Τρίτη

"Μπακλαχοράνι": το ελληνικό Καρναβάλι της Πόλης ξαναζεί, εβδομήντα χρόνια μετά

Δύο Ελλαδίτες μόνιμοι κάτοικοι της Πόλης και ένας Τούρκος συγγραφέας, νοσταλγός των παλιών Ταταούλων, αναβίωσαν το ξακουστό Καρναβάλι για δεύτερη φορά φέτος. Παρά τις κακεντρεχείς παρεμβάσεις κύκλων της Ομογένειας, που φαίνεται περισσότερο διατεθειμένη να προσποιείται πως πεθαίνει μαρτυρικά στη γωνιά της παρά να διεκδικήσει το παρελθόν της...

Ένστολοι ταταυλιανοί στο καρναβάλι Ένστολοι ταταυλιανοί στο καρναβάλι

Τα έθιμα της Πολίτικης Ρωμηοσύνης είναι ιδιόμορφα και άγνωστα. Κανένα ίσως δεν είναι πιο περίεργο και πιο άγνωστο από το Καρναβάλι των Ταταούλων: το Μπακλαχοράνι. Για δεύτερη φορά φέτος, δύο νεαροί Ελλαδίτες που εγκαταστάθηκαν στην Πολη, ο πανεπιστημιακός Χάρης Θεοδωρέλης Ρήγας και η πολιτική επιστήμων Μαρίνα Δρυμαλίτου, διοργάνωσαν μαζί με τον Τούρκο συγγραφέα Χιουσεΐν Ιρμάκ, μία αναβίωση του ξεχασμένου πολίτικου εθίμου. Το τελευταίο Καρναβάλι πραγματοποιήθηκε στα Ταταύλα το 1941, οπότε και το απαγόρευσαν οι αρχές. Ένα χρόνο πριν το διαβόητο Φόρο Περιουσίας, με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται και τις ναζιστικές ιδέες να μεσουρανούν στην κυβέρνηση Ινονού, δεν ήταν μία ευνοϊκή περίοδος για τις μειονότητες και τη συλλογική έκφρασή τους. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, οι Ρωμηοί της Πόλης γιόρταζαν τις Αποκριές στα σπίτια τους.

Τι είναι όμως το Μπακλαχοράνι, εορτασμός που αναφέρεται με νοσταλγία και κάποια συνωμοτική έκφραση ενοχής στα απομνημονεύματα πολλών Πολιτών; Η ιδιομορφία του Καρναβαλιού των Ταταούλων έναντι σε όλα τα άλλα του ελληνορθόδοξου κόσμου έγκειτο στο ότι εκκινούσε την Καθαρά Δευτέρα, και σημείωνε το τέλος της Αποκριάς. Στα Ταταύλα, την αμιγώς ελληνική αυτή συνοικία απομονωμένη ως τη δεκαετία του 1930 στο λόφο της, με την ατμόσφαιρα ελληνικού χωριού, συνέρρεαν πλήθη – Ρωμηών κυρίως – απ’ όλη την Πόλη για τη συμμετοχή στο γλέντι. Η απότομη ανηφόρα των Ταταούλων, που έπρεπε να ανεβούν οι αμαξάδες φέρνοντας τους επισκέπτες στην πλατεία του Αη Δημήτρη και το ξέφωτο, ενέπνευσε και το άσμα «Καροτσέρη τράβα,να πάμε στα Ταταύλα».

Το όνομα Μπακλαχοράνι είναι ένα ιδιότυπο γλωσσικό ιβρύδιο, η ετυμολογία του οποίου επιδέχεται πληθώρρα ερμηνειών. Μπακλά σημαίνει «κουκιά» στην Τουρκική, ενώ χορόν είναι ο κυκλικός χορός. Οι Ταταυλιανοί και οι λοιποί Ρωμηοί της Πόλης συγκεντρώνονταν στο ξέφωτο του Αη Δημήτρη (που σήμερα καταλαμβάνεται από το τέρμα των λεωφορείων, τους πυλώνες του ηλεκτρικού και διάφορες κατασκευές) για να κάνουν πικ νικ με νηστήσιμα φαγητά και να χορέψουν. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία, το δεύτερο συνθετικό της λέξης είναι το Περσικό ρήμα xordan (τρώω). Σε κάθε περίπτωση, το νηστίσιμο φαγητό αποτελεί το πρώτο συνθετικό του ονόματος, δηλώνοντας και την ιδιοτυπία του πανηγυριού.

Η Ιορδανίδου κάνει στη Λωξάντρα κάποιες φευγαλέες αναφορές στο Μπακλαχοράνι: «Πάνω στην Τούμπα, αντίκρυ στον Αη-Δημήτρη και στη Λέσχη, είναι τα δύο μεγάλα κέντρα, η Ακρόπολις και το Αραράτ. [...] Δίπλα σ’ αυτά είναι και το νεκροταφείο του Αϊ-Λεφτέρη. […] Σωστό αρχαϊκό μνημόσυνο μπροστά στον Αϊ-Λευτέρη είναι η Καθαρά Δευτέρα. Είναι το Μπακλαχοράνι, όπου μαζεύονται οι Έλληνες απ’ όλα τα μέρη της Πόλης. […] Η Ελενίτσα, η τρελλή […] σουλατσάρει στο Μπακλαχοράνι για να’ βρει γαμπρό. Κουνιούνται τα παιδιά στις κούνιες, γυρίζουνε τα ξύλινα τ’ αλογάκια στολισμένα με κορδέλες και σημαίες (και ανάμεσα, κλεφτά, δυο-τρεις ελληνικές). Τα παλικάρια τα Ταταυλιανά χορεύουνε συρτούς πολίτικους, χορεύουνε ντερτιλίδικους χασάπικους. […] Και οι κοπέλες τραγουδούν: Έλα βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε».

Ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Χάρης Ρήγας Ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Χάρης Ρήγας Από τις αφηγήσεις των Ελλήνων συγγραφέων μπορούμε να αναστήσουμε την ατμόσφαιρα και τα τεκταινόμενα στις περίφημη γιορτή, βάση της φήμης που η συνοικία είχε κτίσει, εκτοπίζοντας την εικόνα της ανέχειας και τραχύτητας. «Ταταύλα» κατέστη συνώνυμο του γλεντιού. Για τους θρησκόπηπτους, η ψυχαγωγία θεωρείτο καταστροφή. Ο Καραμανλής (τουρκόφωνος ελληνορθόδοξος) συγγραφέας Ευαγγελινός Μισαηλίδης σχολιάζει: «Πρέπει κανείς να πάει σ’ αυτές τις γιορτές έστω και μια φορά για να πάρει ένα μάθημα, αλλά να μην το επαναλάβει για κοινωνικούς και ηθικούς λόγους. Νέοι ή νεανίζοντες και ζωηροί μεσήλικες, φορώντας διάφορα κοστούμια και μάσκες, γιορτάζουν. Τρώνε, πίνουν, φλερτάρουν. Αλλά συχνά βλέπει κανείς ανθρώπους που προχωρούν παραπέρα. Επειδή όλοι είναι με μάσκες, τα γλέντια είναι μια σπάνια ευκαιρία για όσους θέλουν να κάνουν αταξίες χωρίς να αποκαλυφθούν”».

H Ελένη Χαλκούση γράφει για το Μπακλαχοράνι: «Στην Πόλη, η Καθαρή Δευτέρα δεν ήταν ημέρα εξόδου. Ούτε γιορτής. […] Υπήρχε όμως ένα σημείο – ένα μελανό σημείο – όπου το ύπαιθρο έμπαινε στις θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις της Πόλης και που το αυτί μας έπαιρνε κλεφτά, στις χαμηλόφωνες κουβέντες των μεγάλων. Ήταν ο εορτασμός της Καθαρής Δευτέρας στα Ταταύλα […] Μιλούσαν για τους γλεντζέδες της Πόλης, τους «βιβέρ» ή και τα κουτσαβάκια, που ανηφόριζαν την Καθαρή Δευτέρα στα Ταταύλα, για να συνεχίσουν το γλέντι της τελευταίας Κυριακής στο περιβόητο Μπακλα-Χωράνι! Γινόταν ακόμη λόγος – κι αυτό κέντριζε τη φαντασία μας – για κάποιες γυναίκες – «καλές αρχόντισσες» τις ονόμαζαν κατ’ ευφημισμόν – που ανέβαιναν τον ανήφορο των Ταταύλων έφιππες, ντυμένες προκλητικά, με κοντό βελούδινο πανταλονάκι και μαστίγιο στο χέρι για να γιορτάσουν αυτή τη μέρα της θρησκευτικής αργίας και της καθαριότητος των «σπιτιών» τους, στις ξακουσμένες μπυραρίες. Ή αν το επέτρεπε ο καιρός, στο ύπαιθρο! Αυτά ψιθυρίζονταν από στόμα σε στόμα. […] Οι γλεντζέδες της Πόλης – της ομογένειας δηλαδή της Πόλης γιατί άλλος δεν έβαζε το πόδι του στα Ταταύλα – με τη λατέρνα μπροστά, ανέβαιναν πεζή τον ανήφορο από το Γαλατά για να συνεχίσουν το γλέντι της Κυριακής, να πιουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να γλεντήσουν, ως εκεί που βαστούσε η ψυχή τους. […].

Υπήρχε όμως και μια άλλη εκδήλωση, πατριωτικού πνεύματος, ακόμη και πάνω στο ξέσπασμα του αποκριάτικου ή του μεταποκριάτικου γλεντιού: ήταν αυτοί που είχαν ντυθεί φουστανελλάδες, με κατάλευκες φουστανέλλες και χόρευαν ως αργά το βράδυ [...] Η περιοχή του γλεντιού άρχιζε από τον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, κι έφθανε ως τις τρεις μπυραρίες και το γήπεδο του Αγίου Ελευθερίου. Οι γηγενείς Ταταυλιανοί δεν έρχονταν ποτέ στην περιοχή αυτή του γλεντιού. Πολλές οικογένειες των Ταταύλων που δεν ήθελαν να χάσουν το θέαμα των γλεντζέδων της Καθαράς Δευτέρας και το ακόμη σπανιότερο, των «αμαζόνων της αμαρτίας», πήγαιναν από το πρωί σε συγγενικά σπίτια […] κι από κει, «μέσα σ’ ένα περιβάλλον απόλυτα οικογενειακό», απελάμβαναν το θάμα της παρελάσεως…»

H συνδιοργανώτρια της εκδήλωσης Μαρίνα Δρυμαλίτου ντυμένη καραμέλα H συνδιοργανώτρια της εκδήλωσης Μαρίνα Δρυμαλίτου ντυμένη καραμέλα Η ξακουστή αυτή «πομπή των Αμαζόνων» αποτελούσε το πιο ξακουστό από τα έθιμα του Μπακλαχορανίου, αλλά και ένα από τα πιο ιδιόμορφα της Πολίτικης Ρωμηοσύνης. Σημειωτέον δε ότι η πορνεία κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της Οθωμανικής πρωτεύουσας, λόγω της αυστηρότητας των ηθών ιδίως μεταξύ των μουσουλμάνων και των κατώτερων τάξεων των μειονοτικών. Επειδή μάλιστα οι μουσουλμανίδες απαγορευόταν να εξασκήσουν το επάγγελμα, οι ιερόδουλες ήταν χριστιανές η εβραίες, ή μουσουλμάνες από την επαρχία που υιοθετούσαν χριστιανικά ονόματα και περνούσαν για μειονοτικές...

Ο Ταταυλιανός Λέανδρος Μίχας αναφέρει λεπτομερώς το ιδιαίτερο έθιμο της πομπής των Αμαζόνων: «Ανέβαιναν παρέες παρέες με τη λατέρνα μπροστά ντυμένες όμως κατά ένα ομοιόμορφο τρόπο, άλλες με τα πόδια και άλλες έφιππες σε νοικιασμένα άλογα. Μαύρη μεταξωτή κάλτσα με γόβα λουστινένια. Ταγιεράκι βελούδινο με κοντό παντελονάκι βελούδινο κι αυτό, σε διάφορους χρωματισμούς και χρυσοκεντημένα ανάλογα με το γούστο της κάθε μιανής ιέρειας της Αφροδίτης. Καπέλλο σε ναυτικό τύπο και στο χέρι μαστίγιο. Έτσι ήταν όλες ντυμένες και ανέβαιναν για να γλεντήσουν πότε μόνες και ποτε με τους αγαπητικούς, χωρίς όμως παρατράγουδα και καυγάδες». Ο δε Μίχας προσθέτει, προλαμβάνοντας την τυχόν απορία του αναγνώστη: «Καμμιά θέση του Πατριαρχείου απέναντι στη γενική κινητοποίηση των ιεροδούλων που ανέβαιναν σε πραγματικό κομβόι στα Ταταύλα την Καθαρά Δευτέρα…. Καμμιά θέση αρνητική. Καμμιά ανάμιξη που […] θα μείωνε ασφαλώς το κύρος του Πατριαρχείου».

Το συγκρότημα Ταταυλιανό Κέφι συμμετείχε στην εκδήλωση Το συγκρότημα Ταταυλιανό Κέφι συμμετείχε στην εκδήλωση Η πρωτοβουλία για την ανασύσταση του Μπακλαχορανίου, μετά σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά την απαγόρευσή του, ανήκει σε κοινή πρωτοβουλία του νεαρού καθηγητή Λατινικών και Αρχαίων Ελληνικών Χάρη Θεοδωρέλη – Ρήγα και του Τούρκου συγγραφέα Χιουσεΐν Ιρμάκ. Οι Θεοδωρέλης και Ιρμάκ συνδιοργάνωσαν την πρώτη αναβίωση του εθίμου με ιδιαίτερη επιτυχία πέρσι, ενώ για τη φετεινή διοργάνωση συνεργάσθηκαν και με τη Μαρίνα Δρυμαλίτου, που συντονίζει τις πολιτιστικές δράσεις της Ομογένειας.

«Δεν έζησα το Μπακλαχοράνι, αλλά το γνώρισα μέσω των γραπτών μαρτυριών» εξηγεί ο «Χιουσεΐν Ιρμάκ», που μεγάλωσε στα Ταταύλα. Σήμερα εργάζεται ως εκπρόσωπος τύπου της Δημαρχίας του Κιατχανέ, όπου και κατοικεί. Τις μνήμες του από την πολυεθνική γειτονιά του Κουρτουλούς, όπως μετονομάσθηκαν τα Ταταύλα τη δεκαετία του 1930, τις παραθέτει στο βιβλίο του «Το Κουρτουλούς που έζησα». «Τη δεκαετία του 1970 οι Ρωμηοί άρχισαν να φεύγουν μαζικά, και έτσι χάθηκε ένα κομμάτι του αστικού πολιτισμού. Πρωτόμαθα για το Καρναβάλι το 1995 και αμέσως σκέφθηκα, τι ωραίο θα ήταν να το αναβιώναμε στα Ταταύλα!». Τον Ιρμάκ ανησυχεί η μνημοκτονία της παρουσίας και της συνεισφοράς των Ρωμηών στο αστικό τοπίο. «Οι νέοι σήμερα δεν έχουν ζήσει με τους Ρωμηούς, τους Αρμενίους ή τους Εβραίους. Δεν τους γνωρίζουν και τους θεωρούν ξένους. Σε μία μουσουλμανική χώρα, οι μη-Μουσουλμάνοι δεν μπορεί παρά να είναι ξένοι. Εξ ου και η προσβλητική ερώτηση, Εσείς από πού ήλθατε; που δέχονται πολλοί Ρωμηοί». Ο Ιρμάκ θεωρεί πως πρέπει να αποκατασταθεί η μνήμη και η σημασία των μειονοτικών στην ιστορία της Πόλης, και η θέληση αυτή βρίσκεται πίσω από τις πολιτιστικές του πρωτοβουλίες.

Στέλλα Παπακωνσταντίνου και η βιολόγος Χαρά Χαρσού, που ως νοικοκυρά κέρδισε το βραβείο καλύτερης στολής Στέλλα Παπακωνσταντίνου και η βιολόγος Χαρά Χαρσού, που ως νοικοκυρά κέρδισε το βραβείο καλύτερης στολής Απόφοιτος κλασσικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο Χάρης Θεοδωρέλης – Ρήγας εγκαταστάθηκε στην Πόλη το 2006. Στην Πόλη τον έφερε η αγάπη του για το Ρεμπέτικο και το ενδιαφέρον του για τη Ρωμαίικη κοινότητα, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο του διδακτορικού του. Σήμερα, διδάσκει Λατινικά στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, ενώ παράλληλα αποτελεί συνιδρυτή του ελληνοτουρκικού μουσικού σχήματος «Ταταυλιανό Κέφι» (Tatavla Keyfi). Το συγκρότημα παίζει ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια από την Πόλη, τη Σμύρνη και τον Πειραιά, στα ελληνικά και τουρκικά.

«Οι εορτασμοί του Μπακλαχορανίου αντικατόπτριζαν το πόσο καλά αισθανόταν η κοινότητα, την αυτοπεποίθησή της. Όσο πιο ασφαλής αισθανόταν η Ρωμηοσύνη, τόσο πιο πολύ ξέδινε στο Καρναβάλι» τονίζει ο Ρήγας, ενώ βλέπει στην οργάνωση της γιορτής στοιχεία κοινοτικής οργάνωσης. «Ας πάρουμε την περίπτωση της Πομπής των Αμαζόνων. Το γεγονός ότι ήταν όλες ομοιόμορφα ντυμένες και η πομπή αυστηρά οργανωμένη, σε κάνει να υποψιάζεσαι μία οργάνωσή της σε κοινοτικό επίπεδο». Ο Ρήγας τονίζει πως εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η γιορτή επεβίωσε μέχρι την απαγόρευσή της από τις αρχές παρά την έκδηλη δυσφορία των εκκλησιαστικών κύκλων.

Η δημοσιογράφος Σεβίν Τουράν ντυμένη χήρα Η δημοσιογράφος Σεβίν Τουράν ντυμένη χήρα Ο νεαρός μελετητής σημειώνει πως το Μπακλαχοράνι ήταν το Καρναβάλι των λαϊκών τάξεων της Πόλης, σε πλήρη αντίθεση με τους μπάλους της καλής κοινωνίας του Σταυροδρομίου (Πέραν) και εκείνους που οργάνωναν οι πρεσβείες προς τιμήν των ξένων παροίκων και της αριστοκρατίας των μειονοτικών. «Οι μασκαράδες κατηφόριζαν από τη Μεγάλη Οδό του Πέραν κατά μήκος του Ταρλάμπασι, σταματώντας στις εκεί μπυραρίες, και μετά ανηφόριζαν την Ακάρτσα προς τα Ταταύλα. Ήταν μία ατμόσφαιρα γιορτής, με καντάδες, πειράγματα, αλληλοκεράσματα και πολύ θόρυβο».

Τους Ιρμάκ και Θεοδωρέλη – Ρήγα τους έφεραν σε επαφή κοινοί φίλοι, ώστε να ενώσουν τις δυνάμεις τους προς την κατεύθυνση της αναβίωσης του Μπακλαχορανίου. Πέρσι, στην πρώτη προσπάθεια, περίπου 80 άτομα, Έλληνες, Τούρκοι και ξένοι πάροικοι, παρήλασαν μασκαρεμένα στην πεζοδρομημένη Ιστικλάλ, την άλλοτε Μεγάλη Οδό του Πέραν, και κατέβηκαν στο Ταρλάμπασι ως την ταβέρνα Ασίρ. Φέτος, στις 11 Φεβρουαρίου, το γλέντι συγκέντρωσε πάλι Ελλαδίτες, Κυπρίους, Ρωμηούς, Τούρκους και πολλούς ξένους στον Ερασιτεχνικό Θεατρικό Σύλλογο του Φερίκιοϊ. Η πομπή παρήλασε μέχρι τα Ταταύλα, προκαλώντας την περιέργεια των παρευρισκομένων, και επέστρεψε στο χώρο του Συλλόγου, δίπλα στην ενορία των Δώδεκα Αποστόλων. Σε περίπου 160 άτομα υπολογίζονται όσοι προσήλθαν στη γιορτή.

Το συγκρότημα Tatavla Κeyfi έπαιξε μουσική για την περίσταση, ενώ πολλοί άλλοι νέοι της Ομογένειας και της παροικίας των Ελλαδιτών εργάσθηκαν εθελοντικά για την επιτυχία της διοργάνωσης. Η συνδιοργανώτρια Μαρίνα Δρυμαλίτου επιβεβαίωσε ότι οι ενδυματολογικές της προτιμήσεις έχουν γευστικές αναφορές, και ντύθηκε καραμέλα (πέρσι είχε ντυθεί γιαούρτι!). Ο Χάρης Ρήγας ντύθηκε μέθυσος Ταταυλιανός, η δημοσιογράφος Σεβίν Τουράν χήρα, ο ομογενής οικονομολόγος Σπύρος Χατζηαναστασίου λαϊκός αοιδός, Η δημοσιογράφος Μαρία Ζαχαράκη επέμενε πως ήταν ντυμένη αστροναύτης, έμοιαζε όμως περισσότερο με διαβολάκι, και ο φωτογράφος και δημοσιογράφος Ιάσων Αθανασιάδης φόρεσε για πολλοστή φορά αυτή την άκομψη μπέρτα (που κανείς δε θυμάται από πού είναι) που τον κάνει να μοιάζει ακόμα ψηλότερος. Η σκηνοθέτης Γκιουλέν Γκιουλέρ και ο επιχειρηματίας και ακτιβιστής των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων Μετεχάν Οζκάν φόρεσαν απλά μάσκες, ενώ ο Ιταλός επιχειρηματίας, κάτοικος Σμύρνης, Τζιουλιάνο Καπόνι ντύθηκε Βεδουΐνος. Το βραβείο καλύτερης στολής το πήρε πάντως η βιολόγος Χαρά Χαρσού, νέα άφιξη στην οικογένεια των ελλαδιτών της Πόλης, που ντύθηκε νοικοκυρά.

Η τραπεζικός Στέλλα Παπακωνσταντίνου με στολή εποχής και ο οικονομολόγος Σπύρος Χατζηαναστάσης ως λαϊκός αοιδός Η τραπεζικός Στέλλα Παπακωνσταντίνου με στολή εποχής και ο οικονομολόγος Σπύρος Χατζηαναστάσης ως λαϊκός αοιδός Γκιουλέρ και Οζκάν, που διατηρούν στενό ενδιαφέρον για τις μειονότητες, εθνικές και κοινωνικές, ρωτούσαν πώς θα μπορούσαν να συνδράμουν τη Ρωμαίικη κοινότητα, ώστε να διασωθεί η παρουσία και τα έθιμά της στον ιστό της Πόλης. Ειλικρινά, δεν ήξερα τι απάντηση θα μπορούσα να τους δώσω.

Γιατί εντός της Ρωμαίικης κοινότητας – που ας μη γελιόμαστε, μετά βίας φθάνει τα 2500 άτομα – κρύβονται κάποια τρωκτικά με μεγάλες μασέλες, που ξεδοντιάζουν μεθοδικά την τεράστια – παρά τις κατασχέσεις και άλλες υφαρπαγές – κοινοτική περιουσία. Τα εν λόγω τρωκτικά είναι αποφασισμένα να κρατήσουν την Ομογένεια στο περιθώριο και το σκότος, και προσπαθούν συστηματικά να δυναμιτίσουν κάθε πρωτοβουλία που στοχεύει στο άνοιγμα της κοινότητας και τη διαφάνεια. Επιθυμούν να διατηρήσουν τον έλεγχο κάθε πρωτοβουλίας, ενώ διαιωνίζουν την εικόνα του μνημοσύνου και της «μαρτυρίας» προκειμένου να καλύψουν ατασθαλίες και παρατυπίες. Αλλά και να συσκοτίσουν το γεγονός ότι, παρότι η Ρωμαίικη κοινότητα διαθέτει περιουσία πολύ μεγαλύτερη από την Αρμενική ή την Εβραϊκή, ως αποτέλεσμα διαφθοράς και κακής διαχείρησης δίπλα στα παχυλά ροκανίζοντα τρωκτικά της ζουν μια άθλια ζωή, στα όρια της ένδειας, περίπου διακόσιοι ομογενείς.

Όπως συμβαίνει με κάθε σχεδόν πρωτοβουλία που έρχεται απ’ έξω (συνήθως από τους Ελλαδίτες παροίκους ή τους φιλελεύθερους Τούρκους), οι γνωστοί κύκλοι που λυμαίνονται τόσο τα χρήματα όσο και τα κοινά της Ομογένειας εξαπέλυσαν πραγματική επίθεση στους διογρανωτές του φετεινού Μπακλαχορανίου. Το πρόσχημα της επίθεσης, αυτή τη φορά, ήταν ότι αρχικά είχε επιλεγεί γνωστό κατάστημα ως χώρος της εκδήλωσης, αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οποίου υφίσταται διαμάχη μεταξύ ομογενειακής κοινότητας και των σημερινών ιδιοκτητών του. Οι «επιτιθέμενοι» έφτασαν στο σημείο να καλέσουν τους Ελλαδίτες της Πόλης να απέχουν από κάθε πρωτοβουλία που αφορά τα ελληνικά πράγματα της Πόλης.

Ο τραγουδιστής Αλπέρ Τεκίν με στολή δικής του κατασκευής Ο τραγουδιστής Αλπέρ Τεκίν με στολή δικής του κατασκευής Πίσω από τις βαρύγουπες εκφράσεις όπως «φυλάμε Θερμοπύλες», «δεν καταλαβαίνετε το μαρτύριό μας», κλπ, και τη γλοιώδη παρουσίαση εαυτών ως οσιομαρτύρων, οι καταβροχθίζοντες τις κοινοτικές περιουσίες και επαιτούντες ταυτόχρονα τη χρηματική αρωγή του Ελληνικού Προξενείου διεκδικούν να κρατήσουν τα ηνία της ομογενειακής ζωής. Ωστόσο, η δική τους μασκαράτα που παρατράβηξε δεν εμπόδισε την πλειοψηφία όσων ασχολούνται με τη Ρωμηοσύνη και επιθυμούν το «άνοιγμά» της προς την τοπική κοινωνία να διαπιστώσουν πως τα εν λόγω πρόσωπα είναι ανίκανα να περισώσουν τη μνήμη και να εκπροσωπήσουν την κληρονομία της Ρωμηοσύνης της Πόλης.

Εάν χρειάσθηκε η τόλμη ενός Τούρκου και δύο Ελλαδιτών για την αναβίωση του Μπακλαχορανίου, είναι πλέον φως φανάρι πως δυναμικές παρεμβάσεις από το εξωτερικό κοινότητας – με τη συνδρομή των λιγοστών νεαρών Ρωμηών που τολμούν – θα μπορέσουν να τη βγάλουν από την πολιτιστική και γενικότερή της ανυπαρξία. Γιατί, αν ήταν να αφεθούν όλες οι πρωτοβουλίες στις παραδοσιακές της ηγεσίες, το μόνο που φαίνεται πως κατορθώνουν είναι να καθιστούν την ομογένεια αντιπαθή ακόμη και σε εκείνους που τρέφουν τις καλύτερες προθέσεις έναντί της, και είναι οι καλύτερα εξοπλισμένοι για να τη βγάλουν από το τέλμα.

Το τις πταίει για την κατάσταση της Ομογένειας και ποιος και πώς μπορεί να ανασχέσει τον κατήφορό της αποτελούν βέβαια μακρά συζήτηση, που πρέπει να ανοίξει προτού είναι πολύ αργά. Μία συζήτηση στην οποία επιβάλλεται η συμμετοχή όλων των συνιστωσών του σημερινού ελληνισμού της Πόλης, και η οποία φαίνεται πως θα αντιπαραθέσει τους νέους ελλαδίτες της Πόλης, τους προοδευτικούς νέους της Ομογένειας και τους Τούρκους υποστηρικτές της από τη μία με τις δυνάμεις της συντήρησης, του ξεκοκκαλίσματος και της επιβεβλημένης αυτοκτονίας από την άλλη. Είναι μάλλον βέβαιη συστράτευση, τουλάχιστον αρχικά, των τουρκικών αρχών και παρακράτους με τη δεύτερη ομάδα....

Δεν υπάρχουν σχόλια: