Το δημοσίευμα των FINANCIAL TIMES ως προάγγελος του Τέλους
Αυτό ήταν…Οι Financial Times ανέλαβαν απλά να μεταφέρουν το μήνυμα του τέλους στον Ελληνα πρωθυπουργό.
Το άρθρο της 30ης Δεκεμβρίου 2016 των Financial Times με τίτλο «Ελλάδα: ένα ζήτημα ανεξαρτησίας»,
θα μπορούσε να φυλάσσεται ήδη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους μια και θα
αποδειχθεί ο προάγγελος της πτώσης. Το big read δημοσίευμα ήταν τόσο
τρομακτικό επειδή περιέγραφε πραγματικά γεγονότα που ακόμη και για το
Μαξίμου, που τα προκάλεσε, δεν ήταν ευχάριστο να τα βρίσκει μπροστά του
και μάλιστα δημοσιευμένα σε ένα από τα πιο βαριά πυροβολικά του διεθνούς
τύπου.
Η ταύτιση της κυβέρνησης Τσίπρα (που δεν λέει να ολοκληρώσει την Δίκη
της Χρυσής Αυγής για την στυγνή δολοφονία Φύσσα) με τις ακροδεξιές
κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στέλνει μήνυμα στους
επενδυτές να μείνουν μακριά από τη χώρα. Οι Financial Times είναι ένα
από τα μηντιακά Ευαγγέλια των Αγορών. Το δημοσίευμα έρχεται λίγες ώρες
πριν την είσοδο του νέου χρόνου και μοιάζει χαριστική βολή σε μια χώρα
που για να επιζήσει χρειάζεται επενδύσεις από ισχυρούς ξένους παίκτες.
Το δημοσίευμα τους προειδοποιεί να μείνουν μακριά από μια χώρα στην
οποία υπάρχει κατάλυση της Δικαιοσύνης και υποκατάστασή της από το
Μαξίμου-Τσίπρα όπως δείχνει και η εικονογράφηση του ρεπορτάζ που
επέλεξαν τα στελέχη της εφημερίδας.
“Υπάρχουν φόβοι πως η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα μέτωπο
στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναχαιτίσει απειλές εναντίον βασικών αρχών καλής διακυβέρνησης και σεβασμού για τους ανεξάρτητους θεσμούς».
Σε σχόλιό του, το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού τονίζει πως
«προκαλεί εύλογα ερωτήματα είναι το γεγονός ότι οι συντάκτες της
ηλεκτρονικής σελίδας των Financial Times δεν βρίσκουν να γράψουν ούτε
μία λέξη» για όλα όσα έχει καταφέρει η σημερινή κυβέρνηση, τα δύο χρόνια
που βρίσκεται στην εξουσία, συμπληρώνοντας πως η «μονομέρεια» των πηγών
των FT «θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον κακόπιστο να κάνει λόγο ακόμα
και για πολιτική σκοπιμότητα».
Πιο αναλυτικά, η κυβέρνηση υποστηρίζει πως εδώ και δύο χρόνια:
- δίνεται μία μεγάλη και καθημερινή μάχη ενάντια στα κατεστημένα συμφέροντα, την μεγάλη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, το λαθρεμπόριο. Για να εξαλειφθούν οι παράνομες και σκοτεινές πρακτικές που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
- για πρώτη φορά, κάτω από δύσκολες συνθήκες, οι φορολογικές αρχές εργάζονται απερίσπαστες χωρίς άνωθεν εντολές, οι λίστες των φοροφυγάδων ελέγχονται, δίνεται μάχη κατά του λαθρεμπορίου, τα θαλασσοδάνεια αποτελούν απλώς κακό παρελθόν, ενώ η Δικαιοσύνη λειτουργεί χωρίς παρεμβάσεις.
- τα αποτελέσματα αυτού του καθημερινού αγώνα έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται: Υπεραπόδοση εσόδων, μείωση του λαθρεμπορίου και καταλογισμός ποινικών ευθυνών και προστίμων σε όσους παρανομούν.
Καταλήγοντας, η ανακοίνωση του γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού
σημειώνει πως «είναι φανερό ότι όλα τα παραπάνω έχουν ενοχλήσει πολλούς:
τραπεζικούς κύκλους, το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ολιγάρχες και μεγάλα μίντια».
Όσον αφορά για τη θέση της κυβέρνησης που φιλοξενούνται στο
δημοσίευμα (ότι οι κατηγορίες περί υποχώρησης του κράτους δικαίου είναι
μια απόπειρα σπίλωσης της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στη χώρα), στην
ανακοίνωση τονίζεται πως «οι ερωτήσεις που εστάλησαν ελάχιστη
ώρα πριν το δημοσίευμα προκειμένου να αποτελέσουν άλλοθι, πέρα από
προσβλητικές, δεν άφηναν ούτε καν το χρονικό περιθώριο απάντησης…».
Αραγε αναρωτήθηκαν στο Μαξίμου γιατί δεν είχαν καν χρόνο να
απαντήσουν; Μήπως γιατί οι Εντολείς του δημοσιεύματος θεωρούν ήδη την
κυβέρνηση ξοφλημένη. Μήπως το δημοσίευμα των Financial Times και κυρίως η
φαινομενικά απαξιωτική και “αντιδεοντολογική” συμπεριφορά της
εφημερίδας προς τον Τσίπρα είναι μήνυμα των πιο αποκαλυπτικών
δημοσιευμάτων που θα ακολουθήσουν;
Και τι είδους δημοσιεύματα θα μπορούσαν να είναι αυτά; Τι παραπάνω
γνωρίζουν οι “Κύκλοι” που καταγγέλει το Μαξίμου με το σχόλιο του
Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού;
Το δημοσίευμα των Financial Times θέτει το ερώτημα κατά πόσο η
ελληνική κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία θεσμών και οργάνων παρατηρεί ο
ΣΚΑΙ.gr που παραθέτει αποσπάσματα από το δημοσίευμα.
Το ρεπορτάζ, με τον ενδεικτικό τίτλο «Ελλάδα: ένα ζήτημα
ανεξαρτησίας», αρχίζει με αναφορά στην υπόθεση της ηγεσίας της Τράπεζας
Αττικής και την κόντρα μεταξύ κυβέρνηση και του διοικητή της Τράπεζης
της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.
Παρόλα αυτά, προσθέτει το δημοσίευμα, «το επεισόδιο αυτό επικαλούνται επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου ηγείται ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ως ένα παράδειγμα της αυταρχικής τάσης που λένε ότι γίνεται όλο και πιο ορατή καθώς οι ηγέτες του παλεύουν με την πτώση στις δημοσκοπήσεις και την ανάκαμψη της υποστήριξης για το κόμμα της αντιπολίτευσης, τη Νέα Δημοκρατία».
Ο επίτιμος καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάνος Βερέμης σχολιάζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «θα ήθελε να θέσει κάθε ανεξάρτητο θεσμό υπό κρατικό έλεγχο», καθώς «είναι μέρος της ιδεολογίας τους».
Για άλλους, συμπληρώνει η εφημερίδα, το επεισόδιο αυτό και άλλα είναι απλώς μία πιο ορατή έκφανση της πολυετούς δυσκολίας σεβασμού της ανεξαρτησίας βασικών δημοσίων θεσμών στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια η εφημερίδα αναφέρεται στην έφοδο των εισαγγελέων διαφθοράς στα γραφεία της εταιρείας της συζύγου του κ. Στουρνάρα Λίνας Νικολοπούλου – «ένα περιστατικό που ανησύχησε αξιωματούχους της ΕΚΤ και προκάλεσε ευρύτερους φόβους για την προθυμία του κράτους να κάνει χρήση εκφοβισμού για να περάσει το δικό του». Η κα Νικολοπούλου δηλώνει στους FT ότι ο πραγματικός στόχος της εφόδου ήταν ο σύζυγός της.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι η έφοδος έγινε λίγο πριν ο κ. Μακέδος κριθεί ακατάλληλος για την ηγεσία της Τράπεζας Αττικής και ενώ ο κεντρικός τραπεζίτης είχε επιβάλει απαγόρευση δανεισμού στην προβληματική τράπεζα, γεγονός που σήμανε την ακύρωση δανείου που προετοίμαζε η τράπεζα προς τον Χρήστο Καλογρίτσα, έναν από τους «προτιμητέους από την κυβέρνηση» συμμετέχοντες στην «ευαίσθητη και αμφιλεγόμενη» διαδικασία τηλεοπτικών αδειοδοτήσεων. Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά και στα βοσκοτόπια των εγγυήσεων Καλογρίτσα για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες.
Η κα Νικολοπούλου προσθέτει ότι η έφοδος πραγματοποιήθηκε χωρίς την απαραίτητη νομική εξουσιοδότηση, χωρίς υπογεγραμμένο ένταλμα έρευνας. «Ήμουν έξαλλη αλλά και σοκαρισμένη που κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβαίνει σε μία δημοκρατική χώρα», δηλώνει η σύζυγος του κ. Στουρνάρα.
Και πάλι η εφημερίδα σημειώνει ότι κυβερνητικές πηγές απορρίπτουν τις κατηγορίες περί πολιτικών κινήτρων πίσω από τη συγκεκριμένη έρευνα στα γραφεία της Λίνας Νικολοπούλου.
Το δημοσίευμα σχολιάζει ότι μετά από έξι ταραχώδη χρόνια στις σχέσεις Αθήνας-Βρυξελλών «τώρα υπάρχουν φόβοι πως η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα μέτωπο στην προσπάθεια της ΕΕ να αναχαιτίσει απειλές εναντίον βασικών αρχών καλής διακυβέρνησης και σεβασμού για τους ανεξάρτητους θεσμούς».
Στο πλαίσιο αυτό η εφημερίδα τοποθετεί την Ελλάδα στο ίδιο κάδρο με την Πολωνία και την Ουγγαρία των ακροδεξιών κυβερνήσεων, ενώ ο Ευάγγελος Βενιζέλος δηλώνει πως η απειλή για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα μπορεί να συγκριθεί με την απειλή σε αυτές τις δύο χώρες. «Δεν είναι τόσο έντονη, αλλά σε μεθοδολογία είναι η ίδια. Υπάρχει ένα μεγάλο θέμα που αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης», λέει στους FT ο κ. Βενιζέλος.
Η εφημερίδα σχολιάζει ότι μεταξύ των παρατηρητών του ελληνικού προγράμματος διάσωσης υπάρχει μια έγνοια ότι η έλλειψη σεβασμού στην ανεξαρτησία ορισμένων θεσμών, ιδίως της δικαιοσύνης, «θα μπορούσε να γίνει η Αχίλλειος πτέρνα στην προσπάθεια της χώρας να στρίψει τη γωνία και να προσελκύσει έξωθεν επενδύσεις».
Αναφερόμενη σε φόβους περί εμβάθυνσης της κουλτούρας της πολιτικής παρέμβασης στο δημόσιο τομέα η εφημερίδα επικαλείται τον πρώην Πρόεδρο του ΣτΕ και πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό Παναγιώτη Πικραμμένο που κάνει λόγο για σημείο καμπής: «Λίγο-λίγο η τήρηση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα εξαφανίζεται. Νιώθω πως κάθε μέρα που περνά οι Έλληνες πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τους Ευρωπαίους πολίτες».
Το δημοσίευμα συνεχίζει αναφέροντας ότι ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες κατέρρευσε εν μέσω «περαιτέρω σκανδάλων», με κατηγορίες περί απόπειρας επιρροής των μελών του ΣτΕ με υποσχέσεις για αύξηση αποδοχών, κάτι που απορρίπτουν κυβερνητικές πηγές επιρρίπτοντας την ευθύνη στην αντιπολίτευση για την παράκαμψη του ΕΣΡ.
Γίνεται επίσης σύντομη αναφορά στην αποτυχημένη «κυβερνητική απόπειρα» καθαίρεσης της ηγεσίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού που στην ουσία εμποδίστηκε από τις Βρυξέλλες.
Εκτενέστερη είναι, τέλος, η διήγηση των νομικών περιπετειών του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, με την κατηγορία της εσκεμμένης υπερβολής των υπολογισμών για το δημοσιονομικό έλλειμμα, με τους FT να σχολιάζουν ότι οι διεθνείς ανησυχίες για το επίπεδο σεβασμού της ελληνικής κυβέρνησης προς τους ανεξάρτητους θεσμούς προηγούνται του ΣΥΡΙΖΑ.
«Είναι εκπληκτικό και πραγματικά απογοητευτικό ότι επίσημοι στατιστικολόγοι διώκονται πολιτικά και ανηλεώς εντός των συνόρων της ΕΕ», δηλώνει στην εφημερίδα ο κ. Γεωργίου.
Το μακροσκελές δημοσίευμα των FT καταλήγει μεταφέροντας τη θέση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ότι οι κατηγορίες περί υποχώρησης του κράτους δικαίου είναι μια απόπειρα σπίλωσης της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στη χώρα. Κυβερνητική πηγή υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις γίνονται ακριβώς επειδή πλήττονται υπενδεδυμένα συμφέροντα.
Παρόλα αυτά, προστίθεται, σε μια ένδειξη του πόσο μεγάλες είναι πλέον οι ανησυχίες, το θέμα του σεβασμού της ανεξαρτησίας των θεσμών θα αναδειχθεί στην επόμενη προεκλογική περίοδο από την αντιπολίτευση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει: «Έχουμε εκφράσει σοβαρές ανησυχίες ότι γινόμαστε μάρτυρες μίας διάβρωσης της ποιότητας των δημοκρατικών θεσμών μας από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ».
Τέλος, ο κ. Βερέμης σχολιάζει ότι παρά τις απόπειρές του κατά της ανεξαρτησίας θεσμών ο ΣΥΡΙΖΑ «στερείται στρατηγικής και επομένως αυτοσχεδιάζει, κάτι που οδηγεί σε προχειρότητες και τελικά σε αποτυχία».
Η βρετανική εφημερίδα υπενθυμίζει ότι η
κυβέρνηση είχε ανατρέψει την απόφαση του κ. Στουρνάρα να ανατεθεί η
διεύθυνση της τράπεζας στον «επαγγελματία τραπεζίτη» Θεόδωρο Πανταλάκη,
με πηγές να λένε στους Financial Times πως κυβερνητικά στελέχη κανόνισαν
με το ΤΣΜΕΔΕ, τον μεγαλο μέτοχο της Τράπεζας Αττικής, να δοθεί η θέση
στον «με λίγη γνώση περί τα τραπεζικά» Κωνσταντίνο Μακέδο.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι η ενέργεια αυτή ήταν ευθεία πρόκληση προς
τον κ. Στουρνάρα, επικεφαλής του ανεξάρτητου εποπτικού οργάνου του
τραπεζικού τομέα. Σημειώνεται επίσης ότι κυβερνητικές πηγές αρνούνται
οποιαδήποτε παρέμβαση στη διαδικασία επιλογής του διευθύνοντος συμβούλου
της Τράπεζας Αττικής.Παρόλα αυτά, προσθέτει το δημοσίευμα, «το επεισόδιο αυτό επικαλούνται επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου ηγείται ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ως ένα παράδειγμα της αυταρχικής τάσης που λένε ότι γίνεται όλο και πιο ορατή καθώς οι ηγέτες του παλεύουν με την πτώση στις δημοσκοπήσεις και την ανάκαμψη της υποστήριξης για το κόμμα της αντιπολίτευσης, τη Νέα Δημοκρατία».
Ο επίτιμος καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάνος Βερέμης σχολιάζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «θα ήθελε να θέσει κάθε ανεξάρτητο θεσμό υπό κρατικό έλεγχο», καθώς «είναι μέρος της ιδεολογίας τους».
Για άλλους, συμπληρώνει η εφημερίδα, το επεισόδιο αυτό και άλλα είναι απλώς μία πιο ορατή έκφανση της πολυετούς δυσκολίας σεβασμού της ανεξαρτησίας βασικών δημοσίων θεσμών στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια η εφημερίδα αναφέρεται στην έφοδο των εισαγγελέων διαφθοράς στα γραφεία της εταιρείας της συζύγου του κ. Στουρνάρα Λίνας Νικολοπούλου – «ένα περιστατικό που ανησύχησε αξιωματούχους της ΕΚΤ και προκάλεσε ευρύτερους φόβους για την προθυμία του κράτους να κάνει χρήση εκφοβισμού για να περάσει το δικό του». Η κα Νικολοπούλου δηλώνει στους FT ότι ο πραγματικός στόχος της εφόδου ήταν ο σύζυγός της.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι η έφοδος έγινε λίγο πριν ο κ. Μακέδος κριθεί ακατάλληλος για την ηγεσία της Τράπεζας Αττικής και ενώ ο κεντρικός τραπεζίτης είχε επιβάλει απαγόρευση δανεισμού στην προβληματική τράπεζα, γεγονός που σήμανε την ακύρωση δανείου που προετοίμαζε η τράπεζα προς τον Χρήστο Καλογρίτσα, έναν από τους «προτιμητέους από την κυβέρνηση» συμμετέχοντες στην «ευαίσθητη και αμφιλεγόμενη» διαδικασία τηλεοπτικών αδειοδοτήσεων. Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά και στα βοσκοτόπια των εγγυήσεων Καλογρίτσα για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες.
Η κα Νικολοπούλου προσθέτει ότι η έφοδος πραγματοποιήθηκε χωρίς την απαραίτητη νομική εξουσιοδότηση, χωρίς υπογεγραμμένο ένταλμα έρευνας. «Ήμουν έξαλλη αλλά και σοκαρισμένη που κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβαίνει σε μία δημοκρατική χώρα», δηλώνει η σύζυγος του κ. Στουρνάρα.
Και πάλι η εφημερίδα σημειώνει ότι κυβερνητικές πηγές απορρίπτουν τις κατηγορίες περί πολιτικών κινήτρων πίσω από τη συγκεκριμένη έρευνα στα γραφεία της Λίνας Νικολοπούλου.
Το δημοσίευμα σχολιάζει ότι μετά από έξι ταραχώδη χρόνια στις σχέσεις Αθήνας-Βρυξελλών «τώρα υπάρχουν φόβοι πως η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα μέτωπο στην προσπάθεια της ΕΕ να αναχαιτίσει απειλές εναντίον βασικών αρχών καλής διακυβέρνησης και σεβασμού για τους ανεξάρτητους θεσμούς».
Στο πλαίσιο αυτό η εφημερίδα τοποθετεί την Ελλάδα στο ίδιο κάδρο με την Πολωνία και την Ουγγαρία των ακροδεξιών κυβερνήσεων, ενώ ο Ευάγγελος Βενιζέλος δηλώνει πως η απειλή για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα μπορεί να συγκριθεί με την απειλή σε αυτές τις δύο χώρες. «Δεν είναι τόσο έντονη, αλλά σε μεθοδολογία είναι η ίδια. Υπάρχει ένα μεγάλο θέμα που αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης», λέει στους FT ο κ. Βενιζέλος.
Η εφημερίδα σχολιάζει ότι μεταξύ των παρατηρητών του ελληνικού προγράμματος διάσωσης υπάρχει μια έγνοια ότι η έλλειψη σεβασμού στην ανεξαρτησία ορισμένων θεσμών, ιδίως της δικαιοσύνης, «θα μπορούσε να γίνει η Αχίλλειος πτέρνα στην προσπάθεια της χώρας να στρίψει τη γωνία και να προσελκύσει έξωθεν επενδύσεις».
Αναφερόμενη σε φόβους περί εμβάθυνσης της κουλτούρας της πολιτικής παρέμβασης στο δημόσιο τομέα η εφημερίδα επικαλείται τον πρώην Πρόεδρο του ΣτΕ και πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό Παναγιώτη Πικραμμένο που κάνει λόγο για σημείο καμπής: «Λίγο-λίγο η τήρηση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα εξαφανίζεται. Νιώθω πως κάθε μέρα που περνά οι Έλληνες πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τους Ευρωπαίους πολίτες».
Το δημοσίευμα συνεχίζει αναφέροντας ότι ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες κατέρρευσε εν μέσω «περαιτέρω σκανδάλων», με κατηγορίες περί απόπειρας επιρροής των μελών του ΣτΕ με υποσχέσεις για αύξηση αποδοχών, κάτι που απορρίπτουν κυβερνητικές πηγές επιρρίπτοντας την ευθύνη στην αντιπολίτευση για την παράκαμψη του ΕΣΡ.
Γίνεται επίσης σύντομη αναφορά στην αποτυχημένη «κυβερνητική απόπειρα» καθαίρεσης της ηγεσίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού που στην ουσία εμποδίστηκε από τις Βρυξέλλες.
Εκτενέστερη είναι, τέλος, η διήγηση των νομικών περιπετειών του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, με την κατηγορία της εσκεμμένης υπερβολής των υπολογισμών για το δημοσιονομικό έλλειμμα, με τους FT να σχολιάζουν ότι οι διεθνείς ανησυχίες για το επίπεδο σεβασμού της ελληνικής κυβέρνησης προς τους ανεξάρτητους θεσμούς προηγούνται του ΣΥΡΙΖΑ.
«Είναι εκπληκτικό και πραγματικά απογοητευτικό ότι επίσημοι στατιστικολόγοι διώκονται πολιτικά και ανηλεώς εντός των συνόρων της ΕΕ», δηλώνει στην εφημερίδα ο κ. Γεωργίου.
Το μακροσκελές δημοσίευμα των FT καταλήγει μεταφέροντας τη θέση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ότι οι κατηγορίες περί υποχώρησης του κράτους δικαίου είναι μια απόπειρα σπίλωσης της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στη χώρα. Κυβερνητική πηγή υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις γίνονται ακριβώς επειδή πλήττονται υπενδεδυμένα συμφέροντα.
Παρόλα αυτά, προστίθεται, σε μια ένδειξη του πόσο μεγάλες είναι πλέον οι ανησυχίες, το θέμα του σεβασμού της ανεξαρτησίας των θεσμών θα αναδειχθεί στην επόμενη προεκλογική περίοδο από την αντιπολίτευση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει: «Έχουμε εκφράσει σοβαρές ανησυχίες ότι γινόμαστε μάρτυρες μίας διάβρωσης της ποιότητας των δημοκρατικών θεσμών μας από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ».
Τέλος, ο κ. Βερέμης σχολιάζει ότι παρά τις απόπειρές του κατά της ανεξαρτησίας θεσμών ο ΣΥΡΙΖΑ «στερείται στρατηγικής και επομένως αυτοσχεδιάζει, κάτι που οδηγεί σε προχειρότητες και τελικά σε αποτυχία».
A Brief History of the Financial Times
David Kynaston, author of The Financial Times: A Centenary History
A crucial merger
It was the merging of two small City newspapers in 1945 that saw the
creation of the Financial Times as we know it today. The two papers that
came together that year were the Financial News and the Financial
Times. The merger created a single paper, the modern Financial Times,
that soon began to obtain a breadth and stature previously unknown in
financial journalism. The FT of the new millennium is, in a very real
sense, the progeny of that fortunate partnership over sixty years ago.
The older of the two original papers was the Financial News, which
was established in 1884 and initially called the Financial and Mining
News. Its founder, and editor for some twenty-five years, was the
energetic and not always scrupulous Harry Marks, who in the 1880s
realised the potential that existed for a lively and well-informed daily
financial paper. The new publication’s focus – the City of London – was
then at the height of its international influence and importance: the
Gold Standard reigned supreme and the London Stock Exchange was
burgeoning. There were other financial papers and journals already in
existence, but none that covered the stock market as thoroughly, and
offered such trenchant advice, as the Financial News under Marks now
did.
The birth of the FT
Four years later there appeared a rival to the FN in the form of the
Financial Times, which launched on 13 February 1888. On its masthead it
claimed to be ‘Without Fear and Without Favour’ and boldly described
itself as the friend of ‘The Honest Financier’ and ‘The Respectable
Broker’, the enemy of ‘The Unprincipled Promoter’ and ‘The Gambling
Operator’. Control of the FT passed through several hands during its
first year, including those of the notorious company promoter Horatio
Bottomley, but by 1889 it was under the firm and capable management of
Douglas MacRae, a printer by trade who never lost his faith that there
was room for an alternative financial daily to the FN. The early years
proved a hard struggle, but in 1893 he displayed a stroke of marketing
genius by deciding to have the FT printed on pink paper, immediately
distinguishing it from its various rivals. Two years later the famous
‘Kaffir boom’ in South Africa gold mining shares took place, leading to
hectic scenes on the Stock Exchange and surrounding streets. With the
resultant upsurge of readership and advertising, the permanent future of
the FT was assured.
The stockbroker’s Bible
Over the next twenty years, until the First World War, the FN and FT
were indisputably the two leading financial dailies, and seem to have
been roughly on a par with each other in terms of circulation, profits
and overall reputation. The war, however, proved a turning-point. Under
the editorship of a brilliant but unbalanced journalist, Ellis Powell,
the FN made the profound mistake of turning itself into a crude
propaganda sheet designed to cover the so-called ‘Unseen Hand’ of
traitors in high places. It was a campaign that fundamentally alienated
the paper’s City readership, which was still its core constituency,
placing accurate reportage at a premium, and dismissive of subjective
rhetoric. By contrast the FT continued on its sober way and increasingly
became known as ‘the stockbroker’s Bible’. From 1919, it was owned by
the astute Berry Brothers, who already owned the Sunday Times and who
later took over the Daily Telegraph. Limited in range and often dull,
but utterly reliable in its coverage of all the relevant financial news,
the FT of the twenties and thirties was undeniably the ‘right stuff’ as
far as its almost uniformly bowler-hatted readers were concerned.
Meanwhile, from the mid-twenties, the FN gamely tried to fight back
under a series of distinguished editors. The newspaper adopted a policy
of recruiting bright young journalists, creating a more outward-looking
and thoughtful paper than the FT. Among those on the FN’s team during
these inter-war years were Paul Einzig who began the acclaimed ‘Lombard
Street’ column on monetary matters, Otto Clarke who initiated the
celebrated 30-Share Index later taken over by the FT, and the young
Hammond Innes before he turned to writing thrillers. Orchestrating the
paper’s affairs from 1928 was its chairman Brendan Bracken, dynamic,
often brash, and of seemingly limitless self-confidence. He was already
an intimate of Winston Churchill, became Minister of Information during
the Second World War, and was reputedly the prototype for the character
of Rex Mottram in Evelyn Waugh’s novel Brideshead Revisited. But for all
the talent at the FN’s disposal in these years it was a depressingly
uphill fight, especially during the slump of the early thirties. The
paper nearly went to the wall, and its circulation was never more than
about a third of the FT’s level of some 30,000.
Two papers become one
It was a pattern that probably would have continued after the war,
but for the rather capricious decision in 1945 by the FT’s owner Lord
Camrose (the father of William Berry) to offer his paper to the FN. He
did so partly because of poor health, partly because he wished to
concentrate the family energies on the Daily Telegraph, but above all
because he anticipated (unlike most people) a Labour victory in the
general election later in the year and did not believe that in the
changed post-war conditions the City would be able to sustain two
financial dailies. Bracken, on behalf of the FN, responded to the offer
with alacrity, managed with some difficulty to meet the purchase price,
and on 1 October 1945 the two papers became one – taking the name of the
FT on account of its higher circulation, greater commercial clout, and
also no doubt its pink paper.
Combining industrial and financial coverage
The FN thus nominally died as a paper, but its spirit very much lived
on through the people who now took the top jobs on the new merged FT.
Chairman of the new FT was Bracken; editor was the former FN editor
Hargreaves Parkinson (who had also founded the ‘Lex’ column, now
transferred to the FT); and day-to-day management was the responsibility
of the managing director, Bracken’s protégé Lord Moore, later Lord
Drogheda. Severe newsprint restrictions handicapped the growth of the
paper, but under Parkinson’s far-sighted editorship, the FT now took its
first tentative steps towards embracing industrial as well as financial
coverage. In 1949 Parkinson retired early because of ill health and was
succeeded by Gordon Newton, who had also come up on the FN side.
The choice was not an obvious one but proved a masterstroke on
Bracken’s part. Over the next 23 years Newton revealed himself to be one
of the great Fleet Street editors of the twentieth century. He was in
no way an intellectual, but he had an almost uncanny affinity with his
readership. He did not write himself, but was the surest of judges about
what comprised effective journalism. He consistently expanded the
paper’s horizons, but never forgot that ultimately it had to remain a
practical paper for practical people. His news values were instinctive,
his insistence on accuracy unstinting, and his own appetite for work
infinite. There has been no more important person in the history of the
paper.
Encouraging wider readership
During the first half of the 1950s, as the newsprint restrictions
eased, Newton not only fulfilled Parkinson’s legacy by introducing a
thorough industrial and labour coverage, but also tightened up and
expanded the paper’s traditional financial coverage, ensuring that the
City remained the FT’s unbreachable ‘citadel’. On 8 July 1953 it
celebrated its 20,000th edition and took advantage of the occasion to
introduce under the masthead the words ‘Industry’, ‘Commerce’ and
‘Public Affairs’, words which over the next decade provided daily
testimony to enhanced ambitions and widening readership. That same year
Newton, encouraged by Moore, took the first step to what would become
the FT’s celebrated Arts page, beginning with a review of Graham
Greene’s play The Living Room. Newton also began to pursue the
systematic and fruitful policy of recruiting two or three journalists
each year direct from Oxbridge, including such subsequently illustrious
figures as William Rees-Mogg and Nigel Lawson, both of whom served
valuable apprenticeships on the expanding FT.
The pace of change did not let up. In 1957 the paper was taken over
by Pearson, then a holding company with such diverse interests as oil
and media. This development allowed much greater access to capital
resources than had previously been the case. In 1958 Bracken died, but
the following spring received a fitting memorial when the paper moved to
Bracken House in Cannon Street, commanding a fine view of St Paul’s and
where the paper would stay until moving just south of Southwark Bridge
in 1989. During the late fifties and early sixties, as the stock market
boomed and Britain was assured that it had ‘never had it so good’, so
the FT prospered too, attaining by 1961 an average circulation of over
132,000 – over double what it had been when Newton became editor. To
most intents and purposes it had ‘arrived’ as one of the select band of
national quality papers.
A major challenge
Newton had a final major challenge to face during his editorship.
This occurred in 1967 when The Times , under new ownership, launched a
pull-out section of business news, representing a clear threat to the
FT’s quasi-monopoly in that area. Newton successfully countered by
reaching out for a still broader readership, introducing in quick
succession the Technical (later Technology) page, the Executive’s World
(later Management) page, and in the Saturday paper the memorably
entitled How To Spend It page (from 1994 in magazine format). Over the
following few years Newton also oversaw the rapid expansion of the
paper’s foreign coverage, with a key role being played by the young
foreign editor, J.D.F. Jones, so that by the early seventies there was
hardly a paper in the world with as many full-time foreign
correspondents as the FT. Newton retired at the end of 1972, leaving
behind a transformed paper, a circulation of some 190,000 and a
pervasive ethos of integrity and commitment to journalistic truth.
Redefining the FT
Newton’s successor was Fredy Fisher, who was German by origin,
internationalist by temperament, and well-equipped to take the FT into a
further phase of its development. Under his editorship the paper not
only became more professional and better produced, but also engaged in a
certain process of redefinition, improving once more its specialist
areas of coverage (above all of the thriving and increasingly important
Euromarkets) and accepting that in certain ‘non-economic’ spheres it was
not going to compete with the general press. This process of
redefinition was furthered by the decision, implemented in 1979, to
start printing in Frankfurt an edition for European consumption. By the
early eighties the FT embodied an international approach, seeking to
provide a complete editorial service for the international businessman
that no other British paper came close to matching.
No FT… no comment
The rest of the decade, under the quietly authoritative editorship of
Geoffrey Owen from 1981, saw continuing progress, helped for most of
the period by buoyant stock markets, liberalising capital markets and
intense financial activity as a whole. There was also a remarkably
successful advertising campaign in Britain based on the ‘No FT… no
comment’ slogan, which quickly became part of everyday vernacular.
During 1986, circulation for the first time passed the 250,000 mark,
with a quarter of the sale coming from overseas. Printing in New York
(from 1985) as well as London and Frankfurt, providing unrivalled
international company news, and from 1987 publishing the first daily
world share index, the FT had become one of the very few genuinely
international papers as it completed its first century. That landmark,
in February 1988, was celebrated by a memorable banquet at London’s
Guildhall, where the guest speakers were Nigel Lawson, then at the
height of his reputation as Chancellor of the Exchequer, and Paul
Volcker, the leading central banker of his generation.
A global paper in the era of globalisation
The two decades since the paper’s centenary have been dominated by
the forces of globalisation – making the world economy, for the first
time, close to a seamless whole. Under a series of editors (Richard
Lambert from 1991, Andrew Gowers from 2001, Lionel Barber from 2005),
the FT has, arguably more than any other paper in the world, both
covered and mirrored that process, all against the hugely helpful
backdrop of English becoming ever more the universal language of
business. Meanwhile, other UK newspapers have significantly cut back on
their international coverage and number of foreign correspondents,
leaving a vacuum that the FT, already thoroughly international, has been
more than willing to fill. Many journalists have contributed to the
paper’s authoritative treatment of the new world economy of the 1990s
and 2000s, though perhaps none more notably than Martin Wolf, its
leading economics commentator. Deeply committed to capitalism for
political as well as economic reasons, but never retreating to market
fundamentalism, he has exemplified the FT’s very best, most enduring
values.
Different platforms, core product
The FT’s readership in these years has been transformed. After Paris
in 1988 and Tokyo in 1990 had become the third and fourth non-UK places
to print the FT, Madrid, Stockholm and Los Angeles all followed in 1995,
the same time as the international edition was being relaunched. Other
landmarks continued thick and fast: printing in Hong Kong (1996); launch
of the US edition (1997); printing in Milan and Chicago (1998); non-UK
circulation overtaking UK circulation (1988), printing in Boston and San
Francisco (1999); printing in Dallas, Miami, Kuala Lumpur and Seoul
(2000); the launch of the German-language FT Deutschland (2000); total
circulation hitting an all-time high of over 500,000 copies per day
(2001); digital printing in South Africa (2002); printing in Dubai and
Atlanta (2003); printing in Sydney (2004); the launch of the Middle East
edition (2008). Importantly, different editions, for all their local
variations, have been recognisably the same core, FT product – a product
readily identifiable not only because of the pink paper, across
continents and time zones. Hard copy, of course, has not been the only
platform in these years. The website FT.com was launched as early as
1995, followed in 2002 by a relaunch and the introduction of
subscription services. By the end of that year, unique monthly users had
reached 3.2 million and page views over 50 million. Over the succeeding
years the paid-for model remained unusual among newspaper websites, but
by 2009 it was becoming clear that other titles were going to have to
move towards it in order to sustain commercial viability. There is also
now an increasingly popular Chinese-language FT website, reflecting a
significant hunger for objective news and business coverage.
The FT today
The FT today, whether delivered through hard-copy or online, remains
in its underlying ethos recognisably the paper that Gordon Newton did so
much to create half a century earlier: sober, detached and with an
obstinate, unyielding separation between fact and comment. ‘We live in
Financial Times’ became the new UK advertising slogan in 2007, just as
the global financial crisis was starting to unfold – a crisis that
brought out the very best in not only the paper’s uniquely global
reportage, but also a more newfound ability to be at the very heart of
the debate about the possible remedies to that crisis, in both the
immediate and more long-term future. Times are unlikely to become less
financial in the century’s second decade, and the FT will almost
certainly remain an indispensable guide to those times.
(c) 2010 Cengage Learning
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου