Ο Νικόλαος Ματούσης, ο "πρωθυπουργός" του υπό εκκόλαψη κρατιδίου της Πίνδου, στο Βουκουρέστι, όπου κατέφυγε για να διασωθεί προς το τέλος της Κατοχής. |
Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα (2)
Tου Δημοσθένη Κούκουνα
Σε πολλά κείμενά του ο γράφων έχει ασχοληθεί με τη
δράση ανθρώπων που έχουν χαρακτηρισθεί ως δοσίλογοι και που έχουν συνεργασθεί
με τους ξένους κατακτητές κατά την περίοδο της Κατοχής. Κατά κανόνα είναι
επιφυλακτικός στο να ρίχνει τον λίθο του αναθέματος γενικά και αόριστα,
επιχειρώντας να δει καθαρότερα την αλήθεια πίσω από μια καταδικαστική απόφαση.
Την κάθε περίπτωση, με την οποία ασχολήθηκε, επιχειρεί να την εντάσσει
αποκλειστικά στο ιστορικό της πλαίσιο. Έχει επισημάνει δοσιλόγους που ποτέ δεν
καταδικάσθηκαν και άλλους που, ενώ ήταν αντίθετη και εθνωφελής η πολιτεία τους,
πήραν γενναίες καταδίκες. Όπως κάνει η νομική επιστήμη, έτσι και η ιστορία
πρέπει να βλέπει τα κίνητρα των πράξεων. Όμως, αντίθετα προς τη δικαστική
κρίση, η ιστορική δίνει πρωταρχική σημασία στο αποτέλεσμα, αρνητικό ή θετικό
αντίστοιχα.
Αν έχουμε λοιπόν να κρίνουμε ιστορικά τον Αλκιβιάδη
Διαμάντη, τον Νικόλαο Ματούση και τους συνεργάτες τους από τη μια μεριά και από
την άλλη την ίδια την αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων κατά την Κατοχή, θα
πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κίνητρά τους. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν τα
συγκεκριμένα πρόσωπα που έδρασαν, το έπραξαν από ιδεοληψία ή είχαν άλλες
σκοπιμότητες.
Σε ό,τι αφορά τον Νικόλαο Ματούση, δεν τίθεται
ζήτημα αγνής προαίρεσης, διότι απλούστατα ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι ήταν θέμα
προσωπικής ματαιοδοξίας. Ακόμη και να μην είχε να κάνει με πλουτισμό, το να
θέλει κανείς να αναδειχθεί σε ύπατα πολιτικά αξιώματα μέσα από τη δημιουργία
μιας αυτονομιστικής κίνησης και την αφαίρεση εθνικού εδάφους, αυτομάτως είναι
μια επαίσχυντη πράξη εσχάτης προδοσίας.
Οι Βλάχοι στην Ελλάδα δεν είναι μειονότητα, πολύ
περισσότερο δε δεν είναι εθνική μειονότητα. Αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες,
όπως και είναι, και ουδέποτε είχαν τάσεις να δημιουργήσουν ένα δικό τους
κρατίδιο μέσα στο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, είναι συνειδητοποιημένοι Έλληνες
και επανειλημμένα έχουν αποδείξει τον εθνικό παλμό τους. Ως σύνολο οι Βλάχοι ή
Κουτσόβλαχοι κατά την Κατοχή ούτε σκέφθηκαν ούτε επεδίωξαν να αυτονομηθούν από
την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά συμμετείχαν ισότιμα και αντιπροσωπευτικά στην όλη
εθνική περιπέτεια που υποστήκαμε.
Η ιδέα της δημιουργίας κρατιδίου υπήρχε στο μυαλό
ενός ανθρώπου μόνον, του Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος ήδη από την εποχή του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου την είχε αποκρυσταλλώσει. Στα επόμενα χρόνια του
Μεσοπολέμου, έτρεφε το εξωπραγματικό του όνειρο και αναζητούσε μεθοδεύσεις και
ευκαιρίες. Πίστευε ότι μέσα στις εδαφικές ανακατατάξεις που θα μπορούσαν να
συντελεσθούν στη διάρκεια ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο δεύτερος παγκόσμιος,
είχε την ευκαιρία να αποκτήσει εν μέσω εικοστώ αιώνι το προσωπικό του φέουδο,
το «πριγκιπάτο» του.
Αδιαφορώντας για συσχετισμούς και επιπτώσεις, ο
Διαμάντης είχε «χτίσει» μέσα στο μυαλό του την ιδέα ενός κουτσοβλαχικού
κρατιδίου, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω υπέρμετρες φιλοδοξίες πέραν των
ελληνικών γεωγραφικών ορίων. Άλλωστε η καταστατική διακήρυξή του τον εμφανίζει
να υπογράφει για λογαριασμό των «Βλάχων της Βαλκανικής». Παρ’ όλα αυτά, είχε
την πεποίθηση ότι έπρεπε να ξεκινήσει σε πρώτη φάση από την Ελλάδα. Επέλεξε
λοιπόν τη Λάρισα ως βάση για την εξόρμησή του και το μόνο αξιόλογο πρόσωπο που
βρήκε για να συνεργασθεί, διαρκούσης της Κατοχής, ήταν ένας τριταγωνιστής στην
πολιτική ζωή, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει ούτε βουλευτής να εκλεγεί στο
παρελθόν: ο Νικόλαος Ματούσης[1].
ΤΑ ΠΕΡΙ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ
Αν και οι Κουτσόβλαχοι δεν σχετίζονται ιστορικά με
Εβραίους, ούτε αναφέρεται κάποια αντίστοιχη επιμιξία ή συνάφεια, θα πρέπει να
επισημανθούν δύο συγκεκριμένα γεγονότα. Το πρώτο αναφέρεται στην αρχική
ανακήρυξη του «πριγκιπάτου», το 1917, και το άλλο στη σκοτεινή περίοδο της
Κατοχής, το 1943, όταν ετέθη στο αρχείο το «πριγκιπάτο».
Τον Αύγουστο 1917 η Ιταλία, που μέχρι τότε είχε
καταλάβει ένα μεγάλο τμήμα του εθνικού μας εδάφους, τη μόλις λίγα χρόνια πριν
απελευθερωθείσα Ήπειρο, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την περιοχή και να
παραδώσει τη διοίκησή της στην υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση. Είχαν απαιτηθεί
πολλαπλές και επίμονες πιέσεις της Ελλάδος προς τις Δυνάμεις της Αντάντ,
προκειμένου να εξαναγκασθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το τμήμα εκείνο της
ελληνικής επικράτειας, που παράνομα και αναιτιολόγητα είχε καταλάβει.
Από την εποχή που είχε σχηματισθεί η κυβέρνηση της
Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο νωρίτερα, υπήρχε ένα περίεργο
παιχνίδι των Ιταλών και των Γάλλων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Οι
Σύμμαχοι είχαν ανεχθεί, αν δεν είχαν δημιουργήσει, ανθελληνικά γεγονότα μέσα
στον ίδιο τον τόπο μας. Καταργούσαν τις νόμιμες τοπικές αρχές, έδιωχναν τις
δικαστικές αρχές, ακόμη και τους μητροπολίτες, ενώ τις εκκλησίες τις παρέδιδαν
σε ρουμανίζοντες, όπου υπήρχαν τέτοιοι. Τον Ιανουάριο 1917 όλοι οι Έλληνες
βουλευτές της Κοζάνης είχαν υποβάλει προς την κυβέρνηση των Αθηνών ένα κοινό
υπόμνημα γι’ αυτές τις αυθαιρεσίες που σημειώνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη
ζώνη». Με αντίστοιχη έντονη ανησυχία άλλοι παράγοντες είχαν αντιδράσει και προς
την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, αφού την εποχή εκείνη ο Εθνικός Διχασμός ήταν
στο ζενίθ και υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη. Παρ’ όλα αυτά, κοινή ήταν η βούληση
να μείνει αλώβητη η εθνική συνείδηση, αν όχι και η ακεραιότητα της χώρας.
Τον Αύγουστο του 1917 στην Αθήνα υπήρχε πλέον μία
μοναδική κυβέρνηση στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και
εκείνη ήταν που χειρίσθηκε το θέμα, ώστε να υποχρεωθεί η Ιταλία να αποχωρήσει
από το ελληνικό έδαφος που είχε καταλάβει. Μόλις αυτό έγινε γνωστό, όσοι από
τους Κουτσοβλάχους είχαν εκτεθεί μέχρι τότε σε ανθελληνικές ενέργειες
πανικοβλήθηκαν. Και με επικεφαλής τον νεαρό αμυνίτη Αλκιβιάδη Διαμάντη έσπευσαν
να ανακηρύξουν το «πριγκιπάτο» στη Σαμαρίνα τις μέρες ακριβώς που παρέδιδαν οι
Ιταλοί στον γενικό διοικητή Ηπείρου. Ίσως να είναι μια ακόμη ιστορική σύμπτωση,
αλλά τη θέση αυτή κατείχε τότε ο ...Αριστείδης Στεργιάδης!
Στις 28 Αυγούστου 1917 ο Αλκ. Διαμάντης και η παρέα
του γιόρτασαν την ίδρυση του «πριγκιπάτου», μια ιδέα που οι Ιταλοί είχαν
πιστέψει ότι θα εξυπηρετούσε τα ύποπτα σχέδιά τους για να αφαιρέσουν ελληνικό
έδαφος και να το έχουν υπό την επιρροή τους. Ακριβώς στο σημείο αυτό
υπεισέρχεται ο «εβραϊκός δάκτυλος».
Η επίσημη ιταλική κυβέρνηση έτρεξε να στείλει δίκην
πολιτικού καθοδηγητή στη Σαμαρίνα, με την ιδιότητα του «διπλωματικού
αντιπροσώπου», τον εκ Θεσσαλονίκης Πέπο Μοδιάνο, μέχρι τότε προξενικό υπάλληλό
της στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα. Φυσικά ήταν ο μόνος «διαπιστευμένος» στο
υπό εκκόλαψη κρατίδιο και η διπλωματική του ιδιότητα δεν ήταν παρά μία κάλυψη
για να κατευθύνει την ολιγομελή ηγεσία του «πριγκιπάτου της Πίνδου», η οποία
σημειωτέον είχε υιοθετήσει για σημαία ένα σύμπλεγμα με τη λύκαινα της Ρώμης.
Η κίνηση αυτή δεν κράτησε παρά ένα ελάχιστο
διάστημα. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση στην Αθήνα,
στις 9 Σεπτεμβρίου 1917 «οι Ιταλοί παρέδωσαν εις Ελληνικόν στρατιωτικόν
απόσπασμα την κωμόπολιν Σαμαρίνα» με την αξιοσημείωτη προσθήκη: «Οι κάτοικοί
της πανηγυρίζουν». Ουσιαστικά οι ίδιοι οι Κουτσόβλαχοι ήταν εκείνοι που έδιωξαν
τον Διαμάντη και τους λίγους συνεργάτες του.
Ο Διαμάντης ακολούθησε τους Ιταλούς, ανήμπορος να
υλοποιήσει το δικό του όνειρο να γίνει ένας «πρίγκιπας» και ταυτόχρονα να
εξυπηρετήσει τους εντολείς του. Φυσικά, μαζί με τον Διαμάντη, εγκατέλειψε την
πρωτεύουσα του «πριγκιπάτου» και ο Ιταλός υποπρόξενος Μοδιάνο.
Πέρασε ακριβώς ένα τέταρτο αιώνος και τον Ιούνιο του
1942 ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, αφού μάταια είχε ξαναεπιχειρήσει να εγκαθιδρύσει
το «πριγκιπάτο» του, απογοητευμένος εγκατέλειπε την περιοχή για τελευταία φορά.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Μάριο Μοδιάνο, που υπήρξε
για πολλές δεκαετίες ανταποκριτής του Ρώυτερ και των «Τάιμς» του Λονδίνου στην
Αθήνα, ανιψιός του προαναφερθέντος Πέπο Μοδιάνο, ασχολήθηκε επισταμένως αφότου
συνταξιοδοτήθηκε με τη «μοδιανολογία» και συνέταξε μια ενδιαφέρουσα ηλεκτρονική
μονογραφία για την ομώνυμη οικογένεια. Μάλλον από άγνοια ή ελλιπή ενημέρωση,
παρά από πρόθεση, παραλείπει να αναφέρει τον Ιταλοεβραίο λοχαγό Βίτο Μοντιάνο
που επέδειξε σφοδρή ανθελληνική δράση επί Κατοχής στα Γρεβενά, αν και
επανειλημμένα κάνει λόγο ότι όλοι οι Μοντιάνο της Ιταλίας, που προέρχονται από
το Λιβόρνο, ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή εβραϊκή οικογένεια των
Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης.
Ο εν λόγω λοχαγός Μοντιάνο είχε σπεύσει τον Αύγουστο
του 1941 από τα Γρεβενά, επικεφαλής των ανδρών του λόχου του, να παράσχει
βοήθεια και προστασία στον Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος τότε βρισκόταν στη
Σαμαρίνα και οργάνωνε την εκδήλωση της αυτονομιστικής κίνησής του. Η αποστολή
του Ιταλοεβραίου λοχαγού ήταν να σώσει τη ζωή του Κουτσοβλάχου «πρίγκιπα» από
τα μέλη της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης, που είχε αρχηγό τον Άγγλο
ταγματάρχη Πρέστον και είχε σχεδιάσει ως πρώτη ενέργειά της τη σύλληψη και
απαγωγή του Διαμάντη. Το σχέδιο και η οργάνωση προδόθηκε, με αποτέλεσμα να
επωμισθεί ο Βίτο Μοντιάνο καθήκοντα «προστάτη» του Διαμάντη, όπως 24 χρόνια
νωρίτερα είχε πράξει ο συνεπώνυμος διπλωματικός Μοδιάνο. Πόσο τυχαίος είναι
άραγε αυτός ο συσχετισμός και ώς πού εκτεινόταν;
Σημειωτέον ότι η αποκάλυψη της πρώτης αγγλοελληνικής
αντιστασιακής οργάνωσης είχε πανικοβάλει όχι μόνο τους αυτονομιστές του
«πριγκιπάτου» και τον πελιδνό πλέον «πρίγκιπα», αλλά και τις ιταλικές κατοχικές
αρχές, οι οποίες έκαναν εκτεταμένες ανακρίσεις και έρευνες για να βρουν ποια
ήταν τα μέλη της και ποιοι είχαν συνεργασθεί μαζί τους. Χρησιμοποιήθηκαν σκληρότατα
και απάνθρωπα βασανιστήρια για όσους είχαν ή ήταν ύποπτοι για ανάμιξη, ενώ
ύστερα από ασυνήθιστα μακρόχρονες ανακρίσεις στις 11 Απριλίου 1942 έγινε στο
ιταλικό στρατοδικείο Αγρινίου η δίκη τους, στην οποία πρώτος μάρτυς κατηγορίας
προσήλθε να καταθέσει ο λοχαγός Βίτο Μοντιάνο. Έτσι κατορθώθηκε να
καταδικασθούν σε βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων οι Ζήσης Νίκζας, Αναστ.
Γεωργίτσης, Ιωάν. Τζίνας, Λεων. Τσιώμης, Αθαν. Τσουπινάκης, Σουλτάνα
Τσουπινάκη, Κων. Μπαϊρακτάρης και Ελένη Παπαζήση, οι οποίοι λίγο αργότερα
μεταφέρθηκαν ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας. Για την ιστορία
αναφέρουμε ότι ο ατυχής Άγγλος ταγματάρχης Τζακ Πρέστον, που είχε καταφέρει να
αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε με πολλές περιπέτειες μέσω Κατερίνης στην Αθήνα,
όπου τον Οκτώβριο 1941 τραυματίσθηκε θανάσιμα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει τη
σύλληψή του από Ιταλούς καραμπινιέρους.
Παρά λοιπόν την αποτελεσματική προστασία που του
είχε παράσχει ο Ιταλοεβραίος λοχαγός, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταπτοημένος τον
Ιούνιο του 1942 εγκατέλειπε οριστικά τις αυτονομιστικές προσπάθειές του. Και το
1943 βρισκόταν πλέον στην αγαπημένη του Ρουμανία με γκρεμισμένα τα όνειρά του.
Στη φάση αυτή, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ιταλία ή ενδεχομένως
στην Κροατία, παραχώρησε τον τίτλο του «πριγκιπάτου» σ’ έναν τριαντάχρονο τότε
Ουγγροεβραίο, τον βαρώνο Γκιούλα Μιλβάνι Τσεσνέγκι, που πήρε το όνομα «Ιούλιος
Α΄». Τον είχε γνωρίσει στην Ιταλία και ήταν φανατικός φασίστας.
Ο Τσεσνέγκι ήταν συνεργάτης και στενός φίλος (πάντως
ήταν από το καλοκαίρι του 1941 διοικητής της Βασιλικής Λεγεώνας της Κροατίας
και ουσιαστικά αυλάρχης) του τιτουλάριου βασιλιά της Κροατίας υπό το όνομα
Τόμισλαβ Β΄, δηλαδή του δούκα του Σπολέτο Αϊμόνε.
Ο Αϊμόνε, που ήταν και αυτός φανατικός
φασίστας,
υποχρεώθηκε μετά το τέλος του πολέμου να αυτοεξορισθεί στην Αργεντινή,
σε
αντίθεση με τη σύζυγό του (επρόκειτο για την πριγκίπισσα της Ελλάδος
Ειρήνη, αδελφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄) που παρέμεινε στην Ιταλία, όπου
και είχε φυλακισθεί
επί κυβερνήσεως Μπαντόλιο. Στην Αργεντινή ακολούθησε τον Αϊμόνε και ο
φέρων τον
ανύπαρκτο τίτλο του «πρίγκιπα της Πίνδου» Τσεσνέγκι, ο οποίος φέρεται να
κληροδότησε τον «τίτλο» στον ανιψιό του. Ο τελευταίος, που έχει
επεκτείνει το
«Πίνδου» σε «Πίνδου και Μακεδονίας», εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια σε
ευρωπαϊκούς κύκλους ως ...διεκδικητής της «χώρας» του! Έφθασε μάλιστα
στο
σημείο να απευθυνθεί και στις Βρυξέλλες για να εδραιώσει την απαίτησή
του,
γεγονός που χωρίς αμφιβολία θα έχει οδηγήσει σε πονηρές σκέψεις
«κάποιους»...
Σημειωτέον ότι παρόμοια κίνηση έχει κάνει και ένας ανιψιός του Διαμάντη
με το
όνομα Νικόλαος που ζει μεταξύ Ιταλίας και Αμερικής!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΤΟΥΣΗΣ
Ας δούμε, όμως, ποιος ήταν ο αρχικός «πρίγκιπας της
Πίνδου»:
Αλκιβιάδης
Διαμάντης,
του Κωνσταντίνου. Γόνος εύπορης οικογένειας, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1894,
σπούδασε στο Γυμνάσιο Σιάτιστας και συνέχισε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι,
όπου συνδέθηκε με «αρρομουνικούς» κύκλους. Αναφέρεται ότι υπηρέτησε ως
υπαξιωματικός στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου
πολέμου, ενώ το 1917 εμφανίστηκε επικεφαλής ένοπλης ομάδας σε χωριά της Πίνδου
και με την ανοχή των Ιταλών ανακοίνωσε σε επίσημη τελετή την ίδρυση του
«πριγκιπάτου της Πίνδου» με έδρα τη Σαμαρίνα και αυτοχρίσθηκε σε «πρίγκιπα».
Μετά από επίσημη διαμαρτυρία του ελληνικού κράτους στους Συμμάχους, τα ιταλικά
στρατεύματα αποχώρησαν από την Ήπειρο και μαζί τους ο Διαμάντης. Για την πράξη
του εκείνη καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά το 1927 αμνηστεύθηκε
από την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία μετά
τον πόλεμο, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας αυτής και στις αρχές της
δεκαετίας 1920 διορίσθηκε πρόξενος στους Αγίους Σαράντα, προκειμένου να ασκήσει
προπαγάνδα στους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής. Πιστεύεται ότι κατά τη θητεία
του εκεί, μέχρι το 1925, συνδέθηκε με ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Αναμίχθηκε
σε οικονομικές ατασθαλίες και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αλβανία και τη
ρουμανική διπλωματική υπηρεσία.
Επανήλθε στην Ελλάδα και ως αντιπρόσωπος ρουμανικών
οίκων εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνεχίζοντας να προσφέρει υπηρεσίες στη
ρουμανική προπαγάνδα. Με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου έκανε
περιοδείες στην επαρχία, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι,
δημιουργώντας πυρήνες φίλων του. Στην Αθήνα διατηρούσε πολυτελή γραφεία στο
νεόδμητο μέγαρο του ΜΤΣ, ασχολούμενος κυρίως με την εκπροσώπηση πετρελαίου και
ξυλείας από τη Ρουμανία. Διατηρούσε πάντα τις επαφές του τόσο με τη Ρουμανία
όσο και με την Ιταλία, όπου έκανε συχνά ταξίδια και είχε συνδεθεί με στελέχη
της Σιδηράς Φρουράς και του φασιστικού κόμματος αντίστοιχα. Το 1940, όταν πλέον
είχε αποφασισθεί η εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, εξαφανίσθηκε από την Αθήνα,
αφού ήδη από ετών είχε προσελκύσει την προσοχή της ελληνικής αντικατασκοπίας
που τον παρακολουθούσε.
Όταν έγινε η ιταλική επίθεση, ο Διαμάντης, στον
οποίον είχε απονεμηθεί ιταλικό παράσημο (εξ ου και του άρεσε να τον αποκαλούν
κομεντατόρε) βρισκόταν στην Αλβανία για να βοηθήσει. Ήταν σύμβουλος και
διερμηνέας του στρατηγού Αλφρέντο Γκουτσόνι. Άνθρωποί του χρησιμοποιήθηκαν ως
οδηγοί στην αρχική προέλαση των Ιταλών, ενώ άλλοι από τους πυρήνες που είχε
δημιουργήσει εντοπίσθηκαν αμέσως από τις ελληνικές αρχές και κατέληξαν σιωπηρά
σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως (τουλάχιστον 200 στην Κόρινθο) ή σε εξορίες στα
απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου. Όταν τελικά τον Απρίλιο του 1941 ο ιταλικός
στρατός, ακολουθώντας τον γερμανικό, κατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο
Διαμάντης επανεμφανίσθηκε.
Το σχέδιό του ήταν να δημιουργήσει το κρατίδιο που
είχε ονειρευθεί ήδη προ 25ετίας και έσπευσε να αναζητήσει συνεργάτες, που είχε
προσηλυτίσει στα ταξίδια του κατά τα προπολεμικά χρόνια. Με τη συνδρομή του
Νικολάου Ματούση ίδρυσε τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και τον Σεπτέμβριο 1941 έκανε την
πρώτη επίσημη εμφάνισή του, ζητώντας ως «εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω
Βαλκανικής» από τον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου προνόμια.
Στηριζόμενος πάντα στους Ιταλούς και με την άμεση ενίσχυση των Ρουμάνων,
υποχρεώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1942 οι θεσσαλικές εφημερίδες να δημοσιεύσουν
το «μανιφέστο» του, που το συνυπέγραφαν ελάχιστοι από τους επιφανείς επιστήμονες
Κουτσόβλαχους που δέχθηκαν.
Απογοητευμένος για τη μη θετική εξέλιξη του
«ονείρου» του, τον Ιούνιο 1942 έφυγε από την Ελλάδα και γύρισε στη Ρουμανία,
όπου παρέμεινε ανάμεσα στους ελληνικής καταγωγής σιδηροφρουρίτες του Χόρια Σίμα
και μετά την πτώση του καθεστώτος Αντωνέσκου συνελήφθη και εκτελέσθηκε το 1948.
Ο «αντ’ αυτού» άμεσος συνεργάτης του Διαμάντη, ο
Ματούσης, ήταν ομοίως τυχοδιώκτης και καιροσκόπος:
• Νικόλαος Ματούσης, του Ματθαίου. Γεννήθηκε το 1899
στη Σαμαρίνα και τέλειωσε το Γυμνάσιο Τρικάλων και στη συνέχεια σπούδασε νομικά
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δικηγόρησε στη Λάρισα. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του
ΚΚΕ και το 1925 έγινε μέλος της Κ.Ε. του, αλλά σύντομα διαγράφηκε. Στη συνέχεια
υπήρξε συνεργάτης του Ιω. Σοφιανόπουλου και του Απ. Παγκούτσου με το Αγροτικό
Κόμμα. Τον Αλκιβιάδη Διαμάντη γνώρισε στα μέσα της δεκαετίας 1920 στη Λάρισα
και από τότε συνδέθηκαν. Με την έναρξη της Κατοχής, ξαναβρέθηκε με τον Διαμάντη
και αποφάσισαν να προωθήσουν την ιδέα του «πριγκιπάτου της Πίνδου», που θα
εκτεινόταν σε όσες περιοχές ζούσαν Κουτσόβλαχοι, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και
τη Μακεδονία. Με βασικούς συνεργάτες τους Δημοσθ. Τσούτρα και Κων. Τάχα ίδρυσε
στη Λάρισα τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» για την υλοποίηση των σχεδίων αυτών, σύμφωνα με
τα οποία ο ίδιος θα γινόταν ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, ο Βασίλειος Ραποτίκας
θα γινόταν αρχηγός του στρατού και θα υπήρχε κοινοβούλιο στα Τρίκαλα, ενώ η
έδρα της κυβέρνησης θα ήταν στη Λάρισα. Επίσημη γλώσσα θα ήταν η κουτσοβλαχική,
με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής και με επαναφορά των παλαιών βλάχικων
ονομασιών στα τοπωνύμια (π.χ. Σάντα Μαρία η Σαμαρίνα, Αμίντσιου το Μέτσοβο,
Νέβεσκα το Νυμφαίο κ.ο.κ.). Τον Μάρτιο 1942 υπογράφηκε το περίφημο μανιφέστο,
αλλά τρεις μήνες αργότερα το σχέδιο άρχισε να καταρρέει, με την εξαφάνιση του
Διαμάντη και αρκετά αργότερα του ίδιου του Ματούση, που κατέφυγε στην Αθήνα. Ο
Ματούσης είχε επιδιώξει με την εύνοια των Ιταλών, όχι όμως και των Γερμανών που
προέβαλαν βέτο, να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός ή έστω υπουργός. Για να
ενισχύσει την επιδίωξή του αυτή, αφού πλέον είχε εγκαταλειφθεί πλήρως η ιδέα
του κουτσοβλαχικού κρατιδίου, ίδρυσε με τους Σπύρο Χατζηκυριάκο, Φιλήμονα
Πατίτσα και Εμμανουήλ Κορωναίο τη γερμανόφιλη οργάνωση Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας
Ευρώπης. Όταν απέτυχε κι αυτό, αποφάσισε στα τέλη 1943 ή αρχές 1944 να
ταξιδέψει στη Ρουμανία. Όταν πήραν την εξουσία οι κομμουνιστές και άρχισαν οι
διώξεις του καθεστώτος Αντωνέσκου, ο Ματούσης συνελήφθη για τις σχέσεις του μ’
αυτό και φυλακίσθηκε για αρκετά χρόνια. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατόρθωσε
να άρει τις καταδικαστικές σε βάρος αποφάσεις σε θάνατο. Εγκαταστάθηκε στην
Αθήνα, ύστερα στο Λουτράκι και από το 1966 στη Λάρισα, όπου και πέθανε το 1991.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΗΓΕΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ
Για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που είχαν
συνεργασθεί με τον Διαμάντη στα ανθελληνικά και αυτονομιστικά του σχέδια,
παραθέτουμε σύντομες αναφορές για τα κυριότερα πρόσωπα που έδρασαν στην περίοδο
1941-42 στο πλευρό του[2]:
• Δημοσθένης Τσούτρας, του Νικολάου. Γεννήθηκε στον
Βρυότοπο Τυρνάβου το 1894 και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ για ένα διάστημα είχε εργασθεί ως υπάλληλος των
ΤΤΤ. Διορίσθηκε ως καθηγητής φιλολογίας στο Γυμνάσιο Λάρισας, ενώ εμφανιζόταν
πολιτικά ως αριστερός, με αποτέλεσμα επί δικτατορίας Μεταξά να κατηγορηθεί ότι
προπαγάνδιζε στους μαθητές κομμουνιστικές ιδέες. Απολύθηκε από τη θέση του και
άρχισε να ασκεί τη δικηγορία στη Λάρισα. Βρισκόταν σε επαφή με τον Αλκιβιάδη
Διαμάντη, γεγονός που δεν είχε διαφύγει από την ελληνική αντικατασκοπία. Κατά
την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συνελήφθη και στάλθηκε εξόριστος στη Χίο
ως εθνικά ύποπτος. Αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατελήφθη η Ελλάδα, οπότε και
επέστρεψε στη Λάρισα, όπου τον Μάιο 1941 μαζί με τους Ν. Ματούση και Κ. Τάχα,
πρώην κομμουνιστές και οι τρεις, υποδέχθηκαν τον Αλκ. Διαμάντη. Πήρε μέρος ως
ηγετικό μέλος στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και βεβαίως συνυπέγραψε το Μανιφέστο του
Διαμάντη. Μετά την Κατοχή καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο και δύο φορές σε
ισόβια, αλλά κατόρθωσε να κρυφτεί στο αχανές κτήμα του στον Βρυότοπο, όπου
ζούσε σε σπηλιές και κρυψώνες μέχρι το 1961 που πέθανε.
• Κωνσταντίνος Τάχας. Είχε γεννηθεί στη Λάρισα και
ήταν γιατρός. Την εποχή των σπουδών του είχε εκδηλωθεί ως κομμουνιστής και
διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Νικόλαο Ματούση και τον Δημοσθένη Τσούτρα,
μαζί με τους οποίους υποδέχθηκαν τον Μάιο 1941 στη Λάρισα τον Διαμάντη και στη
συνέχεια σχημάτισαν την πρώτη διοικούσα επιτροπή της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Είχε
συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και ο ίδιος υπήρξε ο κεντρικός ταμίας της
οργάνωσης στη Λάρισα. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Βασίλειος Ραποτίκας, του Χρήστου. Γεννήθηκε το
1888 στη Γράμμουστα Πίνδου και ήταν αρβανιτόβλαχος. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό
Αγώνα και μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο χωριό
Ροδιά Τυρνάβου, όπου συν τω χρόνω έγινε μεγαλοτσέλιγκας. Με την Κατοχή ήρθε σε
επαφή με τον Νικόλαο Ματούση και εντάχθηκε από τους πρώτους στη «Ρωμαϊκή
Λεγεώνα», αναλαμβάνοντας να συγκροτήσει το ένοπλο τμήμα της. Έχοντας πολλές
γνωριμίες σε διάφορα χωριά που υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και κυρίως Αρβανιτόβλαχοι,
έπεισε πολλούς για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ομάδα, της οποίας ήταν αρχηγός.
Επικεφαλής των ανδρών αυτών, που διακρίνονταν ιδίως για την αγριότητά τους,
γύριζε στις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής
Μακεδονίας, συνοδευόμενος από Ιταλούς. Ανάμεσα σε ανθελληνικές δραστηριότητες,
η πρώτη του φροντίδα ήταν ο ίδιος και οι άνδρες του να τρομοκρατούν και να
λεηλατούν τους χωρικούς, αρπάζοντας ζώα και τρόφιμα. Φιλόδοξος, καθώς ήταν,
πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης που θα
σχημάτιζε με τους λεγεωνάριους το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Το καλοκαίρι του
1943 με τέχνασμα τον συνέλαβαν στη Λάρισα ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι
τον βασάνισαν σκληρά και σκοτώθηκε κάπου στα χωριά Γριζάνο και Τσιότι, δεμένος
πίσω από ένα άλογο που έτρεχε.
• Θωμάς Πισπιρίγκος, του Δημητρίου. Καταγόταν από τη
Σαμαρίνα και ήταν δικηγόρος. Αν και ήταν επηρεασμένος από τη ρουμανική και την
ιταλική προπαγάνδα, είχε κατορθώσει να γίνει έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού
Στρατού. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε, αλλά
επέδειξε ηττοπάθεια με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο και να
καθαιρεθεί. Υπήρξε από τους πρώτους και τους στενότερους συνεργάτες του
Διαμάντη και συνεπέγραψε το μανιφέστο του. Ανέπτυξε με φανατισμό πλούσια
αντεθνική δράση, τόσο στην αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων, όσο και στο
πλευρό των Ιταλών κατακτητών, ενώ αναφέρεται ότι είχε τον βαθμό του ταγματάρχη
του ιταλικού στρατού. Μετά την αποτυχία της κίνησης Διαμάντη και την εξαφάνιση
των λεγεωναρίων, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κατόρθωσε να διορισθεί
νομικός σύμβουλος στην Υπηρεσία Κτημάτων της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης,
ενώ έγινε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ήταν ευθέως υπέρ της
προσάρτησης της Πίνδου στην Ιταλία, καθώς και υπέρ της συνεργασίας με τους
Βουλγάρους. Το 1944, πριν φύγουν οι Γερμανοί, κατέφυγε στη Ρουμανία όπου και
πέθανε.
• Νικόλαος Μητσιμπούνας. Γιατρός από τα Γρεβενά.
Έμπιστος και στενός συνεργάτης του Διαμάντη, υπήρξε πληρεξούσιός του για τη
διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων στη Ροδιά Τυρνάβου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο
στις περιφέρειες όπου εμφανίσθηκε η κίνηση Διαμάντη και ιδιαίτερα στον νομό
Λάρισας. Είχε συνυπογράψει το περίφημο μανιφέστο. Μετά την αναχώρηση του
Διαμάντη, ανέλαβε την αρχηγία της κίνησης στην περιοχή Γρεβενών και τον Μάρτιο
1943, όταν οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Γρεβενά τους ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στη
Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Μητσιμπούνας. Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και
ήταν κτηνοτρόφος. Εξάδελφος του προηγουμένου και αδελφός του Νικολάου
Μητσιμπούνα, καθηγητή της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ήταν
φανατικός ανθέλληνας και αυτονομιστής και αρχικά υπήρξε ο οργανωτής της
«Ρωμαϊκής Λεγεώνας» στα Γρεβενά. Αναδείχθηκε σ’ έναν από τους κυνικότερους
πλιατσικολόγους σε βάρος των ίδιων των Κουτσοβλάχων, με αποτέλεσμα ο Διαμάντης
να υποχρεωθεί να τον διαπομπεύσει, κρεμώντας τον ζωντανό επί ώρες στην πλατεία
του χωριού Βλαχόγιαννι. Αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο 1941 και στη συνέχεια ο Γ.
Μητσιμπούνας, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, εγκατέλειψε τον Διαμάντη,
χωρίς να παραιτηθεί από τις ύποπτες σχέσεις του με τους Ιταλούς. Αντίθετα, τις
συνέχισε και συγκρότησε μια ισχυρή αντιανταρτική ομάδα ενόπλων Κουτσοβλάχων.
Τον Φεβρουάριο 1943 για να ενισχύσει την ομάδα του, που συνεργαζόταν με τους
Ιταλούς στην ύπαιθρο, στρατολόγησε, μεταξύ άλλων, μαθητές από τις μεγαλύτερες
τάξεις του Ρουμανικού Γυμνασίου Βέροιας και της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής
Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με
Έλληνες αντάρτες που δρούσαν κατά των λεγεωναρίων. Η ομάδα του Γ. Μητσιμπούνα
πήρε μέρος στην ιταλική επιδρομή κατά της Τσαρίτσανης τον Μάρτιο 1943 και
συμμετείχε στους εμπρησμούς, λεηλασίες και φόνους που ακολούθησαν. Μετά την
κατάρρευση των Ιταλών, συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς και πριν αποχωρήσουν οι
τελευταίοι το 1944 κατέφυγε στη Ρουμανία. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε
κάθειρξη 20 ετών.
• Στέφανος Κώτσιος. Απόστρατος αξιωματικός της
Χωροφυλακής, όταν εμφανίστηκε η κίνηση Διαμάντη, δραστηριοποιήθηκε και μαζί με
τον Νικ. Φράγκο οργάνωσαν τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» στην περιοχή Ελασσόνας. Παρά την
αντίθεση της κυβέρνησης Αθηνών, κατόρθωσε να διορισθεί από τους κατακτητές
νομάρχης Λάρισας στις αρχές του 1943, ώστε να ευνοήσει την κίνηση των
αυτονομιστών. Ως νομάρχης εκτελούσε τις εντολές του Ματούση για τον διορισμό
αυτονομιστών σε θέσεις των τοπικών κοινοτικών αρχών και φυσικά τη διευκόλυνση
της αυτονομιστικής προπαγάνδας. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την κατάρρευση
της Ιταλίας, ως όργανο πλέον των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε
ισόβια δεσμά.
• Νικόλαος Φράγκος. Είχε γεννηθεί στην Ελασσόνα,
όπου και άσκησε την ιατρική. Κατά την Κατοχή, ως ιταλομαθής που ήταν, είχε
γίνει διερμηνέας των εκεί ιταλικών αρχών. Προσχώρησε αμέσως στην κίνηση του
Διαμάντη και συνυπέγραψε από τους πρώτους το μανιφέστο του, ενώ υπήρξε αρχηγός
των λεγεωναρίων της Ελασσόνας. Ταυτόχρονα με την επαίσχυντη ανθελληνική στάση
του, είχε την πρόνοια από τις αρχές του 1943, όταν πλέον διαφαινόταν η έκβαση
του πολέμου, να διατηρεί σχέσεις με το τοπικό ΕΑΜ, που το ενίσχυε κρυφά «για
παν ενδεχόμενον». Παρ’ όλα αυτά, μετά το τέλος του πολέμου, δικάσθηκε μαζί με
τους άλλους πρωτεργάτες της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» σε πρόσκαιρη κάθειρξη 15 ετών.
• Ζήκος Αράιας. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και καταγόταν
από τη Σαμαρίνα. Ήταν φανατικό όργανο της ρουμανικής και ιταλικής προπαγάνδας
και εκδήλωσε τον ανθελληνισμό του ήδη από το 1917, όταν ο Διαμάντης είχε
πρωταγωνιστήσει μαζί του στην πρώτη ανακήρυξη του «πριγκιπάτου της Πίνδου». Στα
ενδιάμεσα ήταν καθηγητής και διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών.
Έσπευσε από τους πρώτους να συνεργασθεί με τον Διαμάντη, με τον οποίο
διατηρούσε όλα τα χρόνια στενή επικοινωνία, όταν επανεμφανίσθηκε το 1941, και
διορίσθηκε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Γρεβενών. Το περίφημο Μανιφέστο
του Διαμάντη το συνυπέγραψε ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Βουλγαρίας. Μετά την
αποτυχία της αυτονομιστικής κίνησης και την εκκένωση των Γρεβενών από τους
Ιταλούς, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα
δεσμά 15 ετών.
• Σωτήρης Αράιας, του Ζήκου. Γιος του προηγουμένου.
Ήταν κι αυτός καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και πήρε μέρος στην κίνηση
των αυτονομιστών του Διαμάντη, ενώ παράλληλα υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών
στα Γρεβενά. Σε κάθε ευκαιρία προπαγάνδιζε τον ανθελληνισμό του με φανατισμό.
Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Βασιλάκης. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και ήταν
δικηγόρος. Τον Δεκέμβριο του 1916, όταν οι Γάλλοι έθεσαν υπό κατοχή τα Γρεβενά,
αν και η πόλη ανήκε στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη», ο Βασιλάκης που εμφανιζόταν
ως φανατικός βενιζελικός διορίσθηκε δήμαρχος και άρχισε διώξεις όχι μόνο των
αντιβενιζελικών, αλλά και όσων είχαν εκδηλωθεί εναντίον των ρουμανιζόντων. Είχε
πάρει μέρος στην πρώτη αυτονομιστική κίνηση του Διαμάντη το 1917 και μόλις
άρχισε το 1940 ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη ως εθνικά ύποπτος και
εκτοπίσθηκε. Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και συνεργάσθηκε με
τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Καζάνας. Ήταν δικηγόρος που ζούσε στα
Γρεβενά και ως συγγενής του Διαμάντη είχε αναλάβει να διευθύνει το
επιχειρηματικό γραφείο του στην πόλη, καθώς και τα γραφεία της Ένωσης
Ρουμανικών Κοινοτήτων που είχε ιδρύσει. Πήρε μέρος σε διάφορες ενέργειες της
ρουμανικής προπαγάνδας και είχε στενές σχέσεις με τις ιταλικές αρχές. Μετά τον
πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Περικλής Πιτένης, του Δημητρίου. Κτηνοτρόφος και
επιχειρηματίας, πρώτος εξάδελφος και έμπιστος συνεργάτης του Αλκιβιάδη
Διαμάντη. Συνυπέγραψε από τους πρώτους το αυτονομιστικό μανιφέστο του Διαμάντη.
Διορισμένοι από τους Ιταλούς, με τον Νικόλαο Φουρκιώτη και τον Γεώργιο Γκιουλέκα,
είχαν σχηματίσει την επιτροπή Λάρισας για τη «διαχείριση» της γαλακτοπαραγωγής
που είχαν δεσμεύσει οι ιταλικές αρχές, συγκεντρώνοντας και τυροκομώντας το γάλα
και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στο
Κάτω Νευροκόπι Δράμας και τελικά καταδικάσθηκε μεταπολεμικά σε πρόσκαιρα δεσμά
15 ετών.
• Ιωάννης Μέρτζιος, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο
Νυμφαίο Φλώρινας, όπου ζούσε μέχρι την Κατοχή. Φέρεται ότι συνυπέγραψε το
μανιφέστο του Διαμάντη και το 1942 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου
υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών. Εκεί του παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς
το κέντρο «Περοκέ», που το μετέτρεψε σε καζίνο, παρά την αντίθεση των ελληνικών
αρχών. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 11 ετών ως οικονομικός
δοσίλογος.
• Βασίλειος Αγορογιάννης. Είχε γεννηθεί στη
Σαμαρίνα, της οποίας διορίσθηκε αυθαίρετα πρόεδρος τον Αύγουστο 1941 από τον
Διαμάντη. Το σπίτι του χρησιμοποιούσε ο Διαμάντης με τους ανθρώπους του για να
φιλοξενείται όταν έφθανε εκεί επί Κατοχής.
• Στέργιος ή Γιούλης Αναγνώστης, του Χρήστου.
Γεννήθηκε στο Δίστρατο και υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της
αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, συνέβαλε
στη στρατολόγηση βλαχοφώνων της Βέροιας για λογαριασμό των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη.
Πριν αποχωρήσει ο γερμανικός στρατός τον Οκτώβριο 1944, ο Αναγνώστης
εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον ακολούθησε, ενώ υπάρχει η πληροφορία ότι
εκπαιδεύθηκε στη Βιέννη ως κατάσκοπος και γύρισε στην Ελλάδα στις αρχές του
1945 για ανάλογη δράση σε βάρος της χώρας. Το 1946 καταδικάσθηκε στην ποινή των
ισοβίων δεσμών.
• Βασίλειος Βαρδούλης. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Νικόλαος Γαλάνης, του Ευθυμίου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο
και ήταν φανατικός ρουμανίζων από προπολεμικά. Κατά τη διάρκεια του
ελληνοϊταλικού πολέμου προσέφερε υπηρεσίες στα πρώτα ιταλικά στρατεύματα που
προς στιγμήν είχαν εισβάλει στην Ελλάδα, υποδεικνύοντάς τους άγνωστα μονοπάτια
πώς να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό. Προδοτική δράση, όπως
ήταν επόμενο, επέδειξε και κατά την Κατοχή, οπότε είχε ντυθεί ως Ιταλός
στρατιωτικός και οπλοφορούσε, διενεργώντας προπαγάνδα τόσο υπέρ των Ιταλών
κατακτητών, όσο και της αυτονομιστικής κίνησης του «πριγκιπάτου». Το 1946
καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Γκιουλέκας. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και
ζούσε στο Πραιτώρι Ελασσόνας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη
Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Μετά την αποτυχία
της, στις αρχές του 1943 εγκατέλειψε τους λεγεωναρίους και ήρθε στην Αθήνα,
όπου ζούσε προπολεμικά. Από τον Απρίλιο 1944 εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον
σκότωσαν οι αντάρτες.
• Ε. Γκοτζαμάνης. Μηχανικός. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Γρηγόριος Γκούντας, του Αδάμου. Ήταν από την
Ελασσόνα και μόλις εκδηλώθηκε η αυτονομιστική κίνηση, συνεργάσθηκε με τους Ν.
Φράγκο και Στ. Κώτσιο για τους ανθελληνικούς αυτούς σκοπούς στην Ελασσόνα. Η
«Ρωμαϊκή Λεγεώνα», της οποίας ήταν μέλος φυσικά, τον διόρισε πρόεδρο της
Κοινότητας Ελασσόνας.
• Στέφανος Δελήμπασης. Καταγόταν από το Μέτσοβο και
υπηρετούσε ως ρουμανοδιδάσκαλος στην Κλεισούρα. Προπαγάνδιζε φανατικά υπέρ της
αυτονομιστικής κίνησης της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», ενώ συνεργάσθηκε με τις τοπικές
ιταλικές αρχές κατοχής και ιδιαίτερα με τον Ιταλό φρούραρχο Καστοριάς.
• Δημήτριος Δημαρέλης. Από το Δίστρατο. Πήρε μέρος
στην αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, του οποίου ήταν σωματοφύλακας και τον συνόδευε
στις περιοδείες του. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά, ενώ
είναι άγνωστο τι απέγινε. Ενδεχομένως να ακολούθησε τον Διαμάντη στη Ρουμανία.
• Αν. Καλομέτρος. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Κ. Καλογεράς. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Τάκης Καπρίνης, του Αδάμου. Γεννήθηκε στη Βέροια,
όπου ασκούσε εμπορία μαλλιών. Όταν τον Απρίλιο 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη
Βέροια, τους υποδέχθηκε με γερμανικές και ρουμανικές σημαίες και υπήρξε από
τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη στην αυτονομιστική κίνηση του
«πριγκιπάτου». Συστηματικά ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών, με
τη στρατολόγηση νέων Κουτσοβλάχων πότε στους λεγεωνάριους και πότε στους
Ιταλούς, αργότερα στο πλευρό των Γερμανών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα
δεσμά 12 ετών.
• Ιωάννης Καραμούζης (ή Καραμπούζης). Είχε σπουδάσει
στη Ρουμανική Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης και στην προπολεμική περίοδο ήταν
γνωστός ως πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, εξ ου και μόλις άρχισε ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη και εκτοπίσθηκε. Μόλις άρχισε η Κατοχή και
απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης του
Διαμάντη και υπέρ του ίδιου προσωπικά. Συγκρότησε τη Ρουμανική Λέσχη
Θεσσαλονίκης (κατά το πρότυπο της αντίστοιχης Βουλγαρικής) και υπήρξε πρόεδρός
της, με άμεσο συνεργάτη στον ανθελληνισμό τους τον Θωμά Πισπιρίγκο. Μετά την αποτυχία
των αυτονομιστικών σχεδίων και την κατάρρευση της Ιταλίας, διέφυγε το καλοκαίρι
του 1944 στη Ρουμανία. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Καρμάνης, του Ευαγγέλου. Ζούσε στον
Αλμυρό Βόλου και ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να γίνουν όργανα της
αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και ταυτόχρονα των Ιταλών κατακτητών.
Υπηρέτησε ως Ιταλός καραμπινιέρος, διώκοντας και καταδίδοντας συμπατριώτες του.
Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Κοντογιάννης. Υπήρξε από τους φανατικότερους
αυτονομιστές του Τυρνάβου και έδρασε από την αρχή της Κατοχής. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν επίσημα η
αυτονομιστική κίνηση, ενώ επωφελήθηκε οικονομικά από τις καταπιέσεις των άλλων
Κουτσοβλάχων της περιοχής που δεν ήθελαν να γίνουν προδότες. Πήρε μέρος σε
επιδρομές της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και τελικά, μετά την αποτυχία της, σκοτώθηκε
από αντάρτες.
• Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Γιος του προηγουμένου.
Έδρασε κι αυτός στο πλευρό των αυτονομιστών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση
4 ετών.
• Λεωνίδας Κοντογιάννης. Γιος του Γεωργίου και
αδελφός του προηγουμένου. Ως δραστήριο μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» διορίσθηκε
το 1942 πρόεδρος της Κοινότητας Τυρνάβου.
• Ιωάννης Κόπανος. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Κουρδίστας. Καταγόταν από τον Αλμυρό
Βόλου, όπου οργάνωσε το πρώτο ένοπλο τμήμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» εκεί.
Συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και εντάχθηκε στο σώμα του Ραποτίκα. Εκτελέσθηκε
πριν από το τέλος της Κατοχής από τους αντάρτες.
• Αδάμος Μαργαρίτης. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και κατά
τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Ιταλούς σε
μια φάση που είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος, αλλά είχαν εγκλωβισθεί, και
τους υπέδειξε άγνωστα μονοπάτια στα βουνά της Πίνδου για να αποφύγουν την
αιχμαλωσία τους από τον Ελληνικό Στρατό. Υπήρξε από τους φανατικούς
υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης και παράλληλα έδρασε αντεθνικά κατά την
Κατοχή. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Μίχης. Στην Κατοχή ζούσε στη Λάρισα, όπου
ήταν διευθυντής του μονοπωλίου άλατος εκεί. Προσχώρησε νωρίς στην αυτονομιστική
κίνηση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» και προπαγάνδιζε υπέρ της «Ρωμαϊκής
Λεγεώνας». Έγινε ταμίας της κεντρικής οργάνωσης της τελευταίας, στη θέση του Κ.
Τάχα, διαχειριζόμενος όλα τα ποσά που συγκέντρωναν παράνομα, ενώ τελικά
ορισμένα απ’ αυτά οικειοποιήθηκε. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε οκταετή
κάθειρξη.
• Βιργίλιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Αθανάσιος Μπαλοδήμος. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Νικόλαος Μπαλοδήμος. Ήταν από την Αβδέλλα και με
δική του πρωτοβουλία και με τη βοήθεια Ιταλών καραμπινιέρων τον Ιούλιο 1942
πήγε στο Σπήλαιο, όπου προέβη σε λεηλασίες και συλλήψεις προκρίτων και άλλων
ατόμων. Οδηγήθηκαν όλοι στην Αβδέλλα, όπου βασανίσθηκαν σκληρά.
• Δημ. Μπάρδας. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Μιχαήλ Μπάρδας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο
του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Ιωάννης Μπαρτζούμας, του Κωνσταντίνου. Ήταν
εκπαιδευτικός και διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Κρανιάς. Κατά
την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών, ενώ μόλις εμφανίσθηκε ο Αλκ.
Διαμάντης τον ακολούθησε με φανατισμό και υπήρξε επικεφαλής της προπαγάνδας των
αυτονομιστών και στη συνέχεια αρχηγός της νεολαίας και σύμβουλος στην Ένωση
Ρουμανικών Κοινοτήτων που ίδρυσε ο Διαμάντης ταυτόχρονα με τη «Ρωμαϊκή
Λεγεώνα». Ο ανθελληνισμός του είχε εκδηλωθεί επανειλημμένα και με χυδαιότητα,
ενώ είχε υποβάλει στις ιταλικές αρχές υπόμνημα καταγγέλλοντας την ελληνική
κυβέρνηση και ζητώντας την προσάρτηση της περιοχής στην Ιταλία. Μεταπολεμικά
καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 και 2 ετών από τα δικαστήρια Κοζάνης και Λάρισας
αντίστοιχα.
• Τόλης Μπάστας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Α. Μπέκας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Αδάμος Μπίλιας ή Μπίλης. Από τους πρώτους οπαδούς
της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και προσωπικά του Νικολάου Ματούσης, του οποίου ήταν σε
όλο το διάστημα της Κατοχής στη Λάρισα σωματοφύλακάς του. Πήρε μέρος σε
διάφορες επιχειρήσεις των λεγεωναρίων και σε άλλες κοινές με τους Ιταλούς.
Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση και πέθανε το 1993.
• Αργύρης Μποχώρης ή Μπάσδος. Ήταν Αρβανιτόβλαχος
και από τους πρώτους ένοπλους που στρατολόγησε ο Ραποτίκας για να συγκροτήσει
το στρατιωτικό σώμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Πήρε μέρος σε διάφορες επιδρομές
και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας εγκατέλειψε τους αυτονομιστές και εντάχθηκε
σε αντικομμουνιστικές ομάδες της Κατερίνης.
• Κωνσταντίνος Νάκας, του Στεργίου. Καταγόταν από το
Δίστρατο και υπήρξε από την ομάδα των ανθελλήνων Κουτσοβλάχων που είχαν
βοηθήσει τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις πρώτες ημέρες που εισέβαλαν στην
Ελλάδα το 1940 να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό,
χρησιμεύοντας ως οδηγός τους και υποδεικνύοντας άγνωστα μονοπάτια. Κατά την
Κατοχή υπήρξε προκλητική η συμπεριφορά του υπέρ των Ιταλών κατακτητών, ενώ πήρε
μέρος σε καταπιέσεις και ξυλοδαρμούς βλαχοφώνων που αρνούνταν να πάρουν μέρος
στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε
θάνατο, αφού προηγουμένως είχε κατορθώσει να εξαφανισθεί από την Ελλάδα.
• Κωνσταντίνος Νικολάου ή Παπαδάμ, του
Τριαντάφυλλου. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1918 και φοίτησε στο Ρουμανικό Γυμνάσιο
Γρεβενών. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος, ενώ οικογενειακά
ενίσχυαν τη ρουμανική και ιταλική προπαγάνδα. Κατά τη διάρκεια του
ελληνοϊταλικού πολέμου συνελήφθη για προπαγάνδα υπέρ των Ιταλών και εξορίσθηκε
στην Κρήτη. Με την έναρξη της Κατοχής, επέστρεψε και έγινε διερμηνέας των
Ιταλών στο Μέτσοβο. Ταυτόχρονα με την υπηρεσία του αυτή, εργάσθηκε με φανατισμό
υπέρ των αυτονομιστών. Ακολουθούσε τον Αλκιβιάδη Διαμάντη στις περιοδείες του
σε διάφορες πόλεις και χωριά, εμφανιζόμενος ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Μετά
την αποτυχία της κίνησης και την απομάκρυνση του αρχηγού του, ο ίδιος
εξαφανίσθηκε από το Μέτσοβο και μετά τον πόλεμο επανήλθε στις περιοχές Φαρσάλων
και Τρικάλων. Καταδικάσθηκε σε ειρκτή 5 1/2 ετών.
• Κωνσταντίνος Νικολέσκος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Φερδινάνδος Νιμπής. Ήταν από την Κρανιά και κατά
τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε προληπτικά συλληφθεί και εκτοπισθεί
στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή οπαδός του Αλκιβ.
Διαμάντη, ο οποίος τον διόρισε ρουμανοδιδάσκαλο στην Κρανιά Μετσόβου.
• Γεώργιος Νουλίκας, του Νικολάου. Ζούσε στη Βέροια,
όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμποροράπτη. Υπήρξε συνεργάτης του Καπρίνη και
του Διαμάντη στη Βέροια και πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση ως σύμβουλος
της Ρουμανικής Κοινότητας Βέροιας. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο
ετών.
• Απόστολος Ντόκος. Ήταν από τα Γρεβενά, όπου
διατηρούσε παντοπωλείο. Ένα από τα πρώτα μέλη της κίνησης που ίδρυσε ο
Διαμάντης κατά την πρώτη επίσκεψή του στα Γρεβενά. Συνεργαζόταν στενά με τον
γιατρό Νικόλαο Μητσιμπούνα και για προπαγανδιστικούς λόγους περιόδευε σε
διάφορα μέρη της Θεσσαλίας. Λόγω επαγγέλματος, του είχε ανατεθεί να μοιράζει
τρόφιμα και φάρμακα στους ρουμανίζοντες της περιοχής, γεγονός που το
εκμεταλλεύθηκε για να πλουτίσει περισσότερο.
• Αθανάσιος Παπαθανασίου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής
του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών. Υπήρξε αφανής ιθύνων νους της
ιταλικής και ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή Γρεβενών και είναι
χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη το 1941, αρνήθηκε να
αναρτήσει την ελληνική σημαία στο σχολείο, δίπλα στη γερμανική και τη
ρουμανική, όπως ήταν η γερμανική διαταγή. Είναι άγνωστο τι απέγινε
μεταπολεμικά.
• Σωτήριος Παπαθανασίου, του Ιωάννου. Εκπαιδευτικός,
διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Βέροιας. Φανατικός υποστηρικτής
της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, συνεργαζόταν με το ρουμανικό προξενείο
Θεσσαλονίκης και τις ιταλικές αρχές των Γρεβενών. Συνέβαλε στη στράτευση νέων
της περιοχής Βέροιας στα σώματα που συγκροτήθηκαν για να βοηθήσουν τους Ιταλούς
επί Κατοχής. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Απόστολος Παπάς. Ζούσε στα Γρεβενά και καταγόταν
από την Αβδέλλα. Στην Κατοχή ήταν ηλικίας 37 ετών και υπηρετούσε ως διευθυντής
του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της
αυτονομιστικής κίνησης στα Γρεβενά και είχε συνυπογράψει το γνωστό μανιφέστο
του Διαμάντη. Δεν είναι γνωστό τι έγινε μετά τον πόλεμο.
• Ιωάννης Πατσιαβούρας ή Πατσαούρας. Ήταν από την
Αβδέλλα και ζούσε στα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Φανατικός οπαδός
του Διαμάντη και συνεργάτης των Ιταλών, από τους οποίους είχε διορισθεί επόπτης
για τη διάθεση των σφαγίων και της συγκέντρωση του παρακρατήματος, γεγονός που
του απέφερε μεγάλα κέρδη.
• Σ. Πελέκης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Κωνσταντίνος Πέμας. Καταγόταν από το Μοναστήρι
Σερβίας και στην Ελλάδα υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Όταν άρχισε η Κατοχή,
ενώ υπηρετούσε ως διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου Γρεβενών, εκδήλωσε με
φανατισμό τα ανθελληνικά του φρονήματα και υποστήριξε εκθύμως την κίνηση
Διαμάντη. Όταν από την Αθήνα του κοινοποιήθηκε η μετάθεσή του για την Αίγινα,
αρνήθηκε να υπακούσει με βαρείς χαρακτηρισμούς για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση
των Ιταλών, ματαιώθηκε η μετάθεσή του και τελικά μετατέθηκε στη Λάρισα, ύστερα
από παρέμβαση της λεγεώνας. Συμμετείχε σε ενέργειες υπέρ των Ιταλών, μετά την
κατάρρευση των οποίων και τον εν συνεχεία εκτοπισμό των Εβραίων της
Θεσσαλονίκης στην Πολωνία, φέρεται ότι καρπώθηκε ισραηλινή περιουσία στη Θεσσαλονίκη.
Είναι άγνωστο τι απέγινε μετά τον πόλεμο.
• Λάζαρος Περδίκης. Καταγόταν από το Περιβόλι και
ήταν επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων. Προπαγάνδιζε υπέρ της αυτονομιστικής
κίνησης Διαμάντη και έκανε συχνές περιοδείες, φροντίζοντας για την ίδρυση ρουμανικών
σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά και το κλείσιμο αντιστοίχως των ελληνικών.
• Κωνσταντίνος Πιάνας. Καταγόταν από τον Αμπελώνα
Λάρισας και επί Κατοχής υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στον Τύρναβο,
παίρνοντας μέρος μαζί τους σε επιδρομές και λεηλασίες σε διάφορα χωριά. Εκτός
από την αυτονομιστική του δράση, στην ίδια περίοδο πλούτισε εκβιάζοντας και
καταπιέζοντας τους ομοφύλους του κυρίως.
• Στέργιος Πίκης. Είχε γεννηθεί στο Δίστρατο και
κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στρατευμένος ων, αυτομόλησε στους Ιταλούς. Κατά
την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας τους, ενώ υπήρξε από τους πρωτεργάτες της
αυτονομιστικής κίνησης. Το 1946 καταδικάσθηκε σε θάνατο.
• Περιστέρω Πίσπα. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και στα
τέλη του 1941 διορίσθηκε, με ενέργειες του Διαμάντη, ως ρουμανοδασκάλα στο εκεί
δημοτικό σχολείο, πρωταγωνιστώντας σε πολλά ανθελληνικά επεισόδια με απύθμενο
φανατισμό. Το 1946 καταδικάσθηκε σε ποινή προσκαίρων δεσμών 12 ετών.
• Κ. Πιτούλης. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Δημήτριος Πολυπραίος. Εργάσθηκε ως
ρουμανοδιδάσκαλος στο Πραιτώρι Ελασσόνας, όπου υπήρξε πρωτεργάτης της κίνησης
Διαμάντη. Πήρε ενεργό μέρος σε διάφορες ενέργειες των λεγεωναρίων και των
Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή Ελασσόνας, αλλά αναφέρεται ότι την άνοιξη του 1942
ήρθε σε ρήξη με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή
φυλάκιση.
• Βιργίλιος Πούπης, του Λεωνίδα. Ρουμανοδιδάσκαλος
από την Αβδέλλα. Όταν το 1940 σημειώθηκε η ιταλική επίθεση, συνελήφθη και
εκτοπίσθηκε στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας, λόγω του υπόπτου
παρελθόντος του. Υπήρξε από τους πρώτους οπαδούς του Διαμάντη στην
αυτονομιστική του κίνηση και πήρε ενεργό μέρος στη ρουμανική προπαγάνδα επί
Κατοχής. Πρωτοστάτησε στη βίαιη αρπαγή του ελληνικού σχολείου στη Φούρκα
Κόνιτσας τον Σεπτέμβριο 1941, όπου διορίσθηκε δασκάλα η αδελφή του Ελένη Πούπη.
Μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών του, έγραψε ένα ποίημα εναντίον της
Ελλάδος, το οποίο τότε απαγγελλόταν υποχρεωτικά σε όλα τα ρουμανικά σχολεία της
χώρας, ενώ ακόμη και τώρα το χρησιμοποιούν αμετανόητοι αυτονομιστές, θεωρώντας
πως έτσι κάνουν προπαγάνδα. Με το τέλος της Κατοχής, ο Πούπης εξαφανίσθηκε και
είναι άγνωστο τι απέγινε.
• Γεώργιος Προφέντζας. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα.
Υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Δαμασίου Τυρνάβου και ήταν από τους πιο
φανατικούς οπαδούς του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Τον Σεπτέμβριο
1941 κατέλαβε βιαίως το Δημοτικό Σχολείο Διστράτου Κόνιτσας και στέγασε σ’ αυτό
το ρουμανικό, όπως και στα χωριά Παπάδες και Φούρκα Κόνιτσας. Υπηρέτησε ως
διερμηνέας των Ιταλών επί Κατοχής, ενώ μετά την κατάρρευση της Ιταλίας κατέφυγε
στη Θεσσαλονίκη και συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς, υπέρ των οποίων οργάνωσε με
τους Βιργίλιο Πούπη και Μαργ. Μαργαρίτη ένοπλη ομάδα βλαχόφωνων.
• Παναγιώτης Σίμος. Υπήρξε από τους φανατικότερους
οπαδούς του Διαμάντη στη Βέροια και ακολούθησε με ζήλο τις ενέργειες της
αυτονομιστικής κίνησης, αλλά και συνεργάσθηκε τόσο με τους Ιταλούς αρχικά, όσο
και με τους Γερμανούς αργότερα. Το καλοκαίρι του 1944 σχημάτισε ομάδα ενόπλων
νέων της Βέροιας για να την εντάξει στο τάγμα των ρουμανιζόντων που είχε
σχηματισθεί στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό των Γερμανών. Όταν αποχώρησαν από την
Ελλάδα οι Γερμανοί, τους ακολούθησε στη Βιέννη. Είναι γνωστό τι απέγινε
μεταπολεμικά.
• Δημ. Τάχας. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Τεγογιάννης. Ήταν καθηγητής στο Ρουμανικό
Γυμνάσιο Γρεβενών και από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης για το
«πριγκιπάτο της Πίνδου». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Αλκιβ. Διαμάντη,
μάλιστα ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Σερβίας. Τον Φεβρουάριο 1943 είχε
συνοδεύσει Ιταλό συνταγματάρχη στη Βέροια για να πεισθούν να στρατολογηθούν
νέοι Κουτσόβλαχοι της Βέροιας να ενταχθούν σε αντιανταρτικό στρατιωτικό σώμα
των Ιταλών. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Νικόλαος Τελειώνης. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Βασίλειος Τζιότζιος. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση. Αργότερα προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, όπου ανέλαβε τη διοίκηση
μεγάλων ανταρτικών μονάδων.
• Σέργιος Τριανταφύλλης. Γιατρός. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Τσανανάς, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο
Νυμφαίο Φλώρινας και κατά την Κατοχή ήταν ηλικίας 60 ετών και συνταξιούχος
ρουμανοδιδάσκαλος. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στην
περιοχή του για τη δημιουργία του «πριγκιπάτου» και επί Κατοχής συνεργάσθηκε με
τους Ιταλούς και κυρίως με τους Γερμανούς. Το 1948 καταδικάσθηκε σε ισόβια
δεσμά.
• Αχιλλέας Φουρκιώτης. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Νικόλαος Φουρκιώτης. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο
Τυρνάβου το 1897, καταγόμενος από τη Σαμαρίνα. Ήταν από τους μεγαλύτερους
γεωργούς και τυροκόμους της περιοχής, αλλά δεν δίστασε από την αρχή να
υποστηρίξει την αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη και να συμμετάσχει
δραστήρια στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Έφερε στολή Ιταλού μελανοχίτωνα και πήρε μέρος
σε πολλές επιδρομές οργανωμένες από τους Ιταλούς και τους λεγεωνάριους. Στις
αρχές του 1942 διορίσθηκε πρόεδρος της Κοινότητας Βρυοτόπου και οι Ιταλοί τον
είχαν ορίσει επικεφαλής της επιτροπής που σχημάτισαν για τη διαχείριση της
δεσμευμένης από τους ίδιους γαλακτοπαραγωγής στις περιοχές Λάρισας, Αλμυρού και
Λαμίας. Καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά. Πέθανε το 1967.
• Γεώργιος Φράγκος. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο
Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική
κίνηση.
• Χρήστος Φρασσερίτης. Ιερέας στη ρουμανική εκκλησία
Κεδρών Πέλλας. Ήταν από πολλά χρόνια φανατικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας
και μόλις κατακτήθηκε η Ελλάδα αναθάρρησε και εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της
αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, προκαλώντας την αντίδραση των κατοίκων των
Κεδρών που τον έδιωξαν κακήν κακώς. Κατέφυγε στην Έδεσσα, όπου συνεργάσθηκε με
τις εκεί βουλγαρικές αρχές και επεδίωξε ανεπιτυχώς να του παραχωρηθεί ελληνική
εκκλησία για να χρησιμοποιείται από τους ελάχιστους ρουμανίζοντες που υπήρχαν
εκεί. Στη συνέχεια συνεργάσθηκε με τον Θ. Πισπιρίγκο και έκανε μακρές
περιοδείες από τα Γρεβενά μέχρι τη Λάρισα για να προσηλυτίσει βλαχόφωνους στα
αυτονομιστικά σχέδια. Πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί είχε εξαφανισθεί και είναι
άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Αθανάσιος Χατζάρας. Υπήρξε ένα από τα φανατικότερα
πρωτοπαλίκαρα του Ραποτίκα. Κατατάχθηκε από τους πρώτους στο σώμα των
λεγεωναρίων και πήρε μέρος σε επιδρομές και λεηλασίες, όπου επέδειξε σκληρή
συμπεριφορά και βασάνισε χωρικούς. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Δημοσθένης Χατζηγώγος, του Αποστόλου. Κτηνοτρόφος
και επιχειρηματίας της Βέροιας, όπου είχε γεννηθεί. Προπολεμικά είχε αναμιχθεί
σε δραστηριότητες υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας, ώστε όταν έγινε η ιταλική
επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε με άλλους επικίνδυνους Κουτσοβλάχους
στη Χίο. Απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1941 και επέστρεψε στη Βέροια, όπου
άρχισε ανοικτά να κινείται υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, το
μανιφέστο του οποίου είχε συνυπογράψει από τους πρώτους. Μετά την πτώση του
Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, συνεργάσθηκε με τον συνταγματάρχη
Αθαν. Χρυσοχόου, επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας τότε, για να αντιμετωπισθεί η
προπαγάνδα των φανατικών ρουμανιζόντων που είχαν αρχίσει τώρα να συνεργάζονται
με τους Γερμανούς. Η ενέργειά του αυτή του χρησίμευσε για να καταδικασθεί
ελαφρότερα από άλλους και το 1946 καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Ζήσης Χατζημπίρος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Οκταβιανός Χατζημπίρος, του Γεωργίου. Από το
Πραιτώρι Ελασσόνος. Πριν από τον πόλεμο εκφραζόταν υπέρ της ρουμανικής
προπαγάνδας και μόλις σημειώθηκε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και
εκτοπίσθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην
αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη, ενώ είχε ντυθεί με ιταλική στολή και
έφερε τον βαθμό του επιλοχία. Ήταν μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και πήρε μέρος
στην καταστροφή του Δομένικού και στην επιδρομή στην Τσαρίτσανη. Λίγο πριν από
την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά
καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 ετών.
• Απόστολος Χατζής. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το
περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η
αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Χώτος. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και
ζούσε στο Δομένικο, όπου μόλις άρχισε η Κατοχή τον όρισαν οι Ιταλοί πρόεδρο της
εκεί κοινότητας. Ενώ ήταν άνθρωπος των Ιταλών, που πρόθυμα τους εξυπηρετούσε σε
ό,τι ζητούσαν, ταυτόχρονα έπραττε το ίδιο και για τους αντάρτες. Τον Φεβρουάριο
1943, μόλις έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στο Δομένικο και τη Μυλόγουστα από
Ιταλούς και λεγεωνάριους, εγκατέλειψε την περιοχή και κατέφυγε αρχικά στην
Ελασσόνα και στο τέλος στη Θεσσαλονίκη, όπου ενώθηκε με τους άλλους
αυτονομιστές πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα Γρεβενά.
Φυσικά, δεν ήταν μόνον όσοι προαναφέρθηκαν οι
θλιβεροί πρωταγωνιστές της αυτονομιστικής κίνησης που είχε τη φαεινή ιδέα να
δημιουργήσει ο «πρίγκιπας» της Πίνδου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ακόμη που
αποδεδειγμένα συνεργάσθηκαν μαζί του, είτε ως ένοπλοι λεγεωνάριοι και
συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, είτε ως ανηλεείς
φοροεισπράχτορες, καταδότες και προπαγανδιστές. Πολλοί απ’ αυτούς
καταδικάσθηκαν μεταπολεμικά από την ελληνική δικαιοσύνη, άλλοι διέφυγαν και
κρύφτηκαν. Η ελληνική κοινή γνώμη στο σύνολό της, αλλά ειδικά οι Έλληνες
Κουτσόβλαχοι, που ουσιαστικά υπήρξαν τα πρώτα θύματά τους, τους κατέταξαν στην
κατηγορία των ασυνείδητων προδοτών, ένα στίγμα που τους ακολούθησε σε όλη τους
τη ζωή και συνεχίζει να υπάρχει και τώρα αν ζουν.
[1]
Ξαφνικά στις αρχές του 1984 με ζήτησε στο τηλέφωνο ένας ηλικιωμένος κύριος από
τη Λάρισα, που μου συστήθηκε: «Νικόλαος Ματούσης»!
Πραγματικά εξεπλάγην για το
αναπάντεχο τηλεφώνημα, ο σκοπός του οποίου φάνηκε αμέσως από τις πρώτες φράσεις
του. Ήθελε να διαμαρτυρηθεί διότι σε κάποια δημοσιεύματά μου τον είχα
χαρακτηρίσει ως προδότη. Η άποψή μου δεν ήταν μια επιπόλαιη αντίληψη, αλλά
στηριζόταν στα γεγονότα. Ωστόσο, με μεγάλη προθυμία τον άκουσα να μου εξηγεί τηλεφωνικά
τις δικές του θέσεις και τα δικά του επιχειρήματα. Όχι μόνο σ’ εκείνο το
παρατεταμένο τηλεφώνημα, αλλά και σε μια σειρά άλλων που ακολούθησαν.
Είχε μια χαρακτηριστική άνεση να
ανατρέπει όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να θεωρούνται ως δεδομένα: Δεν υπήρξε
συνεργάτης του Διαμάντη, αλλά επειδή ήθελε να προσφέρει εθνικές υπηρεσίες
βρέθηκε κοντά του για να τον αποτρέψει να κάνει κακό στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα
να καταφέρει στο τέλος να τον συκοφαντήσει στους Ιταλούς και έτσι να
εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει άπραγος την Ελλάδα. Για τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα, όλα
ήταν συκοφαντίες που τα είχαν εφεύρει οι κομμουνιστές του ΕΑΜ. Σε άλλη φάση,
ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ήταν ανέκαθεν αριστερός και μάλιστα ότι υπήρξε
υπαρχηγός του Ιω. Σοφιανόπουλος στο προπολεμικό Αγροτικό Κόμμα. Εμφάνιζε ως
μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του ανθρώπους που δεν ζούσαν, όπως
τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Τσολάκογλου και Ιω. Ράλλη, για να υποστηρίξει ότι
εκείνοι του είχαν αναθέσει εθνικές αποστολές στο Κουτσοβλαχικό ζήτημα. Συγκεκριμένα,
ο πρώτος του είχε αναθέσει να εμφανίζεται ως δεύτερος τη τάξει στην κίνηση
Διαμάντη, προκειμένου να την βραχυκυκλώσει και να την εξουδετερώσει. Αργότερα,
ο Ιω. Ράλλης, σε συνεργασία με τον «αρχηγό του ΕΔΕΣ», του εξέδωσε διπλωματικό
διαβατήριο και του ανέθεσε να μεταβεί στη Ρουμανία για να συναντήσει τον
στρατάρχη Αντωνέσκου «για εθνικούς λόγους».
Εμφανιζόταν δηλαδή ως θύμα των
περιστάσεων και των αγνών εθνικών φρονημάτων του και όχι ως θύτης. Αλλά αυτή
ήταν η δική του εκδοχή, την οποία συχνά την διόρθωνε και την βελτίωνε, όταν
κατά την πορεία της συζήτησης διαπίστωνε ότι δεν ήταν πειστικός. Και βεβαίως
ήταν μια εκδοχή όχι απλώς υποκειμενική, αλλά στηριζόταν σε γεγονότα ανύπαρκτα ή
διαστρεβλωμένα, τα οποία όταν του τα επεσήμαινα τον υποχρέωναν να αλλάξει τακτική.
Αίφνης, ο στρατηγός Γεώργιος
Τσολάκογλου εκφράζεται στα απομνημονεύματά του με βαρειά λόγια για τον Ματούση.
Δεν έδειχνε να τον ενόχλησε η παρατήρησή μου και έσπευσε να «τα γυρίσει»,
λέγοντας πως στην πραγματικότητα την αποστολή εκείνη του την είχε αναθέσει ο
Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε πρωθυπουργός ζήτησε
από τον Ματούση να γίνει υπουργός και δήθεν εκείνος δεν δέχθηκε. Η αλήθεια
είναι πως όποια μνεία γίνεται σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές, όπως σε
απομνημονεύματα πρωταγωνιστών ή σε αυθεντικά έγγραφα της εποχής, η αναφορά στον
Νικ. Ματούση μόνο καταφρονετικά γίνεται.
Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης
Ράλλης δεν θα ανέθετε καμιά εθνική αποστολή το 1944 στη Ρουμανία. Η
πραγματικότητα ήταν ότι ο Ματούσης ήθελε να καταφύγει, πριν τον βρει η
Απελευθέρωση στην Ελλάδα, σε φιλικό για εκείνον έδαφος, όπως ήταν η Ρουμανία.
Ζήτησε από τον τότε κατοχικό πρωθυπουργό ένα προσωρινό διαβατήριο, ίσως με τη
μεσολάβηση του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», και το έλαβε.
Ο αναγνώστης ας μην φαντασθεί ότι
ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας μεσολάβησε στον Ράλλη γι’ αυτή την υπόθεση. Τον
Οκτώβριο 1943 είχε μεσολαβήσει η διάσπαση του ΕΔΕΣ, που αποκήρυξε την
αντιστασιακή δράση του Ζέρβα στα βουνά, οπότε ο τελευταίος άλλαξε την ονομασία
του αγωνιστικού ΕΔΕΣ σε «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» (ΕΟΕΑ). Στον «ΕΔΕΣ
Αθηνών», αρχηγός είχε εκλεγεί σε μια συνέλευση των μελών της Κεντρικής
Διοικούσας Επιτροπής, που είχε συνέλθει στο κατάστημα Καραβίτη της πλατείας
Βικτωρίας, ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας. Αυτός ήταν λοιπόν ο
«αρχηγός του ΕΔΕΣ», για τον οποίο έκανε λόγο ο Ν. Ματούσης, θέλοντας να
εμφανισθεί – ούτε λίγο, ούτε πολύ – ότι είχε συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση.
Υπάρχουν όμως σοβαρότατες
ενστάσεις αν ο ίδιος ο Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτας είχε πράγματι συμμετάσχει στην
Εθνική Αντίσταση, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως αρχηγού του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ο
εν λόγω συνταγματάρχης, που σημειωτέον υπήρξε μακεδονομάχος, προερχόταν από τη
βενιζελική παράταξη και είχε συμμετάσχει σε πολλά από τα κινήματα του
Μεσοπολέμου, κατά την Κατοχή είχε διορισθεί ως αρχηγός του Πυροσβεστικού
Σώματος και υπήρξε από τους ενισχυτές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Υπήρξε πράγματι συνιδρυτικό μέλος του ΕΔΕΣ και από την αρχή μέλος της Κεντρικής
Διοικούσας Επιτροπής του, αλλά ο ίδιος ο Ζέρβας τον είχε αποκηρύξει
επανειλημμένα, ιδιαίτερα δε στη σύσκεψη Μυροφύλλου Πλάκας.
Στις αλλεπάλληλες εκείνες
τηλεφωνικές συνομιλίες μας του 1984, ο Νικόλαος Ματούσης θα επιμένει για τις
εθνικές του προθέσεις και θα καυτηριάζει τις αυτονομιστικές προθέσεις του
Αλκιβιάδη Διαμάντη, που δήλωνε ότι ούτως ή άλλως τον είχε υπονομεύσει για να
τον εξουδετερώσει. Δεν δίσταζε ο Ματούσης να δηλώνει κατηγορηματικά ότι ήταν
ιταλόφιλος και γνήσιος αριστερός, γεγονός που προκαλούσε την εχθρότητα των
Γερμανών. Όταν όμως του θύμισα ότι μαζί με τον Σπύρο Χατζηκυριάκο (στην
τελευταία περίοδο της Κατοχής υποδιοικητή και ύστερα διοικητή της Τραπέζης της
Ελλάδος) είχαν ιδρύσει την «Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέων Ευρώπης», που ήταν
οπωσδήποτε γερμανόφιλη, αφού πλέον οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει, οι
δικαιολογίες του ήταν κάτι περισσότερο από πρόχειρες, για να καταλήξει ότι
πίστευε και στη νίκη των Γερμανών.
Μου είπε, «θα σου κάνω μια
αποκάλυψη μεγάλης αξίας, γιατί τα πράγματα είναι αντίστροφα από ό,τι νομίζεις».
Και συνέχισε:
«Ναι, πράγματι εμείς δεν είμαστε
και τόσο ιταλόφιλοι, όταν έγινε η κίνηση με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Τότε
ιταλόφιλοι ήταν οι αντίπαλοί μας, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος έστειλε
υπόμνημα στον Ιταλό στρατηγό της Λάρισας Ρουτζέρο και του εξέφραζε τον θαυμασμό
του».
Οποιοσδήποτε τον άκουγε, το πρώτο
που θα αναρωτιόταν ήταν: και πώς βρέθηκε φυλακισμένος από τους Ιταλούς ο
Αβέρωφ; Και σ’ αυτό, ο Ματούσης είχε μια απάντηση να δώσει, ήσσονος βέβαια
αξίας.
Παρά τα τηλεφωνήματα εκείνα,
όμως, ο υπογράφων δεν πειθόταν και δεν ήταν διατεθειμένος να υπαναχωρήσει στην
άποψή του για την προδοσία του Ματούση. Ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να μου
στείλει έγγραφα που θα επεβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του, προκειμένου – όπως
έλεγε – να με αποτρέψει να επωμισθώ καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμιση αν
συνέχιζα να τον αποκαλώ προδότη.
Δεν θέλησα να επηρεασθώ από τις
έμμεσες απειλές του. Ούτως ή άλλως τα στοιχεία που θα έστελνε, εφ’ όσον ήταν
πράγματι αυθεντικά, ήταν ευπρόσδεκτα για την ιστορική έρευνα και θα ήμουν
πρόθυμος να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, αν πράγματι έπρεπε.
Όντως, λοιπόν, μου έστειλε μια
σειρά φωτοτυπιών, που αφορούσαν δελτία τροφίμων, ένα ανυπόγραφο αντίγραφο του
υπομνήματος Ευαγγ. Αβέρωφ (το οποίο όμως ο ίδιος ο Αβέρωφ το έχει συμπεριλάβει
στο βιβλίο του για το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα ήδη από το 1948) και μια σειρά
εγγράφων της περιόδου 1964-65 που αφορούσαν την αθώωσή του. Διότι πράγματι η
ελληνική πολιτεία θεώρησε σκόπιμο το 1964 να τον ξαναδικάσει με συνοπτικές
διαδικασίες προκειμένου να τον αθωώσει. Ο επανειλημμένα καταδικασμένος σε
θάνατο για εσχάτη προδοσία Νικόλαος Ματούσης αθωωνόταν! Σαν να μην είχε
μεσολαβήσει στην Κατοχή η αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, στην οποία ο ίδιος
ήταν συμπρωταγωνιστής, σαν να μην ήταν αρχηγός της διαβόητης «Ρωμαϊκής
Λεγεώνας» κ.ο.κ.
Η αποστολή της τελευταίας σειράς
εγγράφων είχε οπωσδήποτε και την έννοια να πεισθώ να μην αποτολμήσω να
ξαναχαρακτηρίσω ως προδότη έναν αθωωμένο πολίτη. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ την
αυθεντικότητα των εγγράφων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πείσθηκα ότι ο Ματούσης
δεν ήταν προδότης, αλλά εθνικός ήρωας όπως τον εμφάνιζε το Ειδικό Δικαστήριο
Δοσιλόγων, που ανασυστήθηκε το 1964 ειδικά για να τον ξαναδικάσει, προκειμένου
να τον αθωώσει με πολιτική παρέμβαση.
Στα έγγραφα εκείνα
περιλαμβάνονταν μια επιστολή από τη Ρουμανική Εθνοσυνέλευση προς τον Έλληνα
υπουργό των Εξωτερικών, το αποφυλακιστήριό του από τις φυλακές Αβέρωφ (και όχι η
δικαστική απόφαση για την αθώωση) το 1964, ύστερα από τη δίκη-παρωδία, και ένα
αντίγραφο της ένορκης κατάθεσης του Απ. Παπαγεωργίου.
Το δικαστήριο, που ουσιαστικά
συνεδρίασε εν κρυπτώ, αφού καμιά δημοσιότητα δεν δόθηκε, στηρίχθηκε σε μια
ευνοϊκή μαρτυρική κατάθεση του συνταγματάρχη Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτα, του
«αρχηγού του ΕΔΕΣ», που ήταν εξόφθαλμα ψευδής και όποιος έχει γνώση των
γεγονότων μόνο με γέλια θα την αντιμετώπιζε. Αν δεν είχα υπ’ όψιν τις αρές του
Ζέρβα κατά του εν λόγω συνταγματάρχη, θα έλεγα πως ένας παλαιός μακεδονομάχος
είναι υπεράνω υποψίας και δεν μπορεί να λέει ψέματα. Αλλά όντως ο Απόστολος
Παπαγεωργίου-Φιλώτας, που ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής σημειωτέον και ο ίδιος,
πρόσφερε απλόχερα το συγχωροχάρτι του στον Ματούση, συμμετέχοντας σε μια
στημένη διαδικασία που είχε στηθεί από τον αναρμόδιο μεν, αλλά ζωηρώς
ενδιαφερόμενο τότε υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο.
Όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα
καλύτερα, η κόρη του κεντρώου πολιτικού Δάφνη είχε μια ιδιαίτερη προσωπική
φιλία με την κόρη του Ματούση Ξένη. Και οι δύο ήταν ζωγράφοι, είχαν σπουδάσει
μαζί και είχαν στενότατη φιλία, ώστε η κόρη του Κωστόπουλου να τον παρακαλέσει,
όταν θα πήγαινε για επίσημο ταξίδι στη Ρουμανία, να διευκολύνει την επιστροφή
του πατέρα της φίλης της στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Ο Έλληνας υπουργός
ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, αφού ανέλαβε και το ζήτημα της νομικής
αποκατάστασης του Ματούση. Σημειωτέον, ότι μια εκκρεμότητα που παρέμεινε, το
θέμα της ισόβιας στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, που μέσα στη βιασύνη
για την άμεση απαλλαγή του δεν είχε τακτοποιηθεί, το ρύθμισε ο Κωνσταντίνος
Τσάτσος το 1976, υπογράφοντας ένα προεδρικό διάταγμα ειδικά για την περίπτωση.
Η Ξένη Ματούση, που είχε για
χρόνια την ανθρώπινη επιθυμία να ξαναβρεθεί με τον πατέρα της, όποιος κι αν
ήταν, το πέτυχε μέσω της στενής φίλης της. Ήθελε να ξανακάνει μια αρχή και να
συγκατοικήσει και πάλι με τον πατέρα της, αλλά υπάρχουν πολλά δραματικά
στοιχεία γύρω απ’ αυτή τη νέα συγκατοίκηση, που τελικά οδήγησαν απρόσμενα στον
θάνατο πρώτη την κόρη. Απροσάρμοστος στη νέα πραγματικότητα ο Ν. Ματούσης
κυκλοφορούσε με ένα όπλο στην τσέπη για τον φόβο να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους
που είχε καταστρέψει στο παρελθόν και που τον μισούσαν. Το ίδιο όπλο όμως το
χρησιμοποιούσε για να απειλεί ακόμη και την πενηντάχρονη πλέον κόρη του, όταν
δεν την ξυλοκοπούσε, μέχρι που η τελευταία έφθασε στο σημείο να τον καταγγείλει
στις αρχές! Για το δράμα της κόρης Ματούση γίνεται λόγος στο ομώνυμο βιβλίο
(«Ξένη») της Βασιλικής Παπαγιάννη, που κυκλοφόρησε το 1999, δέκα χρόνια μετά
τον θάνατό της.
Ο Νικόλαος Ματούσης το 1984 είχε
περάσει τα 85 του, αλλά διατηρούσε πλήρη διαύγεια. Μετά την επιστροφή του από
τη Ρουμανία, όπου πρέπει να υπέστη κάποιες διώξεις από το καθεστώς πολλά χρόνια
μετά το 1944, εγκαταστάθηκε με την κόρη του στη Λάρισα. Ουσιαστικά ήταν
απομονωμένος εκεί, ενώ οι ελάχιστες επαφές του ήταν με πρόσωπα που τον
θεωρούσαν ...ήρωα των Κουτσοβλάχων, όπως ένας Παπαθανασίου και ένας Έξαρχος.
Πρόκειται για υπολείμματα των λίγων εκείνων που είχαν θαυμάσει τον Αλκιβιάδη
Διαμάντη και τον ίδιο για την απόπειρά τους να ιδρύσουν ένα πριγκιπάτο στην
Πίνδο! Πριν πεθάνει το 1991 ο Ματούσης, τους παραχώρησε τα ίδια έγγραφα που μου
είχε στείλει και τους έκανε μακροσκελείς αφηγήσεις για να τους κατηχήσει ότι το
Κουτσοβλαχικό έχει μέλλον...
Η Ιστορία πάντως δεν ανατρέπεται με μια αθώωση λόγω
παραγραφής ή σκοπιμότητος, ή τέλος πάντων από μια δίκη-ρουσφέτι. Και το ερώτημα
αν ήταν ή όχι προδότης ο Νικόλαος Ματούσης δεν προσφέρεται για συζήτηση σε
οποιονδήποτε σημερινό Παπαθανασίου ή Έξαρχο, οι οποίοι εμφανίζονται ως
τυφλωμένοι θαυμαστές και εμπαθείς απολογητές του.
[2] Τα στοιχεία προέρχονται
από το αρχείο του συγγραφέα και τα βιβλία των Ν. Χρυσοχόου «Η κατοχή εν
Μακεδονία – Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας», Στ. Παπαγιάννη «Τα
παιδιά της Λύκαινας» και Χρ. Βήττου «Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου