράτους και δεν εγνώρισεν ει μη μόνον επα­χθείς υποχρεώσεις, χωρίς να έχη κανέν δικαίωμα.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι το Λατινικόν Βλαχι­κόν στοιχείον Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μα­κεδονίας, ειλικρινώς συνεργαζόμενον με το Ελληνικόν στοιχείον, δύναται να γίνη ο ισχυρότερος συνεκτικός κρίκος Ελλάδος-Ρουμανίας και Ρώμης-Βερολίνου και να δημιουργηθή τοιουτοτρό­πως διά της αμοιβαίας κατανοήσεως, υποκειμενι­κής και αντικειμενικής, η δυνατότης καρποφόρου συνεργασίας εις όλους τους τομείς εις το πλαίσιον της Νέας Ευρωπαϊκής τάξεως και υπό την προστασίαν των Δυνάμεων του Άξονος.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι διά την πραγματο­ποίηση/ της συνεργασίας ταύτης επιβάλλεται α­πολύτως η επανόρθωσις εν μέρει των αδικιών του παρελθόντος εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, διά να εδραιωθή η αμοιβαία εμπιστοσύνη, και εν τω πνεύματι της αμοιβαίας κατανοήσεως, το ο­ποίον πρέπει να μας διέπη, επί τη βάσει των ανω­τέρω και συμφώνως με όσα καθωρίσαμεν προφο­ρικώς με την Εξοχότητά σας, έχω την τιμήν να υ­πενθυμίσω και γραπτώς την συμφωνίαν μας ταύτην, ήτις επεκυρώθη προφορικώς διά της υμετέ­ρας ευαρεσκείας και αντιλήψεως επί των κάτωθι διεκδικήσεων, αι οποίαι πιστεύω ότι είναι απαραί­τητοι ως απαρχή μιάς πραγματικής και ειλικρι­νούς συνεργασίας.
1. Οι Νομάρχαι και οι Δήμαρχοι Ηπείρου, Πίν­δου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, όπου υπάρχουν εις τας ως άνω περιοχάς αμιγείς συνοικισμοί Βλάχων ή μικτοί τοιούτοι Βλάχων και Ελλήνων, θα διορισθούν από συμφώνου μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του κ. Αλκιβιάδου Διαμάντη, υ­πό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου των Βλαχι­κών Κοινοτήτων της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας με την προηγουμένην έγκρισιν των Αρχών Κατοχής, ήτοι των Γερμανών διά την περιοχήν Θεσσαλονίκης και των Ιταλών διά την υ­πό της Ιταλίας κατεχομένην ζώνην.
2. Οι Νομάρχαι των ανωτέρω περιοχών θα έ­χουν εξουσίαν και καθήκοντα Γενικού Διοικητού, έτι δε θα δύνανται να λαμβάνουν μόνοι των τα α­ναγκαία διοικητικά μέτρα απολύσεως και διορι­σμού υπαλλήλων πολιτικών και στρατιωτικών, μεταθέσεως αυτών διά τον αποτελεσματικόν έλεγχον της συμφωνίας μας και την ειλικρινή συνεργασίαν με τας Στρατιωτικός αρχάς Κατοχής. Ού­τω θ' αποφευχθούν λυπηραί και εγκληματικοί εκ­δηλώσεις του τελευταίου καιρού, ως και η δράσις ωρισμένων στοιχείων ουχί ανευθύνων, τα οποία υποκινούνται από τους πράκτορας τους εχθρικώς διακειμένους προς τον Άξονα ή ωθούνται α­πό ένα κακώς εννοούμενον πατριωτισμόν.
3. Ο ιθαγενής πληθυσμός των ως ανωτέρω πε­ριφερειών πρέπει να έχη τα αντίστοιχα σχολεία εις την μητρικήν του γλώσσαν και εκκλησίας, συ­νεπώς εις τους αμιγείς Λατινικούς-Βλαχικούς συ­νοικισμούς θα λειτουργούν μόνον Βλαχικά Σχο­λεία, εις τα χωρία και πόλεις με μικτόν πληθυσμόν, μαθηταί καταγωγής Ελληνικής θα συχνά­ζουν τα Ελληνικά σχολεία και μαθηταί Βλαχικής καταγωγής τα Βλαχικά σχολεία.
4. Να δοθή μία προσωρινή πίστωσις αμέσως προ της ελεύσεως του επί θύραις χειμώνος 250.000.000 δραχμών διά την περιοχήν της Πίν­δου, ιδίως όπου είχον την τιμήν να σας εκθέσω, πλην των επιτάξεων και των ζημιών τας οποίας υ­πέστησαν εκ του πολέμου, αι περιουσίαι των Βλά­χων ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν εντελώς υπό του Ελληνικού Στρατού. Εκ μόνης της Σαμαρίνης διηρπάγησαν υπό του Ελληνικού Στρατού και των πέριξ χωρίων 3.500 φορτία οικιακών ει­δών εξ ερίου και η καταστροφή της κωμοπόλεως συνεπληρώθη διά της πυρπολήσεως πλείστων οι­κιών, χωρίς ν' αναφέρω την κατάστασιν των χωρί­ων Δουτσικό, Αβδέλλα, Βρυάζα (Διστράτου κλπ.).
5. Απόλυτον ισότητα εις την παροχήν οικονο­μικών βοηθημάτων, ανάλογον διανομήν σίτου και τροφίμων. Αι τραπεζιτικοί πιστώσεις να χορηγώνται δικαίως, χωρίς να επιδιώκεται, ως εγένετο μέχρι τούδε, η συστηματική πτώχευσις του Βλα­χικού στοιχείου. Να παύσουν αι Αρχαί μεροληπτούσαι εις βάρος των Βλάχων εις όλα εν γένει τα ζητήματα και να μη εμφανίζωνται πλέον πρά­ξεις ως αι σημειωθείσαι και τελευταίως εν Σιατίστη ένθα, ενώ διετέθησαν 7.000 ημίονοι κατά τον παρελθόντα Ιούλιον διά χωρικούς, ουδέν ζώον ε­δόθη εις τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματί­ας, παρ' όλον ότι είχον επιταχθή υπό του Ελληνι­κού Κράτους τα ζώα των κατά την διάρκειαν του πολέμου και γνωστού όντος ότι ο μόνος πόρος ζωής διά τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματί­ας ήσαν τα επιταχθέντα ζώα των.
6. Να τροποποιηθή ο Νόμος περί Δήμων και Κοινοτήτων, ως και ο Αγροτικός, ώστε οι Βλάχοι ν' αποκτήσουν άνευ διαδικασίας τα αυτά δικαιώ­ματα και τας αυτάς υποχρεώσεις εις τας Κοινότη­τας όπου παραχειμάζουν και να έχουν δικαιώμα­τα μετά των λοιπών κατοίκων επί της Κοινότητος και της κοινής βάσεως των Συνεταιρισμών. Να παραχωρηθούν αι χειμερινοί βοσκαί εις τους Βλάχους κτηνοτρόφους και να παύση ο παρα­γκωνισμός και η μεροληψία των Αρχών εις βάρος των.
7. Να τιμωρηθούν αυστηρώς οι συκοφάνται και οι υπαίτιοι οίτινες προυκάλεσαν τας διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, και εκτοπίσεις των Βλά­χων κατά την διάρκειαν του Ελληνοϊταλικού πολέ­μου, ως διακειμένων φιλικώς προς τον Άξονα και να απολυθούν οι υπάλληλοι και τα όργανα της Δημοσίας Ασφαλείας τα οποία διέπραξαν βανδα­λισμούς εις βάρος των Βλάχων γερόντων, παι­διών και γυναικών των.
Εξοχώτατε,
Εις στιγμάς εκτάκτως δυσχερείς και ημέρας κρισίμου καμπής διά την ιστορίαν και το μέλλον της Ελλάδος, αντιμετωπίζουσα η Υμετέ­ρα Εξοχότης με γενναιότητα την πραγ­ματικότητα, έσχετε το θάρρος να διακη­ρύξετε την αλήθειαν και να στιγματίσετε τα φοβερά λάθη και την εγκληματικήν νοοτροπίαν των κυβερνησάντων εις το παρελθόν. Διατρανώνοντες την ανάγκην ενός υγιούς προσανατολισμού της πολι­τικής της Ελλάδος, θέτοντες τέρμα εις τα λάθη του παρελθόντος, έχετε την ευκαιρίαν και δυνατότητα σήμερον να εξαλείψητε τας αδικίας τας διαπραχθείσας εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, εξασφαλίζοντες ούτω μίαν κοινωνικήν ισορροπίαν και ομόνοιαν εις τας ανωτέρω περιοχάς, ομόνοιαν και συνεργασίαν, αι οποίαι θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξασφάλισιν ειρηνικής διαβιώσεως και ευη­μερίας του τε Βλαχικού και Ελληνικού στοιχείου, προωρισμένων εκ των γεωπο­λιτικών και γεωοικονομικών συνθηκών να συμπληρώσωσιν αλλήλους και να συ­ζούν.
Αι διαβεβαιώσεις, τας οποίας η Υ.Ε. εν τη υψηλή της σωφροσύνη και εν τη υ­ψηλή κατανοήσει της πραγματικότητος, ευηρεστήθη να μοι είπη προφορικώς, μοι ενίσχυ­σαν την ελπίδα και την πεποίθησιν ότι θα δοθή ευμενής και άμεσος πρακτική θέσις εις τας ως ά­νω δικαιοτάτας διεκδικήσεις, όπως επιβάλλει το δίκαιον και η λογική προς το κοινόν συμφέρον.
Διατελών με την πεποίθησιν ταύτην, παρακα­λώ, Εξοχώτατε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου προς Υμάς υπολήψεώς μου,
Ο εκπρόσωπος των Βλαχικών Κοι­νοτήτων της Πίνδου και του Βλα­χικού στοιχείου της Νοτίου Βαλ­κανικής
Αλκιβιάδης Διαμάντης».
tsolakoglou.PNGΤο έγγραφο αυτό του «πρίγκιπα» ήταν προ­κλητικό, όχι μόνο για τις παράλογες και όλως α­νεδαφικές αξιώσεις που διατύπωνε, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι άφηνε να εννοηθεί ότι δήθεν ο Τσολάκογλου συναινούσε σ' αυτές. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και προκύπτει από τις ενέργειες που τελικά έκανε ο
στρατηγός για να αντιμετωπίσει τον τυχοδιώκτη. Ο κατοχικός πρωθυπουργός θύμωσε από το ύ­φος και τις δόλιες ανακρίβειες που περιείχε το έγγραφο και δεν απάντησε.
Προτίμησε τα λόγια από τα γράμματα. Αντικα­τέστησε πράγματι τους νομάρχες στους επίμα­χους νομούς, τοποθετώντας πρόσωπα που ήταν μεν Κουτσόβλαχοι, αλλά είχαν ακέραιη εθνική συ­νείδηση, και λειτούργησαν επωφελώς. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να επιβάλει τη θέλησή του σε όλους τους νομούς και με εντολή των Ιταλών παρεισέφρησαν πρόσωπα φιλικά προς τον Διαμάντη, του οποίου τις εντολές εκτέλεσαν πρόθυμα για τη στελέχωση δήμων και κοινοτήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διαμάντης πράγματι βρισκόταν ανάμεσα στους Ιταλούς κα­τακτητές και στην κατοχική κυβέρνηση, χρησιμο­ποιώντας τους πρώτους για να εκβιάζει τη δεύτε­ρη. Χωρίς την αρχική στήριξη των διοικητών των δύο ιταλικών μεραρχιών στα Τρίκαλα και τη Λάρι­σα, των μεραρχιών «Φορλί» και «Πινερόλο», ο Διαμάντης θα ήταν ανίσχυρος. Αυτό το γνώριζε ο Τσολάκογλου και, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλες επιλογές, χρησιμοποίησε το έσχατο μέσον και άρχισε να τον διαβάλλει στους Ιτα­λούς, μέχρι του σημείου που έχασαν την εμπιστο­σύνη τους απέναντι του και τον υποχρέωσαν να απομακρυνθεί.
Ωστόσο, παράλληλα με τον στρατηγό Τσολά­κογλου αυξανόταν η αντίδραση επιφανών πολι­τών κουτσοβλαχικής καταγωγής εναντίον του Αλκ. Διαμάντη. Στη Λάρισα είχε δημιουργηθεί μια ο­μάδα αντιδρώντων, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο γιατρός Νικ. Ράπτης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και άλλοι. Στις αρχές του 1942 ο Διαμάντης είχε επι­σπεύσει τις ενέργειες για να δώσει σάρκα και ο­στά στο κρατίδιο που ονειρευόταν. Κάλεσε τους σημαντικότερους Βλάχους επιστήμονες της Λά­ρισας, για να τους εξαναγκάσει να συνεργα­σθούν μαζί του, σε πολυτελή γραφεία που μόλις είχε νοικιάσει στο κέντρο της πόλης. Αξιοσημείω­το είναι ότι τις προσκλήσεις τις επέδωσαν Ιταλοί καραμπινιέροι.
Στη συγκέντρωση, που ακολούθησε, τους ζή­τησε, ύστερα από μια εκτενή ιστορική εισαγωγή που χρησιμοποιούσε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που είχε διατυπώσει στην επιστολή του προς τον Τσολάκογλου, να προχωρήσουν στην οργάνωση που είχε σχηματισθεί, στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Τους προειδοποίησε ότι όποιος δεν θα δεχόταν, καλό θα ήταν να απομακρυνθεί από την περιοχή, νοτίως του Δομοκού, μέσα σε προθεσμί­α 48 ωρών.
Στη συγκέντρωση εκείνη, δεν είχε δεχθεί να συμμετάσχει ένας μόνον από τους προσκαλεσμέ­νους: ο χειρούργος Νικόλαος Ράπτης. Την επο­μένη ημέρα, δύο Ιταλοί πήγαν και τον έφεραν στα γραφεία του Διαμάντη, ο οποίος, παρουσία του Νικολάου Ματούση, του ανέπτυξε τα σχέδιά του και του ζήτησε να προσχωρήσει και αυτός. Ο Ν. Ράπτης αρνήθηκε κάθε άλλη συζήτηση, με απο­τέλεσμα να εξαγριωθεί ο «πρίγκιπας» και να χειροδικήσει σε βάρος του.
Έτσι ακριβώς δόθηκε η αφορμή για να μορφο­ποιηθεί η αντίδραση-αντίσταση στα σχέδια του Διαμάντη. Στην κλινική Ράπτη της Λάρισας συγκε­ντρώθηκαν όσοι δεν συμμερίζονταν τα χιμαιρικά και ανθελληνικά σχέδια των ρουμανιζόντων και άρχισαν να συσκέπτονται και να ανταλλάσσουν γνώμες πώς να ενεργήσουν.
Επικεφαλής της όλης κίνησης ήταν βέβαια ο Διαμάντης. Πρόεδρος της οργάνωσης ήταν ο δι­κηγόρος Νικόλαος Ματούσης, αντιπρόεδρος ο συνάδελφος του Δημοσθένης Τσούτρας και ταμί­ας ο γιατρός Τάχας. Όλοι κατάγονταν από τη Σαμαρίνα και ειδικά οι τρεις τελευταίοι, όπως και πολλά άλλα δευτερότερα στελέχη, ήταν πρώην κομμουνιστές, οι οποίοι τώρα είχαν προσκολλη­θεί στην αξονική γραμμή, χωρίς - για κάθε ενδε­χόμενο - να πάψουν να διατηρούν επαφή με ορι­σμένους κομμουνιστές και στελέχη του ΕΑΜ. Άλ­λωστε στην περαιτέρω πορεία των ρουμανιζό­ντων κατά την Κατοχή, αργότερα, ορισμένοι θα περάσουν με άνεση στην υπηρεσία του ΕΛΑΣ.
Συγκεντρώθηκαν οι αντιδρώντες και κατέλη­ξαν στην ιδέα ότι η καλύτερη λύση θα δινόταν αν προχωρούσαν στην επίδοση ενός υπομνήματος προς τον Ιταλό στρατηγό Ρουτζέρο, που έδρευε στη Λάρισα και ήταν διοικητής της μεραρχίας «Φορλί». Του έγραφαν στις 15 Ιανουαρίου 1942:
«Εξοχώτατε,
Έχομεν την τιμήν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι να υποβάλωμεν υπό την δικαίαν κρίσιν Υμών τ' α­κόλουθα:
Από τίνων ημερών καλούμεθα υπό του κ. Αλκ. Διαμάντη, οι δίγλωσσοι Βλαχόφωνοι, να εγγραφώμεν ως μέλη μιας Κοινότητος ιδιαιτέρως σχηματιζομένης υπό τούτου εν Λαρίση.
Ετάχθη προς τούτο ολιγοήμερος προθεσμία και εν αρνήσει μάς εδηλώθη ότι θέλομεν συλληφθή και υποβληθή εις εξορίαν και βασανιστήρια. Εν τω μεταξύ, κατά τίνων εξ ημών, αρνηθέντων να προσέλθουν εις μίαν συγκέντρωσιν, ην ενήρ­γησε την 7ην τρέχ. εις τα ενταύθα Γραφεία της Κοινότητος, μετήλθε μέτρα βιαίας προσαγωγής των, υπό Ιταλών στρατιωτών, μάλιστα δε τον χειρούργον ιατρόν και Διευθυντήν της ενταύθα Πολυκλινικής κ. Νικόλαον Ράπτην ερράπισεν ο ίδιος κ. Διαμάντης.
Τυγχάνοντες νομοταγείς Έλληνες πολίται αναφέρομεν Υμίν, ότι ημείς εξ αρχής της Κατοχής της Ελλάδος εδείχθημεν ψύχραιμοι και λογικοί εις τας διαταγάς των Στρατιωτικών Αρχών.
Δεν δυνάμεθα άλλως τε ν' αντιληφθώμεν ποίοι οι σκοποί της ιδρυομένης Κοινότητος, εφ' όσον τα στελέχη αυτής άλλοτε ομιλούν περί Ρωμαϊκής κινήσεως, συνηθέστερον δε περί Ρουμανικής τοιαύτης, και εις βάρος της,  εγνώσθη π.χ. ότι α­πό τον Γεώργιον Μητσιμπούναν, κτηνοτρόφον, εισεπράχθησαν δραχμαί 200.000, από τον Ιωάννην Αγορογιάννην, κτηνοτρόφον επίσης, δραχμαί 240.000 και πολλοί άλλοι έδωσαν ή πιέζονται να δώσωσι διάφορα χρηματικά ποσά ή είδη, μάλιστα δε μερικοί τούτων παρεπονέθησαν ήδη απ' ευθεί­ας και προς Υμάς.
Συνεπώς η πρόσκλησις και ο εξαναγκασμός η­μών να εγγραφώμεν εις χωριστήν Κοινότητα είναι δι' ημάς άνευ σκοπού, δεδομένου ότι δεν αποτελούμεν ξένον τι στοιχείον προς τον υπόλοιπον Ελληνικόν πληθυσμόν. Εάν βεβαίως πρόκειται πε­ρί διαταγής Υμών διά την ίδρυσιν ενός Σωματείου με σαφείς και ευγενείς σκοπούς, θα συμμορφωθώμεν, εάν είναι ανάγκη, αναμένοντες την κοινοποίησιν της τοιαύτης Διαταγής Υμών επισήμως. Εις αντίθετον όμως περίπτωσιν, φρονούμεν ότι δεν είναι δίκαιον να πιεζώμεθα, ως τούτο γίνεται, και παρακαλούμεν να διατάξητε τι δέον να ενεργήσωμεν προς προστασίαν μας με την πρόσθετον διαβεβαίωσιν ημών, ότι είμεθα όλοι φιλήσυχοι και φιλόνομοι άνθρωποι, ασχολούμενοι απλώς με την εργασίαν μας, προς συντήρησιν των οικογε­νειών ημών.
Ευπειθέστατοι οι αιτούντες Δημ. Χατζηπύρρος, Γεώργ. Ρούσας, Λάζ. Κίκας, Χαρίλ. Τζήμας, Στέργ. Κωνσταντί­νου, Απόστ. Κατσιλέρος, Κωνστ. Κύρκος - άπαντες δικηγόροι. Νικόλ. Ράπτης, Γεώρ­γ. Τάρης - αμφότεροι ιατροί. Ευάγ. Αβέ­ρωφ - πρώην Νομάρχης Κερκύρας. Κων­στ. Πλίτσης, Νικ. Διον. Ράπτης - έμποροι».
Πράγματι, την ίδια ημέρα επιδόθηκε το έγγρα­φο από μια επιτροπή των υπογραφομένων, που παρουσιάσθηκαν στον Ιταλό στρατηγό. Τους συ­νόδευε ο από δεκαετιών Ιταλός πρόξενος Ιούλιος Βιανέλλι, ο μόνος Ιταλός στην περιοχή που ήταν εμφανώς αντίθετος προς τον Διαμάντη. Η απά­ντηση του στρατηγού ήταν θετική και υποσχέθη­κε ότι θα έπαιρνε μέτρα για να εμποδίσει τις αυ­θαιρεσίες του.
Οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι θεώρησαν επιτυχία τους την κατανόηση του στρατηγού Ρουτζέρο και έδωσαν για δημοσίευση ένα ευχαριστήριο, το ο­ποίο ελαφρά τροποποιημένο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα. Αλλά τελικά τίποτε δεν άλλαξε και η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», που είχε αποκτήσει πα­ραστρατιωτική δομή, συνέχιζε ανενόχλητη τη δράση της. Θα ήταν βέβαια παράλογο οι Ιταλοί να αποποιηθούν μια οργάνωση που δουλικότατα συνεργαζόταν μαζί τους αποδοτικά, αφού μάλι­στα είχε καταφέρει να συλλέξει μέχρι τότε 8.000 κρυμμένα όπλα, καθώς και μερικούς Αγγλους στρατιώτες που είχαν απομείνει από τον πόλεμο και κρύβονταν.
Στη Ρωμαϊκή Λεγεώνα είχαν στρατολογηθεί ανυπόληπτα πρόσωπα, που μόνο επίτευγμά τους ήταν οι λεηλασίες και η τρομοκρατία στην ύπαι­θρο, ιδίως αν οι κάτοικοι δεν ήταν Κουτσόβλαχοι ή δεν εκδηλώνονταν ως ρουμανίζοντες. Για τη δράση της θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά στη συνέχεια.
Και ενώ η παραστρατιωτική αυτή οργάνωση συνέχιζε την ανθελληνική δράση της με μεγαλύ­τερη ένταση, ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης, διευθυντής της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου δημοσίευε τον Φεβρουάριο μια σειρά άρ­θρων με εθνικό περιεχόμενο, χρησιμοποιώντας τίτλους όπως «Η Ελλάδα μας» ή «Τι είναι οι Κου­τσόβλαχοι - Μία καθαρά ελληνική φυλή». Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 έγραφε σε κύριο άρθρο, ανα­φορικά με τον κλονισμό της δημόσιας ασφά­λειας:
«Η εμφάνισις μιας αντεθνικής προπαγάνδας, η οποία χρησιμοποιεί κατσικοκλέφτες και διάφορα άλλα άτακτα στοιχεία εις τας επιχειρήσεις της εις την ύπαιθρον, προσφέρει νέον πεδίον δράσεως εις τους εν λόγω κακοποιούς. Υπάρχουν θετικαί πληροφορίαι ότι γίνονται προτάσεις εις τους κα­κοποιούς να ενσωματωθούν εις αντεθνικήν λεγε­ώνα, με υποσχέσεις ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εξασφαλίσουν την πλήρη ατιμωρησίαν εις τας ε­πιδιώξεις των.
Παρόμοιαι προτάσεις γίνονται και εις τα πα­ντός είδους άτακτα στοιχεία της υπαίθρου. Έτσι, συστηματικώς καλλιεργείται η πλήρης διασάλευσις της δημοσίου ασφαλείας από ανθρώπους εκμεταλλευομένους κάθε ιερόν και όσιον με την μωράν ελπίδα ότι ημπορούν διά της πλιατσικολογίας να κυριαρχήσουν.
Όλα αυτά δεικνύουν ότι αι Αρχαί πρέπει να ε­ξαρθούν εις το ύψος της αποστολής των. Η επιεί­κεια προ τοιούτων πληγμάτων που θίγουν την εθνικήν μας υπόστασιν πρέπει να λείψη. Και το κράτος του νόμου να λειτουργήση αμείλικτον.
Η Ελλάδα μας, η γλυκειά μας πατρίδα, δεν έ­χει γίνει αμπέλι ξέφραγο όπου μπορεί κάθε κακο­ποιός να κάνη ό,τι θέλει. Και αν αι Αρχαί μας δεν είναι εις θέσιν να το διακηρύξουν αυτό, ας αφή­σουν να το διαλαλήση ο λαός μας, ένας από τους ευγενεστέρους, ηρωικωτέρους και πλέον εκλε­κτούς λαούς της υφηλίου».
Η αρθρογραφία αυτή της «Θεσσαλίας», που η κυκλοφορία της κάλυπτε ολόκληρη τη Θεσσαλία και πλέον, εμψύχωσε τον πληθυσμό, αλλά ταυτό­χρονα εξόργισε τον Διαμάντη και τους συνεργά­τες του. Αποφασιστικό πλήγμα εναντίον τους ή­ταν όμως μία οξεία και θαρραλέα πρωθυπουργι­κή εγκύκλιος, που κοινοποιήθηκε σε πολλούς πα­ραλήπτες:
«Αριθ. Α.Π. 341
Αθήναι τη 12 Μαρτίου 1942 Προς άπαντα τα Υπουργεία, Γενικήν Διοίκησιν Μακεδονίας, Γενικήν Διεύθυνσιν Τύπου και Ραδιοφωνίας, Γραφείον Μελετών, Υπηρεσίαν αντα­ποκρίσεως μετά των Γερμανικών Πολιτικών Αρ­χών, Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών, Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Ιταλικών Στρατιωτικών Αρχών.
I. Ιδιοτελή τινα πρόσωπα εκμεταλλευόμενα την κρίσιμον περίοδον που διατρέχει η Πατρίς μας, προσπαθούσιν από τίνος να ενσπείρωσι ζιζάνια μεταξύ του Ελληνικού Λαού με τον σκοπόν ν' αποκομίσωσι ατομικά οφέλη.
Προς τούτο εξέλεξαν τον δρόμον να εκμεταλ­λευθούν το Ελληνικόν Βλαχικόν στοιχείον. Ενόμισαν, δηλαδή, ότι επήλθε η στιγμή να σκυλεύσωσι την Ελλάδα, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Ελλάς οσαδήποτε πλήγματα και αν υποστή δεν θα παύση ποτέ να φωσφορίζη και τέλος θά ξαναλάμψη έτι φαεινοτέρα, διότι της αξίζει.
Το Βλαχικόν στοιχείον συνδέεται με την Ελλά­δα διά του αίματος και της ψυχής. Έχει να επίδει­ξη την ευρείαν και ηρωικήν συμμετοχήν του τό­σον εις τον αγώνα του 1821, όσον και εις τους με­ταγενεστέρους απελευθερωτικούς πολέμους, πλουσίαν συμβολήν εις τα έργα φιλανθρωπίας και του πολιτισμού και τέλος εξέχουσαν συνεργασίαν εις την πνευματικήν και οικονομικήν ανάδειξιν του Τόπου.
Ο εθνομάρτυς Ρήγας Φεραίος, ο πολιτικός Κωλέττης, οι αρματωλοί της Πίνδου και του Ολύ­μπου Βλαχάβας, Νικοτσάρας και άλλοι, οι εθνικοί ευεργέται Αβέρωφ, Σίνας, Τοσίτσας, Στουρνάρας και άλλοι, οι ποιηταί Ζαλοκώστας, Κρυστάλλης, Χρηστοβασίλης, οι καθηγηταί Πανταζίδης και Λά­μπρος είναι άπαντες Έλληνες Βλάχοι.
Εκ των νεωτέρων Βλάχων πλείστοι όσοι εσταδιοδρόμησαν, καταλαβόντες υψίστας θέσεις.
Αι ανωτέρω περγαμηναί των παλαιοτέρων και νεωτέρων Ελλήνων Βλάχων, πρέπει να πείσουν πάντα δύσπιστον, ότι αι προσπάθειαι εκμεταλλεύ­σεως της προσωρινής δυστυχίας του Ελληνικού Λαού δεν θα αποβώσι καρποφόροι, οιωνδήποτε μέσων και αν γίνη χρήσις. Δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες-Βλάχοι ν' αρνηθώσι την ιστορίαν των προγόνων των και να περιπλακώσιν εις περιπετείας, εις ας οι εκμεταλλευταί άνευ έρματος και με υπόπτους κατευθύνσεις τους οδηγούν.
II. Το Ελληνικόν Κράτος προ της εσκεμμένης ως ανωτέρω απόπειρας των, πρέπει να εξαντλήση άπασαν την δυναμικότητά του, ιδία σήμερον, που διέρχεται την κρίσιμον καμπήν, ίνα αντιδράση τελεσφόρως. Δεν αντέδρασε μέχρι σήμερον, ουδέ εσκέφθη ν' αναφέρη τ' ανωτέρω, καθ' όσον οι Βλάχοι είναι αγνοί Έλληνες μη διαφέροντες των λοιπών ή μόνον κατά τον τόπον της καταγω­γής. Ως γνωστόν, ήσαν και είναι ισότιμοι κατά πά­ντα Έλληνες, εις την συνείδησιν, εις τον χαρα­κτήρα, εις την γενναιότητα και την Ελληνοπρέπειαν.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΑΙΤΩ όπως άπασαι, γενικώς, αι Αρχαί δεικνύωσι πυγμήν και σθεναρότητα ως προς την εφαρμογήν των Νόμων, έναντι εκείνων, οίτινες, υπό την δήθεν εύνοιαν των Αρχών Κατο­χής, προβαίνουσι εις παρανομίας (αντικαταστά­σεις Κοινοταρχών, κλείσιμον σχολείων).
Εφιστώ την προσοχήν απάντων των Κρατικών υπαλλήλων επί των κάτωθι:
- Να επιλύωσι τα απασχολούντα τους Βλά­χους ζητήματα με ενδιαφέρον και αμεροληψίαν.
- Να μη παραλείπωσι να εκδηλώνωσι προς τούτους και εξηγώσι συγχρόνως ότι η προσωνυ­μία "Βλάχοι" δεν είναι τι διακριτικόν ή επίμεμπτον από τους Έλληνας και ότι άπαντες είμεθα Έλλη­νες και έχομεν προσφέρει και προσφέρομεν εξ ί­σου τας υπηρεσίας μας και το αίμα μας ακόμη, διά την ταλαιπωρημένην Πατρίδα μας. Ιδιαιτέρως τα όργανα ασφαλείας να ενεργώσι μετά συνέσε­ως και μεγάλης συντηρητικότητος και να μη πίπτωσι θύματα εσκεμμένων σκευωριών, κινούμενα με υπέρμετρον ζήλον επί την εκτέλεσιν των καθη­κόντων των.
- Να παύση τελειωτικώς πάσα άλλη προσωνυ­μία θίγουσα την Ελληνικήν υπόστασιν των Βλά­χων, κατά την διατύπωσιν των εγγράφων ως και κατά τας συζητήσεις επισήμους ή μη. Μία είναι η προσωνυμία "Βλάχοι".
III. Τα Υπουργεία και αι Γενικαί Διοικήσεις ν' ασχοληθώσιν ιδιαιτέρως με τας περιοχάς, ένθα κατοικούσι Βλάχοι, διά την αποστολήν Κρατικών λειτουργών με ευρύτητα αντιλήψεως, αμερολη­ψίας και ικανότητα προς επίλυσιν των εκκρεμών και αναφυομένων ζητημάτων, των Βλάχων.
Να επιληφθώσιν αμέσως της μελέτης και λάβωσι άμεσα μέτρα προς επίλυσιν τόσον των γενι­κών, όσον και των τοπικών ζητη­μάτων των Βλάχων προς ανακούφισίν των.
IV. Επί τη βάσει των άνω κα­τευθύνσεων τα Υπουργεία, αι Γε­νικοί Διοικήσεις να εκδώσωσι τας διαταγάς των και να παρακολουθώσι μετ' ενδιαφέροντος την ε- κτέλεσίν των.
Ούτω μόνον θα κατορθώσωμεν να συγκρατήσωμεν την συνεκτικότητά μας και να αντιδράσωμεν εις κάθε εχθρικήν προσπάθειαν κατά της Πατρίδος μας, ε­νώ συγχρόνως θα επιτύχωμεν να μας εκτιμήσωσι και θαυμάσωσι οι Στρατοί Κατοχής κατά την προσωρινήν αυτήν δύστηνον περίοδον που διερχόμεθα.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσε­ως
Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ». Ο κατοχικός πρωθυπουργός δεν αρκείται σ' αυτό το έγγραφο, αλλά εκδίδει και μία άλλη εγκύ­κλιο προς όλους τους νομάρχες: «Γραφείον Πρωθυπουργού Αρ. Ε.Π. 66
Αθήναι 13 Μαρτίου 1942 Νομάρχας Κράτους
Πληροφορούμαι ότι εις την Βόρειον Ελλάδα, την Θεσσαλίαν και εις άλλα σημεία της Χώρας παρατηρείται συστηματική δράσις ξένων προπα­γανδών, αίτινες αποβλέπουν εις την εξάρθρωσιν του Κράτους, εις την παραπλάνησιν των υπαλλή­λων και εις την διά καταχθόνιων μέσων δηλητηρίασιν της εθνικής συνειδήσεως του Λαού.
Οι σκοτεινοί πράκτορες της αντεθνικής κινή­σεως σκορπίζουν άφθονον χρήμα, δελεάζουν τον Λαόν με τρόφιμα, τώρα που ταύτα σπανίζουσι, και ορθούται το φάσμα της πείνης, και, όπου ευ­ρίσκουν ακατάλληλον το έδαφος διά τους σατα­νικούς σκοπούς, απειλούν διά παντοίων μέσων.
Ιδιαίτατα εκβιάζονται κάτοικοι χωρίων, εκ της παρουσίας αξιωματικού ή υπαξιωματικού των ξέ­νων στρατευμάτων παρά το πλευρόν των οργά­νων των προπαγανδών ή των χαμερπών εκβια­στών. Διότι ατυχώς συνεργάζονται και μετά των αρχών Κατοχής, αποβλέποντες εις προσωπικά ο­φέλη.
Ούτοι κυρίως είναι γνωστοί Λεγεωνάριοι, οίτινες διά παντός θεμιτού ή αθεμίτου μέσου εφείλκυσαν την εμπιστοσύνην των ξένων, καταστάντες τυφλά όργανα τούτων.
Το λυπηρόν είναι ότι οι χωρικοί, πολίται τινές και ακόμη όργανα της Ασφαλείας, δεν αντιτάσσο­νται με την αρμόζουσαν στάσιν έναντι τούτων και παθητικώς αναμένουσι την λύσιν με εσταυρωμέ­νος τας χείρας.
Ο πόλεμος δεν έληξε. Συνεχίζεται εισέτι ειρηνικώς εν τη Ελλάδι και το μέτωπον αποτελείται α­πό όλους τους Έλληνας, άνδρας και γυναίκας.
Αν νικήσωμεν εις αυτόν η Πατρίς θα μας ευγνωμονή. Αν ηττηθώμεν, η ιστορία θα μας περιγράψη με τα μελανότερα χρώματα.
Δεν είναι νοητόν να φανώμεν ανάξιοι απόγονοι αξιωτάτων προγόνων, οι οποίοι επέρασαν διά πυ­ρός και σιδήρου διά να μείνουν αλώβητοι και α­πτόητοι εις την εθνικήν σκοπιάν.
Μη μιμήσθε εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες διά να εξασφαλίσουν το τομάρι των και τα συμφέροντά των εκλείσθησαν εις τους τέσσαρας τοί­χους της οικίας των και δήθεν κλαυθμηρίζουν, ή σχολιάζουν ή επικρίνουν υπό το προσωπείον του πατριώτου. Μη αδιαφορήτε ως αδιαφορούν ολί­γοι τινές.
Μη αναμένετε τας λύσεις μοιρολατρικώς. Μη πιστεύητε τους διαδοσίας, οίτινες πολυειδώς και ποικιλοτρόπως μας εκμεταλλεύονται διά να πλου­τίζουν αθεμίτως και παρά πάντα νόμον.
Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν των υπαλλή­λων και των οργάνων της τάξεως επί της βαρυτάτης ευθύνης που υπέχουν απέναντι της Κυβερνή­σεως και του Έθνους.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα της τάξεως οφεί­λουν να ενεργούν κατά την Ελληνικήν και υπαλληλικήν των συνείδησιν, συμφώνως προς τας ο­δηγίας της Κυβερνήσεως και προς το συμφέρον του Έθνους, χωρίς να υποκύπτουν εις 'τας θρασείας ενεργείας των εκβιαστών και των οργάνων των προπαγανδών, αι οποίαι· επιζητούν να εκμε­ταλλευθούν τας δυσχερείας της Πατρίδος μας διά να καταφέρουν κατ' αυτής, ύπουλα και δολο­φονικά πλήγματα.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα Ασφαλείας δεν πρέπει να λησμονήσουν έστω και επί στιγμήν ότι εις χείρας των ευρέθησαν ύψιστα συμφέροντα του Έθνους.
Να διαμαρτύρησθε εις τα Φρουραρχεία των Αρχών Κατοχής, να με τηρήτε ενήμερον διά τηλε­γραφικών και ταχυδρομικών αναφορών ή δι' οιου­δήποτε άλλου μέσου, επιβαλλομένου από τας ει­δικός περιστάσεις, υφ' ας τελούμεν και να διαφωτίζητε επιμόνως την κοινήν γνώμην όπως μη πίπτη θύμα της πλεκτάνης της Ελλάδος.
Πρέπει να κατανοηθή παρά πάντων ότι αι Αρ­χαί Κατοχής, αίτινες εσεβάσθησαν τον Ελληνικόν
Λαόν, εκτιμώσι τους φιλονόμους και φιλησύχους  Έλληνας και δεν αρέσκονται εις ανωμαλίας. Συνεπώς πάσα υπερήφανος στάσις μας θα εκτιμηθή  παρά των τοπικών ηγητόρων και θα εύρωμεν την  συνδρομήν των.
Απαιτείται όμως και πάντες οι Έλληνες να είναι έτοιμοι να προτιμήσουν να διακινδυνεύσουν,  παρά να ωχριώσι προ πραγματικής ή φαινομενικής απειλής. Προς τον σκοπόν τούτον δέον να  εργάζωνται πάντες εις το να γίνη αντιληπτόν τούτο ως εθνική ανάγκη. Αν δεν νικήσωμεν εις τον ειρηνικόν αγώνα μέχρι της ειρήνης ούτε η ζωή μας  θα εξασφαλισθή ούτε η περιουσία μας θα σωθή.
Η ελευθερία και η ευημερία εξασφαλίζονται εάν επιδείξωμεν ζωτικότητα, σύμπνοιαν, νομιμοφροσύνην και εάν κρατώμεν υψηλά το εθνικόν  λάβαρον, χωρίς να κλονιζώμεθα και χωρίς να ωχριώμεν.
Ας μή λησμονώμεν ότι όλοι μας απεφασίσαμεν να πέσωμεν ενδόξως. Διατί τώρα να διστάζωμεν; : Εις τα χέρια όλων των Ελλήνων ευρίσκεται η τύχη της Ελλάδος. Αρθήτε εις το ύψος των περιστάσεων και φανήτε αντάξιοι των ελπίδων, τας οποίας η Πατρίς στηρίζει εις υμάς.
Στρατηγός Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ Πρόεδρος της Κυβερνήσεως», j
Η εγκύκλιος προς τους νομάρχες δημοσιεύθηκε στις θεσσαλικές εφημερίδες, γεγονός που εν­θάρρυνε τον πληθυσμό και φυσικά απογοήτευσε τους λεγεωνάριους, που δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθούν ανοιχτά με την κατοχική κυβέρνηση. Στην προσπάθειά του να επιτύχει μέγιστο αποτέλεσμα, ο Τσολάκογλου επιστράτευσε και ορισμένες κουτσοβλαχικής καταγωγής προσωπικότητες, κυρίως στρατιωτικές (στρατηγός Ντάκος, συνταγματάρχης Απόστ. Παπαγεωργίου, λο­χαγός Θ. Σαράντης κ.ά.), στέλνοντάς τους στις ε­πίμαχες περιοχές για να αναπτερώσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Η κορυφωμένη αντίδραση που αντιμετώπισε η ομάδα του Διαμάντη δεν τον πτόησε όμως. Οι θεσσαλικές εφημερίδες υποχρεώθηκαν να δημο­σιεύσουν, με τον τίτλο «Επιβεβλημένη απάντησις», το μανιφέστο των ρουμανιζόντων προδο­τών:
«Εις την εφημερίδα "Θεσσαλία" του Βόλου εδημοσιεύθη μία σειρά άρθρων εναντίον των Βλά­χων της Ελλάδος και μερικά αποσπάσματα από  το βιβλίον του καθηγητού κ. Κεραμοπούλου περί των Βλάχων. Όσον αφορά τα άρθρα, ελπίζομεν η ( Ελληνική Κυβέρνησις να θέση τέρμα εις αυτήν  την εκδήλωσιν. Εις κανέναν δεν επιτρέπεται να παίζη εν ου παικτοίς, καθ' ην στιγμήν οι αδελφοί [ μας χύνουν το αίμα τους παρά το πλευρόν των  κραταιών Συμμάχων μας.
Όσον αφορά το ιστορικόν μέρος διά την καταγωγήν των Βλάχων της Βαλκανικής, περιττεύ­ουν αι εξεζητημένοι εξηγήσεις του καθηγητού κ. ; Κεραμοπούλου, αι οποίαι δεν είναι άλλο τι ει μή διαστροφή και παραχάραξις της ιστορικής αλη­θείας.
Οι Βλάχοι, απόγονοι της 5ης θρυλικής Ρωμαϊ­κής Λεγεώνος και των πέραν του Δουνάβεως α­ϊ δελφών μας, αναφαίνονται δρώντες ως ιδία εθνότης από του 6ου αιώνος και δεν πρέπει να λησμονή κανείς ότι η Νότιος Μακεδονία και η Θεσσαλία επί πολλούς αιώνας απετέλουν την Μεγάλην Βλαχίαν, ενώ η περί την Πίνδον περιοχή και η Αιτωλοακαρνανία απετέλουν την Μικράν Βλαχίαν.  Επί πλέον οι μεγάλοι Αρχηγοί των Βλάχων Πέτρος και Ασάν εγένοντο ιδρυταί ιδίας δυναστείας,  η δε επικράτειά των ηπλούτο από του Βελιγρα7.PNGδίου μέχρι του Ευξείνου. Πάντας τους καλής πίστεως συζητητάς παραπέμπομεν εις τους Έλληνας συγγραφείς Κεκαυμένον, Προκόπιον, Κεδρινόν και λοιπούς, και εις αυτό τούτο το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τόμος Γ', σελίς 331,  στ. 332, ένθα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου  Ν.Α.Β. γράφει επί λέξει «Βλάχοι, Λατινογενής Λα­ός κλπ.... οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαί­ους», διά να μη αναφέρωμεν πλείστους ξένους συγγραφείς Γερμανούς, Ιταλούς, Αγγλους και την εξέχουσαν φυσιογνωμίαν του διαπρεπούς Καθηγητού της Ρουμανίας Γ. Μούρνου. Συνεπώς ημείς οι Βλάχοι της Βαλκανικής, διατηρήσαντες διά μέσου των αιώνων πλήρη συνείδησιν της λα­τινικής μας καταγωγής, την γλώσσαν μας, τα ήθη και έθιμά μας, δεν έχομεν ανάγκην διαφωτίσεως από διαφόρους τύπους υπόπτους.
Εκείνο το οποίον προέχει διά τους καλής πίστεως Έλληνας είναι η συμβολή του βλαχικού στοιχείου διά την δημιουργίαν και ανέλιξιν της νε­ωτέρας Ελλάδος. Από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος Γεωργάκη Ολυμπίου, του Κωλέτη και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι των συγχρόνων διανοουμένων, στρατιωτικών και ευεργετών της Ελλάδος Λάμπρου, Σταύρου, Ζαλοκώστα, Αβέ­ρωφ, Κρυστάλλη, Σίνα, Στουρνάρα κλπ., συνέβαλον με το αίμα τους, το πνεύμα, και το χρήμα διά την απελευθέρωσιν, την εξέλιξιν και την ευημερίαν της Ελλάδος. Προς το Βλαχικόν στοιχείον ο­φείλεται εκ μέρους των Ελλήνων τιμή, σεβασμός και ευγνωμοσύνη δι' όσα έδωσαν άνευ υπολογι­σμού υπέρ της Ελλάδος. Διά την σημερινήν στάσιν των Βλάχων παραπέμπομεν τους πάντας εις τας κατά Σεπτέμβριον 1941 γενομένας συνεννοή­σεις μας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η ει­λικρινής διάθεσις του βλαχικού στοιχείου, ιδίως δε της Πίνδου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, διά μίαν στενήν και αδιάσπαστον συνεργασίαν του βλαχικού και ελληνικού στοιχείου είναι τόσον σα­φής και κατά τοιούτον τρόπον δεδηλωμένη, ώστε ουδεμία αμφιβολία να χωρή, υπό ένα όμως και μόνον όρον, η ειλικρινής αύτη διάθεσις να εύρη απήχησιν εις την Ελληνικήν συνείδησιν και ότι θα ενταχθώμεν εις τα πλαίσια του Άξονος. Από την έμπρακτον εφαρμογήν της ως άνω συμφωνίας μας εκ μέρους των αρμοδίων θα εξαρτηθή η πε­ραιτέρω στάσις μας.
8.PNGΩς προς το στοιχείον μας η γραμμή μας έχει χαραχθή σαφώς προ πολλού. Το καθήκον μας ε­πιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και των πέραν του Δουνάβεως ελευθέ­ρων αδελφών μας, ν' αγωνισθώμεν παρά το πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας. Όπου η Ρώμη, και ημείς, ας το γνωρίζουν φίλοι και εχθροί, ιδιαίτατα δε οι Βαλκανικοί Λαοί με τους οποίους ζώντες ε­πί αιώνας έσχον την ευκαιρίαν να γνωρίσουν την δυναμικότητα του στοιχείου μας. Βάρβαροι επιδρομαί και παροδικά πολιτικά γεγονότα μάς εχώρισαν από την Μητέρα Ρώμην, αλλά τίποτε επί 15 αιώνας δεν υπήρξε ικανόν να εξάλειψη από την συνείδησιν μας την λατινικήν καταγωγήν.
Διετηρήσαμεν την απόλυτον πίστιν μας διά την ανάστασιν της Ρώμης και ιδού οι αετοί της απλώ­νουν και πάλιν τα φτερά ανά την οικουμένην. Θα ήτο αυτόχρημα μωρία να πιστεύη κανείς σήμερον ότι με την διαστρέβλωσιν της ιστορικής αληθείας και με την δράσιν η οποία ουδεμίαν υπηρεσίαν προφέρει εις τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ελλάδος, οι Βλάχοι θα ελησμόνουν την καταγωγήν τους και το επιβαλλόμενον εις αυτούς ιε­ρόν καθήκον απέναντι της φυλής των και της μη­τρός των Ρώμης.
Είναι καιρός οι συμφωνούντες Έλληνες να ε­πωφεληθούν της παρουσιαζομένης εξαιρετικής ευκαιρίας με την ειλικρινή συνεργασίαν του ελλη­νικού και βλαχικού στοιχείου μετά των λοιπών φί­λων μας εν τη Βαλκανική, να θέσουν ασφαλείς βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον και μίαν ευη­μερούσαν Ελλάδα, είναι καιρός ν' αντιληφθούν ό­λοι και να εκτιμήσουν δεόντως σήμερον τον σπουδαιότατον ρόλον, τον οποίον έχουν να δια­δραματίσουν τα 1.500.000 υπολειφθέντων Βλά­χων της Νοτίου Βαλκανικής ως συνδετικός κρί­κος μεταξύ Ρώμης-Βουκουρεστίου, μεταξύ δύο Λαών 80.000.000 διά την παγίωσιν μιας δικαίας τάξεως πραγμάτων εν τη Ν. Ανατολική Ευρώπη και εις την πολυπαθή Βαλκανικήν. Ειλικρινής συ­νεργασία μεταξύ ελληνικού και βλαχικού στοιχεί­ου και ειλικρινής έμπρακτος προσανατολισμός προς την αιωνίαν Ρώμην είναι αι ασφαλέστεροι βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον όλων μας.
1 Μαρτίου 1942 Ο Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής
Αλκιβιάδι Ντιαμάντι Οι εκπρόσωποι των Βλάχων Αλβανίας: Βασίλι Βαρντούλι. Σερβίας: Μιτσέλε Τεγκοϊάννη. Βουλγαρίας: Προφεσόρε Ζήκο Αράια. Ελλάδος: Αβοκάτο Νίκο Τούλια Ματούσι. Προ­φεσόρε Ντίμο Τσιούτρα. Ντοτόρε Κόστα Τάχο. Α­βοκάτο Τζιόρτζιο Καζάνα. Αβοκάτο Τζιόρτζιο Βα­σιλάκη. Ντοτόρε Τζιόρτζιο Φράνκο. Προφεσόρε Α. Μπέκα. Κομερτσιάντε Γκάκι Παπά. Ντοτόρε Νί­κο Μιτσιμπούνα. Προφεσόρε Ντημ. Κατζηγκόγκο. Αβοκάτο. Αν. Καλομέτρο. Κολονέλλο Νίκο Τελιόνι. Κολονέλλο Βασίλη Τζιότζιο. Προφ. Κώστα Νικολέσκο. Προφ. Τόλη Μπάστα. Κομερ. Ντημ Τά­χα. Ματζιότε Στέφανο Κότσιο. Προφ. Τζιόρτζιο Κοντοϊάννη. Ντοτ. Κ. Καλοέρα. Προφ. Βιρτζίλιο Μπαλαμάτσε. Προφ. Μιτσέλε Μπάρντα. Ιντζενιέρε Ε. Γκοτζαμάνη. Ιντζ. Κ. Στέφα. Ιντζ. Νίκο Α. Μπέκα. Προφ. Τζιόρτζιο Μπαλαμάτσε. Ιντζενιέρε Σ. Πελέκι. Αβοκάτο Κ. Πιτούλι. Αβοκάτο Ντημ. Μπάρντα. Αβοκ. Τόλι Χατζή. Κομερτσιάντε Τζιο­βάνι Κόπανο. Προφ. Ζίσι Χατζημπύρα. Ντοτόρε Σέρτζιο Τριανταφύλι. Κομερτσιάντε Τζιοβάνι Μέρτζιο. Κομ. Περικλή Πιτένι. Κομ. Τζιόρτζιο Γκουλέκα. Κομ. Αχίλλε Τάκι Φουρκιώτη. Κομ. Ατανάση Μπαλοδήμο».
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 1942, αν και φέρει ημερομηνία 1 Μαρτίου. Με τη δημοσίευση του μανιφέστου αυτού των Κουτσοβλάχων λεγεωνάριων ετίθετο για πρώτη φορά έ­να ζήτημα με φαιδρή προέκταση. Οι ίδιοι οι ενδια­φερόμενο έκαναν στην πραγματικότητα μια δή­λωση αυθαίρετου αυτοπροσδιορισμού υποταγής προς τη «Μητέρα Ρώμη», διευκρινίζοντας δηλαδή ότι θεωρούν εαυτούς ότι αποτελούν ιταλική μειο­νότητα στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι είχαν ξε­μείνει επί δύο χιλιάδες χρόνια στην Ελλάδα ως α­πομεινάρια μιας ρωμαϊκής λεγεώνας!
Είναι πολύ φυσικό το ζήτημα να μην είχε συνέ­χεια, αφού μόνον ως κολακεία κάποιων προδο­τών προς τον ξένο κατακτητή της εποχής θα μπο­ρούσε να εκληφθεί, παρά ως απόρροια εθνικού προβληματισμού της ομάδας των λίγων Κουτσοβλάχων που είχαν συνυπογράψει το μανιφέστο. Ένας από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων με ακέραιη την ελληνική του συνείδη­ση, ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης, ο οποίος κατά την Κατοχή είχε πρωτοστατήσει με σθένος στην αντίδραση εναντίον των σχεδίων του Διαμαντή, τον Ιούλιο 1946 επανέφερε το ζήτημα στη Βουλή. Ζήτησε από την τότε κυβέρνηση να απαιτήσει α­πό την ιταλική κυβέρνηση να δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να εγείρει θέ­μα ιταλικής μειονότητας στην Ελλάδα, που άλλω­στε μόνο στα όρια της φαιδρότητας θα μπορού­σε να αποδοθεί.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΤΟΤΕ”, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006
* Ο Δημοσθένης Κούκουνας είναι δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρακαι μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει οικονομικά στην Αγγλία, αλλά από νεαρή ηλικία δραστηριοποιήθηκε στη συγγραφή βιβλίων, τη δημοσιογραφία και γενικά στον εκδοτικό χώρο.
Στη δημοσιογραφία εργάστηκε αρχικά στο οικονομικό και αργότερα στο πολιτικό ρεπορτάζ σε ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε αρχισυντάκτης διαφόρων εφημερίδων και διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας "Ελεύθερος", που ίδρυσε ο ίδιος το 1986 με εκδότη τον Ιω. Μάστορα. Υπήρξε επίσης εκδότης-διευθυντής του "Νεολόγου Πατρών" και στα τελευταία χρόνια διευθύνει τα περιοδικά "Λαβύρινθος", "Τότε" και άλλα ιστορικά περιοδικά, καθώς και την εκδοτική εταιρία "Μέτρον".
Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, κυρίως ιστορικών και βιογραφικών, μεταξύ των οποίων: "Η γερμανική εισβολή και η συνθηκολόγηση", "Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα", "Η Μάχη της Κρήτης", "Έλληνες Πολιτικοί", "Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός", "Ίων Δραγούμης", "Άρης Βελουχιώτης, ο αμφιλεγόμενος πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ", "Νίκος Ζαχαριάδης" κ.ά. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την Ιστορία της Κατοχής και πρόσφατα (2009) κυκλοφόρησαν τα βιβλία του "Οι Γερμανοί στην Ελλάδα", "Η Κατοχή στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη", "Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου", "Η Κρήτη υπό Κατοχή", "Η γερμανική και ιταλική κατασκοπεία" και "Οι Ιταλοί στην Ελλάδα". Το 2012 κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του "Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια".
Από το 1992 μέχρι το 2005 είναι διευθυντής των ελληνικών βιογραφικών εκδόσεων "Who's Who" και της τρίτομης "Βιογραφικής Εγκυκλοπαίδειας του Νεωτέρου Ελληνισμού 1830-2010 - Αρχεία Ελληνικής Βιογραφίας" που κυκλοφόρησε το 2011.

 Το Πριγκηπάτο της Πίνδου ήταν ένα κράτος-μαριονέτα που δημιουργήθηκε από την φασιστική Ιταλία και την Βουλγαρία κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ιστορία


Στη δημιουργία του "κράτους" αυτού έπαιξε ρόλο ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, Βλάχος που καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στη Ρουμανία. Ο Αλκιβιάδης Διαμαντής ίδρυσε επίσης το 1942 στη Λάρισα μια οργάνωση με τον τίτλο Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Η οργάνωση αυτή προσπάθησε να προσεταιριστεί Βλάχους της Λάρισας, ενώ παράλληλα δραστηριοποιούνταν εναντίον του αντιστασιακού κινήματος της εποχής.

Ο Διαμαντής ορίστηκε ηγέτης που πριγκηπάτου με τον τίτλους Πρίγκηπας Αλκιβιάδης ο Α΄ και Δούκας της Μακεδονίας. Κάλεσε τους "Βλάχους αδερφούς" σε συστράτευση και συνοδευόμενος από Ιταλούς στρατιώτες γύριζε στα χωριά και κήρυττε, σε καιρούς πείνας, ότι η Ρουμανία επρόκειτο να στείλει πολλές οκάδες σιτάρι για να μοιραστούν μόνο στους Βλάχους. Οι προσπάθειές του Διαμαντή για τον προσεταιρισμό των Βλάχων δεν βρήκαν ανταπόκριση.

Το 1943 ο Διαμαντής "εκθρονίστηκε" από τους Ιταλούς και κατέφυγε στη Ρουμανία. Το 1946 καταδικάστηκε από το δικαστήριο δωσιλόγων στη Λάρισα, ερήμην σε θάνατο[1].

Η ηγεσία του Πριγκηπάτου δόθηκε στην Ουγγρική οικογένεια των Mιλβάνυι Τζεσνέγι, ως αναγνώριση από την Ιταλία της βοήθειας σε τρόφιμα που είχε παράσχει η οικογένεια αυτή στον Ιταλικό στρατό. Οι διάδοχοι της οικογένειας όμως, Γκιούλα και Μιχάλι, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για τον "θρόνο" και δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στη "χώρα" τους. Ωστόσο, κάποιοι στον Ελλαδικό χώρο διατεινόταν ότι ήταν εκπρόσωποί τους. Μετά τη λήξη της κατοχής, το Πριγκηπάτο, που ποτέ δεν είχε καμία απολύτως εξουσία, έπαψε και τυπικά να υπάρχει.

Παραπομπές


  1. Jump up Σόλων Γρηγοριάδης (2011). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974. Τεγόπουλος Εκδόσεις ΑΕ. σελ. 75-78. ISBN 978-9609-48765-8.

Βιβλιογραφία


Ο Νικόλαος Ματούσης, ο "πρωθυπουργός" του  υπό εκκόλαψη κρατιδίου της Πίνδου, στο Βουκουρέστι, όπου κατέφυγε για να διασωθεί προς το τέλος της Κατοχής.

Σε πολλά κείμενά του ο γράφων έχει ασχοληθεί με τη δράση ανθρώπων που έχουν χαρακτηρισθεί ως δοσίλογοι και που έχουν συνεργασθεί με τους ξένους κατακτητές κατά την περίοδο της Κατοχής. Κατά κανόνα είναι επιφυλακτικός στο να ρίχνει τον λίθο του αναθέματος γενικά και αόριστα, επιχειρώντας να δει καθαρότερα την αλήθεια πίσω από μια καταδικαστική απόφαση. Την κάθε περίπτωση, με την οποία ασχολήθηκε, επιχειρεί να την εντάσσει αποκλειστικά στο ιστορικό της πλαίσιο. Έχει επισημάνει δοσιλόγους που ποτέ δεν καταδικάσθηκαν και άλλους που, ενώ ήταν αντίθετη και εθνωφελής η πολιτεία τους, πήραν γενναίες καταδίκες. Όπως κάνει η νομική επιστήμη, έτσι και η ιστορία πρέπει να βλέπει τα κίνητρα των πράξεων. Όμως, αντίθετα προς τη δικαστική κρίση, η ιστορική δίνει πρωταρχική σημασία στο αποτέλεσμα, αρνητικό ή θετικό αντίστοιχα.


Αν έχουμε λοιπόν να κρίνουμε ιστορικά τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, τον Νικόλαο Ματούση και τους συνεργάτες τους από τη μια μεριά και από την άλλη την ίδια την αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων κατά την Κατοχή, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κίνητρά τους. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που έδρασαν, το έπραξαν από ιδεοληψία ή είχαν άλλες σκοπιμότητες.

Σε ό,τι αφορά τον Νικόλαο Ματούση, δεν τίθεται ζήτημα αγνής προαίρεσης, διότι απλούστατα ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι ήταν θέμα προσωπικής ματαιοδοξίας. Ακόμη και να μην είχε να κάνει με πλουτισμό, το να θέλει κανείς να αναδειχθεί σε ύπατα πολιτικά αξιώματα μέσα από τη δημιουργία μιας αυτονομιστικής κίνησης και την αφαίρεση εθνικού εδάφους, αυτομάτως είναι μια επαίσχυντη πράξη εσχάτης προδοσίας.

Οι Βλάχοι στην Ελλάδα δεν είναι μειονότητα, πολύ περισσότερο δε δεν είναι εθνική μειονότητα. Αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες οι πιο πολλοι , όπως και είναι, και ουδέποτε είχαν τάσεις να δημιουργήσουν ένα δικό τους κρατίδιο μέσα στο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, είναι συνειδητοποιημένοι Έλληνες και επανειλημμένα έχουν αποδείξει τον εθνικό παλμό τους. Ως σύνολο οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι κατά την Κατοχή ούτε σκέφθηκαν ούτε επεδίωξαν να αυτονομηθούν από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά συμμετείχαν ισότιμα και αντιπροσωπευτικά στην όλη εθνική περιπέτεια που υποστήκαμε.

Η ιδέα της δημιουργίας κρατιδίου υπήρχε και υπαρχει  στο μυαλό μερικων οπως πχ  του Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος ήδη από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου την είχε αποκρυσταλλώσει. Στα επόμενα χρόνια του Μεσοπολέμου, έτρεφε το εξωπραγματικό του όνειρο και αναζητούσε μεθοδεύσεις και ευκαιρίες. Πίστευε ότι μέσα στις εδαφικές ανακατατάξεις που θα μπορούσαν να συντελεσθούν στη διάρκεια ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο δεύτερος παγκόσμιος, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει εν μέσω εικοστώ αιώνι το προσωπικό του φέουδο, το «πριγκιπάτο» του.

Αδιαφορώντας για συσχετισμούς και επιπτώσεις, ο Διαμάντης είχε «χτίσει» μέσα στο μυαλό του την ιδέα ενός κουτσοβλαχικού κρατιδίου, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω υπέρμετρες φιλοδοξίες πέραν των ελληνικών γεωγραφικών ορίων. Άλλωστε η καταστατική διακήρυξή του τον εμφανίζει να υπογράφει για λογαριασμό των «Βλάχων της Βαλκανικής». Παρ’ όλα αυτά, είχε την πεποίθηση ότι έπρεπε να ξεκινήσει σε πρώτη φάση από την Ελλάδα. Επέλεξε λοιπόν τη Λάρισα ως βάση για την εξόρμησή του και το μόνο αξιόλογο πρόσωπο που βρήκε για να συνεργασθεί, διαρκούσης της Κατοχής, ήταν ένας τριταγωνιστής στην πολιτική ζωή, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει ούτε βουλευτής να εκλεγεί στο παρελθόν: ο Νικόλαος Ματούσης[1].


ΤΑ ΠΕΡΙ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ


Αν και οι Κουτσόβλαχοι δεν σχετίζονται ιστορικά με Εβραίους, ούτε αναφέρεται κάποια αντίστοιχη επιμιξία ή συνάφεια, θα πρέπει να επισημανθούν δύο συγκεκριμένα γεγονότα. Το πρώτο αναφέρεται στην αρχική ανακήρυξη του «πριγκιπάτου», το 1917, και το άλλο στη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, το 1943, όταν ετέθη στο αρχείο το «πριγκιπάτο».

Τον Αύγουστο 1917 η Ιταλία, που μέχρι τότε είχε καταλάβει ένα μεγάλο τμήμα του εθνικού μας εδάφους, τη μόλις λίγα χρόνια πριν απελευθερωθείσα Ήπειρο, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την περιοχή και να παραδώσει τη διοίκησή της στην υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση. Είχαν απαιτηθεί πολλαπλές και επίμονες πιέσεις της Ελλάδος προς τις Δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να εξαναγκασθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το τμήμα εκείνο της ελληνικής επικράτειας, που παράνομα και αναιτιολόγητα είχε καταλάβει.

Από την εποχή που είχε σχηματισθεί η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο νωρίτερα, υπήρχε ένα περίεργο παιχνίδι των Ιταλών και των Γάλλων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Οι Σύμμαχοι είχαν ανεχθεί, αν δεν είχαν δημιουργήσει, ανθελληνικά γεγονότα μέσα στον ίδιο τον τόπο μας. Καταργούσαν τις νόμιμες τοπικές αρχές, έδιωχναν τις δικαστικές αρχές, ακόμη και τους μητροπολίτες, ενώ τις εκκλησίες τις παρέδιδαν σε ρουμανίζοντες, όπου υπήρχαν τέτοιοι. Τον Ιανουάριο 1917 όλοι οι Έλληνες βουλευτές της Κοζάνης είχαν υποβάλει προς την κυβέρνηση των Αθηνών ένα κοινό υπόμνημα γι’ αυτές τις αυθαιρεσίες που σημειώνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη». Με αντίστοιχη έντονη ανησυχία άλλοι παράγοντες είχαν αντιδράσει και προς την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, αφού την εποχή εκείνη ο Εθνικός Διχασμός ήταν στο ζενίθ και υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη. Παρ’ όλα αυτά, κοινή ήταν η βούληση να μείνει αλώβητη η εθνική συνείδηση, αν όχι και η ακεραιότητα της χώρας.

Τον Αύγουστο του 1917 στην Αθήνα υπήρχε πλέον μία μοναδική κυβέρνηση στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και εκείνη ήταν που χειρίσθηκε το θέμα, ώστε να υποχρεωθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος που είχε καταλάβει. Μόλις αυτό έγινε γνωστό, όσοι από τους Κουτσοβλάχους είχαν εκτεθεί μέχρι τότε σε ανθελληνικές ενέργειες πανικοβλήθηκαν. Και με επικεφαλής τον νεαρό αμυνίτη Αλκιβιάδη Διαμάντη έσπευσαν να ανακηρύξουν το «πριγκιπάτο» στη Σαμαρίνα τις μέρες ακριβώς που παρέδιδαν οι Ιταλοί στον γενικό διοικητή Ηπείρου. Ίσως να είναι μια ακόμη ιστορική σύμπτωση, αλλά τη θέση αυτή κατείχε τότε ο ...Αριστείδης Στεργιάδης!

Στις 28 Αυγούστου 1917 ο Αλκ. Διαμάντης και η παρέα του γιόρτασαν την ίδρυση του «πριγκιπάτου», μια ιδέα που οι Ιταλοί είχαν πιστέψει ότι θα εξυπηρετούσε τα ύποπτα σχέδιά τους για να αφαιρέσουν ελληνικό έδαφος και να το έχουν υπό την επιρροή τους. Ακριβώς στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο «εβραϊκός δάκτυλος».

Η επίσημη ιταλική κυβέρνηση έτρεξε να στείλει δίκην πολιτικού καθοδηγητή στη Σαμαρίνα, με την ιδιότητα του «διπλωματικού αντιπροσώπου», τον εκ Θεσσαλονίκης Πέπο Μοδιάνο, μέχρι τότε προξενικό υπάλληλό της στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα. Φυσικά ήταν ο μόνος «διαπιστευμένος» στο υπό εκκόλαψη κρατίδιο και η διπλωματική του ιδιότητα δεν ήταν παρά μία κάλυψη για να κατευθύνει την ολιγομελή ηγεσία του «πριγκιπάτου της Πίνδου», η οποία σημειωτέον είχε υιοθετήσει για σημαία ένα σύμπλεγμα με τη λύκαινα της Ρώμης.

Η κίνηση αυτή δεν κράτησε παρά ένα ελάχιστο διάστημα. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1917 «οι Ιταλοί παρέδωσαν εις Ελληνικόν στρατιωτικόν απόσπασμα την κωμόπολιν Σαμαρίνα» με την αξιοσημείωτη προσθήκη: «Οι κάτοικοί της πανηγυρίζουν». Ουσιαστικά οι ίδιοι οι Κουτσόβλαχοι ήταν εκείνοι που έδιωξαν τον Διαμάντη και τους λίγους συνεργάτες του.
Ο Διαμάντης ακολούθησε τους Ιταλούς, ανήμπορος να υλοποιήσει το δικό του όνειρο να γίνει ένας «πρίγκιπας» και ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει τους εντολείς του. Φυσικά, μαζί με τον Διαμάντη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα του «πριγκιπάτου» και ο Ιταλός υποπρόξενος Μοδιάνο.
Πέρασε ακριβώς ένα τέταρτο αιώνος και τον Ιούνιο του 1942 ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, αφού μάταια είχε ξαναεπιχειρήσει να εγκαθιδρύσει το «πριγκιπάτο» του, απογοητευμένος εγκατέλειπε την περιοχή για τελευταία φορά.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Μάριο Μοδιάνο, που υπήρξε για πολλές δεκαετίες ανταποκριτής του Ρώυτερ και των «Τάιμς» του Λονδίνου στην Αθήνα, ανιψιός του προαναφερθέντος Πέπο Μοδιάνο, ασχολήθηκε επισταμένως αφότου συνταξιοδοτήθηκε με τη «μοδιανολογία» και συνέταξε μια ενδιαφέρουσα ηλεκτρονική μονογραφία για την ομώνυμη οικογένεια. Μάλλον από άγνοια ή ελλιπή ενημέρωση, παρά από πρόθεση, παραλείπει να αναφέρει τον Ιταλοεβραίο λοχαγό Βίτο Μοντιάνο που επέδειξε σφοδρή ανθελληνική δράση επί Κατοχής στα Γρεβενά, αν και επανειλημμένα κάνει λόγο ότι όλοι οι Μοντιάνο της Ιταλίας, που προέρχονται από το Λιβόρνο, ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή εβραϊκή οικογένεια των Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης.
Ο εν λόγω λοχαγός Μοντιάνο είχε σπεύσει τον Αύγουστο του 1941 από τα Γρεβενά, επικεφαλής των ανδρών του λόχου του, να παράσχει βοήθεια και προστασία στον Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος τότε βρισκόταν στη Σαμαρίνα και οργάνωνε την εκδήλωση της αυτονομιστικής κίνησής του. Η αποστολή του Ιταλοεβραίου λοχαγού ήταν να σώσει τη ζωή του Κουτσοβλάχου «πρίγκιπα» από τα μέλη της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης, που είχε αρχηγό τον Άγγλο ταγματάρχη Πρέστον και είχε σχεδιάσει ως πρώτη ενέργειά της τη σύλληψη και απαγωγή του Διαμάντη. Το σχέδιο και η οργάνωση προδόθηκε, με αποτέλεσμα να επωμισθεί ο Βίτο Μοντιάνο καθήκοντα «προστάτη» του Διαμάντη, όπως 24 χρόνια νωρίτερα είχε πράξει ο συνεπώνυμος διπλωματικός Μοδιάνο. Πόσο τυχαίος είναι άραγε αυτός ο συσχετισμός και ώς πού εκτεινόταν;
Σημειωτέον ότι η αποκάλυψη της πρώτης αγγλοελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης είχε πανικοβάλει όχι μόνο τους αυτονομιστές του «πριγκιπάτου» και τον πελιδνό πλέον «πρίγκιπα», αλλά και τις ιταλικές κατοχικές αρχές, οι οποίες έκαναν εκτεταμένες ανακρίσεις και έρευνες για να βρουν ποια ήταν τα μέλη της και ποιοι είχαν συνεργασθεί μαζί τους. Χρησιμοποιήθηκαν σκληρότατα και απάνθρωπα βασανιστήρια για όσους είχαν ή ήταν ύποπτοι για ανάμιξη, ενώ ύστερα από ασυνήθιστα μακρόχρονες ανακρίσεις στις 11 Απριλίου 1942 έγινε στο ιταλικό στρατοδικείο Αγρινίου η δίκη τους, στην οποία πρώτος μάρτυς κατηγορίας προσήλθε να καταθέσει ο λοχαγός Βίτο Μοντιάνο. Έτσι κατορθώθηκε να καταδικασθούν σε βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων οι Ζήσης Νίκζας, Αναστ. Γεωργίτσης, Ιωάν. Τζίνας, Λεων. Τσιώμης, Αθαν. Τσουπινάκης, Σουλτάνα Τσουπινάκη, Κων. Μπαϊρακτάρης και Ελένη Παπαζήση, οι οποίοι λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο ατυχής Άγγλος ταγματάρχης Τζακ Πρέστον, που είχε καταφέρει να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε με πολλές περιπέτειες μέσω Κατερίνης στην Αθήνα, όπου τον Οκτώβριο 1941 τραυματίσθηκε θανάσιμα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει τη σύλληψή του από Ιταλούς καραμπινιέρους.
Παρά λοιπόν την αποτελεσματική προστασία που του είχε παράσχει ο Ιταλοεβραίος λοχαγός, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταπτοημένος τον Ιούνιο του 1942 εγκατέλειπε οριστικά τις αυτονομιστικές προσπάθειές του. Και το 1943 βρισκόταν πλέον στην αγαπημένη του Ρουμανία με γκρεμισμένα τα όνειρά του. Στη φάση αυτή, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ιταλία ή ενδεχομένως στην Κροατία, παραχώρησε τον τίτλο του «πριγκιπάτου» σ’ έναν τριαντάχρονο τότε Ουγγροεβραίο, τον βαρώνο Γκιούλα Μιλβάνι Τσεσνέγκι, που πήρε το όνομα «Ιούλιος Α΄». Τον είχε γνωρίσει στην Ιταλία και ήταν φανατικός φασίστας.
Ο Τσεσνέγκι ήταν συνεργάτης και στενός φίλος (πάντως ήταν από το καλοκαίρι του 1941 διοικητής της Βασιλικής Λεγεώνας της Κροατίας και ουσιαστικά αυλάρχης) του τιτουλάριου βασιλιά της Κροατίας υπό το όνομα Τόμισλαβ Β΄, δηλαδή του δούκα του Σπολέτο Αϊμόνε.
Ο Αϊμόνε, που ήταν και αυτός φανατικός φασίστας, υποχρεώθηκε μετά το τέλος του πολέμου να αυτοεξορισθεί στην Αργεντινή, σε αντίθεση με τη σύζυγό του (επρόκειτο για την πριγκίπισσα της Ελλάδος Ειρήνη, αδελφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄) που παρέμεινε στην Ιταλία, όπου και είχε φυλακισθεί επί κυβερνήσεως Μπαντόλιο. Στην Αργεντινή ακολούθησε τον Αϊμόνε και ο φέρων τον ανύπαρκτο τίτλο του «πρίγκιπα της Πίνδου» Τσεσνέγκι, ο οποίος φέρεται να κληροδότησε τον «τίτλο» στον ανιψιό του. Ο τελευταίος, που έχει επεκτείνει το «Πίνδου» σε «Πίνδου και Μακεδονίας», εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκούς κύκλους ως ...διεκδικητής της «χώρας» του! Έφθασε μάλιστα στο σημείο να απευθυνθεί και στις Βρυξέλλες για να εδραιώσει την απαίτησή του, γεγονός που χωρίς αμφιβολία θα έχει οδηγήσει σε πονηρές σκέψεις «κάποιους»... Σημειωτέον ότι παρόμοια κίνηση έχει κάνει και ένας ανιψιός του Διαμάντη με το όνομα Νικόλαος που ζει μεταξύ Ιταλίας και Αμερικής!Τετοια ονειρα υπαρχουν δυστυχως και σε μερικους νεοβλαχους στη Λαρισα που εχουν βαλει στοχο την Αυτοδιοικηση.
Ας δούμε, όμως, ποιος ήταν ο αρχικός «πρίγκιπας της Πίνδου»:
Αλκιβιάδης Διαμάντης η Διαμαντος, του Κωνσταντίνου. Γόνος εύπορης οικογένειας, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1894, σπούδασε στο Γυμνάσιο Σιάτιστας και συνέχισε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι, όπου συνδέθηκε με «αρρομουνικούς» κύκλους. Αναφέρεται ότι υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ενώ το 1917 εμφανίστηκε επικεφαλής ένοπλης ομάδας σε χωριά της Πίνδου και με την ανοχή των Ιταλών ανακοίνωσε σε επίσημη τελετή την ίδρυση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» με έδρα τη Σαμαρίνα και αυτοχρίσθηκε σε «πρίγκιπα». Μετά από επίσημη διαμαρτυρία του ελληνικού κράτους στους Συμμάχους, τα ιταλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ήπειρο και μαζί τους ο Διαμάντης. Για την πράξη του εκείνη καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά το 1927 αμνηστεύθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία μετά τον πόλεμο, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας αυτής και στις αρχές της δεκαετίας 1920 διορίσθηκε πρόξενος στους Αγίους Σαράντα, προκειμένου να ασκήσει προπαγάνδα στους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής. Πιστεύεται ότι κατά τη θητεία του εκεί, μέχρι το 1925, συνδέθηκε με ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Αναμίχθηκε σε οικονομικές ατασθαλίες και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αλβανία και τη ρουμανική διπλωματική υπηρεσία.
Επανήλθε στην Ελλάδα και ως αντιπρόσωπος ρουμανικών οίκων εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνεχίζοντας να προσφέρει υπηρεσίες στη ρουμανική προπαγάνδα. Με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου έκανε περιοδείες στην επαρχία, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι, δημιουργώντας πυρήνες φίλων του. Στην Αθήνα διατηρούσε πολυτελή γραφεία στο νεόδμητο μέγαρο του ΜΤΣ, ασχολούμενος κυρίως με την εκπροσώπηση πετρελαίου και ξυλείας από τη Ρουμανία. Διατηρούσε πάντα τις επαφές του τόσο με τη Ρουμανία όσο και με την Ιταλία, όπου έκανε συχνά ταξίδια και είχε συνδεθεί με στελέχη της Σιδηράς Φρουράς και του φασιστικού κόμματος αντίστοιχα. Το 1940, όταν πλέον είχε αποφασισθεί η εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, εξαφανίσθηκε από την Αθήνα, αφού ήδη από ετών είχε προσελκύσει την προσοχή της ελληνικής αντικατασκοπίας που τον παρακολουθούσε.
Όταν έγινε η ιταλική επίθεση, ο Διαμάντης, στον οποίον είχε απονεμηθεί ιταλικό παράσημο (εξ ου και του άρεσε να τον αποκαλούν κομεντατόρε) βρισκόταν στην Αλβανία για να βοηθήσει. Ήταν σύμβουλος και διερμηνέας του στρατηγού Αλφρέντο Γκουτσόνι. Άνθρωποί του χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί στην αρχική προέλαση των Ιταλών, ενώ άλλοι από τους πυρήνες που είχε δημιουργήσει εντοπίσθηκαν αμέσως από τις ελληνικές αρχές και κατέληξαν σιωπηρά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως (τουλάχιστον 200 στην Κόρινθο) ή σε εξορίες στα απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου. Όταν τελικά τον Απρίλιο του 1941 ο ιταλικός στρατός, ακολουθώντας τον γερμανικό, κατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Διαμάντης επανεμφανίσθηκε.
Το σχέδιό του ήταν να δημιουργήσει το κρατίδιο που είχε ονειρευθεί ήδη προ 25ετίας και έσπευσε να αναζητήσει συνεργάτες, που είχε προσηλυτίσει στα ταξίδια του κατά τα προπολεμικά χρόνια. Με τη συνδρομή του Νικολάου Ματούση ίδρυσε τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και τον Σεπτέμβριο 1941 έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του, ζητώντας ως «εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» από τον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου προνόμια. Στηριζόμενος πάντα στους Ιταλούς και με την άμεση ενίσχυση των Ρουμάνων, υποχρεώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1942 οι θεσσαλικές εφημερίδες να δημοσιεύσουν το «μανιφέστο» του, που το συνυπέγραφαν ελάχιστοι από τους επιφανείς επιστήμονες Κουτσόβλαχους που δέχθηκαν.
Απογοητευμένος για τη μη θετική εξέλιξη του «ονείρου» του, τον Ιούνιο 1942 έφυγε από την Ελλάδα και γύρισε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε ανάμεσα στους ελληνικής καταγωγής σιδηροφρουρίτες του Χόρια Σίμα και μετά την πτώση του καθεστώτος Αντωνέσκου συνελήφθη και εκτελέσθηκε το 1948.
Ο «αντ’ αυτού» άμεσος συνεργάτης του Διαμάντη, ο Ματούσης, ήταν ομοίως τυχοδιώκτης και καιροσκόπος:
• Νικόλαος Ματούσης, του Ματθαίου. Γεννήθηκε το 1899 στη Σαμαρίνα και τέλειωσε το Γυμνάσιο Τρικάλων και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δικηγόρησε στη Λάρισα. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του ΚΚΕ και το 1925 έγινε μέλος της Κ.Ε. του, αλλά σύντομα διαγράφηκε. Στη συνέχεια υπήρξε συνεργάτης του Ιω. Σοφιανόπουλου και του Απ. Παγκούτσου με το Αγροτικό Κόμμα. Τον Αλκιβιάδη Διαμάντη γνώρισε στα μέσα της δεκαετίας 1920 στη Λάρισα και από τότε συνδέθηκαν. Με την έναρξη της Κατοχής, ξαναβρέθηκε με τον Διαμάντη και αποφάσισαν να προωθήσουν την ιδέα του «πριγκιπάτου της Πίνδου», που θα εκτεινόταν σε όσες περιοχές ζούσαν Κουτσόβλαχοι, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Με βασικούς συνεργάτες τους Δημοσθ. Τσούτρα και Κων. Τάχα ίδρυσε στη Λάρισα τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» για την υλοποίηση των σχεδίων αυτών, σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος θα γινόταν ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, ο Βασίλειος Ραποτίκας θα γινόταν αρχηγός του στρατού και θα υπήρχε κοινοβούλιο στα Τρίκαλα, ενώ η έδρα της κυβέρνησης θα ήταν στη Λάρισα. Επίσημη γλώσσα θα ήταν η κουτσοβλαχική, με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής και με επαναφορά των παλαιών βλάχικων ονομασιών στα τοπωνύμια (π.χ. Σάντα Μαρία η Σαμαρίνα, Αμίντσιου το Μέτσοβο, Νέβεσκα το Νυμφαίο κ.ο.κ.). Τον Μάρτιο 1942 υπογράφηκε το περίφημο μανιφέστο, αλλά τρεις μήνες αργότερα το σχέδιο άρχισε να καταρρέει, με την εξαφάνιση του Διαμάντη και αρκετά αργότερα του ίδιου του Ματούση, που κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Ματούσης είχε επιδιώξει με την εύνοια των Ιταλών, όχι όμως και των Γερμανών που προέβαλαν βέτο, να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός ή έστω υπουργός. Για να ενισχύσει την επιδίωξή του αυτή, αφού πλέον είχε εγκαταλειφθεί πλήρως η ιδέα του κουτσοβλαχικού κρατιδίου, ίδρυσε με τους Σπύρο Χατζηκυριάκο, Φιλήμονα Πατίτσα και Εμμανουήλ Κορωναίο τη γερμανόφιλη οργάνωση Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης. Όταν απέτυχε κι αυτό, αποφάσισε στα τέλη 1943 ή αρχές 1944 να ταξιδέψει στη Ρουμανία. Όταν πήραν την εξουσία οι κομμουνιστές και άρχισαν οι διώξεις του καθεστώτος Αντωνέσκου, ο Ματούσης συνελήφθη για τις σχέσεις του μ’ αυτό και φυλακίσθηκε για αρκετά χρόνια. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατόρθωσε να άρει τις καταδικαστικές σε βάρος αποφάσεις σε θάνατο. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα στο Λουτράκι και από το 1966 στη Λάρισα, όπου και πέθανε το 1991.
 
Για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που είχαν συνεργασθεί με τον Διαμάντη στα ανθελληνικά και αυτονομιστικά του σχέδια, παραθέτουμε σύντομες αναφορές για τα κυριότερα πρόσωπα που έδρασαν στην περίοδο 1941-42 στο πλευρό του[2]:

• Δημοσθένης Τσούτρας, του Νικολάου. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1894 και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ για ένα διάστημα είχε εργασθεί ως υπάλληλος των ΤΤΤ. Διορίσθηκε ως καθηγητής φιλολογίας στο Γυμνάσιο Λάρισας, ενώ εμφανιζόταν πολιτικά ως αριστερός, με αποτέλεσμα επί δικτατορίας Μεταξά να κατηγορηθεί ότι προπαγάνδιζε στους μαθητές κομμουνιστικές ιδέες. Απολύθηκε από τη θέση του και άρχισε να ασκεί τη δικηγορία στη Λάρισα. Βρισκόταν σε επαφή με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, γεγονός που δεν είχε διαφύγει από την ελληνική αντικατασκοπία. Κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συνελήφθη και στάλθηκε εξόριστος στη Χίο ως εθνικά ύποπτος. Αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατελήφθη η Ελλάδα, οπότε και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου τον Μάιο 1941 μαζί με τους Ν. Ματούση και Κ. Τάχα, πρώην κομμουνιστές και οι τρεις, υποδέχθηκαν τον Αλκ. Διαμάντη. Πήρε μέρος ως ηγετικό μέλος στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και βεβαίως συνυπέγραψε το Μανιφέστο του Διαμάντη. Μετά την Κατοχή καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο και δύο φορές σε ισόβια, αλλά κατόρθωσε να κρυφτεί στο αχανές κτήμα του στον Βρυότοπο, όπου ζούσε σε σπηλιές και κρυψώνες μέχρι το 1961 που πέθανε.

• Κωνσταντίνος Τάχας. Είχε γεννηθεί στη Λάρισα και ήταν γιατρός. Την εποχή των σπουδών του είχε εκδηλωθεί ως κομμουνιστής και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Νικόλαο Ματούση και τον Δημοσθένη Τσούτρα, μαζί με τους οποίους υποδέχθηκαν τον Μάιο 1941 στη Λάρισα τον Διαμάντη και στη συνέχεια σχημάτισαν την πρώτη διοικούσα επιτροπή της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και ο ίδιος υπήρξε ο κεντρικός ταμίας της οργάνωσης στη Λάρισα. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Βασίλειος Ραποτίκας, του Χρήστου. Γεννήθηκε το 1888 στη Γράμμουστα Πίνδου και ήταν αρβανιτόβλαχος. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο χωριό Ροδιά Τυρνάβου, όπου συν τω χρόνω έγινε μεγαλοτσέλιγκας. Με την Κατοχή ήρθε σε επαφή με τον Νικόλαο Ματούση και εντάχθηκε από τους πρώτους στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», αναλαμβάνοντας να συγκροτήσει το ένοπλο τμήμα της. Έχοντας πολλές γνωριμίες σε διάφορα χωριά που υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και κυρίως Αρβανιτόβλαχοι, έπεισε πολλούς για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ομάδα, της οποίας ήταν αρχηγός. Επικεφαλής των ανδρών αυτών, που διακρίνονταν ιδίως για την αγριότητά τους, γύριζε στις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, συνοδευόμενος από Ιταλούς. Ανάμεσα σε ανθελληνικές δραστηριότητες, η πρώτη του φροντίδα ήταν ο ίδιος και οι άνδρες του να τρομοκρατούν και να λεηλατούν τους χωρικούς, αρπάζοντας ζώα και τρόφιμα. Φιλόδοξος, καθώς ήταν, πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης που θα σχημάτιζε με τους λεγεωνάριους το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Το καλοκαίρι του 1943 με τέχνασμα τον συνέλαβαν στη Λάρισα ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι τον βασάνισαν σκληρά και σκοτώθηκε κάπου στα χωριά Γριζάνο και Τσιότι, δεμένος πίσω από ένα άλογο που έτρεχε.
• Θωμάς Πισπιρίγκος, του Δημητρίου. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ήταν δικηγόρος. Αν και ήταν επηρεασμένος από τη ρουμανική και την ιταλική προπαγάνδα, είχε κατορθώσει να γίνει έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε, αλλά επέδειξε ηττοπάθεια με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο και να καθαιρεθεί. Υπήρξε από τους πρώτους και τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη και συνεπέγραψε το μανιφέστο του. Ανέπτυξε με φανατισμό πλούσια αντεθνική δράση, τόσο στην αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων, όσο και στο πλευρό των Ιταλών κατακτητών, ενώ αναφέρεται ότι είχε τον βαθμό του ταγματάρχη του ιταλικού στρατού. Μετά την αποτυχία της κίνησης Διαμάντη και την εξαφάνιση των λεγεωναρίων, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κατόρθωσε να διορισθεί νομικός σύμβουλος στην Υπηρεσία Κτημάτων της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, ενώ έγινε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ήταν ευθέως υπέρ της προσάρτησης της Πίνδου στην Ιταλία, καθώς και υπέρ της συνεργασίας με τους Βουλγάρους. Το 1944, πριν φύγουν οι Γερμανοί, κατέφυγε στη Ρουμανία όπου και πέθανε.
• Νικόλαος Μητσιμπούνας. Γιατρός από τα Γρεβενά. Έμπιστος και στενός συνεργάτης του Διαμάντη, υπήρξε πληρεξούσιός του για τη διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων στη Ροδιά Τυρνάβου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στις περιφέρειες όπου εμφανίσθηκε η κίνηση Διαμάντη και ιδιαίτερα στον νομό Λάρισας. Είχε συνυπογράψει το περίφημο μανιφέστο. Μετά την αναχώρηση του Διαμάντη, ανέλαβε την αρχηγία της κίνησης στην περιοχή Γρεβενών και τον Μάρτιο 1943, όταν οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Γρεβενά τους ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Μητσιμπούνας. Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και ήταν κτηνοτρόφος. Εξάδελφος του προηγουμένου και αδελφός του Νικολάου Μητσιμπούνα, καθηγητή της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ήταν φανατικός ανθέλληνας και αυτονομιστής και αρχικά υπήρξε ο οργανωτής της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» στα Γρεβενά. Αναδείχθηκε σ’ έναν από τους κυνικότερους πλιατσικολόγους σε βάρος των ίδιων των Κουτσοβλάχων, με αποτέλεσμα ο Διαμάντης να υποχρεωθεί να τον διαπομπεύσει, κρεμώντας τον ζωντανό επί ώρες στην πλατεία του χωριού Βλαχόγιαννι. Αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο 1941 και στη συνέχεια ο Γ. Μητσιμπούνας, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, εγκατέλειψε τον Διαμάντη, χωρίς να παραιτηθεί από τις ύποπτες σχέσεις του με τους Ιταλούς. Αντίθετα, τις συνέχισε και συγκρότησε μια ισχυρή αντιανταρτική ομάδα ενόπλων Κουτσοβλάχων. Τον Φεβρουάριο 1943 για να ενισχύσει την ομάδα του, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς στην ύπαιθρο, στρατολόγησε, μεταξύ άλλων, μαθητές από τις μεγαλύτερες τάξεις του Ρουμανικού Γυμνασίου Βέροιας και της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με Έλληνες αντάρτες που δρούσαν κατά των λεγεωναρίων. Η ομάδα του Γ. Μητσιμπούνα πήρε μέρος στην ιταλική επιδρομή κατά της Τσαρίτσανης τον Μάρτιο 1943 και συμμετείχε στους εμπρησμούς, λεηλασίες και φόνους που ακολούθησαν. Μετά την κατάρρευση των Ιταλών, συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς και πριν αποχωρήσουν οι τελευταίοι το 1944 κατέφυγε στη Ρουμανία. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών.
• Στέφανος Κώτσιος. Απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής, όταν εμφανίστηκε η κίνηση Διαμάντη, δραστηριοποιήθηκε και μαζί με τον Νικ. Φράγκο οργάνωσαν τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» στην περιοχή Ελασσόνας. Παρά την αντίθεση της κυβέρνησης Αθηνών, κατόρθωσε να διορισθεί από τους κατακτητές νομάρχης Λάρισας στις αρχές του 1943, ώστε να ευνοήσει την κίνηση των αυτονομιστών. Ως νομάρχης εκτελούσε τις εντολές του Ματούση για τον διορισμό αυτονομιστών σε θέσεις των τοπικών κοινοτικών αρχών και φυσικά τη διευκόλυνση της αυτονομιστικής προπαγάνδας. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, ως όργανο πλέον των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Νικόλαος Φράγκος. Είχε γεννηθεί στην Ελασσόνα, όπου και άσκησε την ιατρική. Κατά την Κατοχή, ως ιταλομαθής που ήταν, είχε γίνει διερμηνέας των εκεί ιταλικών αρχών. Προσχώρησε αμέσως στην κίνηση του Διαμάντη και συνυπέγραψε από τους πρώτους το μανιφέστο του, ενώ υπήρξε αρχηγός των λεγεωναρίων της Ελασσόνας. Ταυτόχρονα με την επαίσχυντη ανθελληνική στάση του, είχε την πρόνοια από τις αρχές του 1943, όταν πλέον διαφαινόταν η έκβαση του πολέμου, να διατηρεί σχέσεις με το τοπικό ΕΑΜ, που το ενίσχυε κρυφά «για παν ενδεχόμενον». Παρ’ όλα αυτά, μετά το τέλος του πολέμου, δικάσθηκε μαζί με τους άλλους πρωτεργάτες της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» σε πρόσκαιρη κάθειρξη 15 ετών.
• Ζήκος Αράιας. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και καταγόταν από τη Σαμαρίνα. Ήταν φανατικό όργανο της ρουμανικής και ιταλικής προπαγάνδας και εκδήλωσε τον ανθελληνισμό του ήδη από το 1917, όταν ο Διαμάντης είχε πρωταγωνιστήσει μαζί του στην πρώτη ανακήρυξη του «πριγκιπάτου της Πίνδου». Στα ενδιάμεσα ήταν καθηγητής και διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Έσπευσε από τους πρώτους να συνεργασθεί με τον Διαμάντη, με τον οποίο διατηρούσε όλα τα χρόνια στενή επικοινωνία, όταν επανεμφανίσθηκε το 1941, και διορίσθηκε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Γρεβενών. Το περίφημο Μανιφέστο του Διαμάντη το συνυπέγραψε ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Βουλγαρίας. Μετά την αποτυχία της αυτονομιστικής κίνησης και την εκκένωση των Γρεβενών από τους Ιταλούς, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Σωτήρης Αράιας, του Ζήκου. Γιος του προηγουμένου. Ήταν κι αυτός καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και πήρε μέρος στην κίνηση των αυτονομιστών του Διαμάντη, ενώ παράλληλα υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στα Γρεβενά. Σε κάθε ευκαιρία προπαγάνδιζε τον ανθελληνισμό του με φανατισμό. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Βασιλάκης. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και ήταν δικηγόρος. Τον Δεκέμβριο του 1916, όταν οι Γάλλοι έθεσαν υπό κατοχή τα Γρεβενά, αν και η πόλη ανήκε στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη», ο Βασιλάκης που εμφανιζόταν ως φανατικός βενιζελικός διορίσθηκε δήμαρχος και άρχισε διώξεις όχι μόνο των αντιβενιζελικών, αλλά και όσων είχαν εκδηλωθεί εναντίον των ρουμανιζόντων. Είχε πάρει μέρος στην πρώτη αυτονομιστική κίνηση του Διαμάντη το 1917 και μόλις άρχισε το 1940 ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη ως εθνικά ύποπτος και εκτοπίσθηκε. Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Καζάνας. Ήταν δικηγόρος που ζούσε στα Γρεβενά και ως συγγενής του Διαμάντη είχε αναλάβει να διευθύνει το επιχειρηματικό γραφείο του στην πόλη, καθώς και τα γραφεία της Ένωσης Ρουμανικών Κοινοτήτων που είχε ιδρύσει. Πήρε μέρος σε διάφορες ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας και είχε στενές σχέσεις με τις ιταλικές αρχές. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Περικλής Πιτένης, του Δημητρίου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας, πρώτος εξάδελφος και έμπιστος συνεργάτης του Αλκιβιάδη Διαμάντη. Συνυπέγραψε από τους πρώτους το αυτονομιστικό μανιφέστο του Διαμάντη. Διορισμένοι από τους Ιταλούς, με τον Νικόλαο Φουρκιώτη και τον Γεώργιο Γκιουλέκα, είχαν σχηματίσει την επιτροπή Λάρισας για τη «διαχείριση» της γαλακτοπαραγωγής που είχαν δεσμεύσει οι ιταλικές αρχές, συγκεντρώνοντας και τυροκομώντας το γάλα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας και τελικά καταδικάσθηκε μεταπολεμικά σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Ιωάννης Μέρτζιος, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας, όπου ζούσε μέχρι την Κατοχή. Φέρεται ότι συνυπέγραψε το μανιφέστο του Διαμάντη και το 1942 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών. Εκεί του παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς το κέντρο «Περοκέ», που το μετέτρεψε σε καζίνο, παρά την αντίθεση των ελληνικών αρχών. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 11 ετών ως οικονομικός δοσίλογος.
• Βασίλειος Αγορογιάννης. Είχε γεννηθεί στη Σαμαρίνα, της οποίας διορίσθηκε αυθαίρετα πρόεδρος τον Αύγουστο 1941 από τον Διαμάντη. Το σπίτι του χρησιμοποιούσε ο Διαμάντης με τους ανθρώπους του για να φιλοξενείται όταν έφθανε εκεί επί Κατοχής.
• Στέργιος ή Γιούλης Αναγνώστης, του Χρήστου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, συνέβαλε στη στρατολόγηση βλαχοφώνων της Βέροιας για λογαριασμό των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη. Πριν αποχωρήσει ο γερμανικός στρατός τον Οκτώβριο 1944, ο Αναγνώστης εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον ακολούθησε, ενώ υπάρχει η πληροφορία ότι εκπαιδεύθηκε στη Βιέννη ως κατάσκοπος και γύρισε στην Ελλάδα στις αρχές του 1945 για ανάλογη δράση σε βάρος της χώρας. Το 1946 καταδικάσθηκε στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
• Βασίλειος Βαρδούλης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Γαλάνης, του Ευθυμίου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και ήταν φανατικός ρουμανίζων από προπολεμικά. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσέφερε υπηρεσίες στα πρώτα ιταλικά στρατεύματα που προς στιγμήν είχαν εισβάλει στην Ελλάδα, υποδεικνύοντάς τους άγνωστα μονοπάτια πώς να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό. Προδοτική δράση, όπως ήταν επόμενο, επέδειξε και κατά την Κατοχή, οπότε είχε ντυθεί ως Ιταλός στρατιωτικός και οπλοφορούσε, διενεργώντας προπαγάνδα τόσο υπέρ των Ιταλών κατακτητών, όσο και της αυτονομιστικής κίνησης του «πριγκιπάτου». Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Γκιουλέκας. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Πραιτώρι Ελασσόνας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Μετά την αποτυχία της, στις αρχές του 1943 εγκατέλειψε τους λεγεωναρίους και ήρθε στην Αθήνα, όπου ζούσε προπολεμικά. Από τον Απρίλιο 1944 εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον σκότωσαν οι αντάρτες.
• Ε. Γκοτζαμάνης. Μηχανικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Γρηγόριος Γκούντας, του Αδάμου. Ήταν από την Ελασσόνα και μόλις εκδηλώθηκε η αυτονομιστική κίνηση, συνεργάσθηκε με τους Ν. Φράγκο και Στ. Κώτσιο για τους ανθελληνικούς αυτούς σκοπούς στην Ελασσόνα. Η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», της οποίας ήταν μέλος φυσικά, τον διόρισε πρόεδρο της Κοινότητας Ελασσόνας.
• Στέφανος Δελήμπασης. Καταγόταν από το Μέτσοβο και υπηρετούσε ως ρουμανοδιδάσκαλος στην Κλεισούρα. Προπαγάνδιζε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», ενώ συνεργάσθηκε με τις τοπικές ιταλικές αρχές κατοχής και ιδιαίτερα με τον Ιταλό φρούραρχο Καστοριάς.
 
• Δημήτριος Δημαρέλης. Από το Δίστρατο. Πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, του οποίου ήταν σωματοφύλακας και τον συνόδευε στις περιοδείες του. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά, ενώ είναι άγνωστο τι απέγινε. Ενδεχομένως να ακολούθησε τον Διαμάντη στη Ρουμανία.
• Αν. Καλομέτρος. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Κ. Καλογεράς. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Τάκης Καπρίνης, του Αδάμου. Γεννήθηκε στη Βέροια, όπου ασκούσε εμπορία μαλλιών. Όταν τον Απρίλιο 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Βέροια, τους υποδέχθηκε με γερμανικές και ρουμανικές σημαίες και υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου». Συστηματικά ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών, με τη στρατολόγηση νέων Κουτσοβλάχων πότε στους λεγεωνάριους και πότε στους Ιταλούς, αργότερα στο πλευρό των Γερμανών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών.
• Ιωάννης Καραμούζης (ή Καραμπούζης). Είχε σπουδάσει στη Ρουμανική Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης και στην προπολεμική περίοδο ήταν γνωστός ως πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, εξ ου και μόλις άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη και εκτοπίσθηκε. Μόλις άρχισε η Κατοχή και απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και υπέρ του ίδιου προσωπικά. Συγκρότησε τη Ρουμανική Λέσχη Θεσσαλονίκης (κατά το πρότυπο της αντίστοιχης Βουλγαρικής) και υπήρξε πρόεδρός της, με άμεσο συνεργάτη στον ανθελληνισμό τους τον Θωμά Πισπιρίγκο. Μετά την αποτυχία των αυτονομιστικών σχεδίων και την κατάρρευση της Ιταλίας, διέφυγε το καλοκαίρι του 1944 στη Ρουμανία. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
 
• Γεώργιος Καρμάνης, του Ευαγγέλου. Ζούσε στον Αλμυρό Βόλου και ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να γίνουν όργανα της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και ταυτόχρονα των Ιταλών κατακτητών. Υπηρέτησε ως Ιταλός καραμπινιέρος, διώκοντας και καταδίδοντας συμπατριώτες του. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά.
 
• Γεώργιος Κοντογιάννης. Υπήρξε από τους φανατικότερους αυτονομιστές του Τυρνάβου και έδρασε από την αρχή της Κατοχής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν επίσημα η αυτονομιστική κίνηση, ενώ επωφελήθηκε οικονομικά από τις καταπιέσεις των άλλων Κουτσοβλάχων της περιοχής που δεν ήθελαν να γίνουν προδότες. Πήρε μέρος σε επιδρομές της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και τελικά, μετά την αποτυχία της, σκοτώθηκε από αντάρτες.
 
• Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Γιος του προηγουμένου. Έδρασε κι αυτός στο πλευρό των αυτονομιστών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών.
 
• Λεωνίδας Κοντογιάννης. Γιος του Γεωργίου και αδελφός του προηγουμένου. Ως δραστήριο μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» διορίσθηκε το 1942 πρόεδρος της Κοινότητας Τυρνάβου.
 
• Ιωάννης Κόπανος. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Δημήτριος Κουρδίστας. Καταγόταν από τον Αλμυρό Βόλου, όπου οργάνωσε το πρώτο ένοπλο τμήμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» εκεί. Συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και εντάχθηκε στο σώμα του Ραποτίκα. Εκτελέσθηκε πριν από το τέλος της Κατοχής από τους αντάρτες.
 
• Αδάμος Μαργαρίτης. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Ιταλούς σε μια φάση που είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος, αλλά είχαν εγκλωβισθεί, και τους υπέδειξε άγνωστα μονοπάτια στα βουνά της Πίνδου για να αποφύγουν την αιχμαλωσία τους από τον Ελληνικό Στρατό. Υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης και παράλληλα έδρασε αντεθνικά κατά την Κατοχή. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
 
• Γεώργιος Μίχης. Στην Κατοχή ζούσε στη Λάρισα, όπου ήταν διευθυντής του μονοπωλίου άλατος εκεί. Προσχώρησε νωρίς στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» και προπαγάνδιζε υπέρ της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Έγινε ταμίας της κεντρικής οργάνωσης της τελευταίας, στη θέση του Κ. Τάχα, διαχειριζόμενος όλα τα ποσά που συγκέντρωναν παράνομα, ενώ τελικά ορισμένα απ’ αυτά οικειοποιήθηκε. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε οκταετή κάθειρξη.
Βιργίλιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
    
• Αθανάσιος Μπαλοδήμος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Μπαλοδήμος. Ήταν από την Αβδέλλα και με δική του πρωτοβουλία και με τη βοήθεια Ιταλών καραμπινιέρων τον Ιούλιο 1942 πήγε στο Σπήλαιο, όπου προέβη σε λεηλασίες και συλλήψεις προκρίτων και άλλων ατόμων. Οδηγήθηκαν όλοι στην Αβδέλλα, όπου βασανίσθηκαν σκληρά.
 
• Δημ. Μπάρδας. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Μιχαήλ Μπάρδας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Ιωάννης Μπαρτζούμας, του Κωνσταντίνου. Ήταν εκπαιδευτικός και διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Κρανιάς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών, ενώ μόλις εμφανίσθηκε ο Αλκ. Διαμάντης τον ακολούθησε με φανατισμό και υπήρξε επικεφαλής της προπαγάνδας των αυτονομιστών και στη συνέχεια αρχηγός της νεολαίας και σύμβουλος στην Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων που ίδρυσε ο Διαμάντης ταυτόχρονα με τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Ο ανθελληνισμός του είχε εκδηλωθεί επανειλημμένα και με χυδαιότητα, ενώ είχε υποβάλει στις ιταλικές αρχές υπόμνημα καταγγέλλοντας την ελληνική κυβέρνηση και ζητώντας την προσάρτηση της περιοχής στην Ιταλία. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 και 2 ετών από τα δικαστήρια Κοζάνης και Λάρισας αντίστοιχα.
 
• Τόλης Μπάστας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Α. Μπέκας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Αδάμος Μπίλιας ή Μπίλης. Από τους πρώτους οπαδούς της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και προσωπικά του Νικολάου Ματούσης, του οποίου ήταν σε όλο το διάστημα της Κατοχής στη Λάρισα σωματοφύλακάς του. Πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις των λεγεωναρίων και σε άλλες κοινές με τους Ιταλούς. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση και πέθανε το 1993.
 
• Αργύρης Μποχώρης ή Μπάσδος. Ήταν Αρβανιτόβλαχος και από τους πρώτους ένοπλους που στρατολόγησε ο Ραποτίκας για να συγκροτήσει το στρατιωτικό σώμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Πήρε μέρος σε διάφορες επιδρομές και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας εγκατέλειψε τους αυτονομιστές και εντάχθηκε σε αντικομμουνιστικές ομάδες της Κατερίνης.
 
• Κωνσταντίνος Νάκας, του Στεργίου. Καταγόταν από το Δίστρατο και υπήρξε από την ομάδα των ανθελλήνων Κουτσοβλάχων που είχαν βοηθήσει τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις πρώτες ημέρες που εισέβαλαν στην Ελλάδα το 1940 να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό, χρησιμεύοντας ως οδηγός τους και υποδεικνύοντας άγνωστα μονοπάτια. Κατά την Κατοχή υπήρξε προκλητική η συμπεριφορά του υπέρ των Ιταλών κατακτητών, ενώ πήρε μέρος σε καταπιέσεις και ξυλοδαρμούς βλαχοφώνων που αρνούνταν να πάρουν μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο, αφού προηγουμένως είχε κατορθώσει να εξαφανισθεί από την Ελλάδα.
• Κωνσταντίνος Νικολάου ή Παπαδάμ, του Τριαντάφυλλου. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1918 και φοίτησε στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος, ενώ οικογενειακά ενίσχυαν τη ρουμανική και ιταλική προπαγάνδα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου συνελήφθη για προπαγάνδα υπέρ των Ιταλών και εξορίσθηκε στην Κρήτη. Με την έναρξη της Κατοχής, επέστρεψε και έγινε διερμηνέας των Ιταλών στο Μέτσοβο. Ταυτόχρονα με την υπηρεσία του αυτή, εργάσθηκε με φανατισμό υπέρ των αυτονομιστών. Ακολουθούσε τον Αλκιβιάδη Διαμάντη στις περιοδείες του σε διάφορες πόλεις και χωριά, εμφανιζόμενος ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Μετά την αποτυχία της κίνησης και την απομάκρυνση του αρχηγού του, ο ίδιος εξαφανίσθηκε από το Μέτσοβο και μετά τον πόλεμο επανήλθε στις περιοχές Φαρσάλων και Τρικάλων. Καταδικάσθηκε σε ειρκτή 5 1/2 ετών.
• Κωνσταντίνος Νικολέσκος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Φερδινάνδος Νιμπής. Ήταν από την Κρανιά και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε προληπτικά συλληφθεί και εκτοπισθεί στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή οπαδός του Αλκιβ. Διαμάντη, ο οποίος τον διόρισε ρουμανοδιδάσκαλο στην Κρανιά Μετσόβου.
 
• Γεώργιος Νουλίκας, του Νικολάου. Ζούσε στη Βέροια, όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμποροράπτη. Υπήρξε συνεργάτης του Καπρίνη και του Διαμάντη στη Βέροια και πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση ως σύμβουλος της Ρουμανικής Κοινότητας Βέροιας. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών.
 
• Απόστολος Ντόκος. Ήταν από τα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Ένα από τα πρώτα μέλη της κίνησης που ίδρυσε ο Διαμάντης κατά την πρώτη επίσκεψή του στα Γρεβενά. Συνεργαζόταν στενά με τον γιατρό Νικόλαο Μητσιμπούνα και για προπαγανδιστικούς λόγους περιόδευε σε διάφορα μέρη της Θεσσαλίας. Λόγω επαγγέλματος, του είχε ανατεθεί να μοιράζει τρόφιμα και φάρμακα στους ρουμανίζοντες της περιοχής, γεγονός που το εκμεταλλεύθηκε για να πλουτίσει περισσότερο.
 
• Αθανάσιος Παπαθανασίου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών. Υπήρξε αφανής ιθύνων νους της ιταλικής και ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή Γρεβενών και είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη το 1941, αρνήθηκε να αναρτήσει την ελληνική σημαία στο σχολείο, δίπλα στη γερμανική και τη ρουμανική, όπως ήταν η γερμανική διαταγή. Είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
 
• Σωτήριος Παπαθανασίου, του Ιωάννου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Βέροιας. Φανατικός υποστηρικτής της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, συνεργαζόταν με το ρουμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης και τις ιταλικές αρχές των Γρεβενών. Συνέβαλε στη στράτευση νέων της περιοχής Βέροιας στα σώματα που συγκροτήθηκαν για να βοηθήσουν τους Ιταλούς επί Κατοχής. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
 
• Απόστολος Παπάς. Ζούσε στα Γρεβενά και καταγόταν από την Αβδέλλα. Στην Κατοχή ήταν ηλικίας 37 ετών και υπηρετούσε ως διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στα Γρεβενά και είχε συνυπογράψει το γνωστό μανιφέστο του Διαμάντη. Δεν είναι γνωστό τι έγινε μετά τον πόλεμο.
 
• Ιωάννης Πατσιαβούρας ή Πατσαούρας. Ήταν από την Αβδέλλα και ζούσε στα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Φανατικός οπαδός του Διαμάντη και συνεργάτης των Ιταλών, από τους οποίους είχε διορισθεί επόπτης για τη διάθεση των σφαγίων και της συγκέντρωση του παρακρατήματος, γεγονός που του απέφερε μεγάλα κέρδη.
 
• Σ. Πελέκης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Κωνσταντίνος Πέμας. Καταγόταν από το Μοναστήρι Σερβίας και στην Ελλάδα υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Όταν άρχισε η Κατοχή, ενώ υπηρετούσε ως διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου Γρεβενών, εκδήλωσε με φανατισμό τα ανθελληνικά του φρονήματα και υποστήριξε εκθύμως την κίνηση Διαμάντη. Όταν από την Αθήνα του κοινοποιήθηκε η μετάθεσή του για την Αίγινα, αρνήθηκε να υπακούσει με βαρείς χαρακτηρισμούς για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των Ιταλών, ματαιώθηκε η μετάθεσή του και τελικά μετατέθηκε στη Λάρισα, ύστερα από παρέμβαση της λεγεώνας. Συμμετείχε σε ενέργειες υπέρ των Ιταλών, μετά την κατάρρευση των οποίων και τον εν συνεχεία εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πολωνία, φέρεται ότι καρπώθηκε ισραηλινή περιουσία στη Θεσσαλονίκη. Είναι άγνωστο τι απέγινε μετά τον πόλεμο.
 
• Λάζαρος Περδίκης. Καταγόταν από το Περιβόλι και ήταν επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων. Προπαγάνδιζε υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη και έκανε συχνές περιοδείες, φροντίζοντας για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά και το κλείσιμο αντιστοίχως των ελληνικών.
 
• Κωνσταντίνος Πιάνας. Καταγόταν από τον Αμπελώνα Λάρισας και επί Κατοχής υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στον Τύρναβο, παίρνοντας μέρος μαζί τους σε επιδρομές και λεηλασίες σε διάφορα χωριά. Εκτός από την αυτονομιστική του δράση, στην ίδια περίοδο πλούτισε εκβιάζοντας και καταπιέζοντας τους ομοφύλους του κυρίως.
 
• Στέργιος Πίκης. Είχε γεννηθεί στο Δίστρατο και κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στρατευμένος ων, αυτομόλησε στους Ιταλούς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας τους, ενώ υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης. Το 1946 καταδικάσθηκε σε θάνατο.
 
• Περιστέρω Πίσπα. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και στα τέλη του 1941 διορίσθηκε, με ενέργειες του Διαμάντη, ως ρουμανοδασκάλα στο εκεί δημοτικό σχολείο, πρωταγωνιστώντας σε πολλά ανθελληνικά επεισόδια με απύθμενο φανατισμό. Το 1946 καταδικάσθηκε σε ποινή προσκαίρων δεσμών 12 ετών.
 
• Κ. Πιτούλης. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Δημήτριος Πολυπραίος. Εργάσθηκε ως ρουμανοδιδάσκαλος στο Πραιτώρι Ελασσόνας, όπου υπήρξε πρωτεργάτης της κίνησης Διαμάντη. Πήρε ενεργό μέρος σε διάφορες ενέργειες των λεγεωναρίων και των Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή Ελασσόνας, αλλά αναφέρεται ότι την άνοιξη του 1942 ήρθε σε ρήξη με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση.
• Βιργίλιος Πούπης, του Λεωνίδα. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Όταν το 1940 σημειώθηκε η ιταλική επίθεση, συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας, λόγω του υπόπτου παρελθόντος του. Υπήρξε από τους πρώτους οπαδούς του Διαμάντη στην αυτονομιστική του κίνηση και πήρε ενεργό μέρος στη ρουμανική προπαγάνδα επί Κατοχής. Πρωτοστάτησε στη βίαιη αρπαγή του ελληνικού σχολείου στη Φούρκα Κόνιτσας τον Σεπτέμβριο 1941, όπου διορίσθηκε δασκάλα η αδελφή του Ελένη Πούπη. Μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών του, έγραψε ένα ποίημα εναντίον της Ελλάδος, το οποίο τότε απαγγελλόταν υποχρεωτικά σε όλα τα ρουμανικά σχολεία της χώρας, ενώ ακόμη και τώρα το χρησιμοποιούν αμετανόητοι αυτονομιστές, θεωρώντας πως έτσι κάνουν προπαγάνδα. Με το τέλος της Κατοχής, ο Πούπης εξαφανίσθηκε και είναι άγνωστο τι απέγινε.
 
• Γεώργιος Προφέντζας. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Δαμασίου Τυρνάβου και ήταν από τους πιο φανατικούς οπαδούς του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Τον Σεπτέμβριο 1941 κατέλαβε βιαίως το Δημοτικό Σχολείο Διστράτου Κόνιτσας και στέγασε σ’ αυτό το ρουμανικό, όπως και στα χωριά Παπάδες και Φούρκα Κόνιτσας. Υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών επί Κατοχής, ενώ μετά την κατάρρευση της Ιταλίας κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς, υπέρ των οποίων οργάνωσε με τους Βιργίλιο Πούπη και Μαργ. Μαργαρίτη ένοπλη ομάδα βλαχόφωνων.
 
• Παναγιώτης Σίμος. Υπήρξε από τους φανατικότερους οπαδούς του Διαμάντη στη Βέροια και ακολούθησε με ζήλο τις ενέργειες της αυτονομιστικής κίνησης, αλλά και συνεργάσθηκε τόσο με τους Ιταλούς αρχικά, όσο και με τους Γερμανούς αργότερα. Το καλοκαίρι του 1944 σχημάτισε ομάδα ενόπλων νέων της Βέροιας για να την εντάξει στο τάγμα των ρουμανιζόντων που είχε σχηματισθεί στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό των Γερμανών. Όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί, τους ακολούθησε στη Βιέννη. Είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
 
• Δημ. Τάχας. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Μιχαήλ Τεγογιάννης. Ήταν καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης για το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Αλκιβ. Διαμάντη, μάλιστα ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Σερβίας. Τον Φεβρουάριο 1943 είχε συνοδεύσει Ιταλό συνταγματάρχη στη Βέροια για να πεισθούν να στρατολογηθούν νέοι Κουτσόβλαχοι της Βέροιας να ενταχθούν σε αντιανταρτικό στρατιωτικό σώμα των Ιταλών. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
 
• Νικόλαος Τελειώνης. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Βασίλειος Τζιότζιος. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Αργότερα προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, όπου ανέλαβε τη διοίκηση μεγάλων ανταρτικών μονάδων.
 
• Σέργιος Τριανταφύλλης. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Γεώργιος Τσανανάς, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας και κατά την Κατοχή ήταν ηλικίας 60 ετών και συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στην περιοχή του για τη δημιουργία του «πριγκιπάτου» και επί Κατοχής συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και κυρίως με τους Γερμανούς. Το 1948 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
 
• Αχιλλέας Φουρκιώτης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Νικόλαος Φουρκιώτης. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1897, καταγόμενος από τη Σαμαρίνα. Ήταν από τους μεγαλύτερους γεωργούς και τυροκόμους της περιοχής, αλλά δεν δίστασε από την αρχή να υποστηρίξει την αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη και να συμμετάσχει δραστήρια στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Έφερε στολή Ιταλού μελανοχίτωνα και πήρε μέρος σε πολλές επιδρομές οργανωμένες από τους Ιταλούς και τους λεγεωνάριους. Στις αρχές του 1942 διορίσθηκε πρόεδρος της Κοινότητας Βρυοτόπου και οι Ιταλοί τον είχαν ορίσει επικεφαλής της επιτροπής που σχημάτισαν για τη διαχείριση της δεσμευμένης από τους ίδιους γαλακτοπαραγωγής στις περιοχές Λάρισας, Αλμυρού και Λαμίας. Καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά. Πέθανε το 1967.
 
• Γεώργιος Φράγκος. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Χρήστος Φρασσερίτης. Ιερέας στη ρουμανική εκκλησία Κεδρών Πέλλας. Ήταν από πολλά χρόνια φανατικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις κατακτήθηκε η Ελλάδα αναθάρρησε και εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, προκαλώντας την αντίδραση των κατοίκων των Κεδρών που τον έδιωξαν κακήν κακώς. Κατέφυγε στην Έδεσσα, όπου συνεργάσθηκε με τις εκεί βουλγαρικές αρχές και επεδίωξε ανεπιτυχώς να του παραχωρηθεί ελληνική εκκλησία για να χρησιμοποιείται από τους ελάχιστους ρουμανίζοντες που υπήρχαν εκεί. Στη συνέχεια συνεργάσθηκε με τον Θ. Πισπιρίγκο και έκανε μακρές περιοδείες από τα Γρεβενά μέχρι τη Λάρισα για να προσηλυτίσει βλαχόφωνους στα αυτονομιστικά σχέδια. Πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί είχε εξαφανισθεί και είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
 
• Αθανάσιος Χατζάρας. Υπήρξε ένα από τα φανατικότερα πρωτοπαλίκαρα του Ραποτίκα. Κατατάχθηκε από τους πρώτους στο σώμα των λεγεωναρίων και πήρε μέρος σε επιδρομές και λεηλασίες, όπου επέδειξε σκληρή συμπεριφορά και βασάνισε χωρικούς. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
 
• Δημοσθένης Χατζηγώγος, του Αποστόλου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας της Βέροιας, όπου είχε γεννηθεί. Προπολεμικά είχε αναμιχθεί σε δραστηριότητες υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας, ώστε όταν έγινε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε με άλλους επικίνδυνους Κουτσοβλάχους στη Χίο. Απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1941 και επέστρεψε στη Βέροια, όπου άρχισε ανοικτά να κινείται υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, το μανιφέστο του οποίου είχε συνυπογράψει από τους πρώτους. Μετά την πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, συνεργάσθηκε με τον συνταγματάρχη Αθαν. Χρυσοχόου, επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας τότε, για να αντιμετωπισθεί η προπαγάνδα των φανατικών ρουμανιζόντων που είχαν αρχίσει τώρα να συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Η ενέργειά του αυτή του χρησίμευσε για να καταδικασθεί ελαφρότερα από άλλους και το 1946 καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
 
• Ζήσης Χατζημπίρος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Οκταβιανός Χατζημπίρος, του Γεωργίου. Από το Πραιτώρι Ελασσόνος. Πριν από τον πόλεμο εκφραζόταν υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις σημειώθηκε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη, ενώ είχε ντυθεί με ιταλική στολή και έφερε τον βαθμό του επιλοχία. Ήταν μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και πήρε μέρος στην καταστροφή του Δομένικού και στην επιδρομή στην Τσαρίτσανη. Λίγο πριν από την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 ετών.
 
• Απόστολος Χατζής. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
 
• Νικόλαος Χώτος. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Δομένικο, όπου μόλις άρχισε η Κατοχή τον όρισαν οι Ιταλοί πρόεδρο της εκεί κοινότητας. Ενώ ήταν άνθρωπος των Ιταλών, που πρόθυμα τους εξυπηρετούσε σε ό,τι ζητούσαν, ταυτόχρονα έπραττε το ίδιο και για τους αντάρτες. Τον Φεβρουάριο 1943, μόλις έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στο Δομένικο και τη Μυλόγουστα από Ιταλούς και λεγεωνάριους, εγκατέλειψε την περιοχή και κατέφυγε αρχικά στην Ελασσόνα και στο τέλος στη Θεσσαλονίκη, όπου ενώθηκε με τους άλλους αυτονομιστές πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα Γρεβενά.
Φυσικά, δεν ήταν μόνον όσοι προαναφέρθηκαν οι θλιβεροί πρωταγωνιστές της αυτονομιστικής κίνησης που είχε τη φαεινή ιδέα να δημιουργήσει ο «πρίγκιπας» της Πίνδου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ακόμη που αποδεδειγμένα συνεργάσθηκαν μαζί του, είτε ως ένοπλοι λεγεωνάριοι και συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, είτε ως ανηλεείς φοροεισπράχτορες, καταδότες και προπαγανδιστές. Πολλοί απ’ αυτούς καταδικάσθηκαν μεταπολεμικά από την ελληνική δικαιοσύνη, άλλοι διέφυγαν και κρύφτηκαν. Η ελληνική κοινή γνώμη στο σύνολό της, αλλά ειδικά οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι, που ουσιαστικά υπήρξαν τα πρώτα θύματά τους, τους κατέταξαν στην κατηγορία των ασυνείδητων προδοτών, ένα στίγμα που τους ακολούθησε σε όλη τους τη ζωή και συνεχίζει να υπάρχει και τώρα αν ζουν.




[1] Ξαφνικά στις αρχές του 1984 με ζήτησε στο τηλέφωνο ένας ηλικιωμένος κύριος από τη Λάρισα, που μου συστήθηκε: «Νικόλαος Ματούσης»!
Πραγματικά εξεπλάγην για το αναπάντεχο τηλεφώνημα, ο σκοπός του οποίου φάνηκε αμέσως από τις πρώτες φράσεις του. Ήθελε να διαμαρτυρηθεί διότι σε κάποια δημοσιεύματά μου τον είχα χαρακτηρίσει ως προδότη. Η άποψή μου δεν ήταν μια επιπόλαιη αντίληψη, αλλά στηριζόταν στα γεγονότα. Ωστόσο, με μεγάλη προθυμία τον άκουσα να μου εξηγεί τηλεφωνικά τις δικές του θέσεις και τα δικά του επιχειρήματα. Όχι μόνο σ’ εκείνο το παρατεταμένο τηλεφώνημα, αλλά και σε μια σειρά άλλων που ακολούθησαν.
Είχε μια χαρακτηριστική άνεση να ανατρέπει όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να θεωρούνται ως δεδομένα: Δεν υπήρξε συνεργάτης του Διαμάντη, αλλά επειδή ήθελε να προσφέρει εθνικές υπηρεσίες βρέθηκε κοντά του για να τον αποτρέψει να κάνει κακό στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να καταφέρει στο τέλος να τον συκοφαντήσει στους Ιταλούς και έτσι να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει άπραγος την Ελλάδα. Για τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα, όλα ήταν συκοφαντίες που τα είχαν εφεύρει οι κομμουνιστές του ΕΑΜ. Σε άλλη φάση, ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ήταν ανέκαθεν αριστερός και μάλιστα ότι υπήρξε υπαρχηγός του Ιω. Σοφιανόπουλος στο προπολεμικό Αγροτικό Κόμμα. Εμφάνιζε ως μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του ανθρώπους που δεν ζούσαν, όπως τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Τσολάκογλου και Ιω. Ράλλη, για να υποστηρίξει ότι εκείνοι του είχαν αναθέσει εθνικές αποστολές στο Κουτσοβλαχικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος του είχε αναθέσει να εμφανίζεται ως δεύτερος τη τάξει στην κίνηση Διαμάντη, προκειμένου να την βραχυκυκλώσει και να την εξουδετερώσει. Αργότερα, ο Ιω. Ράλλης, σε συνεργασία με τον «αρχηγό του ΕΔΕΣ», του εξέδωσε διπλωματικό διαβατήριο και του ανέθεσε να μεταβεί στη Ρουμανία για να συναντήσει τον στρατάρχη Αντωνέσκου «για εθνικούς λόγους».
Εμφανιζόταν δηλαδή ως θύμα των περιστάσεων και των αγνών εθνικών φρονημάτων του και όχι ως θύτης. Αλλά αυτή ήταν η δική του εκδοχή, την οποία συχνά την διόρθωνε και την βελτίωνε, όταν κατά την πορεία της συζήτησης διαπίστωνε ότι δεν ήταν πειστικός. Και βεβαίως ήταν μια εκδοχή όχι απλώς υποκειμενική, αλλά στηριζόταν σε γεγονότα ανύπαρκτα ή διαστρεβλωμένα, τα οποία όταν του τα επεσήμαινα τον υποχρέωναν να αλλάξει τακτική.
Αίφνης, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου εκφράζεται στα απομνημονεύματά του με βαρειά λόγια για τον Ματούση. Δεν έδειχνε να τον ενόχλησε η παρατήρησή μου και έσπευσε να «τα γυρίσει», λέγοντας πως στην πραγματικότητα την αποστολή εκείνη του την είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε πρωθυπουργός ζήτησε από τον Ματούση να γίνει υπουργός και δήθεν εκείνος δεν δέχθηκε. Η αλήθεια είναι πως όποια μνεία γίνεται σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές, όπως σε απομνημονεύματα πρωταγωνιστών ή σε αυθεντικά έγγραφα της εποχής, η αναφορά στον Νικ. Ματούση μόνο καταφρονετικά γίνεται.
Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης Ράλλης δεν θα ανέθετε καμιά εθνική αποστολή το 1944 στη Ρουμανία. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Ματούσης ήθελε να καταφύγει, πριν τον βρει η Απελευθέρωση στην Ελλάδα, σε φιλικό για εκείνον έδαφος, όπως ήταν η Ρουμανία. Ζήτησε από τον τότε κατοχικό πρωθυπουργό ένα προσωρινό διαβατήριο, ίσως με τη μεσολάβηση του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», και το έλαβε.
Ο αναγνώστης ας μην φαντασθεί ότι ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας μεσολάβησε στον Ράλλη γι’ αυτή την υπόθεση. Τον Οκτώβριο 1943 είχε μεσολαβήσει η διάσπαση του ΕΔΕΣ, που αποκήρυξε την αντιστασιακή δράση του Ζέρβα στα βουνά, οπότε ο τελευταίος άλλαξε την ονομασία του αγωνιστικού ΕΔΕΣ σε «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» (ΕΟΕΑ). Στον «ΕΔΕΣ Αθηνών», αρχηγός είχε εκλεγεί σε μια συνέλευση των μελών της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής, που είχε συνέλθει στο κατάστημα Καραβίτη της πλατείας Βικτωρίας, ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας. Αυτός ήταν λοιπόν ο «αρχηγός του ΕΔΕΣ», για τον οποίο έκανε λόγο ο Ν. Ματούσης, θέλοντας να εμφανισθεί – ούτε λίγο, ούτε πολύ – ότι είχε συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση.
Υπάρχουν όμως σοβαρότατες ενστάσεις αν ο ίδιος ο Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτας είχε πράγματι συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως αρχηγού του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ο εν λόγω συνταγματάρχης, που σημειωτέον υπήρξε μακεδονομάχος, προερχόταν από τη βενιζελική παράταξη και είχε συμμετάσχει σε πολλά από τα κινήματα του Μεσοπολέμου, κατά την Κατοχή είχε διορισθεί ως αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος και υπήρξε από τους ενισχυτές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Υπήρξε πράγματι συνιδρυτικό μέλος του ΕΔΕΣ και από την αρχή μέλος της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής του, αλλά ο ίδιος ο Ζέρβας τον είχε αποκηρύξει επανειλημμένα, ιδιαίτερα δε στη σύσκεψη Μυροφύλλου Πλάκας.
Στις αλλεπάλληλες εκείνες τηλεφωνικές συνομιλίες μας του 1984, ο Νικόλαος Ματούσης θα επιμένει για τις εθνικές του προθέσεις και θα καυτηριάζει τις αυτονομιστικές προθέσεις του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που δήλωνε ότι ούτως ή άλλως τον είχε υπονομεύσει για να τον εξουδετερώσει. Δεν δίσταζε ο Ματούσης να δηλώνει κατηγορηματικά ότι ήταν ιταλόφιλος και γνήσιος αριστερός, γεγονός που προκαλούσε την εχθρότητα των Γερμανών. Όταν όμως του θύμισα ότι μαζί με τον Σπύρο Χατζηκυριάκο (στην τελευταία περίοδο της Κατοχής υποδιοικητή και ύστερα διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος) είχαν ιδρύσει την «Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέων Ευρώπης», που ήταν οπωσδήποτε γερμανόφιλη, αφού πλέον οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει, οι δικαιολογίες του ήταν κάτι περισσότερο από πρόχειρες, για να καταλήξει ότι πίστευε και στη νίκη των Γερμανών.
Μου είπε, «θα σου κάνω μια αποκάλυψη μεγάλης αξίας, γιατί τα πράγματα είναι αντίστροφα από ό,τι νομίζεις». Και συνέχισε:
«Ναι, πράγματι εμείς δεν είμαστε και τόσο ιταλόφιλοι, όταν έγινε η κίνηση με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Τότε ιταλόφιλοι ήταν οι αντίπαλοί μας, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος έστειλε υπόμνημα στον Ιταλό στρατηγό της Λάρισας Ρουτζέρο και του εξέφραζε τον θαυμασμό του».
Οποιοσδήποτε τον άκουγε, το πρώτο που θα αναρωτιόταν ήταν: και πώς βρέθηκε φυλακισμένος από τους Ιταλούς ο Αβέρωφ; Και σ’ αυτό, ο Ματούσης είχε μια απάντηση να δώσει, ήσσονος βέβαια αξίας.
Παρά τα τηλεφωνήματα εκείνα, όμως, ο υπογράφων δεν πειθόταν και δεν ήταν διατεθειμένος να υπαναχωρήσει στην άποψή του για την προδοσία του Ματούση. Ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να μου στείλει έγγραφα που θα επεβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του, προκειμένου – όπως έλεγε – να με αποτρέψει να επωμισθώ καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμιση αν συνέχιζα να τον αποκαλώ προδότη.
Δεν θέλησα να επηρεασθώ από τις έμμεσες απειλές του. Ούτως ή άλλως τα στοιχεία που θα έστελνε, εφ’ όσον ήταν πράγματι αυθεντικά, ήταν ευπρόσδεκτα για την ιστορική έρευνα και θα ήμουν πρόθυμος να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, αν πράγματι έπρεπε.
Όντως, λοιπόν, μου έστειλε μια σειρά φωτοτυπιών, που αφορούσαν δελτία τροφίμων, ένα ανυπόγραφο αντίγραφο του υπομνήματος Ευαγγ. Αβέρωφ (το οποίο όμως ο ίδιος ο Αβέρωφ το έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του για το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα ήδη από το 1948) και μια σειρά εγγράφων της περιόδου 1964-65 που αφορούσαν την αθώωσή του. Διότι πράγματι η ελληνική πολιτεία θεώρησε σκόπιμο το 1964 να τον ξαναδικάσει με συνοπτικές διαδικασίες προκειμένου να τον αθωώσει. Ο επανειλημμένα καταδικασμένος σε θάνατο για εσχάτη προδοσία Νικόλαος Ματούσης αθωωνόταν! Σαν να μην είχε μεσολαβήσει στην Κατοχή η αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, στην οποία ο ίδιος ήταν συμπρωταγωνιστής, σαν να μην ήταν αρχηγός της διαβόητης «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» κ.ο.κ.
Η αποστολή της τελευταίας σειράς εγγράφων είχε οπωσδήποτε και την έννοια να πεισθώ να μην αποτολμήσω να ξαναχαρακτηρίσω ως προδότη έναν αθωωμένο πολίτη. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ την αυθεντικότητα των εγγράφων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πείσθηκα ότι ο Ματούσης δεν ήταν προδότης, αλλά εθνικός ήρωας όπως τον εμφάνιζε το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, που ανασυστήθηκε το 1964 ειδικά για να τον ξαναδικάσει, προκειμένου να τον αθωώσει με πολιτική παρέμβαση.
Στα έγγραφα εκείνα περιλαμβάνονταν μια επιστολή από τη Ρουμανική Εθνοσυνέλευση προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, το αποφυλακιστήριό του από τις φυλακές Αβέρωφ (και όχι η δικαστική απόφαση για την αθώωση) το 1964, ύστερα από τη δίκη-παρωδία, και ένα αντίγραφο της ένορκης κατάθεσης του Απ. Παπαγεωργίου.
Το δικαστήριο, που ουσιαστικά συνεδρίασε εν κρυπτώ, αφού καμιά δημοσιότητα δεν δόθηκε, στηρίχθηκε σε μια ευνοϊκή μαρτυρική κατάθεση του συνταγματάρχη Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτα, του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», που ήταν εξόφθαλμα ψευδής και όποιος έχει γνώση των γεγονότων μόνο με γέλια θα την αντιμετώπιζε. Αν δεν είχα υπ’ όψιν τις αρές του Ζέρβα κατά του εν λόγω συνταγματάρχη, θα έλεγα πως ένας παλαιός μακεδονομάχος είναι υπεράνω υποψίας και δεν μπορεί να λέει ψέματα. Αλλά όντως ο Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας, που ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής σημειωτέον και ο ίδιος, πρόσφερε απλόχερα το συγχωροχάρτι του στον Ματούση, συμμετέχοντας σε μια στημένη διαδικασία που είχε στηθεί από τον αναρμόδιο μεν, αλλά ζωηρώς ενδιαφερόμενο τότε υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο.
Όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα καλύτερα, η κόρη του κεντρώου πολιτικού Δάφνη είχε μια ιδιαίτερη προσωπική φιλία με την κόρη του Ματούση Ξένη. Και οι δύο ήταν ζωγράφοι, είχαν σπουδάσει μαζί και είχαν στενότατη φιλία, ώστε η κόρη του Κωστόπουλου να τον παρακαλέσει, όταν θα πήγαινε για επίσημο ταξίδι στη Ρουμανία, να διευκολύνει την επιστροφή του πατέρα της φίλης της στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Ο Έλληνας υπουργός ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, αφού ανέλαβε και το ζήτημα της νομικής αποκατάστασης του Ματούση. Σημειωτέον, ότι μια εκκρεμότητα που παρέμεινε, το θέμα της ισόβιας στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, που μέσα στη βιασύνη για την άμεση απαλλαγή του δεν είχε τακτοποιηθεί, το ρύθμισε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το 1976, υπογράφοντας ένα προεδρικό διάταγμα ειδικά για την περίπτωση.
Η Ξένη Ματούση, που είχε για χρόνια την ανθρώπινη επιθυμία να ξαναβρεθεί με τον πατέρα της, όποιος κι αν ήταν, το πέτυχε μέσω της στενής φίλης της. Ήθελε να ξανακάνει μια αρχή και να συγκατοικήσει και πάλι με τον πατέρα της, αλλά υπάρχουν πολλά δραματικά στοιχεία γύρω απ’ αυτή τη νέα συγκατοίκηση, που τελικά οδήγησαν απρόσμενα στον θάνατο πρώτη την κόρη. Απροσάρμοστος στη νέα πραγματικότητα ο Ν. Ματούσης κυκλοφορούσε με ένα όπλο στην τσέπη για τον φόβο να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους που είχε καταστρέψει στο παρελθόν και που τον μισούσαν. Το ίδιο όπλο όμως το χρησιμοποιούσε για να απειλεί ακόμη και την πενηντάχρονη πλέον κόρη του, όταν δεν την ξυλοκοπούσε, μέχρι που η τελευταία έφθασε στο σημείο να τον καταγγείλει στις αρχές! Για το δράμα της κόρης Ματούση γίνεται λόγος στο ομώνυμο βιβλίο («Ξένη») της Βασιλικής Παπαγιάννη, που κυκλοφόρησε το 1999, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της.
Ο Νικόλαος Ματούσης το 1984 είχε περάσει τα 85 του, αλλά διατηρούσε πλήρη διαύγεια. Μετά την επιστροφή του από τη Ρουμανία, όπου πρέπει να υπέστη κάποιες διώξεις από το καθεστώς πολλά χρόνια μετά το 1944, εγκαταστάθηκε με την κόρη του στη Λάρισα. Ουσιαστικά ήταν απομονωμένος εκεί, ενώ οι ελάχιστες επαφές του ήταν με πρόσωπα που τον θεωρούσαν ...ήρωα των Κουτσοβλάχων, όπως ένας Παπαθανασίου και ένας Έξαρχος. Πρόκειται για υπολείμματα των λίγων εκείνων που είχαν θαυμάσει τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον ίδιο για την απόπειρά τους να ιδρύσουν ένα πριγκιπάτο στην Πίνδο! Πριν πεθάνει το 1991 ο Ματούσης, τους παραχώρησε τα ίδια έγγραφα που μου είχε στείλει και τους έκανε μακροσκελείς αφηγήσεις για να τους κατηχήσει ότι το Κουτσοβλαχικό έχει μέλλον...
Η Ιστορία πάντως δεν ανατρέπεται με μια αθώωση λόγω παραγραφής ή σκοπιμότητος, ή τέλος πάντων από μια δίκη-ρουσφέτι. Και το ερώτημα αν ήταν ή όχι προδότης ο Νικόλαος Ματούσης δεν προσφέρεται για συζήτηση σε οποιονδήποτε σημερινό Παπαθανασίου ή Έξαρχο, οι οποίοι εμφανίζονται ως τυφλωμένοι θαυμαστές και εμπαθείς απολογητές του.


[2] Τα στοιχεία προέρχονται από το αρχείο του συγγραφέα και τα βιβλία των Ν. Χρυσοχόου «Η κατοχή εν Μακεδονία – Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας», Στ. Παπαγιάννη «Τα παιδιά της Λύκαινας» και Χρ. Βήττου «Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο».


"Η ΠΕΡΙΕΡΓΗ" ΣΥΝΟΔΟΣ "ΒΛΑΧΩΝ στη Λαρισα"

 Ποιοι Επωνυμοι Λαρισαιοι εδωσαν το παρον ?

Τι ξερει η Περιφερεια Θεσσαλιας , Ο Ντινος Διαμαντος ,Ο Κωστας Αγοραστος  και ο τ. Προεδρος των Βλαχων Σακελαρης για το Συνεδριο αυτο?

Με συνθήκες μυστικότητας και χωρίς να έχουν σταλεί προσκλήσεις έγινε στη Λάρισα επιστημονικό Συνέδριο για τη βλάχικη γλώσσα.
Ενα συνέδριο το οποίο δεν ανακοινώθηκε καν στον τύπο!.
Το συνέδριο διοργάνωσε το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ), στα ιδρυτικά μέλη του οποίου ξεχωρίζουν τα ονόματα του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών, πανεπιστημιακού κ. Χρήστου Ροζάκη , ενώ υπάρχουν πολλοί πανεπιστημιακοί.
Το ΚΕΜΟ ανέλαβε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την υλοποίηση του προγράμματος "Γλώσσες και διαφορά" με στόχο τη μελέτη της γλωσσικής ετερότητας των Ελλήνων πολιτών στον ελλαδικό χώρο.
Το πρόγραμμα υλοποιείται με τη διοργάνωση τεσσάρων διημερίδων στην Κομοτηνή για τις μειονοτικές γλώσσες της Θράκης (τούρκικα - πομάκικα) στη Λάρισα για τα βλάχικα, στη Θεσσαλονίκη για τις σλάβικες διαλέκτους της Μακεδονίας και στη Λειβαδιά για τα αρβανίτικα.
Στη διημερίδα της Λάρισας έλαβαν μέρος ο Αγγλος καθηγητής - μελετητής της ιστορίας των βλάχων κ. Τομ Γουίνιφριθ, ο Γάλλος, βλάχικης καταγωγής, συγγραφέας κ. Νικολά Τρυφώ, οι γλωσσολόγοι κ. Νίκος Κατσάνης, Κώστας Ντίνας και Σταμάτης Μπέης, ο κ. Σωτήρης Μπλέτσας από το κέντρο Αρουμανικού (δηλ. Βλάχικου) πολιτισμού, Αστέρης Κουκούδης ερευνητής.
Πάντως στα συμπεράσματα της διημερίδας υιοθετήθηκαν οι απόψεις των γλωσσολόγων κ. Νίκου Κατσάνη και Κώστα Ντίνα, λέγοντας ότι "η βλάχικη γλώσσα δεν μπορεί να διδαχτεί και ένας από τους πολλούς άλλους λόγους, είναι και το γεγονός ότι ομιλήτε αλλιώς από περιοχή σε περιοχή.
Για να γίνει η σωστή διδασκαλία της γλώσσας, θα πρέπει να καταγραφούν όλες οι διάλεκτοι των βλάχων -γιατί όπως όλοι ξέρουμε- αλλιώς ομιλήτε από περιοχή σε περιοχή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αδυναμίας της καταγραφής είναι και η προσπάθεια που έγεινε στη Ρωσία για να καταγραφούν τα τσιγγάνικα όπου και εκεί από περιοχή σε περιοχή και ακόμα από χωριό σε χωριό διέφεραν οι τσιγγάνοι γλωσσικά. Επρεπε σε κάθε χωριό να κάνουν και ειδικές εκδόσεις διδακτικού υλικού αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συννενοηθούν τα παιδιά τους αργότερα, γιατί μηλάμε για άλλη γλώσσα.
Επειδή ακριβώς η κάθε γλώσσα φέρει μαζί της έναν ολόκληρο πολιτισμό, για να καταγραφεί και να διδαχτεί, ή θα πρέπει να καταγραφεί και να διδαχτεί σε τόσες διαλέκτους που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα ή θα πρέπει να υπερισχύσει η δυνατότερη, δηλαδή η διάλεκτος που ομιλήτε από τους πεισσοτέρους. Κατα συνέπεια η κάθε διάλεκτος που ομιλήτε λιγότερο θα πρέπει να χαθεί και να χαθεί μαζί της και ο πολιτισμός που φέρει. Εμείς αυτό δεν το επιθυμούμε.
Μπορεί να καταγραφεί η γλώσσα αλλά μόνο σε επιστημονικό επίπεδο και από ειδικούς γλοσσωλόγους, ιστορικούς κ.λπ."
Στόχος των διοργανωτών δεν ήταν να γίνουν ομιλίες αλλά ο καθένας από τους συμμετέχοντες να θέση κάποια σημεία προβληματισμού για να γίνει συζήτηση με πολιτιστικό προσανατολισμό χωρίς, όπως είπαν "να τεθούν διεκδικήσεις πολιτικού χαρακτήρα, που έως σήμερα άσκοπα δυναμιτίζουν το κλίμα προκαλώντας συχνά δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες αντιδράσεις"
Τα στελέχη του ΚΕΜΟ διευκρίνησαν ότι το πάνελ των ομιλητών είναι αντιπροσωπευτικό όλων των απόψεων για τη βλάχικη γλώσσα και εξήγησαν πως δεν έστειλαν προσκλήσεις σε συλλόγους βλάχων ούτε επιδίωξαν δημοσιότητα ακριβώς για να προφυλάξουν τον επιστημονικό χαρακτήρα της διημερίδας.
Κάτι ανάλογο έγινε στην Κομοτηνή όπου δεν ανακοινώθηκε καν η εκδήλωση για προφανείς λόγους...
Χωρίς αμφιβολία, το "αγκάθι" της συνεδριάσης φαινόταν να είναι η παρουσία βλαχόφωνων που ήρθαν από το εξωτερικό (περ. 7 άτομα) και οι οποίοι αντιστοιχούσαν στο μισό του ολιγάριθμου ακροατηρίου.
Απρόσκλητοι από τους οργανωτές του συνεδρίου εξήγησαν ότι "απλώς βρισκόμασταν στην Ελλάδα, μάθαμε για το συνέδριο και ήρθαμε"! Η παρουσία τους κατέστησε ιδιαιτέρως προσεκτικούς τους οργανωτές του συνεδρίου, οι οποίοι όμως τους έδωσαν τον λόγο.
Ο Βούλγαρος κ. Περηφάν ο οποίος ζει μόνιμα στη Γαλλία, μίλησε προφανώς λόγω των συνθηκών, πολύ διπλωματικά και περιόρισε την πρότασή του στην ανάγκη όχι ίδρυσης βλαχόφωνων σχολείων (που είναι και η παλαιότερη θέση του) αλλά διδαχής της βλάχικης γλώσσας στα σχολεία όπου υπάρχουν βλαχόφωνοι μαθητές, "κάποιες ώρες την εβδομάδα, ώστε να επιζήσει η γλώσσα".
Ενώ απεναντίας ο ρουμάνος εφοπλιστής κ. Στέργιος Σαμαράς διαχωρίζοντας εμφανώς τη θέση του έναντι των άλλων, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι οι Βλαχόφωνοι της Ρουμανίας στοχεύουν στη δημιουργία βλάχικου κράτους λέγοντας χαρακτηριστικά "μα φτιάξαμε κράτος πριν 200 χρόνια, την Ελλάδα, αυτό είναι το κράτος μας". Και εξέφρασε την δυσφορία του γιατί -όπως είπε- στην Ελλάδα με κατηγορούν για Ρουμάνικη προπαγάνδα ενώ όταν πάω στη Ρουμανία με κατηγορούν ότι κάνω Ελληνική προπαγάνδα. Και όλα αυτά γιατί αισθάνομαι, είμαι και ζω σαν Ελληνας.

«Φουντώνει» ξανά αυτές τις ημέρες η συζήτηση περί επιχειρούμενης σύστασης εντός των συνόρων βλάχικου «έθνους» ή μειονότητας, σε μια στιγμή μάλιστα που τα βασικά εθνικά μας θέματα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή.

Κύριος «άξονας» και της νέας αυτής αντιπαράθεσης, το βλαχικό γλωσσικό ιδίωμα. Μία γλώσσα προφορική στη μορφή της, η καταγραφή και διδασκαλία της οποίας θεωρείται από κάποιους ως ένα πρώτο βήμα για την δημιουργία εθνικών επιδιώξεων από πλευράς μερίδας Βλάχων.

Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι η καταγραφή του συγκεκριμένου ιδιώματος είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου αυτό να διασωθεί, καθώς φαίνεται πως η χρήση του φθίνει με το πέρασμα του χρόνου, με κίνδυνο κάποια στιγμή στο μέλλον να ξεχαστεί εντελώς.

Αιτία για τη νέα αντιπαράθεση η πρωτοβουλία του Συλλόγου Βλάχων της Βέροιας να διδάσκει σε μέλη του την βλάχικη γλώσσα. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις οι οποίες εκφράστηκαν και μέσω του Ίντερνετ, κάνοντας λόγο ακόμη και για… απόπειρα δημιουργίας βλάχικου έθνους!


Άμεση υπήρξε η απάντηση του Συλλόγου στις παραπάνω αιτιάσεις. Έτσι από την μία μεριά προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, υποβάλλοντας μηνύσεις και στέλνοντας εξώδικα προς όσους διέβλεψαν εθνικιστική «συνομωσία» πίσω από την διδασκαλία του βλάχικου ιδιώματος, ενώ με ανακοίνωση που εξέδωσε αρνείται με κατηγορηματικό τρόπο οποιαδήποτε σκοπιμότητα αυτού του είδους. «Η διδασκαλία της βλάχικης γίνεται με ερασιτεχνικό τρόπο και σε καθαρά πολιτιστικό επίπεδο», ξεκαθαρίζει ο Σύλλογος Βλάχων της Βέροιας στην ανακοίνωσή του –υπογράφεται από τον πρόεδρο του σωματείου - ενώ παράλληλα, αναφερόμενος σε όσους αντιδρούν στην συγκεκριμένη πρωτοβουλία, σημειώνει ότι επιχειρούν «να κινδυνολογήσουν και να υπονομεύσουν συνειδητά τις προσπάθειες του Συλλόγου για τη διάσωση της βλάχικης γλώσσας».

Συνεχίζοντας στην ανακοίνωσή του ο Σύλλογος υπογραμμίζει με έμφαση ότι «είμαστε σφόδρα αντίθετοι με οποιαδήποτε προσπάθεια υποβιβασμού των Βλάχων της Ελλάδας σε δήθεν μειονότητα ή ξεχωριστή εθνότητα».

Θέσεις που αποτυπώνονται, όπως τονίζεται, στην επίσημη ιστοσελίδα του Συλλόγου (Vlahoi.gr) και είναι εκφρασμένες δημόσια σε ομιλίες, διαλέξεις, ημερίδες και επιστολές. Τέλος, αναφερόμενος στις πολιτιστικές ανταλλαγές των εδώ σωματείων με Συλλόγους Βλάχων των Βαλκανίων, που τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν και στη συμμετοχή Ελλήνων Βλάχων σε εκδηλώσεις στα Βαλκάνια και σε συνέδρια που οργανώνουν οι Βλάχοι εκτός Ελλάδας, ο Σύλλογος τονίζει ότι αυτά δεν συνεπάγονται αντεθνική δράση και κάνει λόγο για σκόπιμη στοχοποίησή του.


Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Συλλόγων Βλάχων  είχε ταχθεί πρόσφατα με συνέντευξή του στον «ΠΡΩΪΝΌ ΛΟΓΟ» υπέρ της επιστημονικής καταγραφής, μελέτης και διάσωσης του βλάχικου ιδιώματος, σημειώνοντας όμως με έμφαση ότι «τα βλάχικα που ομιλούνται από Έλληνες, δεν είναι ούτε ξένη ούτε μειονοτική γλώσσα. Είναι μια άλλη, προφορική ασφαλώς γλώσσα» και προσθέτοντας ότι οι Βλάχοι της Ελλάδας «ανεκάθεν χρησιμοποιούμε την ελληνική ως γλώσσα γραπτή και για τις ανάγκες μας εκπαιδευτικές, εκκλησιαστικές, διοικητικές ή άλλες εκφραστικές. Δε νοείται στο χώρο μας διαφορετικά».


Η προσπάθεια αυτή του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας καταγραφής του προφορικού σε γραπτό λόγο της Βλάχικης γλώσσας, διδάσκεται εδώ και τρία - τέσσερα τουλάχιστον χρόνια.
Στην προσπάθεια του ο Σύλλογος να αποτυπώσει σε γραπτό λόγο την γλώσσα χρησιμοποίησε την λατινική γραφή καθώς η Βλάχικη διάλεκτος είναι Λατινογενής. Μάλιστα στην προσπάθεια αυτή έχουν γίνει και εκδόσεις με λατινικούς χαρακτήρες, μιας και η Βλάχικη διάλεκτος με τα πολλά σύμφωνα, αποτυπώνεται και αποδίδεται καλύτερα στην συγκεκριμένη γραφή.
Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει καμιά άλλη διάθεση απ’ τους διοικούντες του Συλλόγου καταγραφής της γλώσσας σαν «μειονοτική» ή οποιαδήποτε άλλη αμφισβήτηση της Ελληνικότητας των Βλάχων.

 

Οπως έγινε γνωστό από τους διοργανωτές του ΚΕΜΟ υπήρχε ειδική συμφωνία για διοργάνωση με τον Δήμο Τυρνάβου, η οποία όμως τελικά δεν ευωδόθηκε.

Ποιοί κρύβονται πίσω από το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ);

Στα μέλη του ΚΕΜΟ συγκαταλέγονται ο συνταγματολόγος και συνεργάτης του Προκόπη Παυλόπουλου Νίκος Αλιβιζάτος, ο εβραϊκής καταγωγής νομικός Χρήστος Ροζάκης (Ρόζενσταϊν), η δικηγόρος και συνήγορος κάθε υπόπτου για τρομοκρατία Γιάννα Κούρτοβικ, η πανεπιστημιακός και σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου Μαριλένα Κοππά, η σλαβολόγος και εμπειρογνώμων του υπουργείου Εξωτερικών Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, ο νομικός Χρήστος Γιακουμόπουλος, οι ερευνητές του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Βασίλης Γούναρης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης, οι πανεπιστημιακοί Λένα Διβάνη, Αλέξης Ηρακλείδης, Δώρα Λαφαζάνη και Ελένη Σελλά - Μάζη. Η καταστροφική αυτή οργάνωση έχει επιλέξει ως κέντρα δραστηριότητας του την Θεσσαλονίκη (για τους Βουλγαροσκοπιανούς), την Κομοτηνή (για τους Πομάκους και Τούρκους), την Λάρισα (για τους Βλάχους) και την Λιβαδειά (για τους Αρβανίτες). 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: