Σελίδες

Τετάρτη

Το Ζήτημα της Ταυτότητας: Ποιοι ήταν Ρωμαίοι και ποιοι Βυζαντινοί;

Ιωάννης Δανδουλάκης
 Α’ Μέρος: Το όνομα «Ρωμαίος»

Ο προσδιορισμός, στο σήμερα, μίας αποκλειστικής «επίσημης» ονομασίας για την μετά το 330 μΧ αυτοκρατορία, που είχε ως πρωτεύουσα της την Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εγχείρημα και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αδύνατον εάν επιχειρείται με βάση το σημερινό βεστφαλιανό πρότυπο του κράτους.

Αν και αναμφισβήτητα, οι ιστορικές πηγές αποδεικνύουν ότι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας συνέχιζαν να αποκαλούν εαυτούς Ρωμαίους, αδιάκοπα, από το 27 πΧ έως το 1453 μΧ, είναι εξίσου σαφές και πασιφανές ότι η ταυτότητα του «Ρωμαίου» άλλαξε πολλάκις και με δραματικό τρόπο μέσα στο διάβα τόσων αιώνων. Δεν μπορεί να εννοηθεί, λόγου χάρη, ότι ένας «Ρωμαίος» κάτοικος της Κωνσταντινούπολης, κατά τον 10ο ή ακόμα και τον 6ο αιώνα μΧ, δεν έχει καμμία διαφορά από έναν Ρωμαίο πολίτη του 1ου αιώνα μΧ.

Από τον 1ο έως τον 5ο και από τον 6ο έως τον 12ο αιώνα, αλλάζει δραματικά, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, αλλά επίσης τόσο τα εξωτερικά όσο και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών που αποκαλούνται Ρωμαίοι. Είναι τουλάχιστον αφελές να το αρνείται αυτό σήμερα κάποιος που μελετά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή ιστορία.

Στην παρούσα σύντομη μελέτη θα εξηγήσουμε πώς παρ’ όλες τις πολλαπλές και διαδοχικές μεταλλάξεις που δέχθηκε η ονομασία «Ρωμαίος» στο διάβα των αιώνων, εκείνο που ποτέ δεν άλλαξε και δεν χάθηκε, δεν αλλοιώθηκε ή εξαφανίστηκε, ήταν το ελληνικό έθνος. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ελλάδας το 146 πΧ και την επακόλουθη κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής και της Αιγύπτου, το ελληνικό έθνος που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε εξαπλωθεί ως τη Βακτρία και την Ινδία, δεν χάθηκε. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν «εκρωμαΐστηκαν», ούτε «εκβυζαντινίστηκαν» σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Βέβαια, προφανώς εκχριστιανίστηκαν αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, ένα άλλο κεφάλαιο. Αλλά, εκτός του γεγονότος ότι ήταν η Ρώμη που εξελληνίστηκε σε σημαντικό βαθμό, οι Έλληνες διατήρησαν τη γλώσσα, την αυτοσυνειδησία τους και προφανώς, την φυσική κληρονομική τους συνέχεια, αδιάκοπα από το 146 πΧ έως και το 1453. Το πώς αποκαλούσαν εαυτούς, καθώς και το γεγονός ότι η αρχαία ονομασία «Έλλην» ταυτίστηκε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα με τον ειδωλολάτρη, δεν επηρέασε ποτέ την γνώση και συνείδηση της ακριβούς ελληνικής καταγωγής τους. Εάν, δε, σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη και συνέχεια του ελληνικού έθνους στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μετέπειτα στην βυζαντινή συνέχειά του, αυτό είναι επίσης μέγα ιστορικό λάθος. Πρόκειται για λάθος ή συνειδητή διαστρέβλωση και παραχάραξη της Ιστορίας, η οποία εξυπηρετεί σκοτεινούς πολιτικούς σκοπούς σημερινών κρατών εις βάρος της Ελλάδας. Άλλωστε, όσο κι αν παρουσιάζεται ως «σύγχρονη, νεώτερη επιστημονική άποψη» δεν είναι καθόλου νέα, αλλά μάλλον παμπάλαια, αφού οι ρίζες τις βρίσκονται στον 16ο αιώνα και δυτικούς ιστορικούς της νεώτερης εποχής.

Έτσι στο παρελθόν δυτικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν την συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ελληνικό Βυζάντιο (ο Γερμανός Ιερώνυμος Βολφ εφηύρε τον 16ο αιώνα την ορολογία «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» για να την ξεχωρίσει από την αρχαία Ρώμη, ως διάδοχοι της οποίας ήθελαν να παρουσιάζονται οι Γερμανοί) και άλλοι την ίδια την ελληνικότητά του Βυζαντίου (ο Φαλμεράυερ πολύ επιπόλαια και αυθαίρετα διατύπωσε, στα μέσα του 19ου αιώνα, τον εντελώς αβάσιμο ισχυρισμό ότι οι αβαρικές και σλαβικές επιδρομές στην κυρίως Ελλάδα κατά τον 7ο αιώνα και 8ο αιώνα, εξαφάνισαν εντελώς κάθε ίχνος Ελλήνων στην γεωγραφική περιοχή, άρα κατέληγε στο εξωφρενικό συμπέρασμα ότι, ήδη από τον 8ο αιώνα και μετά δεν υπάρχει πλέον ελληνικό έθνος). Ενώ όμως η χοντροκομμένη και ερασιτεχνική προπαγάνδα του Φαλμεράυερ καταρρίφθηκε πολύ εύκολα από τους ίδιους τους ιστορικούς της εποχής του (εκτός από τους Έλληνες με κορυφαίο τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, αρκετοί Αυστριακοί και Γερμανοί, αλλά και σημαντικοί εκπρόσωποι της βρετανικής Σχολής όπως ο Edward Freeman και ο λαμπρός μαθητής του Arthur Evans, έσπευσαν αμέσως να καταρρίψουν τους αβάσιμους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ) οι σκοτεινές πολιτικές σκοπιμότητες που υποκινούσαν τις θεωρίες του Φαλμεράυερ, εξακολουθούν να υφίστανται ως σήμερα και έχουν βρει τη μεταμφίεσή τους σε «μετα-μοντέρνες» εθνομηδενιστικές παρερμηνείες και στρεβλώσεις της ελληνικής ιστορίας.

Σήμερα λοιπόν συμβαίνει το εξής παράδοξο: σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί και άλλοι μελετητές, ενώ έρχονται να διορθώσουν το λάθος του Ι. Βολφ και με σθένος διακηρύττουν ότι δεν ονομαζόταν ποτέ «βυζαντινή» αλλά παρέμεινε πάντα ρωμαϊκή η Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453, παρόλα αυτά έχουν αναβιώσει τα ψεύδη του Φαλμεράυερ, αφού αμφισβητούν ευθέως την ελληνικότητα, αυτού του ιστορικού γεγονότος και φαινομένου, που καλώς ή κακώς είναι γνωστό πλέον ακαδημαϊκά σε όλον τον κόσμο ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που καθιστούν δυσνόητη και αντιφατική, με βάση τις σημερινές πολιτικές έννοιες, την ονομασία «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» για το κράτος που είχε πλέον την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και η προσθήκη του επιθέτου «Ανατολική» στην αρχή, δεν διορθώνει αυτό το πρόβλημα κατανόησης της μακροβιότερης και συγκλονιστικότερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο διάβα των αιώνων από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα, η έννοια Ρωμαίος από εθνική-πολιτική μετεξελίχθηκε σε μόνο πολιτική και μετά αργά και σταδιακά ξανά σε πολιτική-εθνική. Η αδυναμία διάκρισης και πολλές φορές η παντελής άγνοια αυτών των ενδιάμεσων σταθμών, τους οποίους αναλύουμε αμέσως παρακάτω, προκαλεί προβλήματα στην κατανόηση από έναν σημερινό μελετητή. Η δεύτερη αιτία που κάνει πολλούς να «σκοντάφτουν» είναι ότι στο τελευταίο στάδιο μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος – όταν δηλαδή σταδιακά μετατράπηκε ξανά σε πολιτική-εθνική – αυτή τη φορά υποδήλωνε ένα άλλο έθνος από το αρχικό, δηλαδή όχι πλέον το αρχαίο λατινικό, αλλά το ελληνικό.

Ας δούμε λοιπόν αυτά τα στάδια μετεξέλιξης-μετάλλαξης της ονομασίας Ρωμαίος. Πρώτον και κύριον, το ίδιο το ρωμαϊκό κράτος, η αρχαία πόλη-κράτος της Ρώμης από τον 3ο αιώνα πΧ μέχρι και την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή μετεξελίσσεται συνεχώς. Αρχικά είναι μία ακόμη πόλη-κράτος της Ιταλίας – κατά το παράδειγμα των ελληνικών πόλεων-κρατών. Είναι δυνατή και συνεχώς επεκτείνεται, αλλά δεν παύει να είναι μία πόλη-κράτος. Στη φάση λοιπόν αυτή, η ιδιότητα του Ρωμαίου περιέχει εκτός από τον πολιτικό και σαφέστατο εθνικό προσδιορισμό. Δηλαδή εθνικό προσδιορισμό, όχι με την σύγχρονη εθνο-κρατική νομικίστικη έννοια, αλλά με τα δεδομένα της αρχαιότητας, δηλαδή την καταγωγή (το ομόαιμον), τη γλώσσα και τη θρησκεία. Έτσι, ο Ρωμαίος πολίτης, είναι απαραίτητα και Λατίνος. Δεν μπορεί να είναι Γαλάτης ή Έλληνας. Σαφώς η Ρώμη άρχισε πολύ νωρίς να ενσωματώνει και να αφομοιώνει τους γειτονικούς της Σαβίνους, Σαμνίτες, Ετρούσκους και άλλους. Σε αυτούς έδωσε κατώτερη ιδιότητα Ρωμαίου πολίτη, με όλα τα δικαιώματα εκτός από αυτό της ψήφου (civitas sine suffragio), και αυτοί όμως σταδιακά αφομοιώθηκαν στην βάση του πρώιμου λατινικού-ρωμαϊκού έθνους.

Αυτή, λοιπόν, η αρχαία ρωμαϊκή ταυτότητα, παθαίνει την πρώτη μετεξέλιξή της όταν η Ρώμη από πόλη-κράτος έγινε αυτό που σήμερα αποκαλείται «κοσμόπολη». Όταν δηλαδή έγινε αυτοκρατορία και άρχισε να παραχωρεί το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλο και περισσότερους υπηκόους εκτός των ορίων της πόλης και εκτός της ιταλικής χερσονήσου. Έτσι μπορεί κάποιος να είχε γεννηθεί και να ζούσε σε μια πόλη της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα να ήταν Ρωμαίος πολίτης. Με αυτόν τον τρόπο επεκτάθηκε η Ρώμη και μόνο έτσι μπορούσε κάποιος να αποκαλείται Ρωμαίος. Γιατί αν κάποιος είχε γεννηθεί, ας πούμε, στις Συρακούσες ή στη Μασσαλία αλλά δεν είχε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωμαίος. Θα αποκαλούταν Συρακούσιος ή Μασσαλιώτης. Ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας, πλήρωνε φόρους, αλλά δεν αποκαλούταν Ρωμαίος. Με το διάβα του χρόνου βέβαια και κυρίως χάρη στην κληρονομικότητα, όλο και περισσότεροι ήταν αυτοί που είχαν αποκτήσει τη ρωμαϊκή ιδιότητα.

Έτσι φθάνουμε στο 212 μΧ, οπότε ο αυτοκράτορας Καρακάλλα με έδικτό του, γνωστή επισήμως ως Constitutio Antoniniana, παραχώρησε σε όλους τους ελεύθερους άνδρες της αυτοκρατορίας την πλήρη ιδιότητα και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη, και σε όλες τις ελεύθερες γυναίκες τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που είχαν οι Ρωμαίες της εποχής εκείνης. Από τότε λοιπόν και μέχρι το 1453, όποιος ήταν υπήκοος της αυτοκρατορίας μπορούσε πλέον να αποκαλείται Ρωμαίος. Μετά και την έδικτο του Καρακάλλα, μπορεί να ειπωθεί ότι η Ρώμη είχε πλέον μετεξελιχθεί πλήρως σε μία «κοσμόπολη», αφού τα όρια της ξεπερνούσαν τα τείχη της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου και περιέκλειαν ολόκληρη την «οικουμένη» του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος ήταν κατά το μεγαλύτερο γεωγραφικό ποσοστό του, κτήση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Αμέσως, όμως, καθίσταται σαφές, ότι κατά το διάστημα αυτής της μετάλλαξης, η αρχαία πολεο-κρατική ρωμαϊκή ιδιότητα που δήλωνε ξεκάθαρα το λατινικό έθνος, δεν έχει πλέον κανέναν εθνικό προσδιορισμό. Δεν μπορεί πλέον να έχει παρά μόνο πολιτικό. Διότι, ένας Ισπανός, ένας Γαλάτης, ένας Έλληνας, ένας Σύριος, ένας Αιγύπτιος κ.ο.κ., παρότι με την έδικτο του Καρακάλλα εν μιά νυκτί ονομάστηκε Ρωμαίος, δεν έχασε ποτέ την εθνική του ταυτότητα, δεν άλλαξε ξαφνικά και ως δια μαγείας η εθνική του καταγωγή, η γλώσσα του, η παράδοσή του και όλη η εν γένει εθνική καταβολή του. Το ίδιο ίσχυσε και για τους απογόνους αυτών. Από το 212 μΧ και μετά η ονομασία «Ρωμαίος» προσδιόριζε απλώς την πολιτική ταυτότητα, την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-κοσμόπολης-οικουμένης.


Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στο αρχαίο Βυζάντιο, μετονόμασε την πόλη σε Νέα Ρώμη, σημειολογικά και, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά για να επιδείξει στον κόσμο ότι η νέα πρωτεύουσα είναι αδιάρρηκτη συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους. Την αδιάρρηκτη αυτή συνέχεια κράτησαν και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου έως και το 1453, και αυτήν την συνέχεια τόνιζαν συνεχώς και για τον ρωμαϊκό τίτλο και την πρωτοκαθεδρία που αυτός συνεπάγετο, στον τότε γνωστό κόσμο, ήρθαν σε διπλωματική ρήξη πολύ νωρίς με την Εκκλησία της Ρώμης αρχικά και τους Γερμανούς, αργότερα.

Στην ιστορική επιστήμη αποτελεί καθολικά αποδεκτό κανόνα το αξίωμα ότι η αλλαγή στην Ιστορία επέρχεται μέσω του πολέμου. Ο πόλεμος είναι το ιστορικό εκείνο γεγονός και φαινόμενο, το οποίο γκρεμίζει κάτι το παλιό και κτίζει κάτι το καινούριο, είναι ταυτόχρονα «ληξιαρχική πράξη» θανάτου και γέννησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι αρχαίες αυτοκρατορίες των Βαβυλωνίων, Ασσυρίων και Αιγυπτίων καταλύθηκαν από την Περσική, η Περσική από την ελληνική του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνικά βασίλεια από τη Ρώμη.

Έτσι πολλοί σήμερα παραβλέπουν και υποβιβάζουν το γεγονός της μετάλλαξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ελληνική το 330 μΧ, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι, εξωτερικά και τυπικά, στην αυτοκρατορία δεν άλλαξε κάτι παραπάνω από την πρωτεύουσά της και τη θρησκεία της. Έτσι όμως παραγνωρίζεται η ουσία ενός ιστορικού γεγονότος. Γιατί, αυτό που σήμερα αγνοούν ή αποσιωπούν πολλοί μελετητές της Ιστορίας, είναι ότι η πράξη του Κωνσταντίνου δεν άλλαξε μόνο το γεωγραφικό κέντρο μιας αυτοκρατορίας που, κατά τα άλλα, εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκή. Άλλωστε οτιδήποτε σχετίζεται με την άνοδο και εδραίωση του ίδιου του Κωνσταντίνου στην εξουσία κάθε άλλο παρά ειρηνικό ήταν. Η περίοδος από τον Διοκλητιανό έως τον Κωνσταντίνο υπήρξε μια συνεχών και σκληρών εμφυλίων πολέμων. Ορίστε λοιπόν, που ούτε αυτή η κομβικής ιστορικής σημασίας αλλαγή έγινε ειρηνικά, άρα και το γνωστό ρητό του Ηρακλείτου «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί» εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται. Με την μεταφορά, λοιπόν, του κέντρου της αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μια αρχαία ελληνική πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, άλλαξε ριζικά και οριστικά η ίδια η φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας.

Έτσι ενώ το κράτος εξακολούθησε να είναι ρωμαϊκό, με επίσημη γλώσσα του κράτους τα λατινικά και έλκοντας απευθείας την πολιτική καταγωγή του από τους αρχαίους Ρωμαίους, το κέντρο της αυτοκρατορίας είχε πλέον καταστεί ελληνικό. Άλλωστε η ίδια η Ρώμη δεν υπήρξε ποτέ ένα έθνος-κράτος με την σημερινή έννοια. Ακόμα και το να αποκαλείται η Ρώμη «πολυεθνικό κράτος» είναι λάθος και αποδίδει μία άκρως στρεβλή εντύπωση και ερμηνεία της ιστορίας, γιατί ορίζεται ως ένα «πολυεθνικό κράτος» με βάση τα σύγχρονα κριτήρια του βεστφαλιανού κυρίαρχου κράτους της νεότερης εποχής. Η Ρώμη όμως δεν υπήρξε ποτέ ένα βεστφαλιανού τύπου κυρίαρχο κράτος. Ήταν πάντα μία πόλη-κράτος και εξακολούθησε να είναι πόλη-κράτος ακόμα όταν έγινε αυτοκρατορία: η διαφορά ήταν ότι πλέον είχε γίνει κοσμόπολη, δηλαδή δεν επεκτάθηκαν ποτέ τα κυριαρχικά όρια της Ρώμης εκτός των τειχών της πόλης, αλλά η ίδια ως πόλη είχε αποκτήσει αυτοκρατορική εξουσία πάνω σε όλες τις άλλες πόλεις-κράτη της Μεσογείου.

Όταν λοιπόν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Ανατολή, μεταδόθηκε και η αυτοκρατορική ιδιότητα της κοσμόπολης σε μία άλλη πόλη-κράτος: το Βυζάντιο που πλέον μετονομάστηκε σε Νέα Ρώμη και Κωνσταντινούπολη. Και αυτή η πόλη ήταν ανέκαθεν και αναφανδόν ελληνική. Γιατί στην Ανατολή, δεν κυριαρχούσε μόνο «ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα» εξωτερικά, επιδερμικά και ουδέτερα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σήμερα. Η Ανατολή, στην συγκεκριμένη εκείνη ιστορική εποχή, κατοικείτο κατά πλειοψηφία από ελληνικούς πληθυσμούς. Εκτός, από την κυρίως Ελλάδα, την Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, όπου είναι αυτονόητο ότι κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Έλληνες, επίσης στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί απευθείας απόγονοι των αποίκων της αλεξανδρινής εποχής, ενώ οι υπόλοιποι ιθαγενείς λαοί ήταν περισσότερο ή λιγότεροι εξελληνισμένοι. Άρα μιλάμε για μια Ανατολή η οποία τον 4ο αιώνα μΧ δεν ήταν μόνο εξωτερικά – επιδερμικά και «κατ’ όνομα» ελληνική – αλλά ήταν βαθιά στη φύση της ελληνική.

Πέραν, όμως, της πολιτικής χροιάς που απέκτησε πλέον το όνομα Ρωμαίος, κατά τον 4ο αιώνα, και το γεγονός ότι δεν επηρέαζε ούτε αλλοίωνε την οποιαδήποτε συνείδηση εθνικής καταγωγής των διαφορετικών εθνικοτήτων «Ρωμαίων», υπήρχε κι ένα άλλο δεδομένο που αφορούσε την αναφανδόν ελληνική ταυτότητα της Ανατολής και την ανέκαθεν διαφορετική ταυτότητά της από τη Δύση. Στην επίσημη ιστοριογραφία θεωρείται ως σταθμός η απόφαση του Διοκλητιανού να καθιερώσει την αρχή της τετραρχίας. Από πολλούς μελετητές αυτό εκλαμβάνεται ως η απαρχή και η καταδίκη του διαχωρισμού δυτικής και ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που έμελλε να επέλθει οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Γιατί, στ’ αλήθεια, η Δύση και η Ανατολή ήταν ήδη δύο διαφορετικοί κόσμοι πολύ πριν την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή η Ρώμη κατέκτησε και απλώς διοικούσε έναν κόσμο ελληνικό. Μια ελληνική οικουμένη που είχε καθιερωθεί ως τέτοια ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, των ελληνιστικών χρόνων. Στην Ανατολή, η Ρώμη δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι, δεν μπορούσε να «εκρωμαΐσει» τίποτα. Αντιθέτως, ήταν η ίδια η Ρώμη που τελικά κατακτήθηκε από τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό, όπως έχει ομολογήσει και ο ποιητής Οράτιος. Ήταν η Ρώμη η οποία χρειάστηκε να εξελληνιστεί, εν μέρει, για να μπορέσει να διατελέσει επιτυχώς τον ηγετικό της αυτοκρατορικό ρόλο, σε έναν κόσμο όπου ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο ανώτερος και φύση κυριαρχούσε. Στη Δύση, όμως, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Εκεί η Ρώμη έπρεπε να εκπολιτίσει βαρβάρους. Αυτός ο εκπολιτισμός της βάρβαρης Δύσης δεν επιτεύχθηκε ποτέ σε απόλυτο βαθμό στους λίγους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Έτσι η Δύση έμεινε πάντα κατώτερη πολιτισμικά ενώ η Ανατολή ξεχώριζε ως ένας άλλος, ανώτερος κόσμος, ήδη από τον 1ο αιώνα.

Με πιο απλά λόγια, ενώ η Δύση ήταν εξ αρχής αποκλειστικά ρωμαϊκή υπόθεση, η Ανατολή ήταν πάλι εξ αρχής, αποκλειστικά ελληνική, απλώς υπό ρωμαϊκή διοίκηση και ρωμαϊκούς νόμους. Έτσι όταν οι δύο αυτοί διαφορετικοί πόλοι του ρωμαϊκού κόσμου χωρίστηκαν οριστικά στα τέλη του 4ου αιώνα, δεν γεννήθηκε κάτι από το μηδέν, δεν προέκυψε κάποια νέα σημαντική διαφορά που δεν προϋπήρχε μεταξύ των δύο αυτών κόσμων. Η Ανατολή συνέχισε να είναι ο ίδιος ελληνικός κόσμος που ήδη για αιώνες ήταν, ενώ η ελλιπώς εκπολιτισμένη Δύση υπέκυψε στις βαρβαρικές εισβολές και εισήλθε σε μία παρατεταμένη «σκοτεινή εποχή», όπως σωστά έχει αποκληθεί, από την οποία δεν θα εξερχόταν παρά αρκετούς αιώνες αργότερα. Έτσι είναι η Δύση εκείνη μόνο που έπεσε στον «σκοτεινό Μεσαίωνα» και όχι η ελληνική Ανατολή.

Ερχόμαστε λοιπόν στην χρονολογία-σταθμό του 476 μΧ. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης, ο δεκαπενταετής Ρωμύλος Αυγουστύλος ανατράπηκε από τον γοτθικής καταγωγής Οδόακρο. Η ιταλική χερσόνησος είχε εν τω μεταξύ ήδη κατακτηθεί από τους Γότθους και η υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, η Γαλλία και η Ισπανία είχε επίσης υποκύψει σε Φράγκους, Γότθους και Βουργουνδούς, επομένως τα εδάφη της επίσημης και κατ’ όνομα «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», περιορίζονταν και ταυτίζονταν πλέον με την Ανατολική Μεσόγειο και τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. Το 476 συμβαίνει, επομένως, το εξής κομβικό ιστορικό αποτέλεσμα. Είναι τότε ακριβώς όπου η ονομασία «Ρωμαίος» αρχίζει σταδιακά και εκ των πραγμάτων να σημαίνει περισσότερο τον Έλληνα και την ελληνική εθνική ταυτότητα και καταγωγή και λιγότερο τον κάτοχο της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη. Άλλωστε αν και η έδικτος του Καρακάλλα τυπικά εξακολουθούσε να υφίσταται, εφόσον ποτέ δεν εκδόθηκε νέο ακυρωτικό για αυτήν διάταγμα, η ιστορική πραγματικότητα έδειξε ότι νεοεισελθέντες λαοί που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εντός της ρωμαϊκής επικράτειας, με κυριότερα παραδείγματα τους Γότθους και τους Σλάβους, δεν έγιναν ούτε αποκλήθηκαν ποτέ ως Ρωμαίοι.

Και το συμπέρασμα σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα προκύπτει κρίνοντας από τον κανόνα. Κανόνας είναι η κατάσταση στην οποία ιστορικά βρίσκεται ένα έθνος και όχι τις μεμονωμένες εξαιρέσεις προσώπων ξένης εθνικότητας που έτυχε να εκρωμαϊστούν, να αφομοιωθούν και να ανέλθουν στην ρωμαϊκή κοινωνία, όπως π.χ. ο Στιλίχονας και κάποιοι Αρμένιοι, Χάζαροι και Σλάβοι στην Κωνσταντινούπολη. Το ίδιο ισχύει και για τους Σκλαβήνους της Πελοποννήσου, οι οποίοι αφενός δεν απέκτησαν ποτέ την ιδιότητα του «Ρωμιού» παρά μόνο όταν εξελληνίστηκαν, κάτι που αφετέρου συνέβη αρκετά αργά και όταν πλέον, λόγω της γεωγραφικής τους απομόνωσης, είχαν χάσει κάθε φυσική επαφή με τους άλλους Σλάβους της βόρειας Βαλκανικής. Αυτές είναι εξαιρέσεις που δεν ακυρώνουν τον κανόνα, αλλά μάλλον τον επιβεβαιώνουν. Ο κανόνας λοιπόν της ιστορικής πραγματικότητας δείχνει ότι οι Γότθοι και οι Σλάβοι ακόμα και όταν εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε έδαφος της ρωμαϊκής επικράτειας, ποτέ δεν εκρωμαΐστηκαν ή αφομοιώθηκαν πλήρως στο ρωμαϊκό και αργότερα βυζαντινό κράτος, αλλά παρέμειναν πάντα ως τέτοιοι, δηλαδή Γότθοι και Σλάβοι.

Έτσι όταν πλέον όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, όλοι όσοι αποκαλούνταν Ρωμαίοι, ήταν πλέον είτε Έλληνες, είτε εξελληνισμένα φύλα της Μικράς Ασίας, ενώ ελάχιστοι μη-ελληνικοί πληθυσμοί (κάποιες μειονότητες στα δυτικά και βόρεια Βαλκάνια και οι Αρμένιοι στην Ανατολή) απέμεναν πλέον στα όρια της αυτοκρατορίας, ποιος άλλος μπορούσε να είναι Ρωμαίος αν όχι ο Έλληνας; Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, τόσο από το πώς αυτοαποκαλούνταν οι Ρωμιοί-Έλληνες, αλλά και από το πώς τους προσδιόριζαν οι ξένοι, δηλαδή οι Δυτικοί, οι Άραβες, οι Τούρκοι και οι λοιποί. Έτσι, εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, σταδιακά και ολοένα περισσότερο, οι μη-Έλληνες άρχισαν να διαφοροποιούνται από τους «γνήσιους Ρωμαίους» Έλληνες. Αλλά το πώς ακριβώς συνέβη αυτό θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου