Πέμπτη

Ο Bobby από το Τέξας Μετανάστευσε Στην Ελλάδα για να Παίζει Μπουζούκι

Τον βλέπω να βγαίνει από το σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι, ντυμένος όπως κάθε μέρα με υφασμάτινο παντελόνι, τιράντες, γραβάτα, γιλέκο, σακάκι και τραγιάσκα. Είναι φορτωμένος στον ώμο με το σκαμνάκι και κρατά στο χέρι τη θήκη με το μπουζούκι του, το ύψος της οποίας είναι μετά βίας μικρότερο από το δικό του.
Τον λένε Bobby, είναι από το Austin-Texas και δεν ακούει καμία από τις ψυχεδελικές ροκ μπάντες της πόλης του. Αντίθετα ακούει μόνο Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Ζαγοραίο, Σπύρο Περιστέρη ή Ρίτα Εσκενάζυ και ζει παίζοντας τα κομμάτια τους στους δρόμους της Αθήνας. Αυτό ήταν το όνειρό του εξάλλου.



Τον γνώρισα πριν από περίπου 3 χρόνια, όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα, την περίοδο δηλαδή που οι περισσότεροι συνομήλικοί του είχαμε αρχίσει με πανικό να ψαχνόμαστε να φύγουμε στο εξωτερικό και ένα Austin δεν θα μας χάλαγε καθόλου («μα γιατί δεν είχαμε την τύχη να γεννηθούμε κι εμείς εκεί», κτλ).
Εκείνος ήταν τότε 28 χρονών, ενθουσιασμένος που ήρθε να ζήσει στην πατρίδα του «Μάρκου» και μόνη του έγνοια ήταν να τρυπώσει σε όλα τα ρεμπέτικα στέκια της Αθήνας, για να ακούσει τη μουσική του και να ψάξει για δουλειά. Προσφέρθηκα να τον πάω σε ένα από αυτά στα Εξάρχεια. Πήρε μαζί και το μπουζούκι του (όπως πάντα) και αργότερα δεν δίστασε να παίξει και δυο πενιές, πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Αμέσως μετά, ως american dream από την ανάποδη, είδαμε με έκπληξη τον ιδιοκτήτη να τον πλησιάζει και να του προτείνει δουλειά, δηλαδή να παίζει στο μαγαζί μια φορά την εβδομάδα. Όντως από την επόμενη εβδομάδα ο Bobby άρχισε να δουλεύει εκεί. Αλλά βέβαια δεν πληρώθηκε ποτέ.



Προχωράμε από το Μοναστηράκι και φτάνουμε στην Ερμού, σε μια καβάντζα στο μέσο περίπου της οδού, όπου στήνει το σκαμνάκι του μπροστά από έναν τοίχο γεμάτο αφίσες . Σε μια από αυτές ο Μαργαρίτης παίζει μπουζούκι χαμογελαστός, ενώ πιο δίπλα είναι γραμμένο με σπρέι «Λευτεριά στους συλληφθέντες της εξέγερσης». Κάθεται, παίρνει το μπουζούκι του, βάζει ένα πλαστικό τριαντάφυλλο μπροστά από την θήκη του που αφήνει ανοιγμένη για τα κέρματα των περαστικών και αρχίζει να παίζει το «Όταν πίνω τουμπεκάκι». Οι διαβάτες τον κοιτούν με περιέργεια, ή δεν τον κοιτούν καθόλου. Λίγοι αφήνουν το κατιτί τους. «Στην αρχή έβγαζα έως και 30 ευρώ την ώρα, τώρα ούτε 10», θα μου πει αργότερα. «Σ’ωραίος!» φωνάζει ένας χαμογελαστός κύριος και του αφήνει 3 ευρώ. «Oh, that’s good» μου λέει πριν συνεχίσει με το «Η Κρίση» του Κώστα Ρούκουνα. Ενώ ο Bobby τραγουδάει «οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση/που κάνανε τον άνθρωπο να μην μπορεί να ζήσει», μια κυρία δίπλα μου πιάνει κουβέντα και παραπονιέται για τη σύνταξή της που έχει πέσει από τα 2.500 ευρώ στα 1.000.

Την ίδια ώρα εγώ αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο μικροσκοπικό πλάσμα, να τραγουδάει με τόσο αυθεντική ρεμπέτικη φωνή και άπταιστα ελληνικά αυτή τη μουσική και πώς είναι τόσο τρελά ερωτευμένος μαζί της που άφησε τα πάντα για να έρθει στην Ελλάδα, μέσα στην κρίση. Και είναι πώς τόσο αποφασισμένος να παραμείνει εδώ αμετακίνητος και με την τραγιάσκα στη θέση της.



«Η μητέρα μου έχει ελληνικές ρίζες... Γι’ αυτό είχα έρθει για πρώτη φορά εδώ. Αγόρασα το μπουζούκι στο πρώτο μου ταξίδι γιατί ήθελα να πάρω κάτι αυθεντικό από την πατρίδα», μου εξηγεί. Τότε άρχισε σιγά σιγά να μαθαίνει να παίζει. Ήταν 16 χρονών.
«Την δεύτερη φορά που ήρθα Ελλάδα έμεινα παραπάνω, και άρχισα να κάνω παρέα με τζάνκια στη Φωκίωνος Νέγρη». Αυτοί του μίλησαν πρώτη φορά για τους μεγάλους ρεμπέτες, του είπαν για τον Βαμβακάρη και άρχισε να ψάχνει cd του σε αθηναϊκά δισκάδικα. «Τότε, με έβλεπαν Αμερικανό και προσπαθούσαν να μου πουλήσουν κάτι συλλογές για τουρίστες και εγώ φώναζα να μου δώσουν τις αυθεντικές εκτελέσεις: I want Markos, I want him!»
«Όταν άκουσα Μάρκο για πρώτη φορά, ήταν σαν να ακούω μουσική από άλλο πλανήτη... Με συνεπήρε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να σταματήσω να ακούω...
Γύρισα στην Αμερική και συνέχισα να ψάχνω για αυτή τη μουσική... Έπαθα εμμονή. Τότε έκανα ναρκωτικά και έπινα ακούγοντας την. Τα ρεμπέτικα ήταν ακριβώς ό,τι ήθελα από τη μουσική. Είναι μια σκοτεινή και sexy μουσική, απλή αλλά και πολυεπίπεδη, αυθόρμητη και γεμάτη ενέργεια, μεταφυσική, χορευτική και επικίνδυνη μαζί».



Τότε κατάλαβε ότι βρήκε το δρόμο του, λέει, και μετά από μερικά χρόνια αποφάσισε να έρθει τελικά μόνιμα στην Αθήνα. Τον ρωτάω τι έγινε με εκείνο το μαγαζί στα Εξάρχεια και μου λέει για όσα έχει αντιμετωπίσει όλα αυτά τα χρόνια σε ρεμπετάδικα όχι μόνο εδώ, αλλά και στη Μάνη, τη Μυτιλήνη, ακόμη και τη Κωνσταντινούπολη, όπου έχει πάει να παίξει. «Οι εργοδότες συχνά δεν τηρούν συμφωνία κ σου δίνουν λιγότερα στο τέλος. Αρκετές φορές σε απολύουν για ηλίθιους λόγους». Έτσι, τώρα το μόνο του εισόδημα είναι ό,τι βγάζει στο δρόμο.
Πριν από καιρό επιδίωξε μάλιστα να πάρει την υπηκοότητα για να μπορεί να πιάσει δουλειά πιο εύκολα. Έτσι, άρχισε να ψάχνει Ελληνίδα νύφη για παντρειά. «Με μία είχαμε σχεδόν συμφωνήσει... Αλλά ποτέ δεν είσαι απόλυτα σίγουρος για να προχωρήσεις».
«Ο κόσμος νομίζει καμιά φορά ότι είμαι τρελός... Τις περισσότερες φορές όταν με ρωτούν και τους λέω τι κάνω, έχουν όλοι την ίδια αντίδραση... Δεν πιστεύουν ότι ήρθα από την Αμερική εδώ για να παίξω μπουζούκι», μου λέει.
Τον ρωτάω για το ντύσιμό του, που σε κάποιον θα φαινόταν ακόμη και αστείο. «Θέλω να αναστήσω τους νεκρούς», αστειεύεται. Μαθαίνω ότι παλιότερα είχε περάσει τη φάση «skater look», με φαρδιά παντελόνια, και στη συνέχεια την «punk», με δερμάτινα μπουφάν και μαύρα skinny τζιν. «Τώρα, όταν κοιτιέμαι στον καθρέφτη νιώθω καταπληκτικός. Έχω χρέος να ντύνομαι έτσι γιατί είμαι μουσικός».
Καθώς συζητάμε, περνάει από μπροστά μας ένας χίπστερ, με σακάκι και παντελόνι σχεδόν ίδιο με του Bobby. «Τον είδες; Αυτός είναι απλώς ντυμένος ωραία, αλλά εμένα όλοι με θεωρούν weirdo για κάποιο λόγο... Δεν πειράζει όμως, πάντα υπήρξα ο weirdo εγώ», λέει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: