Σελίδες

Παρασκευή

Το Πρινγκιπατο των Βλαχων της Λαρισας και τα Αρχιδια Αγοραστος και Διαμαντος που ζητουν την ψηφο σας !!!!!Ποιοι Βλαχοι της Λαρισας αλλαξαν τα ονοματα τους για να κρυψουν την προδοτικη Ιστορια των Προγονων τους!!!!!

 Λοιπον εχουμε νεα απο τη Λαρισα!!!!Γινεται χαμος στα ψηφοδελτια του Αγοραστου και του Διαμαντου!!!Βλαχικο τσουναμι λεμε!!!Αμα δεν εισαι βλαχος με σαμαρινεικη καταγωγη δεν μπαινεις στο ψηφοδελτιο τους.Ουτε πριμοδοτεισαι.Οι Σαρακατσαναιοι που καποτε εκαναν τα κουμαντα στη Λαρισα εχουν εξαφανιστει!!!


 Οσοι Σαρακατσαναιοι ξεγελαστηκαν και μπηκαν στα ψηφοδελτια τους μπηκαν για να ειναι μονο γλαστρες.

Για παραδειγμα ο φιλος Στελιος Σουρλας ο νεαρος Δικηγορος και εγγονος του Καπεταν Γρηγορη.
Τον παρακαλουσε ο Αγοραστος μηνες τωρα να μπει στο ψηφοδελτιο και απο πισω αρχισαν τα συντροφικα μαχαιρωματα ηδη.
Μαλιστα για να τον θαψουν πολιτικα κυκλοφορουν και μια παλιοτερη φωτογραφια του νεαρου δικηγορου με τον Στελιο τον Πατακο!!!
 Αποτελεσμα του μισους του προς την Δεξια και τον Πατριωτικο χωρο ηταν η παραιτηση βομβα του Δικηγορου Στελιου Σουρλα. 
Συγκριμενα Την παραίτησή του από το ψηφοδέλτιο του Κώστα Αγοραστού ανακοίνωσε ο γνωστος δικηγόρος Στέλιος Σούρλας ο οποίος μάλιστα ειναι σκληρός στον λόγο του και αναφέρει ότι δεν
 θα επιτρέψει σε κανέναν Αγοραστό να τον λογοκρίνει. Μάλιστα όλα αυτά έγιναν λίγο πριν την ανακοίνωση του συνδυασμού από τον κ. Αγοραστό. Αναλυτικά η ανακοίνωση της παραίτησής του εχει ως εξης : 

"Ανακοινώνω την παραίτηση μου από το ψηφοδέλτιο του Κώστα Αγοραστού και το συνδυασμό ΄΄Συμμαχία υπέρ των πολιτών΄.
Η απόφαση μου αυτή αποτελεί προϊόν πολιτικής και συνειδησιακής ηθικής και συνέπειας. Έχω μάθει να είμαι σταθερός στις αρχές και τις αξίες τις οποίες πρεσβεύω και υπηρετώ ήτοι της Πατρίδος και της Ορθοδοξίας. Ο πατριωτικός, θρησκευτικός και αντιμνημονιακός μου λόγος ούτε δέχεται έγκριση προτού λεχθεί αλλά ούτε και φιμώνεται.
Η λογοκρισία, η υποκριτική αντιμνημονιακή στάση και η εκμετάλλευση του κόσμου της Εκκλησίας με παράλληλη ροταριανή στήριξη είναι στοιχεία τα οποία όχι μόνο δεν με εκφράζουνε αλλά με βρίσκουνε φανατικό πολέμιο τους. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν Αγοραστό να λογοκρίνει και να ελέγξει την οποιαδήποτε ανακοίνωση και έκφραση μου, δε θα υποκύψω σε κανέναν Πολιτικό εκβιασμό με τεχνητά φαντάσματα του παρελθόντος και πολλώ δε μάλλον δε θα δεχτώ παρέμβαση για μετριασμό του Πατριωτικού και Θεολογικού μου λόγου. Δεν έχω μάθει να προσκυνάω και ούτε πρόκειται να το κάνω τώρα αλλά παραμένω συνεπής στα όσα μέχρι στιγμής έχω δηλώσει. Αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη από τον κόσμο που μέχρι σήμερα με στήριξε δηλώνοντας συνάμα πολιτικά ενεργός στην Πολιτική ζωή του τόπου".
Α


Ενας παλιος- συνταξιουχος πια πολιτικος -μου ελεγε προσφατα οτι η νεωτερη γενια των Λαρισαιων Βλαχων δεν εχει ξεχασει το Πρινγκηπατο και οτι οραματιζεται καποια στιγμη στα πλαισια της Ευρωπαικης Ενωσης να δει στη Θεσσαλια το πρωτο Βλαχικο Κρατος-Περιφερεια !!!!



ΤΟ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΛΕΓΕΩΝΑ
Η ακεραιότητα του ελληνικού κράτους απειλή­θηκε αλλεπάλληλες φορές και από διάφορες πλευρές κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκο­σμίου πολέμου. Αν τελικά, ύστερα από τόσες και τόσες εναλλαγές, δεν σημειώθηκε συρρίκνωση στα όρια της επικράτειας μας, αυτό οφείλεται μάλλον στην τύχη παρά στις ικανότητες της τότε ηγεσίας. Η Ελλάδα είχε μια περιπετειώδη παρουσία στα χρονικά του μεγαλύτερου και συγκλονιστικότε­ρου πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αφού είχε κατορθώσει για σχεδόν 14 μήνες να έχει αποφύ­γει την εμπλοκή της, στις 28 Οκτωβρίου 1940 υ­ποχρεώθηκε από την ιταλική επιθετικότητα να συμμετάσχει στον πόλεμο. Πλην της Ιταλίας, και άλλες χώρες είχαν σε εξέλιξη επιτελικά σχέδια σε βάρος της Ελλάδος, διεκδικώντας τον διαμελι­σμό της. Ακόμη και η φίλη και σύμμαχος Γιουγκο­σλαβία αποκαλύφθηκε ότι έτρεφε παρόμοιες προθέσεις, όπως και άλλες γειτονικές χώρες.
0Μία εξ αυτών, η Ρουμανία, βρέθηκε με την έ­ναρξη της Κατοχής να κατευθύνει τη δημιουργία ενός αυτόνομου κρατιδίου στην καρδιά της ηπει­ρωτικής Ελλάδος, με έδρα τη ...Λάρισα. Το ανι­στόρητο και φιλόδοξο ρουμανικό σχέδιο στηριζό­ταν στην υπόθαλψη του αποσχιστικού κουτσοβλαχικού ζητήματος, που είχε αναφανεί τεχνητά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μερικά μόλις χρό­νια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε εκ­φρασθεί από ρουμανικής πλευράς η προβολή ύ­παρξης ιδιαίτερης εθνικής μειονότητας στην Ελ­λάδα, που εμφανιζόταν ότι πήγαζε από τη Ρουμα­νία. Υπεύθυνος για την παθητική αποδοχή παρο­μοίων αξιώσεων ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επέτρεψε τη λειτουργία ρουμανικών σχο­λείων σε ορισμένες περιοχές όπου υπήρχε το βλαχικό στοιχείο.
Ελάχιστα χρόνια αργότερα, το 1916, η Ρουμα­νία σε συνεργασία με την Ιταλία επωφελήθηκαν από την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στη Μακεδονία και την Ήπειρο, που είχαν επιβάλει οι Αγγλογάλλοι, αλλά και από την ύπαρξη των δύο παραλλή­λων κρατικών οντοτήτων στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού. Η Κοζάνη και τα Γρεβενά, όπου ζούσαν οι περισσότεροι από τους Κουτσοβλάχους, περιλαμβάνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη» της Μακεδονίας, που την είχε ο­ρίσει ο γαλλικός στρατός και στην οποία δεν απο­δεχόταν την εξουσία ούτε του κράτους των Αθη­νών ούτε του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αναζωπύρωσε τις κακόβουλες διαθέσεις των ρουμανιζόντων, οι οποίοι με την ανοχή των Γάλλων και ορισμένων από τους εκπροσώπους της κυβερνήσεως Βενιζέλου (όπως ο γραφικός Ηλιάκης της Κοζάνης) ή άλλων βενιζελικών «α­νταρτών» επεχείρησαν να δημιουργήσουν μια ε­θνικά επικίνδυνη κατάσταση. Απέλασαν ή φυλάκισαν τη φυσική τοπική ηγεσία (μητροπολίτες, δη­μάρχους, προκρίτους κλπ.). Σε μια επόμενη φά­ση, οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι, εμφανιζόμε­νοι ως βενιζελικοί αμυνίτες (ανάμεσά τους και ο Α. Διαμάντης) θα αποπειραθούν να δημιουργή­σουν εντονότερες καταστάσεις, φθάνοντας στο ακραίο σημείο να στηρίξουν προς στιγμήν τη δη­μιουργία του περίφημου «πριγκιπάτου» της Πίν­δου.
2.PNG
Στην υπόθεση αυτή είχε πρωταγωνιστήσει ο υ­ποκινούμενος από τους Ρουμάνους ιταλόφιλος Αλκιβιάδης Διαμάντης, ένας απίθανος τυχοδιώ­κτης που ήθελε να αυτοχρισθεί σε ...πρίγκιπα και ηγεμόνα του φανταστικού κρατιδίου, του οποίου τα ακριβή σύνορα ήταν νεφελώδη, όπως νεφελώ­δης ήταν και η όλη έμπνευση.
Γεγονός είναι ότι ως ιδέα και ως απόπειρα επι­βολής το «πριγκιπάτο» είναι πλήρως συνυφασμέ­νο με τη δραστηριότητα αυτού του προσώπου, τόσο κατά τη διάρκεια του πρώτου, όσο και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όμως η ύπαρξη ενός τέτοιου κρατιδίου θα μπο­ρούσε να είναι ευπρόσδεκτη από όλους τους βό­ρειους γείτονές μας με τις πολλαπλές εδαφικές διεκδικήσεις κατά της χώρας μας, οι οποίοι, ό­πως και άλλοι ενδιαφερόμενοι, με ικανοποίηση θα έβλεπαν την «ελάσσονα» Ελλάδα να συρρι­κνώνεται στα γεωγραφικά όρια του 1880 και ίσως ακόμη πιο περιορισμένα.
Τα εφιαλτικά αυτά σενάρια εξέλιπαν λίγο μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά στο μυαλό του Διαμάντη και κάποιων ομοϊδεατών του (και όχι βεβαίως του συνόλου των Ελλήνων Κουτσοβλάχων) το δηλητήριο δεν έπαψε να κυ­κλοφορεί. Η Συνθήκη της Λωζάννης είχε μεν προσδιορίσει επακριβώς τα ελληνικά σύνορα, αλ­λά η Ρουμανία δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα ε­νός νοτιοβαλκανικού προτεκτοράτου της στο κέ­ντρο της ηπειρωτικής Ελλάδος. Έτσι, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, συνέχισε να καλλιερ­γεί αυτό το σχέδιο, διαθέτοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και προωθώντας την πολιτιστική επιρροή της μεταξύ των Κουτσοβλάχων που ζουν στην Ελλάδα μέσω των ρουμανικών σχολείων, που της είχε παραχωρήσει ο Ελ. Βενιζέλος από το 1913, υποτροφιών για σπουδές στη Ρουμανία και χρηματικών ενισχύσεων γενικότερα.
Και πάλι στην περίπτωση αυτή, κεντρικό πρό­σωπο είναι ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο οποίος ε­πανεμφανίζεται μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Πάγκαλου. Αυτή τη φορά έρχεται ως ευυπόληπτος μεγαλοεπιχειρηματίας με το χρίσμα του αποκλειστικού αντιπροσώπου των ρουμανικών πετρελαίων και της ρουμανικής ξυ­λείας, το προνόμιο των οποίων του είχε εκχωρη­θεί για να χρηματοδοτείται νομοτύπως. Ουσιαστι­κά όμως, όπως είναι ευνόητο, οι Έλληνες κατανα­λωτές ρουμανικών πετρελαίων και ρουμανικής ξυλείας προσέφεραν τον οβολό τους στην καλ­λιέργεια της ανθελληνικής προπαγάνδας που στόχευε στους Κουτσόβλαχους.
Ο εκλεκτός των Ρουμάνων Διαμάντης συγκέ­ντρωνε στο πρόσωπο του και την ιταλική στήριξη, που του την παρείχε αφειδώς η φασιστική Ιταλία. Η έδρα της επιχείρησης του στην καρδιά της Α­θήνας, στο Κολωνάκι, ήταν το κέντρο όχι μόνο για διεισδυτική επιρροή στο κουτσοβλαχικό στοι­χείο, αλλά και για κατασκοπευτική δράση υπέρ των Ιταλών. Η έλευση της δικτατορίας Μεταξά περιόρισε το φαινόμενο, αλλά δεν το εξάλειψε. Α­πό τον Απρίλιο 1938, οπότε άρχισε ο επιτελικός σχεδιασμός της ιταλικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος, ο Διαμάντης και κάποιοι άνθρωποι του χρησιμοποιήθηκαν από τους Ιταλούς για την προετοιμασία της  όπως ακριβώς συνέβη και με τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους δεν ή­ταν φυσικά ανυποψίαστοι, αν και είχαν ελάχιστα περιθώρια για ανοιχτές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτε­ρα αφ' ης στιγμής εκδηλώθηκε ο δεύτερος πα­γκόσμιος πόλεμος. Η Ελλάδα όφειλε να αποφεύ­γει την παροχή αφορμών και να διαφυλάσσει την ουδετερότητα της. Μόνο μετά την έκρηξη της ι­ταλικής επιθέσεως ήταν σε θέση να σπεύσει για αυστηρά μέτρα, αυτονόητα άλλωστε από εθνικής πλευράς. Οι στενοί συνεργάτες του (εξαφανισμέ­νου πλέον από τις παραμονές του πολέμου) Αλκιβ. Διαμάντη συνελήφθησαν ως πεμπτοφαλαγγί­τες και εγκλείσθηκαν στο στρατόπεδο της Κορίν­θου, που μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκε­ντρώσεως. Η χρησιμότητα του μέτρου επιβε­βαιώθηκε από τα πρώτα 24ωρα της ιταλικής επι­θέσεως, αφού περίτρανα αποδείχθηκε ότι άν­θρωποι του Διαμάντη ήταν οι οδηγοί των Ιταλών στρατιωτών κατά την αρχική προέλασή τους μέ­χρι να αναπτυχθεί η ελληνική άμυνα.
matousis.PNGΚανείς στον κόσμο, και πόσο μάλλον στην Ελ­λάδα, δεν έχει αμφισβητήσει από την 28η Οκτω­βρίου 1940 μέχρι σήμερα το ηρωικό και επικό στοιχείο της ελληνικής αντιστάσεως κατά των Ι­ταλών. Ωστόσο, αυτό σε τίποτε δεν μας εμποδίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη στρατιωτών, ακόμη και εφέδρων αξιωματικών, που αυτομόλησαν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού στον εχθρό κα­τά τα πρώτα εκείνα 24ωρα. Επρόκειτο κυρίως για Έλληνες ρουμανίζοντες Κουτσοβλάχους, που εί­χαν αποποιηθεί την ελ­ληνική τους συνείδηση, είχαν εξωτερικεύσει δει­λία στο πεδίο της μάχης και ταυτόχρονα είχαν πρόσκαιρα πιστέψει ότι η ιταλική νίκη ήταν ζήτη­μα ημερών.
Η επιστροφή αυτών των προσώπων, όπως και η απελευθέρωση ε­κείνων που είχαν συλλη­φθεί και περιορισθεί στην Κόρινθο, θα συντε­λεσθεί στις πρώτες κα­τοχικές μέρες. Τα πρό­σωπα αυτά θα αναζητή­σει αμέσως ο Διαμάντης για να αποτελέσουν τον πυρήνα των ανεδαφικών σχεδίων του.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει κανείς προσε­κτικά τι συντελείται τις πρώτες εκείνες κατοχικές μέρες, ώστε να εκτιμήσει δίκαια και ρεαλιστικά τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με πολλή ρευστότητα. Η γερμανική στρατιωτική δύναμη έ­χει επιβληθεί σε όλη την Ελλάδα. Η ιταλική έπεται και μόνον έπειτα από ένα δίμηνο, όταν θα εκδη­λωθεί η γερμανική επίθεση κατά της Ρωσίας, θα της παραχωρηθεί η διαχείριση της κατοχής στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παρ' όλα αυτά, η κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (με εξαίρεση τη ζώνη του Έβρου) έχει εκχωρηθεί στη Βουλγαρία, όπως και η κατοχή επί της Επτα­νήσου αποδόθηκε αμέσως στην Ιταλία. Αν και τα τμήματα αυτά της ελληνικής επικράτειας δεν προσαρτήθηκαν τυπικά, είναι αυτονόητο ότι η διαχείριση εξουσίας αντιστοιχεί σε εδαφικές διεκδικήσεις των δύο αξονικών κρατών.
Η Ελλάδα των ημερών εκείνων μπορεί να πα­ραλληλισθεί με ό,τι είχε συμβεί νωρίτερα στην Πολωνία και στη Γαλλία. Στην πρώτη περίπτωση, Γερμανοί και Ρώσοι είχαν διανείμει τα πολωνικά εδάφη και στη δεύτερη Γερμανοί και Ιταλοί τα καταληφθέντα γαλλικά. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στη «διανομή» επιχειρεί να υπεισέλθει με έμμεσο τρόπο και τέταρτη αξονική χώρα, η Ρουμανί­α.
Προωθείται το νεφελώδες εφεύρημα του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που στηρίζεται πρωταρ­χικά από τη (στρατιωτικώς απούσα και σχετι­κώς μακρινή) Ρουμανία, πρακτικά όμως από τις ιταλικές κατοχικές αρχές, χωρίς τη συναί­νεση των οποίων θα ήταν ανέφικτο και ως σκέψη ακόμη.
3.PNGΈχουν περάσει είκοσι πέντε σχεδόν χρό­νια από την πρώτη απόπειρά του. Είναι φυσικό να έχει πλουσιότερη εμπειρία και ευρύτε­ρη διασύνδεση, αλλά και πάλι δεν διαθέτει τη φυσική υποστήριξη των «υπηκόων» του. Ω­στόσο, έχει ενώπιον του μια στρατιωτικώς ηττημένη και κατεχόμενη από ξένους Ελλά­δα, γεγονός που σημαίνει ότι ο πραγματικός αντίπαλος του είναι ανίσχυρος χωρίς στρατό και με διάτρητες κρατικές δομές. Ταυτόχρο­να, το κυρίαρχο ζήτημα στη δεδομένη στιγμή εί­ναι άλλο για την ελληνική κοινωνία: η πρακτική ε­πιβίωση της και η αντιμετώπιση του επισιτισμού.
Ο σχεδιασμός του Α. Διαμάντη λαμβάνει όμως υπόψη όλα τα δεδομένα, πριν παρουσιάσει την «πρότασή» του. Καταγράφει και επεξεργάζεται τα στοιχεία:
α. Διαφορετικότητα. Το ελληνικό κράτος για να διεξαγάγει επιτυχώς τον πόλεμο κατά της Ιτα­λίας εφάρμοσε πειθαρχία και ενότητα. Τώρα ο Διαμάντης έρχεται για να προβάλει τη διαφορετι­κότητα των Κουτσοβλάχων. Χρειάζεται ως απα­ραίτητη προϋπόθεση να διαθέτει έρεισμα και συ­νεπώς η προσπάθειά του είναι να προκαλέσει την εκδήλωση αυτής της διαφορετικότητας, ισχυρι­ζόμενος ότι μέχρι τότε το ελληνικό κράτος είχε δήθεν επιδείξει μεροληψία εναντίον τους.
β. Λατινογένεια. Προβάλλει ιδιαίτερα τη λατινογένεια των Κουτσοβλάχων, ώστε να εξασφαλί­σει σταθερή στήριξη από την Ιταλία, αφού η ρου­μανική είναι δεδομένη, αλλά και να αποτρέψει ο­ποιαδήποτε τυχόν αντίδραση από γερμανικής πλευράς. Αυτό άλλωστε, δηλαδή η «ρωμαϊκή» συ­νείδηση, είναι και το βασικό του ιδεολόγημα, που διευρύνεται τόσο ώστε να μιλάει για «Μητέρα Ρώμη». Στο πλαίσιο αυτό, προαναγγέλλει ως πρώτο βήμα την ίδρυση της «Ρωμαϊκής Λεγεώ­νας», που ως οργάνωση θα είχε στρατιωτικό χα­ρακτήρα στη διάθεση των κατοχικών αρχών.
γ. Δημιουργία ηγετικού πυρήνα. Καθώς το κουτσοβλαχικό στοιχείο μέχρι τότε στην Ελλάδα δεν αισθανόταν απομονωμένο και είχε όλες τις ευκαιρίες για να αναδειχθεί ισότιμα σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, ο Διαμάντης ενδιαφέρθηκε να συγκεντρώσει πέριξ του ι­δίου προσωπικότητες κουτσοβλαχικής καταγω­γής. Ελάχιστους κατάφερε να πείσει και σχεδόν κανέναν πανελλήνιας προβολής. Ένας δευτερεύ­ων παράγων του Αγροτικού Κόμματος, ο δικηγό­ρος Νικόλαος Ματούσης, προθυμοποιήθηκε να τον ενισχύσει, όπως και ακόμη υποδεέστερα πρό­σωπα περιορισμένου βεληνεκούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι γνωστές προσωπικότητες κουτσοβλαχι­κής καταγωγής όχι μόνο αρνήθηκαν να συμπρά­ξουν, αλλά και αντέδρασαν ανοιχτά στο εγχείρη­μα.
δ. Παροχές. Για την άγρευση οπαδών, επιχει­ρήθηκε σε τοπικό επίπεδο να χαρισθούν κτήματα (προερχόμενα από τις απαλλοτριώσεις του 1924), να καταργηθεί ή να περιορισθεί η δημόσια φορολογία στα κτηνοτροφικά και αγροτικά προϊ­όντα κ.ά.
ε. Εκμετάλλευση των επισιτιστικών προβλημά­των. Η ρουμανική κυβέρνηση, μέσω της πρεσβεί­ας της στην Αθήνα, προσέφερε ορισμένες μικρές ποσότητες τροφίμων για να διανεμηθούν σε πε­ριοχές όπου διαβιούσαν Κουτσόβλαχοι. Τις ονομαστικές καταστάσεις των ληπτών συνέτασσαν άνθρωποι του Διαμάντη, αποκλείοντας όσους δεν δήλωναν πίστη στον ίδιο και στη «Ρωμαϊκή Λεγε­ώνα».
στ. Προπαγάνδα. Ο Διαμάντης είχε υποσχεθεί προς τους Ιταλούς ότι θα καταστήσει όλους τους Κουτσοβλάχους της Ελλάδος ιταλόφιλους. Ούτε στοιχειωδώς δεν το πέτυχε, με εξαίρεση έναν α­ριθμό ανθρώπων του, που άλλωστε δεν δίστασαν να συνεργασθούν σε επόμενες φάσεις διαδοχικά με ΕΑΜ, Γερμανούς ή Βουλγάρους. Παρά τα αφειδή μέσα που είχε στη διάθεση του, η προπα­γάνδα του δεν διέθετε την παραμικρή πειστικότη­τα και υπήρξε υποτυπώδης - ίσως δεν είναι άσχε­το για το αποτέλεσμα, η παντελής έλλειψη διανο­ουμένων στους κόλπους του.
Ο βασικός στόχος του Αλκ. Διαμάντη είναι να προκαλέσει μια νέα κρατική οντότητα, επικεφα­λής της οποίας θα είναι ο ίδιος ως «ανώτατος άρ­χων». Δεύτερος τη τάξει θα είναι ο πρώην κομ­μουνιστής Νικόλαος Ματούσης, δικηγόρος στη Λάρισα και εξ απορρήτων του Ιω. Σοφιανόπουλου, αρχηγού του Αγροτικού Κόμματος. Η οντό­τητα αυτή, το «πριγκιπάτο της Πίνδου», αν και ό­ποτε θα σχηματιζόταν, θα απλωνόταν σε μια με­γάλη έκταση, έχοντας όρια από τη Φθιώτιδα μέ­χρι τα Γιάννενα και από εκεί μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όποια και αν θα ήταν ύστε­ρα από τις βουλγαρικές διεκδικήσεις.
Για κάθε συνειδητό Έλληνα της εποχής το πα­ράλογο του πράγματος δεν ήταν για συζήτηση. Ούτε όμως και για τους ίδιους τους Κουτσόβλαχους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δια­φωνούσε με τα σχέδια της ομάδας Διαμάντη.
5.PNGΠρώτη αντίδραση στα σχέδια αυτά προήλθε από την κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργ. Τσολάκογλου. Με απόρρητη προσωπική ε­πιστολή του προς τον νομάρχη Κοζάνης, τον Αύ­γουστο του 1941, του ζητούσε να πάρει αμέσως μέτρα. Οι εξουσίες του ελληνικού κράτους ήταν ελάχιστες, αλλά έπρεπε το ζήτημα να αντιμετωπι­σθεί. Έγραφε στον νομάρχη του ο Τσολάκογλου (αριθ. Ε.Π. 256, 19-8-1941): «Πληροφορούμαι ότιο κ. Διαμάντης Αλκ. ερ­γάζεται δραστηρίως εις το να καλλιεργή παρά τοις Κουτσοβλάχοις Ρωμαϊκήν συνείδησιν. Ούτως εκβιάζει τους ακραιφνείς Έλληνας, ο­μιλούντος πλήν της Ελληνικής γλώσσης και την Κουτσοβλαχικήν τοιαύτην, όπως εγγράφωσι τα τέκνα των εις Ρουμανικά σχολεία, υποχρεώνει να ομιλούν πάντες την Κουτσοβλαχικήν και φροντί­ζει να διαφθείρη τας συνειδήσεις διά της παρο­χής τροφίμων, άτινα επρομηθεύθη επιτηδείως παρά των γειτονικών περιφερειών. Επί πλέον, φέ­ρεται ότι απηγόρευσε τη βοηθεία των Ιταλικών Αρχών, ας προφανώς εξηπάτησε, την καλλιέργειαν εις τα διανεμηθέντα από του 1924 κτήματα τα προερχόμενα εξ απαλλοτριώσεως και παρέδωκε ταύτα εις τους πρώην ιδιοκτήτας. Ωσαύ­τως, ίδρυσε λεγεώνα, εις ην εγγράφει διά της βί­ας πάντας. Αι ενέργειαι αύται είναι σατανικοί, δε­δομένου ότι ούτε μειονότης υπάρχει ή ασήμα­ντος, ούτε δικαίωμα έχει τις να ιδρύη σχολεία, ούτε να προπαγανδίζη δικαιούται τις, ούτε επιτρεπτόν είναι παρά των Ιταλικών Αρχών τούτο. Επιβάλλεται όθεν εις δεξιός χειρισμός του ζη­τήματος, ώστε να διανεμηθούν παρ' υμών εις τους ακτήμονας γαίαι καλλιεργήσιμοι ή βοσκήσι­μοι εκ των πολλών υπαρχουσών εις την κυριότη­τα των Κοινοτήτων, των συνεταιρισμών και των λοιπών Οργανισμών ή εκ των ιδιοκτήτων γαιών παρεχομένων επί ενοικίω. Διά του τρόπου τούτου η πλειονότης θα αντιδράση εις τα χιμαιρικά του Διαμάντη φαντασιοπληκτήματα. Έτερον ζήτημα, όπερ δέον να λύσητε, είναι ό­τι δεν είναι ανεκτόν να ιδρύη σχολεία, ούτε να εκ βιάζη τους κατοίκους, δεδομένου ότι αυτός ού­τος μοι ωμολόγησεν ότι "καθώς υμείς από πολ­λών ετών αφήσατε ελευθερίαν εκλογής σχολεί­ου, ούτω και οι Κουτσόβλαχοι ουδέποτε θα εκβιά­σουν". Εις ην περίπτωσιν, παρ' ελπίδα δεν επιτευχθή επίλυσις των φλεγόντων ζητημάτων δέον ν' αναφερθήτε υμίν διά να απευθυνθώμεν εις τας Ι­ταλικός Αρχάς, με την πεποίθησιν ότι θ' αποδοθή παρ' αυτών το δίκαιον. Εκ παραλλήλου προς την τοιαύτην ενέργειαν, ήτις κυρίως θ' απασχολή. Υ­μάς απαιτείται δράσις των διδασκάλων, των ιερέ­ων, των παλαιών και νέων πολεμιστών των παντός είδους και αρμοδιότητος υπαλλήλων και των ορ­γάνων ασφαλείας, με τον σκοπόν να κατανοήσωσι οι κάτοικοι της Πίνδου τους σκοτίους σκοπούς του προμνησθέντος ατόμου και να αναπτύξωσι σχέσεις προς τας αυτόθι πολιτικός και στρατιωτι­κός αρχάς της Ιταλίας. Η δράσις αύτη θα απομονώση τον Διαμάντην. Τουναντίον, η αδράνεια των ημετέρων, ο δι­σταγμός των, η αναβλητικότης των, η παθητική των στάσις, η αμέλειά των, η αδιαφορία των και ο δήθεν ισχυρισμός των περί αναρμοδιότητός των θα αποθρασύνη τούτον. Δεν πρέπει να παρατηρηθή το θλιβερόν φαινόμενον που παρετηρήθη εις τι χωρίον της Κεντρι­κής Μακεδονίας, εις ο επεβλήθησαν 15 θρασείς βουλγαρίζοντες επί 65 ακραιφνών φιλησύχων και νομιμοφρόνων συγχωριανών των, ώστε να θεωρηθή το χωρίον Βουλγαρικόν επί τω λόγω ότι οι πολλοί δεν αντετάχθησαν πεποιθότες ότι θα απεδίδετο το δίκαιον εκ του Κέντρου. Δεν πρέπει να εμπνευσθή τις το πνεύμα της φιλοζωίας και φιλησυχίας καίτοι τούτο άγει προς ζημίαν των εθνικών συμφερόντων καθ' όσον όλοι μας διεκηρύξαμεν την αυτοθυσίαν, εάν και εφ' ό­σον κινδυνεύη η ελευθερία μας. Κανείς δεν είπεν ότι ηρνείτο να ριψοκινδυνεύση ή ότι θα επέζη. Ό­λοι μας είπομεν ότι θα πέσωμεν ενδόξως. Αυτό πρέπει να πρυτανεύη μέσα μας με την πεποίθησιν ότι και αι σημερινοί θυσίαι δεν είναι άσκοποι ου­δέ μάταιαι. Παρακαλώ υπό το πνεύμα τούτο να δώσητε τας κατευθύνσεις εις όλα τα εθνικά σχο­λεία και να λάβη χώραν ευρεία διάδοσις παρ' αυ­τών βεβαιουμένων και πιστευόντων ότι θα επιτελέσωμεν ύψιστον πατριωτικόν έργον».
6.PNGΑυτόν τον λόγο μπορούσε να διατυπώσει ο Τσολάκογλου υπό ξενική κατοχή, αυτόν διατύπω­σε. Άλλωστε δεν ήταν το μόνο μέτωπο, στο οποί­ο έπρεπε να δώσει προσοχή και προτεραιότητα, κατά την κρίσιμη εκείνη εποχή. Υπήρχαν πολλά ε­θνικά ζητήματα ανοιχτά, στα οποία δεν έπρεπε να διστάσει να έχει αποφασιστική στάση. Ακόμη και μία κατοχική κυβέρνηση αν έδειχνε ελλιπή εθνική συνείδηση, υπήρχε κίνδυνος να επιτραπεί η εγ­γραφή υποθηκών από τους εχθρούς.
Ο Τσολάκογλου αντέδρασε αμέσως, ενώ μια ομάδα εγκεφάλων που τον στήριζε τον πρώτο καιρό (ανάμεσά τους έγκριτοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι επι­φανείς πολίτες, αδιαφόρως πολιτικών φρονημά­των) είχε συγκροτήσει το Γραφείο Μελετών, που λειτούργησε αποδοτικά και σεμνά. Πλην του Κουτσοβλαχικού, που μας απασχολεί εδώ, είχαν ανα­κύψει και άλλα σημαντικότατα ζητήματα, όπως το Μακεδονικό-θρακικό, αλλά και το μέγα επιτιστικό.
Ο Διαμάντης ενοχλήθηκε από την αποφασιστι­κή αντίδραση του κατοχικού πρωθυπουργού, αλ­λά είχε ακόμη τις πλάτες των Ιταλών και πίσω απ' αυτούς είχε τους Ρουμάνους. Η επόμενη κίνησή του είναι μια ευθεία πρόκληση. Και την αποτολ­μά: Ζητεί να τον συναντήσει για να του εκθέσει τα αιτήματά του. Με τη μεσολάβηση του ιταλικού παράγοντα, πραγματοποιείται η συνάντηση. Στη συνέχεια, του στέλνει ένα προκλητικό έγγραφο με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1941, που το υπο­γράφει ως αρχηγός των Κουτσοβλάχων και στο οποίο επιχειρεί να εμφανισθεί ως πολιτικός μεσά­ζων μεταξύ της κατοχικής κυβερνήσεως και των Γερμανοΐταλών κατακτητών, ενώ θέτει και γρα­πτώς τα ζητήματα που κατά τη γνώμη του έπρε­πε να λυθούν και που ήταν:
α. Διορισμός νέων νομαρχών, δημάρχων και τοπικών αρχόντων, τους οποίους θα εγκρίνει ο ί­διος!
β. Άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλ­λήλων και μετάθεση όσων δεν είναι φιλικοί προς την κίνησή του.
γ. Παροχή αποζημιώσεων όπου σημειώθηκαν καταστροφές κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και σε όσους από τους Βλά­χους είχαν προσφέρει ζώα, μάλλινα και άλλα είδη για να ενισχύσουν τους μαχόμενους στρατιώτες.
δ. Τιμωρία όσων είχαν καταδώσει κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο τους ρουμανίζοντες που εί­χαν συμπεριφερθεί αντεθνικά!
Αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν τα κύρια αιτήματά του προς τον κατοχικό πρωθυπουργό. Το πλήρες κείμενο του εγγράφου του Α. Διαμάντη ήταν το α­κόλουθο:
«Προς την Α.Ε. τον Στρατηγόν Γεώργιον Τσο­λάκογλου
Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου Ενταύθα
Εξοχώτατε,
Εμψυχούμενος από την σφοδράν επιθυμίαν να ίδω ανατέλλουσαν την ηώ μιάς περιόδου ειλικρι­νούς, διαρκούς, σταθεράς και καρποφόρου συ­νεργασίας μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και του Βλαχικού στοιχείου, ανταπεκρίθην με εξαιρετικήν ευχαρίστησιν εις την πρωτοβουλίαν της Υ­μετέρας Εξοχότητος προς τον σκοπόν και με την ελπίδα να τεθούν στερεαί βάσεις διά μίαν ως α­νωτέρω συνεργασίαν.
Κατόπιν των διαμειφθέντων κατά τας δύο συ­νομιλίας μας 17 και 20 τρέχοντος, με τας οποίας με ετίμησε η Υμετέρα Εξοχότης, εκτιμών επακρι­βώς ό,τι η Υ.Ε. μου είπε αναφορικώς προς τας δι­καίας και νομίμους διεκδικήσεις του εν Ελλάδι Βλαχικού στοιχείου, υποβάλλω εις την Υ.Ε. τα κά­τωθι:
Λαμβάνοντες υπ' όψιν τας άνευ υπολογισμού θυσίας, εις τας οποίας οι εν Ελλάδι και απαντα­χού Βλάχοι υπεβλήθησαν κατ' αρχάς διά την ίδρυσιν και κατόπιν διά την ανέλιξιν του Ελληνικού Κράτους, καθώς και την αναμφισβήτητον μεγάλην συμβολήν εις αίμα, το οποίον έχυσαν οι Βλά­χοι από κοινού με τους Έλληνας προ της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, κατά την επανάστασιν, και μέχρι της σήμερον από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος των ηρώων Γεωργάκη Ολυμπίου και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Επαναστάσεως Βλάχων, των ηρώων του Ελ­ληνοτουρκικού πολέμου, μέχρι των συγχρόνων Ε­θνικών Ευεργετών και διανοουμένων Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Σίνα, Λάμπρου, Κρυστάλλη κλπ.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι αι Αθήναι του 1800 μόλις ήτο ένας συνοικισμός 6000 κατοίκων, ήδη δε αριθμεί 1.000.000 περίπου, ενώ αι Βλαχικαί κοινότητες της Μοσχοπόλεως η οποία ηρίθμει κατά το 1750 άνω των 60.000 κατοίκους και ένθα ήκμασε ένας Ελληνολατινικός πολιτισμός, ο οποί­ος ακτινοβόλησε πέραν των ορίων της Βαλκανι­κής. τΓΚ Σαμαρίνας, η οποία το 1750 ηρίθμει πληθυσμόν πλέον των 30.000 και ήκμαζε η Ελληνοϊταλική παιδεία, ο πλούτος δε της Κοινότητος και των κατοίκων ήτο ανυπολόγιστος, ως εμφαίνεται και έκτου σωζομένου ήδη Μητροπολιτικού Ναού, Νικολίτσας, Νιζοπόλεως και λοιπών πλείστων άλ­λων Βλαχικών συνοικισμών, οι οποίοι προ ολίγων ετών ήνθουν, όπως τα ευρίσκει και τα αναφέρει μετά θαυμασμού και εκτιμήσεως ο Πουκεβίλ, πρόξενος εν Ιωαννίνοις της Γαλλίας, ήδη υποφέ­ρουν τας συνεπείας μιάς μεγάλης αδικίας και α­δελφικής αχαριστίας καταδικασθέντες εις μίαν μαρασμώδη και υποτυπώδη ζωήν.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν τας μεγάλας αδικίας, τας διαπραχθείσας συνεχώς υπό των αλληλοδια­δόχων Κυβερνήσεων του Ελληνικού Κράτους εις βάρος του Λατινικού Βλαχικού στοιχείου, το οποί­ον εθεώρησε κοινούς τους αγώνας εναντίον των Τούρκων εν τη πεποιθήσει ότι εκ μέρους του Ελ­ληνικού Κράτους δεν ήτο δυνατόν ν' αγνοηθούν τα στοιχειώδη δικαιώματά των.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι άπασαι αι Κυβερνή­σεις ολισθήσασαι εις ένα παράλογον σωβινισμόν, ο οποίος καθίστατο επαχθέστερος από τον υπερβολικόν ζήλον των τοπικών αρχών, επεδίωξαν την εξαφάνισιν του Εθνικού χαρακτήρος του Λατινι­κού στοιχείου της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, μετερχόμενοι μέσα, τα οποία απάδουν προς τον πολιτισμόν και τας ηθικάς υπο­χρεώσεις του Ελληνικού Λαού προς το Βλαχικόν στοιχείον, συστηματικούς απέκλεισαν τούτο από την οικονομικήν, ηθικήν και εθνικήν του αποκατάστασιν, τόσον διά των εναντίον των Βλαχικών Σχολείων μέτρων, όσον και κατά την γενομένην απαλλοτρίωσιν των αγροκτημάτων εις την Θεσσαλίαν, Ήπειρον και Μακεδονίαν και των χειμερι­νών λειβαδίων.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι το στοιχειώδες πνεύμα δικαιοσύνης και ηθικής υπαγορεύει επι­τακτικούς να τεθή τέρμα εις την τοιαύτην κατάστασιν, και ότι το Λατινικόν στοιχείον της Ελλά­δος, το οποίον μέχρι τούδε έδωσε ματαίως τόσας αποδείξεις νομιμοφροσύνης έναντι του Ελληνι­κού Κράτους και δεν εγνώρισεν ει μη μόνον επα­χθείς υποχρεώσεις, χωρίς να έχη κανέν δικαίωμα.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι το Λατινικόν Βλαχι­κόν στοιχείον Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μα­κεδονίας, ειλικρινώς συνεργαζόμενον με το Ελληνικόν στοιχείον, δύναται να γίνη ο ισχυρότερος συνεκτικός κρίκος Ελλάδος-Ρουμανίας και Ρώμης-Βερολίνου και να δημιουργηθή τοιουτοτρό­πως διά της αμοιβαίας κατανοήσεως, υποκειμενι­κής και αντικειμενικής, η δυνατότης καρποφόρου συνεργασίας εις όλους τους τομείς εις το πλαίσιον της Νέας Ευρωπαϊκής τάξεως και υπό την προστασίαν των Δυνάμεων του Άξονος.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι διά την πραγματο­ποίηση/ της συνεργασίας ταύτης επιβάλλεται α­πολύτως η επανόρθωσις εν μέρει των αδικιών του παρελθόντος εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, διά να εδραιωθή η αμοιβαία εμπιστοσύνη, και εν τω πνεύματι της αμοιβαίας κατανοήσεως, το ο­ποίον πρέπει να μας διέπη, επί τη βάσει των ανω­τέρω και συμφώνως με όσα καθωρίσαμεν προφο­ρικώς με την Εξοχότητά σας, έχω την τιμήν να υ­πενθυμίσω και γραπτώς την συμφωνίαν μας ταύτην, ήτις επεκυρώθη προφορικώς διά της υμετέ­ρας ευαρεσκείας και αντιλήψεως επί των κάτωθι διεκδικήσεων, αι οποίαι πιστεύω ότι είναι απαραί­τητοι ως απαρχή μιάς πραγματικής και ειλικρι­νούς συνεργασίας.
1. Οι Νομάρχαι και οι Δήμαρχοι Ηπείρου, Πίν­δου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, όπου υπάρχουν εις τας ως άνω περιοχάς αμιγείς συνοικισμοί Βλάχων ή μικτοί τοιούτοι Βλάχων και Ελλήνων, θα διορισθούν από συμφώνου μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του κ. Αλκιβιάδου Διαμάντη, υ­πό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου των Βλαχι­κών Κοινοτήτων της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας με την προηγουμένην έγκρισιν των Αρχών Κατοχής, ήτοι των Γερμανών διά την περιοχήν Θεσσαλονίκης και των Ιταλών διά την υ­πό της Ιταλίας κατεχομένην ζώνην.
2. Οι Νομάρχαι των ανωτέρω περιοχών θα έ­χουν εξουσίαν και καθήκοντα Γενικού Διοικητού, έτι δε θα δύνανται να λαμβάνουν μόνοι των τα α­ναγκαία διοικητικά μέτρα απολύσεως και διορι­σμού υπαλλήλων πολιτικών και στρατιωτικών, μεταθέσεως αυτών διά τον αποτελεσματικόν έλεγχον της συμφωνίας μας και την ειλικρινή συνεργασίαν με τας Στρατιωτικός αρχάς Κατοχής. Ού­τω θ' αποφευχθούν λυπηραί και εγκληματικοί εκ­δηλώσεις του τελευταίου καιρού, ως και η δράσις ωρισμένων στοιχείων ουχί ανευθύνων, τα οποία υποκινούνται από τους πράκτορας τους εχθρικώς διακειμένους προς τον Άξονα ή ωθούνται α­πό ένα κακώς εννοούμενον πατριωτισμόν.
3. Ο ιθαγενής πληθυσμός των ως ανωτέρω πε­ριφερειών πρέπει να έχη τα αντίστοιχα σχολεία εις την μητρικήν του γλώσσαν και εκκλησίας, συ­νεπώς εις τους αμιγείς Λατινικούς-Βλαχικούς συ­νοικισμούς θα λειτουργούν μόνον Βλαχικά Σχο­λεία, εις τα χωρία και πόλεις με μικτόν πληθυσμόν, μαθηταί καταγωγής Ελληνικής θα συχνά­ζουν τα Ελληνικά σχολεία και μαθηταί Βλαχικής καταγωγής τα Βλαχικά σχολεία.
4. Να δοθή μία προσωρινή πίστωσις αμέσως προ της ελεύσεως του επί θύραις χειμώνος 250.000.000 δραχμών διά την περιοχήν της Πίν­δου, ιδίως όπου είχον την τιμήν να σας εκθέσω, πλην των επιτάξεων και των ζημιών τας οποίας υ­πέστησαν εκ του πολέμου, αι περιουσίαι των Βλά­χων ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν εντελώς υπό του Ελληνικού Στρατού. Εκ μόνης της Σαμαρίνης διηρπάγησαν υπό του Ελληνικού Στρατού και των πέριξ χωρίων 3.500 φορτία οικιακών ει­δών εξ ερίου και η καταστροφή της κωμοπόλεως συνεπληρώθη διά της πυρπολήσεως πλείστων οι­κιών, χωρίς ν' αναφέρω την κατάστασιν των χωρί­ων Δουτσικό, Αβδέλλα, Βρυάζα (Διστράτου κλπ.).
5. Απόλυτον ισότητα εις την παροχήν οικονο­μικών βοηθημάτων, ανάλογον διανομήν σίτου και τροφίμων. Αι τραπεζιτικοί πιστώσεις να χορηγώνται δικαίως, χωρίς να επιδιώκεται, ως εγένετο μέχρι τούδε, η συστηματική πτώχευσις του Βλα­χικού στοιχείου. Να παύσουν αι Αρχαί μεροληπτούσαι εις βάρος των Βλάχων εις όλα εν γένει τα ζητήματα και να μη εμφανίζωνται πλέον πρά­ξεις ως αι σημειωθείσαι και τελευταίως εν Σιατίστη ένθα, ενώ διετέθησαν 7.000 ημίονοι κατά τον παρελθόντα Ιούλιον διά χωρικούς, ουδέν ζώον ε­δόθη εις τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματί­ας, παρ' όλον ότι είχον επιταχθή υπό του Ελληνι­κού Κράτους τα ζώα των κατά την διάρκειαν του πολέμου και γνωστού όντος ότι ο μόνος πόρος ζωής διά τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματί­ας ήσαν τα επιταχθέντα ζώα των.
6. Να τροποποιηθή ο Νόμος περί Δήμων και Κοινοτήτων, ως και ο Αγροτικός, ώστε οι Βλάχοι ν' αποκτήσουν άνευ διαδικασίας τα αυτά δικαιώ­ματα και τας αυτάς υποχρεώσεις εις τας Κοινότη­τας όπου παραχειμάζουν και να έχουν δικαιώμα­τα μετά των λοιπών κατοίκων επί της Κοινότητος και της κοινής βάσεως των Συνεταιρισμών. Να παραχωρηθούν αι χειμερινοί βοσκαί εις τους Βλάχους κτηνοτρόφους και να παύση ο παρα­γκωνισμός και η μεροληψία των Αρχών εις βάρος των.
7. Να τιμωρηθούν αυστηρώς οι συκοφάνται και οι υπαίτιοι οίτινες προυκάλεσαν τας διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, και εκτοπίσεις των Βλά­χων κατά την διάρκειαν του Ελληνοϊταλικού πολέ­μου, ως διακειμένων φιλικώς προς τον Άξονα και να απολυθούν οι υπάλληλοι και τα όργανα της Δημοσίας Ασφαλείας τα οποία διέπραξαν βανδα­λισμούς εις βάρος των Βλάχων γερόντων, παι­διών και γυναικών των.
Εξοχώτατε,
Εις στιγμάς εκτάκτως δυσχερείς και ημέρας κρισίμου καμπής διά την ιστορίαν και το μέλλον της Ελλάδος, αντιμετωπίζουσα η Υμετέ­ρα Εξοχότης με γενναιότητα την πραγ­ματικότητα, έσχετε το θάρρος να διακη­ρύξετε την αλήθειαν και να στιγματίσετε τα φοβερά λάθη και την εγκληματικήν νοοτροπίαν των κυβερνησάντων εις το παρελθόν. Διατρανώνοντες την ανάγκην ενός υγιούς προσανατολισμού της πολι­τικής της Ελλάδος, θέτοντες τέρμα εις τα λάθη του παρελθόντος, έχετε την ευκαιρίαν και δυνατότητα σήμερον να εξαλείψητε τας αδικίας τας διαπραχθείσας εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, εξασφαλίζοντες ούτω μίαν κοινωνικήν ισορροπίαν και ομόνοιαν εις τας ανωτέρω περιοχάς, ομόνοιαν και συνεργασίαν, αι οποίαι θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξασφάλισιν ειρηνικής διαβιώσεως και ευη­μερίας του τε Βλαχικού και Ελληνικού στοιχείου, προωρισμένων εκ των γεωπο­λιτικών και γεωοικονομικών συνθηκών να συμπληρώσωσιν αλλήλους και να συ­ζούν.
Αι διαβεβαιώσεις, τας οποίας η Υ.Ε. εν τη υψηλή της σωφροσύνη και εν τη υ­ψηλή κατανοήσει της πραγματικότητος, ευηρεστήθη να μοι είπη προφορικώς, μοι ενίσχυ­σαν την ελπίδα και την πεποίθησιν ότι θα δοθή ευμενής και άμεσος πρακτική θέσις εις τας ως ά­νω δικαιοτάτας διεκδικήσεις, όπως επιβάλλει το δίκαιον και η λογική προς το κοινόν συμφέρον.
Διατελών με την πεποίθησιν ταύτην, παρακα­λώ, Εξοχώτατε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου προς Υμάς υπολήψεώς μου,
Ο εκπρόσωπος των Βλαχικών Κοι­νοτήτων της Πίνδου και του Βλα­χικού στοιχείου της Νοτίου Βαλ­κανικής
Αλκιβιάδης Διαμάντης».
tsolakoglou.PNGΤο έγγραφο αυτό του «πρίγκιπα» ήταν προ­κλητικό, όχι μόνο για τις παράλογες και όλως α­νεδαφικές αξιώσεις που διατύπωνε, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι άφηνε να εννοηθεί ότι δήθεν ο Τσολάκογλου συναινούσε σ' αυτές. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και προκύπτει από τις ενέργειες που τελικά έκανε ο
στρατηγός για να αντιμετωπίσει τον τυχοδιώκτη. Ο κατοχικός πρωθυπουργός θύμωσε από το ύ­φος και τις δόλιες ανακρίβειες που περιείχε το έγγραφο και δεν απάντησε.
Προτίμησε τα λόγια από τα γράμματα. Αντικα­τέστησε πράγματι τους νομάρχες στους επίμα­χους νομούς, τοποθετώντας πρόσωπα που ήταν μεν Κουτσόβλαχοι, αλλά είχαν ακέραιη εθνική συ­νείδηση, και λειτούργησαν επωφελώς. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να επιβάλει τη θέλησή του σε όλους τους νομούς και με εντολή των Ιταλών παρεισέφρησαν πρόσωπα φιλικά προς τον Διαμάντη, του οποίου τις εντολές εκτέλεσαν πρόθυμα για τη στελέχωση δήμων και κοινοτήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διαμάντης πράγματι βρισκόταν ανάμεσα στους Ιταλούς κα­τακτητές και στην κατοχική κυβέρνηση, χρησιμο­ποιώντας τους πρώτους για να εκβιάζει τη δεύτε­ρη. Χωρίς την αρχική στήριξη των διοικητών των δύο ιταλικών μεραρχιών στα Τρίκαλα και τη Λάρι­σα, των μεραρχιών «Φορλί» και «Πινερόλο», ο Διαμάντης θα ήταν ανίσχυρος. Αυτό το γνώριζε ο Τσολάκογλου και, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλες επιλογές, χρησιμοποίησε το έσχατο μέσον και άρχισε να τον διαβάλλει στους Ιτα­λούς, μέχρι του σημείου που έχασαν την εμπιστο­σύνη τους απέναντι του και τον υποχρέωσαν να απομακρυνθεί.
Ωστόσο, παράλληλα με τον στρατηγό Τσολά­κογλου αυξανόταν η αντίδραση επιφανών πολι­τών κουτσοβλαχικής καταγωγής εναντίον του Αλκ. Διαμάντη. Στη Λάρισα είχε δημιουργηθεί μια ο­μάδα αντιδρώντων, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο γιατρός Νικ. Ράπτης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και άλλοι. Στις αρχές του 1942 ο Διαμάντης είχε επι­σπεύσει τις ενέργειες για να δώσει σάρκα και ο­στά στο κρατίδιο που ονειρευόταν. Κάλεσε τους σημαντικότερους Βλάχους επιστήμονες της Λά­ρισας, για να τους εξαναγκάσει να συνεργα­σθούν μαζί του, σε πολυτελή γραφεία που μόλις είχε νοικιάσει στο κέντρο της πόλης. Αξιοσημείω­το είναι ότι τις προσκλήσεις τις επέδωσαν Ιταλοί καραμπινιέροι.
Στη συγκέντρωση, που ακολούθησε, τους ζή­τησε, ύστερα από μια εκτενή ιστορική εισαγωγή που χρησιμοποιούσε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που είχε διατυπώσει στην επιστολή του προς τον Τσολάκογλου, να προχωρήσουν στην οργάνωση που είχε σχηματισθεί, στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Τους προειδοποίησε ότι όποιος δεν θα δεχόταν, καλό θα ήταν να απομακρυνθεί από την περιοχή, νοτίως του Δομοκού, μέσα σε προθεσμί­α 48 ωρών.
Στη συγκέντρωση εκείνη, δεν είχε δεχθεί να συμμετάσχει ένας μόνον από τους προσκαλεσμέ­νους: ο χειρούργος Νικόλαος Ράπτης. Την επο­μένη ημέρα, δύο Ιταλοί πήγαν και τον έφεραν στα γραφεία του Διαμάντη, ο οποίος, παρουσία του Νικολάου Ματούση, του ανέπτυξε τα σχέδιά του και του ζήτησε να προσχωρήσει και αυτός. Ο Ν. Ράπτης αρνήθηκε κάθε άλλη συζήτηση, με απο­τέλεσμα να εξαγριωθεί ο «πρίγκιπας» και να χειροδικήσει σε βάρος του.
Έτσι ακριβώς δόθηκε η αφορμή για να μορφο­ποιηθεί η αντίδραση-αντίσταση στα σχέδια του Διαμάντη. Στην κλινική Ράπτη της Λάρισας συγκε­ντρώθηκαν όσοι δεν συμμερίζονταν τα χιμαιρικά και ανθελληνικά σχέδια των ρουμανιζόντων και άρχισαν να συσκέπτονται και να ανταλλάσσουν γνώμες πώς να ενεργήσουν.
Επικεφαλής της όλης κίνησης ήταν βέβαια ο Διαμάντης. Πρόεδρος της οργάνωσης ήταν ο δι­κηγόρος Νικόλαος Ματούσης, αντιπρόεδρος ο συνάδελφος του Δημοσθένης Τσούτρας και ταμί­ας ο γιατρός Τάχας. Όλοι κατάγονταν από τη Σαμαρίνα και ειδικά οι τρεις τελευταίοι, όπως και πολλά άλλα δευτερότερα στελέχη, ήταν πρώην κομμουνιστές, οι οποίοι τώρα είχαν προσκολλη­θεί στην αξονική γραμμή, χωρίς - για κάθε ενδε­χόμενο - να πάψουν να διατηρούν επαφή με ορι­σμένους κομμουνιστές και στελέχη του ΕΑΜ. Άλ­λωστε στην περαιτέρω πορεία των ρουμανιζό­ντων κατά την Κατοχή, αργότερα, ορισμένοι θα περάσουν με άνεση στην υπηρεσία του ΕΛΑΣ.
Συγκεντρώθηκαν οι αντιδρώντες και κατέλη­ξαν στην ιδέα ότι η καλύτερη λύση θα δινόταν αν προχωρούσαν στην επίδοση ενός υπομνήματος προς τον Ιταλό στρατηγό Ρουτζέρο, που έδρευε στη Λάρισα και ήταν διοικητής της μεραρχίας «Φορλί». Του έγραφαν στις 15 Ιανουαρίου 1942:
«Εξοχώτατε,
Έχομεν την τιμήν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι να υποβάλωμεν υπό την δικαίαν κρίσιν Υμών τ' α­κόλουθα:
Από τίνων ημερών καλούμεθα υπό του κ. Αλκ. Διαμάντη, οι δίγλωσσοι Βλαχόφωνοι, να εγγραφώμεν ως μέλη μιας Κοινότητος ιδιαιτέρως σχηματιζομένης υπό τούτου εν Λαρίση.
Ετάχθη προς τούτο ολιγοήμερος προθεσμία και εν αρνήσει μάς εδηλώθη ότι θέλομεν συλληφθή και υποβληθή εις εξορίαν και βασανιστήρια. Εν τω μεταξύ, κατά τίνων εξ ημών, αρνηθέντων να προσέλθουν εις μίαν συγκέντρωσιν, ην ενήρ­γησε την 7ην τρέχ. εις τα ενταύθα Γραφεία της Κοινότητος, μετήλθε μέτρα βιαίας προσαγωγής των, υπό Ιταλών στρατιωτών, μάλιστα δε τον χειρούργον ιατρόν και Διευθυντήν της ενταύθα Πολυκλινικής κ. Νικόλαον Ράπτην ερράπισεν ο ίδιος κ. Διαμάντης.
Τυγχάνοντες νομοταγείς Έλληνες πολίται αναφέρομεν Υμίν, ότι ημείς εξ αρχής της Κατοχής της Ελλάδος εδείχθημεν ψύχραιμοι και λογικοί εις τας διαταγάς των Στρατιωτικών Αρχών.
Δεν δυνάμεθα άλλως τε ν' αντιληφθώμεν ποίοι οι σκοποί της ιδρυομένης Κοινότητος, εφ' όσον τα στελέχη αυτής άλλοτε ομιλούν περί Ρωμαϊκής κινήσεως, συνηθέστερον δε περί Ρουμανικής τοιαύτης, και εις βάρος της,  εγνώσθη π.χ. ότι α­πό τον Γεώργιον Μητσιμπούναν, κτηνοτρόφον, εισεπράχθησαν δραχμαί 200.000, από τον Ιωάννην Αγορογιάννην, κτηνοτρόφον επίσης, δραχμαί 240.000 και πολλοί άλλοι έδωσαν ή πιέζονται να δώσωσι διάφορα χρηματικά ποσά ή είδη, μάλιστα δε μερικοί τούτων παρεπονέθησαν ήδη απ' ευθεί­ας και προς Υμάς.
Συνεπώς η πρόσκλησις και ο εξαναγκασμός η­μών να εγγραφώμεν εις χωριστήν Κοινότητα είναι δι' ημάς άνευ σκοπού, δεδομένου ότι δεν αποτελούμεν ξένον τι στοιχείον προς τον υπόλοιπον Ελληνικόν πληθυσμόν. Εάν βεβαίως πρόκειται πε­ρί διαταγής Υμών διά την ίδρυσιν ενός Σωματείου με σαφείς και ευγενείς σκοπούς, θα συμμορφωθώμεν, εάν είναι ανάγκη, αναμένοντες την κοινοποίησιν της τοιαύτης Διαταγής Υμών επισήμως. Εις αντίθετον όμως περίπτωσιν, φρονούμεν ότι δεν είναι δίκαιον να πιεζώμεθα, ως τούτο γίνεται, και παρακαλούμεν να διατάξητε τι δέον να ενεργήσωμεν προς προστασίαν μας με την πρόσθετον διαβεβαίωσιν ημών, ότι είμεθα όλοι φιλήσυχοι και φιλόνομοι άνθρωποι, ασχολούμενοι απλώς με την εργασίαν μας, προς συντήρησιν των οικογε­νειών ημών.
Ευπειθέστατοι οι αιτούντες Δημ. Χατζηπύρρος, Γεώργ. Ρούσας, Λάζ. Κίκας, Χαρίλ. Τζήμας, Στέργ. Κωνσταντί­νου, Απόστ. Κατσιλέρος, Κωνστ. Κύρκος - άπαντες δικηγόροι. Νικόλ. Ράπτης, Γεώρ­γ. Τάρης - αμφότεροι ιατροί. Ευάγ. Αβέ­ρωφ - πρώην Νομάρχης Κερκύρας. Κων­στ. Πλίτσης, Νικ. Διον. Ράπτης - έμποροι».
Πράγματι, την ίδια ημέρα επιδόθηκε το έγγρα­φο από μια επιτροπή των υπογραφομένων, που παρουσιάσθηκαν στον Ιταλό στρατηγό. Τους συ­νόδευε ο από δεκαετιών Ιταλός πρόξενος Ιούλιος Βιανέλλι, ο μόνος Ιταλός στην περιοχή που ήταν εμφανώς αντίθετος προς τον Διαμάντη. Η απά­ντηση του στρατηγού ήταν θετική και υποσχέθη­κε ότι θα έπαιρνε μέτρα για να εμποδίσει τις αυ­θαιρεσίες του.
Οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι θεώρησαν επιτυχία τους την κατανόηση του στρατηγού Ρουτζέρο και έδωσαν για δημοσίευση ένα ευχαριστήριο, το ο­ποίο ελαφρά τροποποιημένο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα. Αλλά τελικά τίποτε δεν άλλαξε και η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», που είχε αποκτήσει πα­ραστρατιωτική δομή, συνέχιζε ανενόχλητη τη δράση της. Θα ήταν βέβαια παράλογο οι Ιταλοί να αποποιηθούν μια οργάνωση που δουλικότατα συνεργαζόταν μαζί τους αποδοτικά, αφού μάλι­στα είχε καταφέρει να συλλέξει μέχρι τότε 8.000 κρυμμένα όπλα, καθώς και μερικούς Αγγλους στρατιώτες που είχαν απομείνει από τον πόλεμο και κρύβονταν.
Στη Ρωμαϊκή Λεγεώνα είχαν στρατολογηθεί ανυπόληπτα πρόσωπα, που μόνο επίτευγμά τους ήταν οι λεηλασίες και η τρομοκρατία στην ύπαι­θρο, ιδίως αν οι κάτοικοι δεν ήταν Κουτσόβλαχοι ή δεν εκδηλώνονταν ως ρουμανίζοντες. Για τη δράση της θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά στη συνέχεια.
Και ενώ η παραστρατιωτική αυτή οργάνωση συνέχιζε την ανθελληνική δράση της με μεγαλύ­τερη ένταση, ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης, διευθυντής της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου δημοσίευε τον Φεβρουάριο μια σειρά άρ­θρων με εθνικό περιεχόμενο, χρησιμοποιώντας τίτλους όπως «Η Ελλάδα μας» ή «Τι είναι οι Κου­τσόβλαχοι - Μία καθαρά ελληνική φυλή». Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 έγραφε σε κύριο άρθρο, ανα­φορικά με τον κλονισμό της δημόσιας ασφά­λειας:
«Η εμφάνισις μιας αντεθνικής προπαγάνδας, η οποία χρησιμοποιεί κατσικοκλέφτες και διάφορα άλλα άτακτα στοιχεία εις τας επιχειρήσεις της εις την ύπαιθρον, προσφέρει νέον πεδίον δράσεως εις τους εν λόγω κακοποιούς. Υπάρχουν θετικαί πληροφορίαι ότι γίνονται προτάσεις εις τους κα­κοποιούς να ενσωματωθούν εις αντεθνικήν λεγε­ώνα, με υποσχέσεις ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εξασφαλίσουν την πλήρη ατιμωρησίαν εις τας ε­πιδιώξεις των.
Παρόμοιαι προτάσεις γίνονται και εις τα πα­ντός είδους άτακτα στοιχεία της υπαίθρου. Έτσι, συστηματικώς καλλιεργείται η πλήρης διασάλευσις της δημοσίου ασφαλείας από ανθρώπους εκμεταλλευομένους κάθε ιερόν και όσιον με την μωράν ελπίδα ότι ημπορούν διά της πλιατσικολογίας να κυριαρχήσουν.
Όλα αυτά δεικνύουν ότι αι Αρχαί πρέπει να ε­ξαρθούν εις το ύψος της αποστολής των. Η επιεί­κεια προ τοιούτων πληγμάτων που θίγουν την εθνικήν μας υπόστασιν πρέπει να λείψη. Και το κράτος του νόμου να λειτουργήση αμείλικτον.
Η Ελλάδα μας, η γλυκειά μας πατρίδα, δεν έ­χει γίνει αμπέλι ξέφραγο όπου μπορεί κάθε κακο­ποιός να κάνη ό,τι θέλει. Και αν αι Αρχαί μας δεν είναι εις θέσιν να το διακηρύξουν αυτό, ας αφή­σουν να το διαλαλήση ο λαός μας, ένας από τους ευγενεστέρους, ηρωικωτέρους και πλέον εκλε­κτούς λαούς της υφηλίου».
Η αρθρογραφία αυτή της «Θεσσαλίας», που η κυκλοφορία της κάλυπτε ολόκληρη τη Θεσσαλία και πλέον, εμψύχωσε τον πληθυσμό, αλλά ταυτό­χρονα εξόργισε τον Διαμάντη και τους συνεργά­τες του. Αποφασιστικό πλήγμα εναντίον τους ή­ταν όμως μία οξεία και θαρραλέα πρωθυπουργι­κή εγκύκλιος, που κοινοποιήθηκε σε πολλούς πα­ραλήπτες:
«Αριθ. Α.Π. 341
Αθήναι τη 12 Μαρτίου 1942 Προς άπαντα τα Υπουργεία, Γενικήν Διοίκησιν Μακεδονίας, Γενικήν Διεύθυνσιν Τύπου και Ραδιοφωνίας, Γραφείον Μελετών, Υπηρεσίαν αντα­ποκρίσεως μετά των Γερμανικών Πολιτικών Αρ­χών, Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών, Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Ιταλικών Στρατιωτικών Αρχών.
I. Ιδιοτελή τινα πρόσωπα εκμεταλλευόμενα την κρίσιμον περίοδον που διατρέχει η Πατρίς μας, προσπαθούσιν από τίνος να ενσπείρωσι ζιζάνια μεταξύ του Ελληνικού Λαού με τον σκοπόν ν' αποκομίσωσι ατομικά οφέλη.
Προς τούτο εξέλεξαν τον δρόμον να εκμεταλ­λευθούν το Ελληνικόν Βλαχικόν στοιχείον. Ενόμισαν, δηλαδή, ότι επήλθε η στιγμή να σκυλεύσωσι την Ελλάδα, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Ελλάς οσαδήποτε πλήγματα και αν υποστή δεν θα παύση ποτέ να φωσφορίζη και τέλος θά ξαναλάμψη έτι φαεινοτέρα, διότι της αξίζει.
Το Βλαχικόν στοιχείον συνδέεται με την Ελλά­δα διά του αίματος και της ψυχής. Έχει να επίδει­ξη την ευρείαν και ηρωικήν συμμετοχήν του τό­σον εις τον αγώνα του 1821, όσον και εις τους με­ταγενεστέρους απελευθερωτικούς πολέμους, πλουσίαν συμβολήν εις τα έργα φιλανθρωπίας και του πολιτισμού και τέλος εξέχουσαν συνεργασίαν εις την πνευματικήν και οικονομικήν ανάδειξιν του Τόπου.
Ο εθνομάρτυς Ρήγας Φεραίος, ο πολιτικός Κωλέττης, οι αρματωλοί της Πίνδου και του Ολύ­μπου Βλαχάβας, Νικοτσάρας και άλλοι, οι εθνικοί ευεργέται Αβέρωφ, Σίνας, Τοσίτσας, Στουρνάρας και άλλοι, οι ποιηταί Ζαλοκώστας, Κρυστάλλης, Χρηστοβασίλης, οι καθηγηταί Πανταζίδης και Λά­μπρος είναι άπαντες Έλληνες Βλάχοι.
Εκ των νεωτέρων Βλάχων πλείστοι όσοι εσταδιοδρόμησαν, καταλαβόντες υψίστας θέσεις.
Αι ανωτέρω περγαμηναί των παλαιοτέρων και νεωτέρων Ελλήνων Βλάχων, πρέπει να πείσουν πάντα δύσπιστον, ότι αι προσπάθειαι εκμεταλλεύ­σεως της προσωρινής δυστυχίας του Ελληνικού Λαού δεν θα αποβώσι καρποφόροι, οιωνδήποτε μέσων και αν γίνη χρήσις. Δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες-Βλάχοι ν' αρνηθώσι την ιστορίαν των προγόνων των και να περιπλακώσιν εις περιπετείας, εις ας οι εκμεταλλευταί άνευ έρματος και με υπόπτους κατευθύνσεις τους οδηγούν.
II. Το Ελληνικόν Κράτος προ της εσκεμμένης ως ανωτέρω απόπειρας των, πρέπει να εξαντλήση άπασαν την δυναμικότητά του, ιδία σήμερον, που διέρχεται την κρίσιμον καμπήν, ίνα αντιδράση τελεσφόρως. Δεν αντέδρασε μέχρι σήμερον, ουδέ εσκέφθη ν' αναφέρη τ' ανωτέρω, καθ' όσον οι Βλάχοι είναι αγνοί Έλληνες μη διαφέροντες των λοιπών ή μόνον κατά τον τόπον της καταγω­γής. Ως γνωστόν, ήσαν και είναι ισότιμοι κατά πά­ντα Έλληνες, εις την συνείδησιν, εις τον χαρα­κτήρα, εις την γενναιότητα και την Ελληνοπρέπειαν.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΑΙΤΩ όπως άπασαι, γενικώς, αι Αρχαί δεικνύωσι πυγμήν και σθεναρότητα ως προς την εφαρμογήν των Νόμων, έναντι εκείνων, οίτινες, υπό την δήθεν εύνοιαν των Αρχών Κατο­χής, προβαίνουσι εις παρανομίας (αντικαταστά­σεις Κοινοταρχών, κλείσιμον σχολείων).
Εφιστώ την προσοχήν απάντων των Κρατικών υπαλλήλων επί των κάτωθι:
- Να επιλύωσι τα απασχολούντα τους Βλά­χους ζητήματα με ενδιαφέρον και αμεροληψίαν.
- Να μη παραλείπωσι να εκδηλώνωσι προς τούτους και εξηγώσι συγχρόνως ότι η προσωνυ­μία "Βλάχοι" δεν είναι τι διακριτικόν ή επίμεμπτον από τους Έλληνας και ότι άπαντες είμεθα Έλλη­νες και έχομεν προσφέρει και προσφέρομεν εξ ί­σου τας υπηρεσίας μας και το αίμα μας ακόμη, διά την ταλαιπωρημένην Πατρίδα μας. Ιδιαιτέρως τα όργανα ασφαλείας να ενεργώσι μετά συνέσε­ως και μεγάλης συντηρητικότητος και να μη πίπτωσι θύματα εσκεμμένων σκευωριών, κινούμενα με υπέρμετρον ζήλον επί την εκτέλεσιν των καθη­κόντων των.
- Να παύση τελειωτικώς πάσα άλλη προσωνυ­μία θίγουσα την Ελληνικήν υπόστασιν των Βλά­χων, κατά την διατύπωσιν των εγγράφων ως και κατά τας συζητήσεις επισήμους ή μη. Μία είναι η προσωνυμία "Βλάχοι".
III. Τα Υπουργεία και αι Γενικαί Διοικήσεις ν' ασχοληθώσιν ιδιαιτέρως με τας περιοχάς, ένθα κατοικούσι Βλάχοι, διά την αποστολήν Κρατικών λειτουργών με ευρύτητα αντιλήψεως, αμερολη­ψίας και ικανότητα προς επίλυσιν των εκκρεμών και αναφυομένων ζητημάτων, των Βλάχων.
Να επιληφθώσιν αμέσως της μελέτης και λάβωσι άμεσα μέτρα προς επίλυσιν τόσον των γενι­κών, όσον και των τοπικών ζητη­μάτων των Βλάχων προς ανακούφισίν των.
IV. Επί τη βάσει των άνω κα­τευθύνσεων τα Υπουργεία, αι Γε­νικοί Διοικήσεις να εκδώσωσι τας διαταγάς των και να παρακολουθώσι μετ' ενδιαφέροντος την ε- κτέλεσίν των.
Ούτω μόνον θα κατορθώσωμεν να συγκρατήσωμεν την συνεκτικότητά μας και να αντιδράσωμεν εις κάθε εχθρικήν προσπάθειαν κατά της Πατρίδος μας, ε­νώ συγχρόνως θα επιτύχωμεν να μας εκτιμήσωσι και θαυμάσωσι οι Στρατοί Κατοχής κατά την προσωρινήν αυτήν δύστηνον περίοδον που διερχόμεθα.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσε­ως
Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ». Ο κατοχικός πρωθυπουργός δεν αρκείται σ' αυτό το έγγραφο, αλλά εκδίδει και μία άλλη εγκύ­κλιο προς όλους τους νομάρχες: «Γραφείον Πρωθυπουργού Αρ. Ε.Π. 66
Αθήναι 13 Μαρτίου 1942 Νομάρχας Κράτους
Πληροφορούμαι ότι εις την Βόρειον Ελλάδα, την Θεσσαλίαν και εις άλλα σημεία της Χώρας παρατηρείται συστηματική δράσις ξένων προπα­γανδών, αίτινες αποβλέπουν εις την εξάρθρωσιν του Κράτους, εις την παραπλάνησιν των υπαλλή­λων και εις την διά καταχθόνιων μέσων δηλητηρίασιν της εθνικής συνειδήσεως του Λαού.
Οι σκοτεινοί πράκτορες της αντεθνικής κινή­σεως σκορπίζουν άφθονον χρήμα, δελεάζουν τον Λαόν με τρόφιμα, τώρα που ταύτα σπανίζουσι, και ορθούται το φάσμα της πείνης, και, όπου ευ­ρίσκουν ακατάλληλον το έδαφος διά τους σατα­νικούς σκοπούς, απειλούν διά παντοίων μέσων.
Ιδιαίτατα εκβιάζονται κάτοικοι χωρίων, εκ της παρουσίας αξιωματικού ή υπαξιωματικού των ξέ­νων στρατευμάτων παρά το πλευρόν των οργά­νων των προπαγανδών ή των χαμερπών εκβια­στών. Διότι ατυχώς συνεργάζονται και μετά των αρχών Κατοχής, αποβλέποντες εις προσωπικά ο­φέλη.
Ούτοι κυρίως είναι γνωστοί Λεγεωνάριοι, οίτινες διά παντός θεμιτού ή αθεμίτου μέσου εφείλκυσαν την εμπιστοσύνην των ξένων, καταστάντες τυφλά όργανα τούτων.
Το λυπηρόν είναι ότι οι χωρικοί, πολίται τινές και ακόμη όργανα της Ασφαλείας, δεν αντιτάσσο­νται με την αρμόζουσαν στάσιν έναντι τούτων και παθητικώς αναμένουσι την λύσιν με εσταυρωμέ­νος τας χείρας.
Ο πόλεμος δεν έληξε. Συνεχίζεται εισέτι ειρηνικώς εν τη Ελλάδι και το μέτωπον αποτελείται α­πό όλους τους Έλληνας, άνδρας και γυναίκας.
Αν νικήσωμεν εις αυτόν η Πατρίς θα μας ευγνωμονή. Αν ηττηθώμεν, η ιστορία θα μας περιγράψη με τα μελανότερα χρώματα.
Δεν είναι νοητόν να φανώμεν ανάξιοι απόγονοι αξιωτάτων προγόνων, οι οποίοι επέρασαν διά πυ­ρός και σιδήρου διά να μείνουν αλώβητοι και α­πτόητοι εις την εθνικήν σκοπιάν.
Μη μιμήσθε εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες διά να εξασφαλίσουν το τομάρι των και τα συμφέροντά των εκλείσθησαν εις τους τέσσαρας τοί­χους της οικίας των και δήθεν κλαυθμηρίζουν, ή σχολιάζουν ή επικρίνουν υπό το προσωπείον του πατριώτου. Μη αδιαφορήτε ως αδιαφορούν ολί­γοι τινές.
Μη αναμένετε τας λύσεις μοιρολατρικώς. Μη πιστεύητε τους διαδοσίας, οίτινες πολυειδώς και ποικιλοτρόπως μας εκμεταλλεύονται διά να πλου­τίζουν αθεμίτως και παρά πάντα νόμον.
Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν των υπαλλή­λων και των οργάνων της τάξεως επί της βαρυτάτης ευθύνης που υπέχουν απέναντι της Κυβερνή­σεως και του Έθνους.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα της τάξεως οφεί­λουν να ενεργούν κατά την Ελληνικήν και υπαλληλικήν των συνείδησιν, συμφώνως προς τας ο­δηγίας της Κυβερνήσεως και προς το συμφέρον του Έθνους, χωρίς να υποκύπτουν εις 'τας θρασείας ενεργείας των εκβιαστών και των οργάνων των προπαγανδών, αι οποίαι· επιζητούν να εκμε­ταλλευθούν τας δυσχερείας της Πατρίδος μας διά να καταφέρουν κατ' αυτής, ύπουλα και δολο­φονικά πλήγματα.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα Ασφαλείας δεν πρέπει να λησμονήσουν έστω και επί στιγμήν ότι εις χείρας των ευρέθησαν ύψιστα συμφέροντα του Έθνους.
Να διαμαρτύρησθε εις τα Φρουραρχεία των Αρχών Κατοχής, να με τηρήτε ενήμερον διά τηλε­γραφικών και ταχυδρομικών αναφορών ή δι' οιου­δήποτε άλλου μέσου, επιβαλλομένου από τας ει­δικός περιστάσεις, υφ' ας τελούμεν και να διαφωτίζητε επιμόνως την κοινήν γνώμην όπως μη πίπτη θύμα της πλεκτάνης της Ελλάδος.
Πρέπει να κατανοηθή παρά πάντων ότι αι Αρ­χαί Κατοχής, αίτινες εσεβάσθησαν τον Ελληνικόν
Λαόν, εκτιμώσι τους φιλονόμους και φιλησύχους  Έλληνας και δεν αρέσκονται εις ανωμαλίας. Συνεπώς πάσα υπερήφανος στάσις μας θα εκτιμηθή  παρά των τοπικών ηγητόρων και θα εύρωμεν την  συνδρομήν των.
Απαιτείται όμως και πάντες οι Έλληνες να είναι έτοιμοι να προτιμήσουν να διακινδυνεύσουν,  παρά να ωχριώσι προ πραγματικής ή φαινομενικής απειλής. Προς τον σκοπόν τούτον δέον να  εργάζωνται πάντες εις το να γίνη αντιληπτόν τούτο ως εθνική ανάγκη. Αν δεν νικήσωμεν εις τον ειρηνικόν αγώνα μέχρι της ειρήνης ούτε η ζωή μας  θα εξασφαλισθή ούτε η περιουσία μας θα σωθή.
Η ελευθερία και η ευημερία εξασφαλίζονται εάν επιδείξωμεν ζωτικότητα, σύμπνοιαν, νομιμοφροσύνην και εάν κρατώμεν υψηλά το εθνικόν  λάβαρον, χωρίς να κλονιζώμεθα και χωρίς να ωχριώμεν.
Ας μή λησμονώμεν ότι όλοι μας απεφασίσαμεν να πέσωμεν ενδόξως. Διατί τώρα να διστάζωμεν; : Εις τα χέρια όλων των Ελλήνων ευρίσκεται η τύχη της Ελλάδος. Αρθήτε εις το ύψος των περιστάσεων και φανήτε αντάξιοι των ελπίδων, τας οποίας η Πατρίς στηρίζει εις υμάς.
Στρατηγός Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ Πρόεδρος της Κυβερνήσεως», j
Η εγκύκλιος προς τους νομάρχες δημοσιεύθηκε στις θεσσαλικές εφημερίδες, γεγονός που εν­θάρρυνε τον πληθυσμό και φυσικά απογοήτευσε τους λεγεωνάριους, που δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθούν ανοιχτά με την κατοχική κυβέρνηση. Στην προσπάθειά του να επιτύχει μέγιστο αποτέλεσμα, ο Τσολάκογλου επιστράτευσε και ορισμένες κουτσοβλαχικής καταγωγής προσωπικότητες, κυρίως στρατιωτικές (στρατηγός Ντάκος, συνταγματάρχης Απόστ. Παπαγεωργίου, λο­χαγός Θ. Σαράντης κ.ά.), στέλνοντάς τους στις ε­πίμαχες περιοχές για να αναπτερώσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Η κορυφωμένη αντίδραση που αντιμετώπισε η ομάδα του Διαμάντη δεν τον πτόησε όμως. Οι θεσσαλικές εφημερίδες υποχρεώθηκαν να δημο­σιεύσουν, με τον τίτλο «Επιβεβλημένη απάντησις», το μανιφέστο των ρουμανιζόντων προδο­τών:
«Εις την εφημερίδα "Θεσσαλία" του Βόλου εδημοσιεύθη μία σειρά άρθρων εναντίον των Βλά­χων της Ελλάδος και μερικά αποσπάσματα από  το βιβλίον του καθηγητού κ. Κεραμοπούλου περί των Βλάχων. Όσον αφορά τα άρθρα, ελπίζομεν η ( Ελληνική Κυβέρνησις να θέση τέρμα εις αυτήν  την εκδήλωσιν. Εις κανέναν δεν επιτρέπεται να παίζη εν ου παικτοίς, καθ' ην στιγμήν οι αδελφοί [ μας χύνουν το αίμα τους παρά το πλευρόν των  κραταιών Συμμάχων μας.
Όσον αφορά το ιστορικόν μέρος διά την καταγωγήν των Βλάχων της Βαλκανικής, περιττεύ­ουν αι εξεζητημένοι εξηγήσεις του καθηγητού κ. ; Κεραμοπούλου, αι οποίαι δεν είναι άλλο τι ει μή διαστροφή και παραχάραξις της ιστορικής αλη­θείας.
Οι Βλάχοι, απόγονοι της 5ης θρυλικής Ρωμαϊ­κής Λεγεώνος και των πέραν του Δουνάβεως α­ϊ δελφών μας, αναφαίνονται δρώντες ως ιδία εθνότης από του 6ου αιώνος και δεν πρέπει να λησμονή κανείς ότι η Νότιος Μακεδονία και η Θεσσαλία επί πολλούς αιώνας απετέλουν την Μεγάλην Βλαχίαν, ενώ η περί την Πίνδον περιοχή και η Αιτωλοακαρνανία απετέλουν την Μικράν Βλαχίαν.  Επί πλέον οι μεγάλοι Αρχηγοί των Βλάχων Πέτρος και Ασάν εγένοντο ιδρυταί ιδίας δυναστείας,  η δε επικράτειά των ηπλούτο από του Βελιγρα7.PNGδίου μέχρι του Ευξείνου. Πάντας τους καλής πίστεως συζητητάς παραπέμπομεν εις τους Έλληνας συγγραφείς Κεκαυμένον, Προκόπιον, Κεδρινόν και λοιπούς, και εις αυτό τούτο το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τόμος Γ', σελίς 331,  στ. 332, ένθα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου  Ν.Α.Β. γράφει επί λέξει «Βλάχοι, Λατινογενής Λα­ός κλπ.... οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαί­ους», διά να μη αναφέρωμεν πλείστους ξένους συγγραφείς Γερμανούς, Ιταλούς, Αγγλους και την εξέχουσαν φυσιογνωμίαν του διαπρεπούς Καθηγητού της Ρουμανίας Γ. Μούρνου. Συνεπώς ημείς οι Βλάχοι της Βαλκανικής, διατηρήσαντες διά μέσου των αιώνων πλήρη συνείδησιν της λα­τινικής μας καταγωγής, την γλώσσαν μας, τα ήθη και έθιμά μας, δεν έχομεν ανάγκην διαφωτίσεως από διαφόρους τύπους υπόπτους.
Εκείνο το οποίον προέχει διά τους καλής πίστεως Έλληνας είναι η συμβολή του βλαχικού στοιχείου διά την δημιουργίαν και ανέλιξιν της νε­ωτέρας Ελλάδος. Από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος Γεωργάκη Ολυμπίου, του Κωλέτη και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι των συγχρόνων διανοουμένων, στρατιωτικών και ευεργετών της Ελλάδος Λάμπρου, Σταύρου, Ζαλοκώστα, Αβέ­ρωφ, Κρυστάλλη, Σίνα, Στουρνάρα κλπ., συνέβαλον με το αίμα τους, το πνεύμα, και το χρήμα διά την απελευθέρωσιν, την εξέλιξιν και την ευημερίαν της Ελλάδος. Προς το Βλαχικόν στοιχείον ο­φείλεται εκ μέρους των Ελλήνων τιμή, σεβασμός και ευγνωμοσύνη δι' όσα έδωσαν άνευ υπολογι­σμού υπέρ της Ελλάδος. Διά την σημερινήν στάσιν των Βλάχων παραπέμπομεν τους πάντας εις τας κατά Σεπτέμβριον 1941 γενομένας συνεννοή­σεις μας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η ει­λικρινής διάθεσις του βλαχικού στοιχείου, ιδίως δε της Πίνδου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, διά μίαν στενήν και αδιάσπαστον συνεργασίαν του βλαχικού και ελληνικού στοιχείου είναι τόσον σα­φής και κατά τοιούτον τρόπον δεδηλωμένη, ώστε ουδεμία αμφιβολία να χωρή, υπό ένα όμως και μόνον όρον, η ειλικρινής αύτη διάθεσις να εύρη απήχησιν εις την Ελληνικήν συνείδησιν και ότι θα ενταχθώμεν εις τα πλαίσια του Άξονος. Από την έμπρακτον εφαρμογήν της ως άνω συμφωνίας μας εκ μέρους των αρμοδίων θα εξαρτηθή η πε­ραιτέρω στάσις μας.
8.PNGΩς προς το στοιχείον μας η γραμμή μας έχει χαραχθή σαφώς προ πολλού. Το καθήκον μας ε­πιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και των πέραν του Δουνάβεως ελευθέ­ρων αδελφών μας, ν' αγωνισθώμεν παρά το πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας. Όπου η Ρώμη, και ημείς, ας το γνωρίζουν φίλοι και εχθροί, ιδιαίτατα δε οι Βαλκανικοί Λαοί με τους οποίους ζώντες ε­πί αιώνας έσχον την ευκαιρίαν να γνωρίσουν την δυναμικότητα του στοιχείου μας. Βάρβαροι επιδρομαί και παροδικά πολιτικά γεγονότα μάς εχώρισαν από την Μητέρα Ρώμην, αλλά τίποτε επί 15 αιώνας δεν υπήρξε ικανόν να εξάλειψη από την συνείδησιν μας την λατινικήν καταγωγήν.
Διετηρήσαμεν την απόλυτον πίστιν μας διά την ανάστασιν της Ρώμης και ιδού οι αετοί της απλώ­νουν και πάλιν τα φτερά ανά την οικουμένην. Θα ήτο αυτόχρημα μωρία να πιστεύη κανείς σήμερον ότι με την διαστρέβλωσιν της ιστορικής αληθείας και με την δράσιν η οποία ουδεμίαν υπηρεσίαν προφέρει εις τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ελλάδος, οι Βλάχοι θα ελησμόνουν την καταγωγήν τους και το επιβαλλόμενον εις αυτούς ιε­ρόν καθήκον απέναντι της φυλής των και της μη­τρός των Ρώμης.
Είναι καιρός οι συμφωνούντες Έλληνες να ε­πωφεληθούν της παρουσιαζομένης εξαιρετικής ευκαιρίας με την ειλικρινή συνεργασίαν του ελλη­νικού και βλαχικού στοιχείου μετά των λοιπών φί­λων μας εν τη Βαλκανική, να θέσουν ασφαλείς βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον και μίαν ευη­μερούσαν Ελλάδα, είναι καιρός ν' αντιληφθούν ό­λοι και να εκτιμήσουν δεόντως σήμερον τον σπουδαιότατον ρόλον, τον οποίον έχουν να δια­δραματίσουν τα 1.500.000 υπολειφθέντων Βλά­χων της Νοτίου Βαλκανικής ως συνδετικός κρί­κος μεταξύ Ρώμης-Βουκουρεστίου, μεταξύ δύο Λαών 80.000.000 διά την παγίωσιν μιας δικαίας τάξεως πραγμάτων εν τη Ν. Ανατολική Ευρώπη και εις την πολυπαθή Βαλκανικήν. Ειλικρινής συ­νεργασία μεταξύ ελληνικού και βλαχικού στοιχεί­ου και ειλικρινής έμπρακτος προσανατολισμός προς την αιωνίαν Ρώμην είναι αι ασφαλέστεροι βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον όλων μας.
1 Μαρτίου 1942 Ο Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής
Αλκιβιάδι Ντιαμάντι Οι εκπρόσωποι των Βλάχων Αλβανίας: Βασίλι Βαρντούλι. Σερβίας: Μιτσέλε Τεγκοϊάννη. Βουλγαρίας: Προφεσόρε Ζήκο Αράια. Ελλάδος: Αβοκάτο Νίκο Τούλια Ματούσι. Προ­φεσόρε Ντίμο Τσιούτρα. Ντοτόρε Κόστα Τάχο. Α­βοκάτο Τζιόρτζιο Καζάνα. Αβοκάτο Τζιόρτζιο Βα­σιλάκη. Ντοτόρε Τζιόρτζιο Φράνκο. Προφεσόρε Α. Μπέκα. Κομερτσιάντε Γκάκι Παπά. Ντοτόρε Νί­κο Μιτσιμπούνα. Προφεσόρε Ντημ. Κατζηγκόγκο. Αβοκάτο. Αν. Καλομέτρο. Κολονέλλο Νίκο Τελιόνι. Κολονέλλο Βασίλη Τζιότζιο. Προφ. Κώστα Νικολέσκο. Προφ. Τόλη Μπάστα. Κομερ. Ντημ Τά­χα. Ματζιότε Στέφανο Κότσιο. Προφ. Τζιόρτζιο Κοντοϊάννη. Ντοτ. Κ. Καλοέρα. Προφ. Βιρτζίλιο Μπαλαμάτσε. Προφ. Μιτσέλε Μπάρντα. Ιντζενιέρε Ε. Γκοτζαμάνη. Ιντζ. Κ. Στέφα. Ιντζ. Νίκο Α. Μπέκα. Προφ. Τζιόρτζιο Μπαλαμάτσε. Ιντζενιέρε Σ. Πελέκι. Αβοκάτο Κ. Πιτούλι. Αβοκάτο Ντημ. Μπάρντα. Αβοκ. Τόλι Χατζή. Κομερτσιάντε Τζιο­βάνι Κόπανο. Προφ. Ζίσι Χατζημπύρα. Ντοτόρε Σέρτζιο Τριανταφύλι. Κομερτσιάντε Τζιοβάνι Μέρτζιο. Κομ. Περικλή Πιτένι. Κομ. Τζιόρτζιο Γκουλέκα. Κομ. Αχίλλε Τάκι Φουρκιώτη. Κομ. Ατανάση Μπαλοδήμο».
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 1942, αν και φέρει ημερομηνία 1 Μαρτίου. Με τη δημοσίευση του μανιφέστου αυτού των Κουτσοβλάχων λεγεωνάριων ετίθετο για πρώτη φορά έ­να ζήτημα με φαιδρή προέκταση. Οι ίδιοι οι ενδια­φερόμενο έκαναν στην πραγματικότητα μια δή­λωση αυθαίρετου αυτοπροσδιορισμού υποταγής προς τη «Μητέρα Ρώμη», διευκρινίζοντας δηλαδή ότι θεωρούν εαυτούς ότι αποτελούν ιταλική μειο­νότητα στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι είχαν ξε­μείνει επί δύο χιλιάδες χρόνια στην Ελλάδα ως α­πομεινάρια μιας ρωμαϊκής λεγεώνας!
Είναι πολύ φυσικό το ζήτημα να μην είχε συνέ­χεια, αφού μόνον ως κολακεία κάποιων προδο­τών προς τον ξένο κατακτητή της εποχής θα μπο­ρούσε να εκληφθεί, παρά ως απόρροια εθνικού προβληματισμού της ομάδας των λίγων Κουτσοβλάχων που είχαν συνυπογράψει το μανιφέστο. Ένας από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων με ακέραιη την ελληνική του συνείδη­ση, ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης, ο οποίος κατά την Κατοχή είχε πρωτοστατήσει με σθένος στην αντίδραση εναντίον των σχεδίων του Διαμαντή, τον Ιούλιο 1946 επανέφερε το ζήτημα στη Βουλή. Ζήτησε από την τότε κυβέρνηση να απαιτήσει α­πό την ιταλική κυβέρνηση να δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να εγείρει θέ­μα ιταλικής μειονότητας στην Ελλάδα, που άλλω­στε μόνο στα όρια της φαιδρότητας θα μπορού­σε να αποδοθεί.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΤΟΤΕ”, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006
* Ο Δημοσθένης Κούκουνας είναι δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρακαι μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει οικονομικά στην Αγγλία, αλλά από νεαρή ηλικία δραστηριοποιήθηκε στη συγγραφή βιβλίων, τη δημοσιογραφία και γενικά στον εκδοτικό χώρο.
Στη δημοσιογραφία εργάστηκε αρχικά στο οικονομικό και αργότερα στο πολιτικό ρεπορτάζ σε ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε αρχισυντάκτης διαφόρων εφημερίδων και διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας "Ελεύθερος", που ίδρυσε ο ίδιος το 1986 με εκδότη τον Ιω. Μάστορα. Υπήρξε επίσης εκδότης-διευθυντής του "Νεολόγου Πατρών" και στα τελευταία χρόνια διευθύνει τα περιοδικά "Λαβύρινθος", "Τότε" και άλλα ιστορικά περιοδικά, καθώς και την εκδοτική εταιρία "Μέτρον".
Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, κυρίως ιστορικών και βιογραφικών, μεταξύ των οποίων: "Η γερμανική εισβολή και η συνθηκολόγηση", "Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα", "Η Μάχη της Κρήτης", "Έλληνες Πολιτικοί", "Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός", "Ίων Δραγούμης", "Άρης Βελουχιώτης, ο αμφιλεγόμενος πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ", "Νίκος Ζαχαριάδης" κ.ά. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την Ιστορία της Κατοχής και πρόσφατα (2009) κυκλοφόρησαν τα βιβλία του "Οι Γερμανοί στην Ελλάδα", "Η Κατοχή στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη", "Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου", "Η Κρήτη υπό Κατοχή", "Η γερμανική και ιταλική κατασκοπεία" και "Οι Ιταλοί στην Ελλάδα". Το 2012 κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του "Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια".
Από το 1992 μέχρι το 2005 είναι διευθυντής των ελληνικών βιογραφικών εκδόσεων "Who's Who" και της τρίτομης "Βιογραφικής Εγκυκλοπαίδειας του Νεωτέρου Ελληνισμού 1830-2010 - Αρχεία Ελληνικής Βιογραφίας" που κυκλοφόρησε το 2011.

Μαθητές του Κρουσόβου Σκοπίων επισκέφθηκαν τον Δήμαρχο Καλαμπάκας

2Μαθητές του Γυμνασίου Κρουσόβου των Σκοπίων υποδέχθηκε πριν από λίγο ο Δήμαρχος Καλαμπάκας, Δημήτρης Σακελλαρίου, στο γραφείο του στο Δημαρχείο.
Τους μαθητές συνόδευε ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Βλάχικης Αμφικτιονίας, Μιχάλης Μαγειρίας, ο οποίος σημείωσε ότι τα παιδιά θα φιλοξενηθούν στη χώρα μας για δύο ημέρες. Σήμερα, πρώτη μέρα της επίσκεψής του στην Ελλάδα, θα επισκεφθούν τα Μετέωρα και αύριο θα μεταβούν στα βλαχοχώρια των Γρεβενών, μια που πολλοί βλάχοι του Κρουσόβου κατάγονται από εκεί.
Τα παιδιά, που σημειωτέον μαθαίνουν Ελληνικά, συνοδεύουν καθηγητές τους και η Διευθύντρια του σχολείου κ. Μπλιάνα Πρόεσκα, η οποία ευχαρίστησε τον Δήμαρχο για την υποδοχή.
Ο κ. Σακελλαρίου καλωσόρισε τον κ. Μαγειρία, τα παιδιά και τους καθηγητές τους και τους έδωσε και αναμνηστικά δώρα.
Στο Δημαρχείο παραβρέθηκαν οι Αντιδήμαρχοι Ηρακλής Αλμπάνης και Γιάννης Ζαρόπουλος, καθώς και ο Επίτιμος Πρόεδρος της ΦΑΤΑ, Θανάσης Μουστάκας.
Σημειώνεται ότι από το Κρούσοβο καταγόταν ο Αλέξανδρος Ι. Σβώλος, διαπρεπής Έλληνας νομικός και πολιτικός, που κατά την περίοδο της Κατοχής διετέλεσε πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης.
1

Αναβιώνει η ρομανική προπαγάνδα για βλάχικη μειονότητα στην Ελλάδα

Θυμίζει την ίδρυση επι κατοχής του «Πριγκιπάτου της Πίνδου» από γραφικούς τυχοδιώκτες!
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Τον τελευταίο καιρό, η Ρουμανία απλώνει τα προπαγανδιστικά της πλοκάμια και προς την χώρα μας και μιλά για «βλάχικη μειονότητα», όπως έκανε εκβιαστικά και προς το Βελιγράδι, για να την αναγνωρίσει. Αρωγός της, η αμερικανική οργάνωση «Freedom House» που στηρίζει την ρουμανική προπαγάνδα περί ύπαρξης βλάχικης μειονότητας στην Ελλάδα. Την αποστομωτική απάντηση δίνουν οι ίδιοι οι Βλάχοι , που μιλούν για αστειότητες και γελοιότητες ενώ το βιβλίο « Από τους Τζενεράδες στον Κορυδαλλό» που κυκλοφόρησε η δημοσιογράφος Κατερίνα Φασέγγα, είναι διαφωτιστικό: Οι Βλάχοι είναι μόνο Έλληνες. Έβγαλαν σπουδαίους ευεργέτες, που αφού πρόκοψαν και πλούτισαν στην ξενιτειά, διέθεσαν τον πλούτο τους για να αναστηλωθεί η δύσμοιρη Ελλάδα: Γεώργιος Αβέρωφ, Σίμων Σίνας, Μιχαήλ Τοσίτσας, Ευαγγέλης Ζάππας και πολλοί άλλοι.
Η συνταγή είναι παλιά και θ’ αναφερθούμε στο περιβόητο «Πριγκιπάτο της Πίνδου» που υποκινήθηκε η ίδρυση του το 1917, με πρωτοβουλία αξιωματικών του ιταλικού συμμαχικού στρατού και Ρουμάνους πράκτορες. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, βλαχόφωνος δικηγόρος από τη Λάρισα, τυχοδιώκτης και απατεώνας. Απέτυχε τότε, εξαφανίστηκε, αλλά το Σεπτέμβρη του 1941 ξαναγύρισε με τους κατακτητές, με σκοπό να ιδρύσει Κουτσοβλαχικό Κράτος με τίτλο «Πριγκιπάτο της Πίνδου». Ανασύστησε τότε την « 5η Ρωμαϊκή Λεγεώνα», έλεγε ότι ήταν απόγονος της, αυτοχρίσθηκε «πρίγκιψ» και την επάνδρωσε με λωποδύτες, καταδότες, κατσικοκλέφτες, ληστοτρόφους που λυμαίνονταν πόλεις και χωριά (Τρίκαλα, Ελασσόνα, Σαμαρίνα, Γρεβενά, Μέτσοβο, Μαλακάσι, Κορυδαλλός, Καλαμπάκα.
Η υπόθεση της Λεγεώνας ήταν αποτέλεσμα μακράς προπαρασκευής και μακροχρονίου προπαγάνδας. Κέντρο της ήταν το Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών. Όσοι αποφοιτούσαν, προσκαλούντο από το Ρουμανομακεδονικό κομιτάτο στο Βουκουρέστι για να εκπαιδευτούν και επέστρεφαν στην Ελλάδα όπου με τη βοήθεια της κραταιάς Ιταλίας, προκαλούσαν «εξεγέρσεις των Ρουμανιζόντων κουτσοβλάχων».
Ο αυτοτιτλοφορούμενος «Πρίγκιψ» Διαμάντης, σύχναζε στην έδρα της Ιταλικής μεραρχίας Φόρλι του στρατηγού Ρουτζέλο στη Λάρισα και συνεργαζόταν στενά με τον συνταγματάρχη του 2ου Ε.Γ. Λουϊτζι Μάντζι, υποκινητή του βλαχικού κινήματος. Βρήκε γρήγορα συνεργάτη, τον τυχοδιώκτη δικηγόρο Νικόλαο Ματούση από τη Σαμαρίνα και ανακήρυξε το «πριγκιπάτο της Πίνδου» με σημαία τα ιταλικά χρώματα και έμβλημα τη λύκαινα με τα δύο λυκόπουλα.
Προσπάθησαν να δημιουργήσουν κουτσοβλαχικές κοινότητες και σχολεία αλλα μόνο ελάχιστοι φοβισμένοι ανταποκρίθηκαν. Στρατολόγησε μόνο 200 άνδρες, αλλά στους ιταλούς έλεγε 2.000 για να παίρνει χρήματα, όπλα, ρουχισμό και τρόφιμα. Η συμμορία του έδρασε ως εκτελεστικό όργανο των ιταλών κατά τρόπο άθλιο, επαίσχυντο και προδοτικό. Οι λεγεωνάριοι του πυρπολούσαν σπίτια, τυφέκιζαν χωρικούς, λήστευαν και εκβίαζαν.
Πειθήνιο όργανο τους ήταν ο τότε κατοχικός νομάρχης Λαρίσης Χρυσόστομος Πιπιλιάγκας που αντικατέστησε τα κοινοτικά συμβούλια με όργανα δικά του. Με την έγκριση του επιδόθηκαν σε λεηλασίες. Σε κάθε διανομή, παρουσιαζόταν ο Ματούσης ως εκπρόσωπος της Λεγεώνος και έπαιρνε 2.000 μερίδες, ενώ εφοδίαζε το αλάτι στους τυροκόμους, παίρνοντας το ¼ της παραγωγής υπέρ της Λεγεώνος και το ¼ των κερδών. Με την άδεια των ιταλών προέβαινε σε επιτάξεις καλαμποκιού, σταριού, πατάτας, λαδιού, που προωθούσε στη μαύρη αγορά, ενώ προπαγάνδιζαν την ανακήρυξη του «Πριγκιπάτου».
Αντιδράσεις στα σχέδια τους υπήρξαν από πολλές προσωπικότητες της Θεσσαλίας ( μητροπολίτης Ελασσόνας Καλλίνικος, Ευάγγελος Αβέρωφ, δικηγόροι και γιατροί). Ακόμα και ο βλάχος πρωθυπουργικός στρατηγός Τσολάκογλου αντέδρασε και με έγγραφο του (Α.Π. 341/12-3-42) ζητούσε για το θέμα των Βλάχων από τις κρατικές υπηρεσίες « να δείξουν πυγμή και εφαρμογή των νόμων εναντίον εκείνων που με την εύνοια των αρχών κατοχής προβαίνουν εις παρανομίας. Οι Βλάχοι είναι Έλληνες και μόνον!…».
Το τέλος του «Πριγκιπάτου της Πίνδου
Σύμμαχος των Λεγεωνάριων ήταν η ρουμανική πρεσβεία στην Αθήνα που με διακοινώσεις υποστήριζε τους… ρουμανίζοντες της Πίνδου μιλώντας για κακή μεταχείριση «της Ρουμανικής μειονότητος». Το Μάρτιο του 1942, ο Διαμάντης ως αρχηγός των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής κυκλοφόρησε προκήρυξη που υπέγραφαν και εκπρόσωποι Βλάχων, βαλκανικών χωρών. Ακολούθησε η σύγκληση Συνεδρίου στο Μέτσοβο και η κήρυξη ιδρύσεως του νέου κράτους: «Πριγκιπάτο της Πίνδου». Η κατάρρευση εν τω μεταξύ της Ιταλίας, τους χάλασε τα σχέδια. Η οργάνωση διαλύθηκε και ο Διαμάντης διέφυγε αρχικά στην Ιταλία και μετά στη Ρουμανία.

*To αρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Real News»


Οι Βλάχοι και η 5η ρωμαϊκή λεγεώνα της Πίνδου

Κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου πολέμου, με πρωτοβουλία αξιωματικών του (συμμαχικού τότε) ιταλικού εκστρατευτικού σώματος, που βρέθηκε το 1917 στην Ελλάδα,  υποκινήθηκε η ίδρυση του «Πριγκιπάτου της Πίνδου» με επικεφαλής τον «Πρίγκιπα» Αλκιβιάδη Διαμάντη, βλαχόφωνο δικηγόρο από τη Θεσσαλία. Η προσπάθεια αυτή δε βρήκε καμιάν απολύτως  υποστήριξη από τους Βλάχους και ο Διαμάντης εξαφανίστηκε, ακολουθώντας τους Ιταλούς, για να επιστρέψει ξανά μαζί τους το 1941, μαζί με ομάδα κατασκόπων, καταδοτών και συνεργατών των ιταλικών στρατευμάτων.
Το φθινόπωρο του 1941 ο Διαμάντης με την υποστήριξη του στρατηγού Ρουτζέρο, διοικητή της ιταλικής μεραρχίας «Φορλί» που είχε έδρα της τη Λάρισα, ίδρυσε την «Λεγεώνα»,  ένοπλο σώμα, κύριος σκοπός του οποίου, ήταν η ίδρυση Αυτόνομου Κουτσοβλαχικού Κράτους με τον τίτλο «Πριγκηπάτο της Πίνδου», που θα ενσωματονόταν μετά τη νίκη του Άξονα στη «Μεγάλη Ιταλία».  Το σώμα αυτό των «Λεγεωνάριων» επανδρώθηκε με τα περικαθάρματα των πόλεων και της υπαίθρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Πάσης φύσεως λωποδύτες, καταδότες της αστυνομίας, κατσικοκλέφτες, ληστοτρόφοι κλπ, δελεάστηκαν από την προοπτική του πλιατσικολογήματος και της ατιμωρησίας, και κατατάχθηκαν στα αποσπάσματα που συγκροτήθηκαν στα Τρίκαλα, την Ελασσόνα, την Σαμαρίνα, τα Γρεβενά, το Μέτσοβο, την Καλαμπάκα, την Λάρισα, τα Φάρσαλα, τα οποία πλαισιώθηκαν με Ιταλούς στρατιώτες και Καραμπινιέρους.
Παρά τις υποσχέσεις για σημαντικές υλικές παροχές και παρά τις απειλές που συχνά συνοδεύτηκαν με κακοποιήσεις, ελάχιστοι Βλάχοι δελεάστηκαν.  Ουσιαστικά από τις 140.000 περίπου Βλάχους (που το 1940 αποτελούσαν το 25% των κατοίκων της Θεσσαλίας) στη Λεγεώνα, στην μέγιστη ακμή της δεν θα καταταχθούν περισσότερα από 1000 άτομα, ένοπλα και άοπλα. Ο Διαμάντης περιόδευε συνεχώς τις περιοχές αυτές προπαγανδίζοντας την αναβίωση της «5ης ρωμαϊκής λεγεώνας» και προσπαθώντας να στρατολογήσει σ΄ αυτήν Βλάχους, χωρίς αποτέλεσμα. Αποτυχία σημείωσαν επίσης οι προσπάθειές του να εντάξει στις ένοπλες ομάδες του, Βλάχους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού και άλλα εξέχοντα μέλη της θεσσαλικής κοινωνίας, βλαχικής καταγωγής.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως οι γερμανικές αρχές κατοχής αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό και καχυποψία όλες αυτές τις ιταλικές μηχανορραφίες, γιατί κατά βάθος δεν είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στους συμμάχους τους  Αυτό έγινε αντιληπτό από πολλούς εξέχοντες Βλάχους, όπως ο πολιτικός Αβέρωφ Τοσίτσας, που αποτόλμησαν, παρά την ιταλική λογοκρισία, να δημοσιεύσουν σε αθηναϊκές εφημερίδες άρθρα κατά της κίνησης του Διαμάντη.
Ακόμα και ο πρωθυπουργός της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου (βλάχικης επίσης καταγωγής), με συνεχή υπομνήματα προς τις Γερμανικές αρχές, προσπάθησε να αποκρούσει τα αυτονομιστικά σχέδια του Διαμάντη και των Ιταλών, ενώ παράλληλα διόρισε Νομάρχη Τρικάλων τον Θ. Σαράντη, πρώην αξιωματικό της Σχολής Ευελπίδων επίσης βλάχικης καταγωγής (και από τους ελάχιστους που προπολεμικά είχαν εκπαιδευτεί στον «μυστικό πόλεμο») με σκοπό την αντιμετώπιση της κατάστασης.
(…)

Η διάλυση του «Πριγκηπάτου»

Το ΕΑΜ αλλά και η «Φιλική Εταιρεία», αντιστασιακή οργάνωσε με επικεφαλής τον πολιτικό Γ. Αβέρωφ-Τοσίτσα, πολέμησαν με κάθε τρόπο την αυτονομιστική δράση των Λεγεωναρίων, αρχίζοντας με τη διαφώτιση του βλαχόφωνου πληθυσμού και περνώντας σε δυναμική αναμέτρηση μαζί τους.  Στα Τρίκαλα ο Διοικητής της Χωροφυλακής, Μοίραρχος Χρήστος Κούρτης πυρπόλησε αποθήκη υλικού που προοριζόταν για τους αυτονομιστές, ενώ από τα μέσα του 1942 έως τον χειμώνα του 1942-43 ο Άρης Βελουχιώτης θα στείλει στη Θεσσαλία επίλεκτο τμήμα του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον καπετάνιο Νάκο Μπελή και με αποστολή την εκμηδένιση της Λεγεώνας.
Πραγματικά ο ΕΛΑΣ σε σύντομο χρονικό διάστημα διέλυσε όλες τις αυτονομιστικές ομάδες, χαρακτηριστικό δε είναι το ότι όσες φορές κάποια μονάδα του ΕΛΑΣ επιχειρούσε εναντίων Λεγεωναρίων και εκεί κοντά υπήρχε Σταθμός Χωροφυλακής, οι Χωροφύλακες όχι μόνο δεν επεμβαίνανε, αλλά πρόθυμα παρέδιδαν τα όπλα τους στους αντάρτες.
Στην περιοχή των Δ. Χασίων, στην Κουτσούφλιανη, τμήμα του Υπαρχηγείου Χασίων του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Νίκο Ζαραλή, εκτέλεσε τον τοπικό αρχηγό των Λεγεωναρίων Βαζούρα με αποτέλεσμα την πλήρη διάλυση της Λεγεώνας στην περιοχή εκείνη. Άλλες ομάδες του ΕΛΑΣ προχώρησαν σε επιδεικτικές εκτελέσεις επίλεκτων και σημαντικών των αυτονομιστών, πανικοβάλοντας τους υπόλοιπους, έτσι ώστε έως το 1943 να μην υφίστανται πουθενά ομάδες Λεγεωναρίων, εκτός από την Ελασσόνα και την Λάρισα.
Ο καπετάν Μπελής, όταν ουσιαστικά ολοκλήρωσε την αποστολή του έστειλε συμβολικά το μαύρο καλπάκι ενός από τους τελευταίους Λεγεωνάριους στον Άρη, ο οποίος το φόρεσε και αυτή ήταν η αρχή των «Μαυροσκούφηδων», των επίλεκτων ελασιτών που συνόδευαν τον αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ.
Ο «Πρίγκιπας Διαμάντης», ήδη από το 1942, είχε καταφύγει απογοητευμένος για το Βουκουρέστι, ενώ ο «Πρόεδρος» Ν. Ματούσης, αφού μάταια προσπάθησε, με τις πλάτες των Ιταλών, να υπουργοποιηθεί στην Αθήνα, ίδρυσε μικρό φασιστικό κόμμα. Χαρακτηριστική είναι η μοίρα ενός βασικού οργανωτή των Λεγεωναρίων, του Β. Ραποτίκα, ο οποίος στις 8 Φεβρουαρίου 1943 είχε παρελάσει στην Λάρισα με την ομάδα του, σέρνοντας στο χώμα την Ελληνική Σημαία. Όταν κατέφυγε στο σπίτι του λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου από τις γυναίκες του χωριού του.


Μέρος από το εκτενές άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου με τίτλο “Τα σχέδια διαμελισμού της Ελλάδας από τους κατακτητές και η ματαίωσή τους από την Εθνική Αντίσταση” όπως αυτό παρουσιάζεται στο blog του γιου του Νίκου Σαραντάκου. 


Παρακάτω παρουσιάζεται το κείμενο "Οι Βλάχοι της Ελλάδας - Αντίλογος πρώτος"[1] από το blog του Δημήτρη Λιθοξόου.

Η ελληνικότητα των σύγχρονων Βλάχων (Κουτσοβλάχων) [2] προκύπτει από την εθνική τους συνείδηση, που αποκτούν κυρίως μετά τους βαλκανικούς πολέμους και την ως υπηκόων ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος. Με αυτή την έννοια είναι Έλληνες. Κατά την αναζήτηση ωστόσο της πολιτισμικής [3] τους ταυτότητας (διάφορη αυτή της εθνικής) θα πρέπει να σταθούμε στην ιστορική εικόνα που εμφανίζουν οι μαρτυρίες των πηγών και όχι στα αυθαίρετα “εθνολογικά” δημοσιεύματα που επέβαλε η κρατική ιδεολογία.
Είναι λοιπόν ο βυζαντινός συγγραφέας του ΙΒ΄ αιώνα Κεκαυμένος, που εκφράζοντας την αντίθεση των αρχών της Κωνσταντινούπολης προς τους δυναμικά αντιστεκόμενους στην αυτοκρατορική εξουσία Βλάχους, τους χαρακτηρίζει “γένος άπιστον τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις θεόν έχον πίστιν ορθήν μήτε εις βασιλέα μήτε εις συγγενή ή εις φίλον, αλλά αγωνιζόμενον πάντας καταπραγματεύεσθαι, ψεύδεται δε πολλά και κλέπτει πάνυ, ομνύμενον καθεκάστην όρκους φρικωδεστάτους προς τους εαυτού φίλους και αθετούν ραδίως ποιούν τε αδελφοποιήσεις και συντεκνίας και σοφιζόμενον δια τούτων απατάν τους απλουστέρους, ουδέποτε δε εφύλαξε πίστιν προς τινα, ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων”.
Και συνεχίζει περιγράφοντας τα συμβάντα που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τον τόπο όπου κατοικούσαν:
Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες εάλωσαν, και του βασιλέως αυτών του λεγομένου Δεκαβάλου αποσφαγέντος και την κεφαλήν επί δόρατος αναρτηθέντος εν μέση τη πόλει Ρωμαίων. Ούτοι γαρ εισιν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι. Ώκουν δε πρότερον πλησίον του Σάου, ον νυν ποταμόν Σάβαν καλούμεν, ένθα Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων, όθεν αγανακτήσαντες κατ’ αυτών, ως είρηται, διέφθειραν αυτούς, οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα” [Cecaumeni, Strategicon et incerti scriptoris de officiis regiis libelus, έκδοση B. Wassiliewsky – V. Jernstedt, Petersburg 1896, σελ. 74]. [4]
Την ίδια περίοδο ο Νικήτας Χωνιάτης γράφει για αυτούς “τους κατά τον Αίμον το όρος βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται” οι οποίοι “τα Θετταλίας κατέχων μετέωρα, α νυν μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται” [Nicetae Choniate, Historia, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841]. [5]

Ένας Εβραίος περιηγητής, ο Βενιαμίν εκ Τουδέλας, [6] σημειώνει το 1159 στο Ζητούνι (Λαμία): “Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοι της ονομάζονται Βλάχοι. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά στους ελληνικούς κάμπους για ληστεία και αρπαγές. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους, ούτε μπορεί να τους υποτάξει γιατί τα καταφύγιά τους είναι απρόσιτα και αυτοί μονάχα γνωρίζουν τους δρόμους. Δεν είναι χριστιανοί ούτε Εβραίοι”. Και συμπληρώνει: “Όταν συναντήσουν Ισραηλίτη τον ληστεύουν αλλά δεν τον σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Αυτή η φυλή δεν υπακούει σε κανένα νόμο” [Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος πρώτος, Αθήνα 1976, σελ. 223].
Πληροφορίες για τους Βλάχους [7] παρέχει και ο Χαλκοκονδύλης (ΙΕ αιώνας): “Δάκες δε χρώνται φωνή παραπλησία τη Ιταλών διεφθαρμένη δε ες τοσούτον και διενεγκούση, ώστε χαλεπώς επαΐειν τους Ιταλούς, ο,τιούν, ότι μη τας λέξεις διασημειουμένων επιγιγνώσκειν ό,τι μη τας λέξεις διασημειουμένων επιγιγνώσκειν ό,τι αν λέγοιτο. Όθεν μεν ουν τη τοιαύτη φωνή διαχρώμενοι ήθεσι Ρωμαίων επί ταύτην αφίκοντο την χώραν και αυτού τήδε ώκησαν”. “Από Δακίας επί Πίνδον το ες Θετταλίαν καθήκον ενοικήσαν έθνος. Βράκοι δε αμφότεροι ονομάζονται”. “Το τε Πίνδον όρος [8] (Βλάκοι δ’ ενοικούσιν αυτό, των Δακών ομόγλωσσοι, τοις παρά Ίστρον Δαξίν ομοίωντο)” [έκδοση Bonn Ι, σελ. 35, ΙΙ, σελ. 77, VI, σελ. 319]. [9]
Τέλος ο Κίνναμος συνδέει τους Βλάχους με τους Ιταλούς έποικους, όταν γράφει (ΙΒ΄ αιώνας): “Βλάχων πολύν όμιλον, οι των εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται” Ioannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, επιμ. Aug. Meineke, Bonn, 1836, σελ. 239].
Σε συμφωνία με τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, που σημειώνονται στα προαναφερόμενα μεσαιωνικά έργα, βρέθηκαν δύο μόνο έλληνες ιστορικοί. Ο Νίκος Βέης στο λήμμα περί των Βλάχων στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ελευθερουδάκη και ο Παναγιώτης Αραβαντινός στη μονογραφία του για τους Κουτσοβλάχους που γράφτηκε το 1865 και τυπώθηκε το 1905, μετά το θάνατό του. Όσοι άλλοι ασχολήθηκαν με το θέμα περιστρέφονται γύρω από τη θεωρία – μύθο του εκλατινισμού των αυτοχθόνων ελληνικών πληθυσμών της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και της φυλετικής συγγένειας Ελλήνων – Βλάχων.
Η πρώτη γενιά που στρατεύτηκε [10] για να αποδείξει την ελληνική καταγωγή των Βλάχων είναι οι: Σπύρος Παπαγεωργίου (les Koutsovalaques, Αθήναι 1908), Μιχαήλ Χρυσοχόου (Βλάχοι και Κουτσοβλάχοι, Αθήναι 1909), Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, (Ετυμολογικόν λεξικόν κουτσοβλαχικής γλώσσης, Αθήναι 1909) και Αντώνιος Κεραμόπουλος, (Τι είναι οι Κουτσοβλάχοι, Αθήναι 1939).
Κανένας τους βέβαια δεν έδωσε πίστη στις υστεροβυζαντινές πηγές, [11] αγνόησαν όμως ανεπίτρεπτα και τον Στράβωνα που υπογράμμισε τη βαρβαρική σύνθεση του πληθυσμού αυτών των επαρχιών, των υποτιθεμένων ελληνικών: “Σχεδόν δε τι και η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε το παλαιόν….Οι δε Θράκες και Ιλλυριοί και Ηπειρώται και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν. Έτι μέντοι μάλλον πρότερον ή νυν, όπου γε και της εν τω παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης την πολλήν οι βάρβαροι έχουσι, Μακεδονίαν μεν Θράκες και τινα μέρη της Θεττταλίας, Ακαρνανίας δε και Αιτωλίας [τα] άνω Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι και Αμφίλοχοι και Μολοττοί και Αθαμάνες, Ηπειρωτικά έθνη” [Γεωγραφικά Ζ, κεφ. έβδομον].
Είναι πάντως η αλυτρωτική πολιτική της Ρουμανίας που δημιούργησε το κουτσοβλαχικό ζήτημα [12] και προκάλεσε τις ποικιλότροπες ελληνικές αντιδράσεις, μερικές εκ των οποίων ήταν η συγγραφή αυτών των “Ιστοριών”.
Γιατί η ρουμανική κίνηση έδρασε συστηματικά για πολλές δεκαετίες στους τόπους που ζούσαν οι Βλάχοι. Η επεκτατική της πολιτική αρχίζει με το ταξίδι των Ραντουλέσκου – Μπολιντινεάνου [13] στην Ήπειρο και τη Μακεδονία το 1853, την αρθρογραφία των τελευταίων μετά την επιστροφή τους στο Βουκουρέστι και την έκδοση του βιβλίου “Le rêve d'un proscrit” (το όνειρο ενός απόκληρου) του Ραντουλέσκου. Το 1860 έγινε το επόμενο βήμα με την ίδρυση του Μακεδονο – Ρουμανικού Κομιτάτου.
Αλλά η μεγάλη μορφή των ρουμανιζόντων Βλάχων υπήρξε ο δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης [14] που με κυβερνητική ενίσχυση αρχίζει μετά το 1862 την ίδρυση βλάχικων σχολείων. Το 1880 υπάρχουν ήδη 24 σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, ένα ημιγυμνάσιο στο Κρούσεβο και ένα γυμνάσιο στο Μοναστήρι. Το 1886 άνοιξε γυμνάσιο στα Γιάννενα και το 1899 εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη. [15]
Παράλληλα λειτουργούν έως το 1892, 25 ρουμανικές εκκλησίες και δύο μητροπόλεις (Μοναστήρι και Γιάννενα). Μεγάλη επιτυχία της ρουμανικής πολιτικής είναι επίσης η έκδοση Ιραντέ το 1905 από το σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ, με το οποίο αναγνωρίζει τη ρουμανική εθνότητα των Κουτσοβλάχων. [16] Οι συχνές συγκρούσεις μεταξύ των ελλήνων και βλάχων κομιτατζήδων κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα είχαν σαν αποτέλεσμα τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Ρουμανίας (1906 – 1911). [17]
Ο θρίαμβος ωστόσο της ρουμανικής διπλωματίας στο κουτσοβλαχικό έρχεται με την επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 29 Ιουλίου 1913, ημέρα της συνθήκης του Βερολίνου, προς τον πρωθυπουργό Τάκε Μαγιορέσκο: “Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις Ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής δια τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα”. [18]
Το ελληνικό κράτος φρόντισε στη συνέχεια να αμβλύνει τις συνέπειες αυτής της δέσμευσης. [19] Μια γνωστή του μέθοδος ήταν η ενσωμάτωση των μειονοτήτων στον “εθνικό κορμό” πάση θυσία, στην αρχή έστω και μόνο στα επίσημα στατιστικά στοιχεία των απογραφών πληθυσμού (το είχε κάνει παλαιότερα με τους Αρβανίτες). [20] Παρουσίασε έτσι 19.700 Κουτσοβλάχους στην απογραφή του 1928, [21] όταν ο Αραβαντινός είχε δώσει 23.700 για την παλαιά Ήπειρο, 20.000 για τη Θεσσαλία και 42.750 για τη Μακεδονία (πλην Μοναστηρίου), σύνολο δηλαδή 86.450. [22]
Το θέμα αναζωπυρώθηκε κατά την κατοχή [23], λόγω της συνεργασίας μερίδας Κουτσοβλάχων με τους Ιταλούς και την προσπάθεια του Αλκιβιάδη Διαμαντή για την ίδρυση λατινο-ιταλο-ρουμανικού κράτους [24] στα ελληνικά εδάφη που κατοικούσαν Βλάχοι [Βλ. περισσότερα στον Ευάγγελο Αβέρωφ, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος].
Μεταπολεμικά όσοι Έλληνες έγραψαν για τους Κουτσοβλάχους κράτησαν μια αμυντική - εθνικιστική στάση που απέρρεε από αυτά τα γεγονότα. [25] Από πλευράς ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος απλώς επανέλαβαν την θεωρία του “εκλατινισμού των ελλήνων αυτοχθόνων” δίχως ουσιαστικά να τη βελτιώσουν Οι κυριότεροι [26] από αυτούς: ο Τηλέμαχος Κατσουγιάννης [Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών, τόμοι Α΄ – Β΄, Θεσσαλονίκη 1964 – 1966], ο Αντώνης Κολτσίδας [Οι Κουτσοβλάχοι, τόμοι Α΄ – Β΄, Θεσσαλονίκη 1976 – 1978] και ο Αχιλλέας Λαζάρου [Βλάχοι Ελληνικού Χώρου, Αθήνα 1986].

---------------------------------------------------------------------------------

[1] Το φθινόπωρο του 1985 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό τετραδια πολιτικου διαλογου ερευνας και κριτικης (τεύχος 12) μια επιστολή του Χρήστου Παπαγιάννη, τότε προέδρου της πανελληνιας ενωσης πολιτιστικων συλλογων βλαχων. Η επιστολή αυτή ασκούσε κριτική για εθνικά πιθανή παρεκτροπή μου στο ζήτημα της εθνικής συνείδησης των Βλάχων της χώρας, κάνοντας αναφορά σε ένα απόσπασμά μου σε μια βιβλιοπαρουσίαση της πρώτης μετάφρασης στα ελληνικά ενός έργου του Φαλμεράυερ, στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού. Ο συγγραφέας της επιστολής, με το εθνικό κύρος του “προέδρου” των Βλάχων της Ελλάδας με καλούσε να διευκρινίσω τη θέση μου για τους Βλάχους. Έτσι πρόκυψε η πρώτη γραφή αυτού του κειμένου.
[2] Οι ίδιοι χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους την ονομασία Αρουμάνοι ή Αρωμάνοι ή Αρμούνοι.
[3] Η πολιτισμική ταυτότητα είναι έννοια ευρύτερη της κουλτούρας και διάφορη της θρησκευτικής ή εθνικής ταυτότητας, που αποτελούν ιδεολογικές κατηγορίες.
[4] Σύμφωνα λοιπόν με τον Κεκαυμένο οι Βλάχοι, κατοικούσαν παλαιότερα σε οχυρούς και δύσβατους τόπους κοντά στον ποταμό Σάβα, στον οποίο την εποχή που έγραφε το Στρατηγικόν (12ος αιώνας), ζούσαν πια οι Σέρβοι. Ο ποταμός Σάβας εκτείνεται δυτικά του Βελιγραδίου, όπου και συναντά το Δούναβη. Από την περιοχή του Σάβα τους Βλάχους έδιωξαν με τα όπλα οι Βυζαντινοί και από εκεί κατέφυγαν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και οι περισσότεροι στην Ελλάδα.
[5] Ο Χωνιάτης συνδέει τους Βλάχους με τους κατοίκους του Αίμου (Balkan) και σημειώνει πως στην εποχή του οι Βλάχοι κατείχαν την περιοχή των Μετεώρων της Θεσσαλίας, που ονομαζόταν Μεγάλη Βλαχία.
[6] Ο Benjamin MiTudelo ή γνωστότερος ως Benjamin Tudela έγραψε το έργο “Βιβλίο των ταξιδιών” στα εβραϊκά. Στη συνέχεια μεταφράστηκε στα λατινικά και αργότερα σε πολλές άλλες γλώσσες.
[7] Παρόμοια άποψη για τους Βλάχους με τον Βενιαμίν έχει και ο καταλανός άρχοντας Μονκάδα: “Ο δρόμος που πήραν οι δικοί μας ήταν από το μέρος των βουνών της επαρχίας της Θεσσαλίας, που το λένε Βλαχία…Οι κάτοικοι λέγονται Βλάχοι, άνθρωποι πολεμόχαροι και που για πολλά χρόνια καταπίεζαν τους αυτοκράτορες της Ανατολής”, Φρανθίσκο ντε Μονκάδα, Εκστρατεία των Καταλανών και Αραγονέζων κατά Τούρκων και Ελλήνων, μετάφραση Ιουλία Ιατρίδη, Αθήνα, 1984, σελ. 261.
[8] Η οροσειρά της Πίνδου μπορεί να θεωρηθεί ιστορικά η χώρα των Βλάχων. Σε μια νοητή επί χάρτου ευθεία 100 χιλιομέτρων, με κατεύθυνση Βορρά – Νότο, υπάρχει ένας αριθμός 77 χωριών σκαρφαλωμένων στις βουνοκορφές, με μέσο υψόμετρο 1.000 περίπου μέτρα, όπου μεταξύ τους δεν παρεμβάλλεται άλλος μη βλαχόφωνος οικισμός. Ο πληθυσμός αυτών των χωριών σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές πληθυσμού, μειώθηκε από 50.000 περίπου άτομα το διάστημα 1896-1913 σε 37.938 το 1940 και σε 19.096 το 1991.
[9] Γλώσσα παραπλήσια των Ιταλών και ίδια με αυτή των Δακών, που κατοικούσαν παρά τον Ίστρο (Δούναβη), θέλει να μιλούν οι Βλάχοι, ο Χαλκοκονδύλης. Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει την Πίνδο ως τόπο κατοικίας των Βλάχων.
[10] Οι έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους Βλάχους της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία αυτού του λαού, ξεκινούσαν κατά κανόνα την εργασία τους με μία επίδειξη της ικανότητάς τους να προσαρμόσουν την πραγματικότητα στις απαιτήσεις της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας (του ελληνικού εθνικού μύθου). Έτσι η ανάγνωση σήμερα των περί Βλάχων μονογραφιών, παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι σαν ύλη της ιστορικής επιστήμης, αλλά κυρίως ως συλλογή κειμένων – δειγμάτων ιδεολογικής γραφής.
[11] Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο Κεραμόπουλος το 1939: “Ο Χαλκοκονδύλης και ο Κευκαμένος είναι άκριτοι ως ιστορικοί, ούτε ήσαν ερευνηταί έχοντες επίγνωσιν του ιστορικού καθήκοντος”, σελ. 25.
[12] Οι Βλάχοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως εξάλλου όλοι οι λαοί της, δεν είχαν εθνική συνείδηση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου άρχισε η εξάπλωση των εθνικών ιδεολογιών στα Βαλκάνια. Η εθνική ρουμανική κίνηση αναπτύχθηκε στο βλάχικο πληθυσμό παράλληλα και ανταγωνιστικά με την ελληνική εθνική κίνηση.
[13] Ion Heliade Rădulescu (1802 – 1872) και Dimitrie Bolintineanu (1819 – 1872).
[14] Apostol Mărgărit (1832 - 1903), επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων και μέλος της Ακαδημίας Βουκουρεστίου. Ο Bérard σημειώνει στο βιβλίο του για τον Απόστολο Μαργαρίτη: “Τον Απόστολο τον μαχαίρωσαν μια φορά στη Θεσσαλονίκη, τον πέταξαν δυο φορές στο Βαρδάρη, τον έστησαν στο τουφεκίδη πάνω στα βουνά της Αχρίδας”, στο Victor Bérard, La Turquie et l' hellénisme contemporain, Paris 1897 – ελληνική μετάφραση Μ. Λυκούδης, Τουρκία και Ελληνισμός, εκδόσεις τροχαλία, Αθήνα 1987, σελ. 303.
[15] Το πρώτο ρουμάνικο σχολείο ιδρύεται στο Τίρνοβο (σήμερα ανήκει στη Δημοκρατία της Μακεδονίας) το 1864 και λειτουργεί κανονικά από το 1867 ως δημοτικό αρρένων. Ακολουθεί η ίδρυση των εξής σχολείων: Αρρένων στο Γκόπες (Μακεδονία) το 1867, μικτό στην Αβδέλλα (Ελλάδα) το 1867, αρρένων στη Βλαχοκλεισούρα (Ελλάδα) το 1868, αρρένων στην Οχρίδα (Μακεδονία) το 1868, μικτό στο Κρούσεβο (Μακεδονία) το 1868, μικτό στα Καλύβια Βέροιας (Ελλάδα) το 1870, μικτό στη Νέβεσκα (Ελλάδα) το 1875, μικτό στο Περιβόλι (Ελλάδα) το 1877, μικτό στο Πρίλεπ (Μακεδονία) το 1878, αρρένων στη Μπίτολα / Μοναστήρι (Μακεδονία) το 1878, θηλέων στην Οχρίδα (Μακεδονία) το 1879, θηλέων στο Κρούσεβο (Μακεδονία) το 1879, θηλέων στο Γκόπες (Μακεδονία) το 1879, αρρένων στο Μαλοβίστε (Μακεδονία) το 1880, αρρένων στη Χρούπιστα (Ελλάδα) το 1880, αρρένων στο Μαγκάρεβο (Μακεδονία) το 1880, μικτό στη Σαμαρίνα (Ελλάδα) το 1880, μικτό στη Βοβούσα (Ελλάδα) το 1880, Γυμνάσιο - Λύκειο στη Μπίτολα / Μοναστήρι (Μακεδονία) το 1880, θηλέων στη Βλαχοκλεισούρα (Ελλάδα) το 1881, θηλέων στη Μπίτολα / Μοναστήρι (Μακεδονία) το 1881, θηλέων στο Μαλοβίστε (Μακεδονία) το 1881, θηλέων στη Θεσσαλονίκη το 1881, μικτό στη Νιζέπολε (Μακεδονία) το 1881, αρρένων στη Λάιστα (Ελλάδα) το 1881, θηλέων στο Μαγκάρεβο (Μακεδονία) το 1882, μικτό στην Πλεάσα (Αλβανία) το 1882, μικτό στην Τούρια – Κρανιά (Ελλάδα) το 1884, γυμνάσιο στα Γιάννενα (Ελλάδα) το 1886, θηλέων στα Γιάννενα (Ελλάδα) το 1887, αρρένων στο Ρέσεν (Μακεδονία) το 1889, θηλέων στο Τίρνοβο (Μακεδονία) το 1890. Η ανάπτυξη των ρουμανικών σχολείων στις βλάχικες κοινότητες της οθωμανικής επικράτειας φτάνει στο απόγειο στις αρχές του 20ου αιώνα, με τη λειτουργία 7 γυμνασίων και 113 δημοτικών.
[16] Σωστότερα: την κοινότητα των ορθόδοξων Βλάχων.
[17] Η σύγκρουση των ελληνικών και των λίγων βλάχικων ένοπλων ομάδων υπήρξε δευτερεύων λόγος. Πρωταρχικός λόγος ήταν οι επιθέσεις των πρώτων στις στάνες και τα βλάχικα χωριά.
[18] Βλ. Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, δεύτερη έκδοση, Τρίκαλα 1987, σελ. 66.
[19] Την αναγνώριση δηλαδή εθνικής ρουμανικής μειονότητας στην Ελλάδα.
[20] Για τον πληθυσμό και τους οικισμούς των Αρβανιτών βλ. Δημήτρη Λιθοξόου, Σύμμικτος Λαός ή περί Ρωμιών και Αλλοφώνων σπαράγματα, εκδόσεις μπαταβια, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 67 – 88.
[21] Για την ακρίβεια 19.679 άτομα. Η κατανομή τους ανά νομό ήταν: Ιωαννίνων 4.597, Πρεβέζης 527, Άρτης 103, Αιτωλίας και Ακαρνανίας 836, Δράμας 429, Θεσσαλονίκης 6.159, Καβάλας 193, Κοζάνης 1.374, Πέλλης 1.670, Σερρών 1.275, Φλωρίνης 1.379.
[22] Για το συνολικό αριθμό των Βλάχων ο Αραβαντινός δίνει 28.400 οικογένειες ή 140.000 άτομα. Βλ. Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, σελ. 52. Ο βλάχικος πληθυσμός κατανεμημένος γεωγραφικά κατά κύριο λόγω εντός των σημερινών συνόρων της Ελλάδας (Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία) και δευτερευόντως εντός της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Αλβανίας, κατοικούσε στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τις αξιόπιστες πληροφορίες του Weigand, σε 154 αμιγώς βλάχικες και 76 μικτές κοινότητες, φτάνοντας το συνολικό αριθμό των 149.520 ατόμων. Βλ. Gustav Weigand, Die Aromunen. Ethnografische – Philologische – Historische, Leipzig 1895, σελ. 281 – 294.
[23] Το τελευταίο έτος πριν από τον πόλεμο και την κατοχή, το σχολικό έτος 1939-1940 φοιτούσαν στα βλάχικα (ρουμανικά) σχολεία της Ελλάδας 1.562 μαθητές σε 3 γυμνάσια και 30 δημοτικά σχολεία. Εκτός από τις πόλεις Θεσσαλονίκη, Γρεβενά, Ιωάννινα, Βέροια, Έδεσσα και Άργος Ορεστικόν, σχολεία υπήρχαν στα βλαχοχώρια: Κουμαριά, Πολλά Νερά, Κεδρών, Άνω Γραμματικό, Πάτημα, Κούπα, Μεγάλα Λειβάδια, Άνω Πορόια, Κλεισούρα, Νυμφαίο, Δροσοπηγή, Κρανιά, Περιβόλι, Δάμασι, Πραιτώρι, Βλαχογιάννη, Βωβούσα, Δίστρατο, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Ξειρολίβαδο και Κάτω Βέρμιο. Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Ιωάννου Μεταξά, φάκελος 36.
[24] Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της κίνησης, τα βίωσε ο βλάχικος πληθυσμός στο σύνολό του, με τη σκλήρυνση της στάσης του ελληνικού κράτους μεταπολεμικά εναντίον των Βλάχων για “προδοσία και δωσιλογισμό”. Η ένταξη της Ρουμανίας στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, επέτρεψε στο ελληνικό κράτος, να προχωρήσει το 1945 στην κατάργηση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Βλάχων. Την εποχή εκείνη ο υπουργός Εσωτερικών Θεοτόκης υπολόγισε τον αριθμό των “Ρωμανοφρόνων” σε 2.749 άτομα. Βλ. Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφ. 104.5, έγγραφο 134, Απόρρητο υπόμνημα (27/4/1946) του Υπουργού Εσωτερικών Σπ. Θεοτόκη “Περί Βουλγαροφρόνων και Ρωμανοφρόνων Βορείου Ελλάδος”.
[25] Εξαίρεση αποτελεί ο Γεώργιος Νακρατζάς. Βλ. το έργο του Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων Ήπειρος Νότια Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 51 - 63 και Η στενή φυλετική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και εθνικά Μακεδόνων – Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 69 – 84.
[26] Ας σημειωθεί ότι το πρόσφατο τετράτομο έργο του Αστέρη Κουκούδη (Μελέτες για τους Βλάχους, Θεσσαλονίκη 2000 - 2001), το προλογίζει ο τότε πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, όπου μεταξύ των άλλων γράφει χαρακτηριστικά, ορίζοντας και την εθνική θέση: “ Οι Βλάχοι δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη ομάδα διχασμένη ανάμεσα στις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μία γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης. Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι τα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων και τη γνήσια ή φαλκιδευμένη ταυτότητά τους είναι περιττάΟι Βλάχοι δεν είναι μειονότητα”.

Ο Αφελληνισμός των Βλάχων από τους Ιταλούς και Ρουμάνους



Οι Βλάχοι

Ανδρόγυνο Βλάχων
"Οι Έλληνες στην καταγωγή και στην συνείδηση, Βλάχοι (γνωστοί και ως Κουτσοβλάχοι και Αρωμούνοι, επίσης κατά περιοχές και ως Αρβανιτόβλαχοι, Καραγκούνοι, Φρασαριώτες κλπ) είναι δίγλωσσοι Έλληνες ποιμένες και κτηνοτρόφοι (Κ. Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Αιτωλοακαρνανίας), που παράλληλα προς τα ελληνικά μιλούν μια λατινογενή διάλεκτο, τα Βλάχικα ή Κουτσοβλάχικα ή Αρωμούνικα. Η γλωσσική τους συγγένεια (όχι εθνολογική!) με τους Ρουμάνους οφείλεται στο ότι τόσο τα Αρωμούνικα όσο και τα Ρουμάνικα ανάγονται σε κοινή γλωσσική πηγή, την Ανατολική ή Βαλκανική Λατινική [...] 

   Η ονομασία βλάχοι ανάγεται γλωσσικά στο όνομα γαλατικού φύλου Volcae - Βόλκε - (εκλατινισμένου από τις επιδρομές του σε ρωμαιοκρατούμενες περιοχές), που οι Γερμανοί ονόμαζαν Valah, χαρακτηρίζοντας μ' αυτό όλους τους λατινόφωνους υπήκοους του ρωμαϊκού κράτους. Από το γερμανικό Valah προήλθαν οι εθνικές ομάδες Ουαλλοί (Βρετανία), Βαλλόνοι (Βέλγιο), Γκωλουά (πβ. ντε Γκωλ) (Γαλλία) και Valah > Vlah > Βλάχος (Βυζάντιο).
" 

(Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, λήμμα Βλάχοι-Ουαλοί-Βαλλόνοι.  
Ή απλά : Ιστορία Γ' τάξης Λυκείου και Δ' Εσπερινού Λυκείου, Αθήνα 2009, Ιωάννη Κολιόπουλου, Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Θεόδωρου Νημά και Χάρις Σχολινάκη-Χελιώτη, σλ. 73)

   Υπάρχει, ωστόσο, και η εκδοχή ότι το όνομα ''Βλάχοι'' προέρχεται από το ''φυλάχος'' δηλαδή τον φύλακα. Γι' αυτό και έχουμε τους Μπουρτζό-βλαχους (burgus στα λατινικά = πύργος), δηλαδή οι φύλακες των πύργων ή Πυργοφύλακες.
   Με λίγα λόγια, οι Βλάχοι είναι ελληνικοί πληθυσμοί που, όταν εκλατινίστηκαν γλωσσικά στην περίοδο ακμής του Ρωμαϊκού κράτους, κράτησαν την γλώσσα τους μέχρι και σήμερα, πιθανόν επειδή ζούσαν απομονωμένοι σε ορεινές περιοχές όπως η Πίνδος και άλλα μέρη. Δεν είναι τυχαίο, το γεγονός ότι σήμερα οι Βλάχοι της Αλβανίας είναι συγκεντρωμένοι στην λωρίδα της Εγνατίας στην Αλβανία. Αυτό το γεγονός υποστηρίζει την εκδοχή του γλωσσικού εκλατινισμού των ντόπιων Ελλήνων.
 
Οι βλέψεις της Ιταλίας και οι Ρουμάνοι
   Αρχικά, όταν η Ιταλία άρχισε να αποκτά δύναμη, στράφηκε σε επεκτατικές βλέψεις. Ήθελε, απ' ό,τι φαίνεται να δημιουργήσει μια Ιταλική αυτοκρατορία. Ως εκ τούτου, έψαξε στα ερείπια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για λατινόφωνους, τους οποίους θα μπορούσε να προσυλητίσει. Δεν μπορούσε, όμως να στραφεί στους Λατινόφωνους της Δύσης σπανία, Πορτογαλία, Γαλλία), γιατί ήταν πολύ δυνατότερες και πλέον αποικιοκρατικές. Γι' αυτό, γύρισε το βλέμμα της στην υποανάπτυκτη Ελλάδα και στους Βλάχους της.
   Κατά την διάρκεια, λοιπόν, του Μακεδονικού Αγώνα και το 1913 η Ιταλία χρησιμοποίησε τους Ρουμάνους, για να κάνουν το έργο της: Να αφελληνίσουν τους Λατινόφωνους. Με τεράστια υποστήριξη από την Ιταλία οι ελαχιστότατοι Ρουμάνοι της Μακεδονίας σε συνεργασία με διάφορα παπικά τάγματα (Ιησουϊτες, Καπουτσίνους, Λαζαριστές κ.λπ.) πρόδιδαν τα ελληνικά τάγματα στους Βουλγάρους και στους Τούρκους, όπως επίσης οι Ρουμάνοι συνεργάζονταν πάντα με τους Βουλγάρους, με σκοπό να επικρατήσουν οι Ρουμάνοι στην Μακεδονία. Συνεχίζουν και τρομοκρατούν με συμμορίες τους Έλληνες της Άνω Μακεδονίας προσπαθώντας να τους προσυλητίσουν. Η Ιταλία υποστήριζε κάθε τους πράξη, διότι θα μπορούσε να εμπλέκεται στα της Ελλάδας μέσω της Ρουμανίας. Δεν μπορούσε, βλέπετε, να υποστηρίξει ότι οι Ρωμαίοι αποίκησαν την Ελλάδα (και ότι δήθεν από εκεί προέκυψαν οι Βλάχοι), γιατί η Ιταλία κατά το ήμισυ ελληνοφωνούσε στους προχριστιανικούς χρόνους και δεν ήταν δυνατόν να έχει τόσο μεγάλους πληθυσμούς, ώστε να εποικίσει Ανατολή και Δυσή. Έτσι στράφηκε στους κοντινότερους λατινόφωνους, δηλαδή τους Ρουμάνους. Υποστηρίχθηκε, στη συνέχεια, από κάποιους ''ιστορικούς'' της Ιταλίας, ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρουμανικών ποιμενικών φύλων, που κατέβηκαν στα νότια Βαλκάνια για να βρουν καλύτερες εκτάσεις για τα ζώα τους. Είναι φανερό ότι αυτή η ''ιστορική παρατήρηση'' είναι καθαρή προπαγάνδα. Είναι παράλογο, το να πιστέψουμε ότι Ρουμανικά φύλα εγκατέλειψαν τις απέραντες πεδιάδες τους στη Ρουμανία, για να εγκατασταθούν στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου και των Νότιων Βαλκανίων.

Οι Λατινόφωνοι στα Δυτικά Βαλκάνια
Η καταγωγή των Ρουμάνων και η προπαγάνδα τους
   Οι Ρουμάνοι προσπαθώντας να περάσουν την δική τους προπαγάνδα στους Λατινόφωνους Έλληνες, χρησιμοποίησαν ως πρόφαση το γεγονός ότι η Κουτσοβλαχική γλώσσα είναι σχεδόν ίδια με τα Ρουμάνικα, πράγμα το οποίο δεν ισχύει. Ότι δηλαδή αφού μιλούν την ''ίδια'' γλώσσα, πρέπει να είναι και συγγενικό φύλο των Ρουμάνων. Με διάφορα τεχνάσματα δημιούργησαν μια ιστορική θεωρία ότι ''οι Ρωμαίοι εκλατίνησαν ολόκληρη τη χερσόνησο των Βαλκανίων και γενικά το Βυζαντινό κράτος, το οποίο κατ' αυτούς πρέπει να θεωρείται Ρουμανικό. Οι εισβολές όμως των Σλάβων και των Τούρκων το διέσπασαν. Οι ρουμανικοί πληθυσμοί από το Βυζάντιο διασκορπίστηκαν και μερικοί συγκεντρώθηκαν στην Πίνδο'' (η ψευτο-ιστορία που προβάλανε). Έτσι ξοδέψανε άφθονο χρήμα που τους έδινε η Ιταλία, για να χτίσουν σχολεία και να εκρουμανίσουν τους Βλάχους των Βαλκανίων, αλλά ευτυχώς οι Έλληνες ήταν κατά βάση ενήμεροι για τους σκοπούς τους και τα ψέματά τους, οπότε αυτά τα σχολεία έκλεισαν από την έλλειψη μαθητών. Μόνο μερικά παρέμειναν ανοιχτά για μερικά χρόνια, όπως στα Άνω Πορόια Σερρών, όπου και αυτά έκλεισαν στην συχέχεια (το συγκεκριμένο λειτούργησε μέχρι το 1913). Επίσης, παρουσίαζαν στο διεθνή τύπο ότι κατοικούν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στη Θεσσαλία 1 εκατομμύριο Κουτσόβλαχοι Ρουμάνοι, που, τάχα, αν δεν τους καταπίεζαν οι Έλληνες και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να απαρνηθούν την καταγωγή τους, θα ήταν πολλοί περισσότεροι.
(Κυριάκου Παπακυριάκου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο Νομό Σερρών, σλ. 54)
  
   Στην πραγματικότητα, όμως, οι Ρουμάνοι είναι απόγονοι εκλατινισμένων Δακών (Δάκες τους αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι. Η ελληνική ονομασία εκείνου του λαού ήταν Γέτες), δηλαδή απόγονοι της αρχαίας φυλής που κατοικούσε στην περιοχή της Ρουμανίας και της Ρουμανίας. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να έχουν καμία σχέση με τους Έλληνες και κατ' επέκταση Λατινόφωνους Έλληνες.
 
Η περιοχή της Ρουμανίας στα Ρωμαϊκά χρόνια
''  Οι Ρουμάνοι, ως απόγονοι των Ρωμαίων Δακών, που μιλούσαν παρόμοια γλώσσα, θυμήθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία ότι οι κουτσόβλαχοι της Ελλάδος ''είναι ομοεθνείς τους''. Η Ρουμάνικη γλώσσα του Βουκουρεστίου με την Κουτσοβλάχικη διαφέρουν κατά πολλές παρασάγγες. Όταν ο βλαχόφωνος Παπαθεοδώρου από το Μοναστήρι επισκέφθηκε τον υπουργό παιδείας της Ρουμανίας στο Βουκουρέστι και του μίλησε στα Κουτσοβλάχικα, δεν έγινε αντιληπτός. Χρειάστηκε διερμηνέας για να συνεννοηθούν.''
(Κυριάκου Παπακυριάκου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο Νομό Σερρών, σλ. 53-54)

Ο ρόλος των Τούρκων στην ρουμανική προπαγάνδα 
   Οι Τούρκοι εκ προμελέτης αναγνώρισαν με ιραδιέ το 1903 τις αυθύπαρκτες εθνότητες Βουλγάρων, Ρουμάνων και Σέρβων στη Μακεδονία. Σκοπός της ήταν να διχάσει το πληθυσμό της και να ενσπείρει έχθρα κατά του Ελληνισμού και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η στενή συνεργασία Τούρκων, Βουλγάρων, Ρουμάνων και Σέρβων κατά των Ελλήνων απέβλεπε να μειώσει με κάθε τρόπο τον ελληνικό πληθυσμό για να μην θεωρείται η Μακεδονία του λοιπού ελληνική. Η Σερβία και η Ρουμανία επεδίωξαν να αλλοιώσουν την εθνική συνείδηση των αφοσιωμένων από τη Βυζαντινή εποχή Ελληνισμό βλαχόφωνων Μακεδόνων, για να τους παρουσιάσουν στη κοινή γνώμη ως δικούς τους. 
   Η κυβέρνηση της Τουρκίας βοήθησε την προπαγάνδα των Ρουμάνων στην Ελλάδα. Οι Ρουμάνοι αποθρασύνθηκαν από την τούρκικη εύνοια τόσο πολύ, που δολοφόνησαν και το Μητροπολίτη Καστοριάς Φώτιο.
(Κυριάκου Παπακυριάκου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο Νομό Σερρών, σλ. 53-54)

Η δράση των Ρουμάνων στην Μακεδονία και η αντίδραση των Βλάχων
   Οι Ρουμάνοι, λαμβάνουν δράση πλεόν συγκροτώντας αντάρτικες συμμορίες στην περιοχή της Γευγελής και καταπιέζοντας του Ελληνόβλαχους να δεχθούν ότι είναι Ρουμάνοι. Η, δε, ρουμανική βουλή διέθεσε το 1903 εξακόσιες χιλιάδες φράγκα για τη προπαγάνδα στη Μακεδονία. Μίσθωναν οδηγούς και καταδότες για την καταδίωξη των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων.(Κυριάκου Παπακυριάκου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο Νομό Σερρών, Σέρρες 2012, σλ. 54-55) 

   Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρω ως πηγή ένα κομμάτι από το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου, όπου μεταξύ άλλων πληροφοριών γίνεται αναφορά και για τις ρουμανικές προδοσίες στους Τούρκους:

"Οι αγροτικοί πληθυσμοί είχαν αποκάμει απο το ελληνοβουλγαρικό αλληλοφάγωμα, τις ρουμούνικες προδοσίες, τη σέρβικη προπαγάνδα, τις τούρκικες πιέσεις. Δε βαστούσαν πια. Δήλωναν πως ήταν Γύφτοι, πως ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι δεν ήθελαν πια να λέγονται, ούτε στα σχολεία πια δεν έστελναν τα παιδιά τους, μη χρωματιστούν και πέσουν στην εκδίκηση της αντίθετης παρατάξεως."
(Πηνελόπης Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου, Αθήναι 1937, σλ. 466)

Όλες οι ενέργειές τους απέβησαν μάταιες. Οι Ελληνόβλαχοι δεν επηρεάζονται από αυτές. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από τις επιστολές, τις οποίες στέλνανε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να δηλώσουν την δυαρέσκειά τους απέναντι στις πράξεις των Ρουμάνων:

   ''... Εμείς οι Κουτσόβλαχοι για μυριοστή φορά επαναλαμβάνουμε ότι είμαστε γνήσιοι Έλληνες... Κανένας πλούτος, ούτε καμία δύναμη θα μας αποσπάσει ποτέ ούτε από την Εκκλησία του Χριστού, που μας έθρεψε πνευματικά, ούτε απ' το ένδοξο ελληνικό Γένος, για το οποίο εργαστήκαμε και θα εργαστούμε, με τον ίδιο ιερό ζήλο κι αυταπάρνηση, που διακρίνει όλα τα σκορπισμένα τέκνα του...
   Μπορούν ν' αρπάζουν τις περιουσίες μας, ιερά μας, τη ζωή μας. Ένα μόνο δεν μπορούν να μας αφαιρέσουν, την ελληνική ψυχή μας... Ας μη κοπιάζουν, λοιπόν, άδικα. Γιατί εμείς οι Κουτσόβλαχοι μένουμε αμετακίνητοι στην πίστη και στον εθνισμό των πατέρων μας, δεν πρόκειται δε ποτέ να σκύψουμε το κεφάλι...''.
   Οι Κουτσόβλαχοι, κάτοικοι Μοναστηρίου
   5 Ιουνίου 1907
    (Ακολουθούν 1425 υπογραφές)  
&

   ''...Και η δική μας κοινότητα... θεωρεί ιερό καθήκον της να ενώσει μαζί με των άλλων αδελφων μας και τις δικές της διαμαρτυρίες... Δεν αποτελούμε χωριστή ομάδα απ' το ελληνικό γένος. Είμαστε αναπόσπαστα μέλη του και λεγόμαστε Βλάχοι, όπως όλοι οι ορεινοί κάτοικοι της ελληνικής χώρας, είτε την ελληνική, ή την κουτσοβλαχική, ή άλλη γλώσσα μιλάνε...
   Τέλος οι πόθοι μας, τα αισθήματά μας, όλα είναι συνταυτισμένα, αιώνες τώρα, με των ελληνόφωνων αδελφών μα... Από τα βάθη της καρδιάς μας μια φωνή ξεπηδάει: Εμείς οι Κουτσόβλαχοι πάντα ήμαστε και θα είμαστε Έλληνες... Αυτό το ορκιζόμαστε και το διακυρρήτουμε μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους''.
   Οι Κουτσόβλαχοι Μεγαρόβου 
   12 Ιουνίου 1907
(Ακολουθούν οι υπογραφές του κλήρου και 102 οικογενειών)

(Αξέχαστες Πατρίδες, Τεύχος Α', Εκδόσεις Ζωής του Παιδιού, Αθήναι 1980, σλ. 124-125)

Ο Εκρουμανισμός των Ελληνων μέσω της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) 
   Η Ρουμανία προχώρησε στον εκρουμανισμό των Λατινόφωνων Ελλήνων το 1913 στο τέλος του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Συγκεκριμένα, με την συνθήκη του Βουκουρεστίου παραχωρούνταν (άκουσον, άκουσον!) εκπαιδευτικά και θρησκευτικά προνόμια στους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Κι αυτός που συμφώνησε με κάτι τέτοιο, δεν ήταν άλλος από τον Ξενόδουλο και Εβραίο Μπένυ Σελόν ή Ελευθέριο Βενιζέλο.

" Στην επιστολή του προς τον Ρουμάνο ομόλογό του, με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1913, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέφερε ότι η Ελλάδα συμφωνούσε να παράσχει αυτονομία στα σχολεία και τις εκκλησίες των Βλάχων της Ηπείρου και της Μακεδονίας και να επιτρέψει τη σύσταση επισκοπής των Βλάχων, να δώσει δε τη δυνατότητα στη ρουμανική κυβέρνηση να επιχορηγεί αυτά τα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα, υπο την επίβεψη φυσικά της ελληνικής κυβέρνησης. Ήταν μια ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ της Ελλάδας που κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να εξασφαλιστεί την υποστήριξη της Ρουμανίας στο ζήτημα της Καβάλας, αλλά η οποία προκάλεσε αργότερα προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις."
(Ιστορία Γ' τάξης Λυκείου και Δ' Εσπερινού Λυκείου, Αθήνα 2009 , Ιωάννη Κολιόπουλου, Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Θεόδωρου Νημά και Χάρις Σχολινάκη-Χελιώτη, Σελ. 73)

Είναι προφανές πως, αν μια τέτοια μεγάλη πράξη έπαιρνε σάρκα και οστά, η Ελλάδα θα είχε συντόμως διχοτομηθεί.


Το Πριγκηπάτο της Πίνδου και οι Δυνάμεις του Άξονα 
   Οι Δυνάμεις κατοχής της Ελλάδας, επιθυμώντας την διχοτόμηση της, έβαλαν μπροστά την δημιουργία του Πριγκιπάτο της Πίνδου. Όπως ακριβώς προσπαθούσε η Ιταλία κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας να αφελληνίσει τους Βλάχους με την βοήθεια διάφορων δυτικών και των Ρουμάνων, το ίδιο έκανε και τώρα. Αυτήν την φορά όμως υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι τα κατάλοιπα της Πέμπτης Ρωμαϊκής Λεγεώνας, που παντρεύτηκαν της ντόπιες γυναίκες και εγκαταστάθηκαν στην Πίνδο και σε μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Εν μέρει, κάτι τέτοιο ισχύει, αλλά όχι για την περιοχή της Ελλάδας.
Όντως, στην Σερβία υπάρχουν κάποιοι λατινόφωνοι, οι οποίοι είναι τα κατάλοιπα της Πέμπτης Ρωμαϊκής Λεγεώνας. Συγκεκριμένα, αυτοαποκαλούνται Τσιντσάροι όπου η λέξη ''τσίντσι'' στα βλάχικα, προέρχεται από το λατινικό ''quinque'' που σημαίνει πέντε και κατ' επέκταση ''quinquarius'', που είναι ο λεγεωνάριος της πέμπτης Ρωμαϊκής λεγεώνας.
   Περαιτέρω, το Πριγκιπάτο της Πίνδου ήταν ένα κράτος-μαριονέτα που δημιουργήθηκε από την φασιστική Ιταλία και την Βουλγαρία κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στη δημιουργία του κράτους αυτού έπαιξε ρόλο ο Αλκιβιάδης Διαμαντής,Βλάχος που καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στη Ρουμανία.Η έννοια της αυτόνομης Πίνδου αρχικά προωθήθηκε από τη Ρουμανία το 1860. Σας παραθέτω, λοιπόν, το ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένης Αμπατζή, Οι Βλάχοι της Ελλάδας και η Παρεξηγημένη Ιστορία τους, άπ' όπου και έκανα το παραπάνω μέρος της περίληψης. Ωστόσο θεώρησα σωστό να σας δείξω ακριβώς το σημείο στο βιβλίο, όπου γίνεται αναφορά για το Πριγκηπάτο της Πίνδου, γιατί δεν μπόρεσα να βρω πουθενά αλλού μια έγκυρη πηγή σχετικά με αυτό το θέμα. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η παρακάτω πληροφορία είναι σχετικά δυσεύρετη:

  
Από τις Ρωμαϊκές Λεγεώνες στο Φασισμό

«Το καθήκον μας επιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και των πέραν του Δουνάβεως ελευθέρων αδελφών μας να αγωνισθώμεν παρά το πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας.»
 

   Θα νόμιζε κανείς πως οι ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν διαλυθεί αιώνες πριν, αλλά το όνομα αυτό συνέχισε  να κυνηγάει τους Βλάχους.  Στη δεκαετία του ’30 λεγεωνάριοι (Legionari) αποκαλούνταν οι φασιστές στην Ευρώπη όπως και στη Ρουμανία.  Πολλοί Βλάχοι του Cadrilatér έγιναν μέλη της ακροδεξιών εθνικιστικών οργανώσεων, όπως οι Σιδηροί Φρουροί, οι οποίοι δημιούργησαν πολιτικές αναταραχές και πογκρόμ στην Ρουμανία.  Ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας Ion Duca, αρχηγός του Εθνικού Απελευθερωτικού Κόμματος, κήρυξε την οργάνωση των Σιδηρών Φρουρών παράνομη και συνέλαβε κάποια μέλη της. Στις 31 Δεκεμβρίου 1933 οι Ion Caranica, Doru Belimace και Nicolae Constantinescu (οι δύο πρώτοι Βλάχοι) τον δολοφόνησαν καθώς κατέβαινε από τραίνο.
   Η διάθεση των διαφόρων κρατών να αποδίνουν στους λατινόφωνους όποια στοιχεία τους ήταν βολικά δεν τελείωσε με το Cadrilatér.  Ο επόμενος μνηστήρας ήταν η Ιταλία, που το 1917 είχε καταλάβει για λίγο την Ηπειρο και κήρυξε το «Πριγκηπάτο της Πίνδου», αποκαλώντας και αυτή τους Βλάχους «χαμένους αδελφούς.»  Η πράξη αυτή επαναλήφθηκε το 1942. Ο Αλκιβιάδης Διαμαντής, που κατάγονταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στην Ρουμανία, εμφανίστηκε ως «πρίγκηπας της Πίνδου». Συνοδευόμενος από Ιταλούς στρατιώτες διακήρυττε σε καιρό λιμού οτι η Ρουμανία επρόκειτο να στείλει ένα εκατομμύριο οκάδες σιτάρι για διανομή μόνο στους Βλάχους.  Αν και το σιτάρι δεν έρχονταν, οι χωροφύλακες έκαναν κατάσχεση στο σιτάρι που αγόραζαν για τα σπίτια τους οι Βλάχοι, προξενώντας δριμύτατες κατηγορίες ότι η Ελλάδα προσπαθούσε να εξοντώσει τους Βλάχους.  Ακολούθησαν διάφορα επεισόδια, κάποιοι Βλάχοι εκτοπίστηκαν σε νησιά, άλλοι κακοπάθησαν.  Ο κατοχικός πρωθυπουργός στρατηγός Γ. Τσολάκογλου αντέδρασε και εξέδωσε απόρρητη διαταγή να συμπεριφέρονται καλύτερα οι τοπικές αρχές στους Βλάχους.  Η διωγμοί και νέες ταλαιπωρίες των Βλάχων απασχόλησαν την βλάχικη κοινότητα στη Ρουμανία και δημιουργούσαν μεγαλύτερες πολιτικές πιέσεις εκεί.
   Ο Διαμαντής επίσης ίδρυσε στη Λάρισσα την «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» το 1942, στην οποία προσχώρησαν ακόμα και μερικά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος.  Προσπάθησε να προσεταιριστεί Βλάχους προεστούς της Λάρισσας, και όσοι αντιστάθηκαν στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Ιταλία.  Οι ‘λεγεωνάριοι’ κυρίως στράφηκαν εναντίον των Βλάχων που αντιστάθηκαν στους σκοπούς τους και βασάνιζαν, φυλάκιζαν, ή λήστευαν αυτούς που οργάνωσαν την εθνική αντίσταση εναντίον των κατακτητών.  Μετά το τέλος του πολέμου, αρκετοί ‘λεγεωνάριοι’ καταδικάστηκαν ως εγκληματίες και δοσίλογοι.  Κάποιοι κατέφυγαν στη Ρουμανία για να γλυτώσουν, όπου το κομμουνιστικό καθεστώς τους συνέλαβε.  Τα σύνορα της Ρουμανίας έκλεισαν, και πολλοί δεν ξαναφάνηκαν στην Ελλάδα. Τα ρουμανίζοντα ιδρύματα της Θεσσαλονίκης και Βέροιας, που συνεργούσαν υπέρ των κατακτητών, διαλύθηκαν οριστικά το 1944-45.

   Η μεγάλη πλειοψηφία των Βλάχων που συμπαραστάθηκαν στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη τύχη. Αμέτρητοι σκοτώθηκαν το 1940-41 πολεμώντας εναντίον των Γερμανών και Ιταλών εισβολέων, και πολλές Βλάχες βοήθησαν στις μάχες της Πίνδου.  Οι Βλάχοι αποτέλεσαν βασικά στελέχη στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Λόγω της αντίστασης των στους εισβολείς, τα περισσότερα βλαχοχώρια της Πίνδου πυρπολήθηκαν από τους Γερμανούς το 1943-44, και οι κάτοικοι αποδεκατίστηκαν με μαζικές εκτελέσεις.
(Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένας Αμπατζή, Οι Βλάχοι της Ελλάδας και η Παρεξηγημένη Ιστορία τους)

Βιβλιογραφία:
  • Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, λήμμα Βλάχοι-Ουαλοί-Βαλλόνοι.
  •  Αμπατζή Ελένη, Οι Βλάχοι της Ελλάδας και η Παρεξηγημένη Ιστορία τους,
    Εκπαιδευτική ψυχολόγος, στέλεχος της World Bank, ΗΠΑ
  • Ιωάννη Κολιόπουλου, Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Θεόδωρου Νημά και Χάρις Σχολινάκη-Χελιώτη , Ιστορία Γ' τάξης Λυκείου και Δ' Εσπερινού Λυκείου, Αθήνα 2009
  • Αξέχαστες Πατρίδες, Τεύχος Α', Εκδόσεις Ζωής του Παιδιού, Αθήναι 1980
  • Πηνελόπης Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου, Αθήναι 1937
  • Κυριάκου Παπακυριάκου, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο Νομό Σερρών, Σέρρες 2012
  • Περιοδικό ''Δαυλός'', Φεβρουάριος 1993
  •  http://el.wikipedia.org/wiki/Αρμανοί
  •  
 

ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ -ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ


Ο Νικόλαος Ματούσης, ο "πρωθυπουργός" του  υπό εκκόλαψη κρατιδίου της Πίνδου, στο Βουκουρέστι, όπου κατέφυγε για να διασωθεί προς το τέλος της Κατοχής.

Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα (2) 

 Tου Δημοσθένη Κούκουνα

Σε πολλά κείμενά του ο γράφων έχει ασχοληθεί με τη δράση ανθρώπων που έχουν χαρακτηρισθεί ως δοσίλογοι και που έχουν συνεργασθεί με τους ξένους κατακτητές κατά την περίοδο της Κατοχής. Κατά κανόνα είναι επιφυλακτικός στο να ρίχνει τον λίθο του αναθέματος γενικά και αόριστα, επιχειρώντας να δει καθαρότερα την αλήθεια πίσω από μια καταδικαστική απόφαση. Την κάθε περίπτωση, με την οποία ασχολήθηκε, επιχειρεί να την εντάσσει αποκλειστικά στο ιστορικό της πλαίσιο. Έχει επισημάνει δοσιλόγους που ποτέ δεν καταδικάσθηκαν και άλλους που, ενώ ήταν αντίθετη και εθνωφελής η πολιτεία τους, πήραν γενναίες καταδίκες. Όπως κάνει η νομική επιστήμη, έτσι και η ιστορία πρέπει να βλέπει τα κίνητρα των πράξεων. Όμως, αντίθετα προς τη δικαστική κρίση, η ιστορική δίνει πρωταρχική σημασία στο αποτέλεσμα, αρνητικό ή θετικό αντίστοιχα.

Αν έχουμε λοιπόν να κρίνουμε ιστορικά τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, τον Νικόλαο Ματούση και τους συνεργάτες τους από τη μια μεριά και από την άλλη την ίδια την αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων κατά την Κατοχή, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κίνητρά τους. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που έδρασαν, το έπραξαν από ιδεοληψία ή είχαν άλλες σκοπιμότητες.

Σε ό,τι αφορά τον Νικόλαο Ματούση, δεν τίθεται ζήτημα αγνής προαίρεσης, διότι απλούστατα ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι ήταν θέμα προσωπικής ματαιοδοξίας. Ακόμη και να μην είχε να κάνει με πλουτισμό, το να θέλει κανείς να αναδειχθεί σε ύπατα πολιτικά αξιώματα μέσα από τη δημιουργία μιας αυτονομιστικής κίνησης και την αφαίρεση εθνικού εδάφους, αυτομάτως είναι μια επαίσχυντη πράξη εσχάτης προδοσίας.

Οι Βλάχοι στην Ελλάδα δεν είναι μειονότητα, πολύ περισσότερο δε δεν είναι εθνική μειονότητα. Αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες, όπως και είναι, και ουδέποτε είχαν τάσεις να δημιουργήσουν ένα δικό τους κρατίδιο μέσα στο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, είναι συνειδητοποιημένοι Έλληνες και επανειλημμένα έχουν αποδείξει τον εθνικό παλμό τους. Ως σύνολο οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι κατά την Κατοχή ούτε σκέφθηκαν ούτε επεδίωξαν να αυτονομηθούν από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά συμμετείχαν ισότιμα και αντιπροσωπευτικά στην όλη εθνική περιπέτεια που υποστήκαμε.

Η ιδέα της δημιουργίας κρατιδίου υπήρχε στο μυαλό ενός ανθρώπου μόνον, του Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος ήδη από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου την είχε αποκρυσταλλώσει. Στα επόμενα χρόνια του Μεσοπολέμου, έτρεφε το εξωπραγματικό του όνειρο και αναζητούσε μεθοδεύσεις και ευκαιρίες. Πίστευε ότι μέσα στις εδαφικές ανακατατάξεις που θα μπορούσαν να συντελεσθούν στη διάρκεια ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο δεύτερος παγκόσμιος, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει εν μέσω εικοστώ αιώνι το προσωπικό του φέουδο, το «πριγκιπάτο» του.

Αδιαφορώντας για συσχετισμούς και επιπτώσεις, ο Διαμάντης είχε «χτίσει» μέσα στο μυαλό του την ιδέα ενός κουτσοβλαχικού κρατιδίου, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω υπέρμετρες φιλοδοξίες πέραν των ελληνικών γεωγραφικών ορίων. Άλλωστε η καταστατική διακήρυξή του τον εμφανίζει να υπογράφει για λογαριασμό των «Βλάχων της Βαλκανικής». Παρ’ όλα αυτά, είχε την πεποίθηση ότι έπρεπε να ξεκινήσει σε πρώτη φάση από την Ελλάδα. Επέλεξε λοιπόν τη Λάρισα ως βάση για την εξόρμησή του και το μόνο αξιόλογο πρόσωπο που βρήκε για να συνεργασθεί, διαρκούσης της Κατοχής, ήταν ένας τριταγωνιστής στην πολιτική ζωή, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει ούτε βουλευτής να εκλεγεί στο παρελθόν: ο Νικόλαος Ματούσης[1].


ΤΑ ΠΕΡΙ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ


Αν και οι Κουτσόβλαχοι δεν σχετίζονται ιστορικά με Εβραίους, ούτε αναφέρεται κάποια αντίστοιχη επιμιξία ή συνάφεια, θα πρέπει να επισημανθούν δύο συγκεκριμένα γεγονότα. Το πρώτο αναφέρεται στην αρχική ανακήρυξη του «πριγκιπάτου», το 1917, και το άλλο στη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, το 1943, όταν ετέθη στο αρχείο το «πριγκιπάτο».
Τον Αύγουστο 1917 η Ιταλία, που μέχρι τότε είχε καταλάβει ένα μεγάλο τμήμα του εθνικού μας εδάφους, τη μόλις λίγα χρόνια πριν απελευθερωθείσα Ήπειρο, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την περιοχή και να παραδώσει τη διοίκησή της στην υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση. Είχαν απαιτηθεί πολλαπλές και επίμονες πιέσεις της Ελλάδος προς τις Δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να εξαναγκασθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το τμήμα εκείνο της ελληνικής επικράτειας, που παράνομα και αναιτιολόγητα είχε καταλάβει.
Από την εποχή που είχε σχηματισθεί η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο νωρίτερα, υπήρχε ένα περίεργο παιχνίδι των Ιταλών και των Γάλλων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Οι Σύμμαχοι είχαν ανεχθεί, αν δεν είχαν δημιουργήσει, ανθελληνικά γεγονότα μέσα στον ίδιο τον τόπο μας. Καταργούσαν τις νόμιμες τοπικές αρχές, έδιωχναν τις δικαστικές αρχές, ακόμη και τους μητροπολίτες, ενώ τις εκκλησίες τις παρέδιδαν σε ρουμανίζοντες, όπου υπήρχαν τέτοιοι. Τον Ιανουάριο 1917 όλοι οι Έλληνες βουλευτές της Κοζάνης είχαν υποβάλει προς την κυβέρνηση των Αθηνών ένα κοινό υπόμνημα γι’ αυτές τις αυθαιρεσίες που σημειώνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη». Με αντίστοιχη έντονη ανησυχία άλλοι παράγοντες είχαν αντιδράσει και προς την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, αφού την εποχή εκείνη ο Εθνικός Διχασμός ήταν στο ζενίθ και υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη. Παρ’ όλα αυτά, κοινή ήταν η βούληση να μείνει αλώβητη η εθνική συνείδηση, αν όχι και η ακεραιότητα της χώρας.
Τον Αύγουστο του 1917 στην Αθήνα υπήρχε πλέον μία μοναδική κυβέρνηση στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και εκείνη ήταν που χειρίσθηκε το θέμα, ώστε να υποχρεωθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος που είχε καταλάβει. Μόλις αυτό έγινε γνωστό, όσοι από τους Κουτσοβλάχους είχαν εκτεθεί μέχρι τότε σε ανθελληνικές ενέργειες πανικοβλήθηκαν. Και με επικεφαλής τον νεαρό αμυνίτη Αλκιβιάδη Διαμάντη έσπευσαν να ανακηρύξουν το «πριγκιπάτο» στη Σαμαρίνα τις μέρες ακριβώς που παρέδιδαν οι Ιταλοί στον γενικό διοικητή Ηπείρου. Ίσως να είναι μια ακόμη ιστορική σύμπτωση, αλλά τη θέση αυτή κατείχε τότε ο ...Αριστείδης Στεργιάδης!
Στις 28 Αυγούστου 1917 ο Αλκ. Διαμάντης και η παρέα του γιόρτασαν την ίδρυση του «πριγκιπάτου», μια ιδέα που οι Ιταλοί είχαν πιστέψει ότι θα εξυπηρετούσε τα ύποπτα σχέδιά τους για να αφαιρέσουν ελληνικό έδαφος και να το έχουν υπό την επιρροή τους. Ακριβώς στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο «εβραϊκός δάκτυλος».
Η επίσημη ιταλική κυβέρνηση έτρεξε να στείλει δίκην πολιτικού καθοδηγητή στη Σαμαρίνα, με την ιδιότητα του «διπλωματικού αντιπροσώπου», τον εκ Θεσσαλονίκης Πέπο Μοδιάνο, μέχρι τότε προξενικό υπάλληλό της στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα. Φυσικά ήταν ο μόνος «διαπιστευμένος» στο υπό εκκόλαψη κρατίδιο και η διπλωματική του ιδιότητα δεν ήταν παρά μία κάλυψη για να κατευθύνει την ολιγομελή ηγεσία του «πριγκιπάτου της Πίνδου», η οποία σημειωτέον είχε υιοθετήσει για σημαία ένα σύμπλεγμα με τη λύκαινα της Ρώμης.
Η κίνηση αυτή δεν κράτησε παρά ένα ελάχιστο διάστημα. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1917 «οι Ιταλοί παρέδωσαν εις Ελληνικόν στρατιωτικόν απόσπασμα την κωμόπολιν Σαμαρίνα» με την αξιοσημείωτη προσθήκη: «Οι κάτοικοί της πανηγυρίζουν». Ουσιαστικά οι ίδιοι οι Κουτσόβλαχοι ήταν εκείνοι που έδιωξαν τον Διαμάντη και τους λίγους συνεργάτες του.
Ο Διαμάντης ακολούθησε τους Ιταλούς, ανήμπορος να υλοποιήσει το δικό του όνειρο να γίνει ένας «πρίγκιπας» και ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει τους εντολείς του. Φυσικά, μαζί με τον Διαμάντη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα του «πριγκιπάτου» και ο Ιταλός υποπρόξενος Μοδιάνο.
Πέρασε ακριβώς ένα τέταρτο αιώνος και τον Ιούνιο του 1942 ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, αφού μάταια είχε ξαναεπιχειρήσει να εγκαθιδρύσει το «πριγκιπάτο» του, απογοητευμένος εγκατέλειπε την περιοχή για τελευταία φορά.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Μάριο Μοδιάνο, που υπήρξε για πολλές δεκαετίες ανταποκριτής του Ρώυτερ και των «Τάιμς» του Λονδίνου στην Αθήνα, ανιψιός του προαναφερθέντος Πέπο Μοδιάνο, ασχολήθηκε επισταμένως αφότου συνταξιοδοτήθηκε με τη «μοδιανολογία» και συνέταξε μια ενδιαφέρουσα ηλεκτρονική μονογραφία για την ομώνυμη οικογένεια. Μάλλον από άγνοια ή ελλιπή ενημέρωση, παρά από πρόθεση, παραλείπει να αναφέρει τον Ιταλοεβραίο λοχαγό Βίτο Μοντιάνο που επέδειξε σφοδρή ανθελληνική δράση επί Κατοχής στα Γρεβενά, αν και επανειλημμένα κάνει λόγο ότι όλοι οι Μοντιάνο της Ιταλίας, που προέρχονται από το Λιβόρνο, ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή εβραϊκή οικογένεια των Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης.
Ο εν λόγω λοχαγός Μοντιάνο είχε σπεύσει τον Αύγουστο του 1941 από τα Γρεβενά, επικεφαλής των ανδρών του λόχου του, να παράσχει βοήθεια και προστασία στον Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος τότε βρισκόταν στη Σαμαρίνα και οργάνωνε την εκδήλωση της αυτονομιστικής κίνησής του. Η αποστολή του Ιταλοεβραίου λοχαγού ήταν να σώσει τη ζωή του Κουτσοβλάχου «πρίγκιπα» από τα μέλη της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης, που είχε αρχηγό τον Άγγλο ταγματάρχη Πρέστον και είχε σχεδιάσει ως πρώτη ενέργειά της τη σύλληψη και απαγωγή του Διαμάντη. Το σχέδιο και η οργάνωση προδόθηκε, με αποτέλεσμα να επωμισθεί ο Βίτο Μοντιάνο καθήκοντα «προστάτη» του Διαμάντη, όπως 24 χρόνια νωρίτερα είχε πράξει ο συνεπώνυμος διπλωματικός Μοδιάνο. Πόσο τυχαίος είναι άραγε αυτός ο συσχετισμός και ώς πού εκτεινόταν;
Σημειωτέον ότι η αποκάλυψη της πρώτης αγγλοελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης είχε πανικοβάλει όχι μόνο τους αυτονομιστές του «πριγκιπάτου» και τον πελιδνό πλέον «πρίγκιπα», αλλά και τις ιταλικές κατοχικές αρχές, οι οποίες έκαναν εκτεταμένες ανακρίσεις και έρευνες για να βρουν ποια ήταν τα μέλη της και ποιοι είχαν συνεργασθεί μαζί τους. Χρησιμοποιήθηκαν σκληρότατα και απάνθρωπα βασανιστήρια για όσους είχαν ή ήταν ύποπτοι για ανάμιξη, ενώ ύστερα από ασυνήθιστα μακρόχρονες ανακρίσεις στις 11 Απριλίου 1942 έγινε στο ιταλικό στρατοδικείο Αγρινίου η δίκη τους, στην οποία πρώτος μάρτυς κατηγορίας προσήλθε να καταθέσει ο λοχαγός Βίτο Μοντιάνο. Έτσι κατορθώθηκε να καταδικασθούν σε βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων οι Ζήσης Νίκζας, Αναστ. Γεωργίτσης, Ιωάν. Τζίνας, Λεων. Τσιώμης, Αθαν. Τσουπινάκης, Σουλτάνα Τσουπινάκη, Κων. Μπαϊρακτάρης και Ελένη Παπαζήση, οι οποίοι λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο ατυχής Άγγλος ταγματάρχης Τζακ Πρέστον, που είχε καταφέρει να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε με πολλές περιπέτειες μέσω Κατερίνης στην Αθήνα, όπου τον Οκτώβριο 1941 τραυματίσθηκε θανάσιμα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει τη σύλληψή του από Ιταλούς καραμπινιέρους.
Παρά λοιπόν την αποτελεσματική προστασία που του είχε παράσχει ο Ιταλοεβραίος λοχαγός, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταπτοημένος τον Ιούνιο του 1942 εγκατέλειπε οριστικά τις αυτονομιστικές προσπάθειές του. Και το 1943 βρισκόταν πλέον στην αγαπημένη του Ρουμανία με γκρεμισμένα τα όνειρά του. Στη φάση αυτή, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ιταλία ή ενδεχομένως στην Κροατία, παραχώρησε τον τίτλο του «πριγκιπάτου» σ’ έναν τριαντάχρονο τότε Ουγγροεβραίο, τον βαρώνο Γκιούλα Μιλβάνι Τσεσνέγκι, που πήρε το όνομα «Ιούλιος Α΄». Τον είχε γνωρίσει στην Ιταλία και ήταν φανατικός φασίστας.
Ο Τσεσνέγκι ήταν συνεργάτης και στενός φίλος (πάντως ήταν από το καλοκαίρι του 1941 διοικητής της Βασιλικής Λεγεώνας της Κροατίας και ουσιαστικά αυλάρχης) του τιτουλάριου βασιλιά της Κροατίας υπό το όνομα Τόμισλαβ Β΄, δηλαδή του δούκα του Σπολέτο Αϊμόνε.
Ο Αϊμόνε, που ήταν και αυτός φανατικός φασίστας, υποχρεώθηκε μετά το τέλος του πολέμου να αυτοεξορισθεί στην Αργεντινή, σε αντίθεση με τη σύζυγό του (επρόκειτο για την πριγκίπισσα της Ελλάδος Ειρήνη, αδελφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄) που παρέμεινε στην Ιταλία, όπου και είχε φυλακισθεί επί κυβερνήσεως Μπαντόλιο. Στην Αργεντινή ακολούθησε τον Αϊμόνε και ο φέρων τον ανύπαρκτο τίτλο του «πρίγκιπα της Πίνδου» Τσεσνέγκι, ο οποίος φέρεται να κληροδότησε τον «τίτλο» στον ανιψιό του. Ο τελευταίος, που έχει επεκτείνει το «Πίνδου» σε «Πίνδου και Μακεδονίας», εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκούς κύκλους ως ...διεκδικητής της «χώρας» του! Έφθασε μάλιστα στο σημείο να απευθυνθεί και στις Βρυξέλλες για να εδραιώσει την απαίτησή του, γεγονός που χωρίς αμφιβολία θα έχει οδηγήσει σε πονηρές σκέψεις «κάποιους»... Σημειωτέον ότι παρόμοια κίνηση έχει κάνει και ένας ανιψιός του Διαμάντη με το όνομα Νικόλαος που ζει μεταξύ Ιταλίας και Αμερικής!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΤΟΥΣΗΣ
Ας δούμε, όμως, ποιος ήταν ο αρχικός «πρίγκιπας της Πίνδου»:
Αλκιβιάδης Διαμάντης, του Κωνσταντίνου. Γόνος εύπορης οικογένειας, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1894, σπούδασε στο Γυμνάσιο Σιάτιστας και συνέχισε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι, όπου συνδέθηκε με «αρρομουνικούς» κύκλους. Αναφέρεται ότι υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ενώ το 1917 εμφανίστηκε επικεφαλής ένοπλης ομάδας σε χωριά της Πίνδου και με την ανοχή των Ιταλών ανακοίνωσε σε επίσημη τελετή την ίδρυση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» με έδρα τη Σαμαρίνα και αυτοχρίσθηκε σε «πρίγκιπα». Μετά από επίσημη διαμαρτυρία του ελληνικού κράτους στους Συμμάχους, τα ιταλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ήπειρο και μαζί τους ο Διαμάντης. Για την πράξη του εκείνη καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά το 1927 αμνηστεύθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία μετά τον πόλεμο, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας αυτής και στις αρχές της δεκαετίας 1920 διορίσθηκε πρόξενος στους Αγίους Σαράντα, προκειμένου να ασκήσει προπαγάνδα στους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής. Πιστεύεται ότι κατά τη θητεία του εκεί, μέχρι το 1925, συνδέθηκε με ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Αναμίχθηκε σε οικονομικές ατασθαλίες και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αλβανία και τη ρουμανική διπλωματική υπηρεσία.
Επανήλθε στην Ελλάδα και ως αντιπρόσωπος ρουμανικών οίκων εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνεχίζοντας να προσφέρει υπηρεσίες στη ρουμανική προπαγάνδα. Με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου έκανε περιοδείες στην επαρχία, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι, δημιουργώντας πυρήνες φίλων του. Στην Αθήνα διατηρούσε πολυτελή γραφεία στο νεόδμητο μέγαρο του ΜΤΣ, ασχολούμενος κυρίως με την εκπροσώπηση πετρελαίου και ξυλείας από τη Ρουμανία. Διατηρούσε πάντα τις επαφές του τόσο με τη Ρουμανία όσο και με την Ιταλία, όπου έκανε συχνά ταξίδια και είχε συνδεθεί με στελέχη της Σιδηράς Φρουράς και του φασιστικού κόμματος αντίστοιχα. Το 1940, όταν πλέον είχε αποφασισθεί η εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, εξαφανίσθηκε από την Αθήνα, αφού ήδη από ετών είχε προσελκύσει την προσοχή της ελληνικής αντικατασκοπίας που τον παρακολουθούσε.
Όταν έγινε η ιταλική επίθεση, ο Διαμάντης, στον οποίον είχε απονεμηθεί ιταλικό παράσημο (εξ ου και του άρεσε να τον αποκαλούν κομεντατόρε) βρισκόταν στην Αλβανία για να βοηθήσει. Ήταν σύμβουλος και διερμηνέας του στρατηγού Αλφρέντο Γκουτσόνι. Άνθρωποί του χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί στην αρχική προέλαση των Ιταλών, ενώ άλλοι από τους πυρήνες που είχε δημιουργήσει εντοπίσθηκαν αμέσως από τις ελληνικές αρχές και κατέληξαν σιωπηρά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως (τουλάχιστον 200 στην Κόρινθο) ή σε εξορίες στα απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου. Όταν τελικά τον Απρίλιο του 1941 ο ιταλικός στρατός, ακολουθώντας τον γερμανικό, κατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Διαμάντης επανεμφανίσθηκε.
Το σχέδιό του ήταν να δημιουργήσει το κρατίδιο που είχε ονειρευθεί ήδη προ 25ετίας και έσπευσε να αναζητήσει συνεργάτες, που είχε προσηλυτίσει στα ταξίδια του κατά τα προπολεμικά χρόνια. Με τη συνδρομή του Νικολάου Ματούση ίδρυσε τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και τον Σεπτέμβριο 1941 έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του, ζητώντας ως «εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» από τον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου προνόμια. Στηριζόμενος πάντα στους Ιταλούς και με την άμεση ενίσχυση των Ρουμάνων, υποχρεώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1942 οι θεσσαλικές εφημερίδες να δημοσιεύσουν το «μανιφέστο» του, που το συνυπέγραφαν ελάχιστοι από τους επιφανείς επιστήμονες Κουτσόβλαχους που δέχθηκαν.
Απογοητευμένος για τη μη θετική εξέλιξη του «ονείρου» του, τον Ιούνιο 1942 έφυγε από την Ελλάδα και γύρισε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε ανάμεσα στους ελληνικής καταγωγής σιδηροφρουρίτες του Χόρια Σίμα και μετά την πτώση του καθεστώτος Αντωνέσκου συνελήφθη και εκτελέσθηκε το 1948.
Ο «αντ’ αυτού» άμεσος συνεργάτης του Διαμάντη, ο Ματούσης, ήταν ομοίως τυχοδιώκτης και καιροσκόπος:
• Νικόλαος Ματούσης, του Ματθαίου. Γεννήθηκε το 1899 στη Σαμαρίνα και τέλειωσε το Γυμνάσιο Τρικάλων και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δικηγόρησε στη Λάρισα. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του ΚΚΕ και το 1925 έγινε μέλος της Κ.Ε. του, αλλά σύντομα διαγράφηκε. Στη συνέχεια υπήρξε συνεργάτης του Ιω. Σοφιανόπουλου και του Απ. Παγκούτσου με το Αγροτικό Κόμμα. Τον Αλκιβιάδη Διαμάντη γνώρισε στα μέσα της δεκαετίας 1920 στη Λάρισα και από τότε συνδέθηκαν. Με την έναρξη της Κατοχής, ξαναβρέθηκε με τον Διαμάντη και αποφάσισαν να προωθήσουν την ιδέα του «πριγκιπάτου της Πίνδου», που θα εκτεινόταν σε όσες περιοχές ζούσαν Κουτσόβλαχοι, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Με βασικούς συνεργάτες τους Δημοσθ. Τσούτρα και Κων. Τάχα ίδρυσε στη Λάρισα τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» για την υλοποίηση των σχεδίων αυτών, σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος θα γινόταν ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, ο Βασίλειος Ραποτίκας θα γινόταν αρχηγός του στρατού και θα υπήρχε κοινοβούλιο στα Τρίκαλα, ενώ η έδρα της κυβέρνησης θα ήταν στη Λάρισα. Επίσημη γλώσσα θα ήταν η κουτσοβλαχική, με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής και με επαναφορά των παλαιών βλάχικων ονομασιών στα τοπωνύμια (π.χ. Σάντα Μαρία η Σαμαρίνα, Αμίντσιου το Μέτσοβο, Νέβεσκα το Νυμφαίο κ.ο.κ.). Τον Μάρτιο 1942 υπογράφηκε το περίφημο μανιφέστο, αλλά τρεις μήνες αργότερα το σχέδιο άρχισε να καταρρέει, με την εξαφάνιση του Διαμάντη και αρκετά αργότερα του ίδιου του Ματούση, που κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Ματούσης είχε επιδιώξει με την εύνοια των Ιταλών, όχι όμως και των Γερμανών που προέβαλαν βέτο, να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός ή έστω υπουργός. Για να ενισχύσει την επιδίωξή του αυτή, αφού πλέον είχε εγκαταλειφθεί πλήρως η ιδέα του κουτσοβλαχικού κρατιδίου, ίδρυσε με τους Σπύρο Χατζηκυριάκο, Φιλήμονα Πατίτσα και Εμμανουήλ Κορωναίο τη γερμανόφιλη οργάνωση Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης. Όταν απέτυχε κι αυτό, αποφάσισε στα τέλη 1943 ή αρχές 1944 να ταξιδέψει στη Ρουμανία. Όταν πήραν την εξουσία οι κομμουνιστές και άρχισαν οι διώξεις του καθεστώτος Αντωνέσκου, ο Ματούσης συνελήφθη για τις σχέσεις του μ’ αυτό και φυλακίσθηκε για αρκετά χρόνια. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατόρθωσε να άρει τις καταδικαστικές σε βάρος αποφάσεις σε θάνατο. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα στο Λουτράκι και από το 1966 στη Λάρισα, όπου και πέθανε το 1991.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΗΓΕΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ
Για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που είχαν συνεργασθεί με τον Διαμάντη στα ανθελληνικά και αυτονομιστικά του σχέδια, παραθέτουμε σύντομες αναφορές για τα κυριότερα πρόσωπα που έδρασαν στην περίοδο 1941-42 στο πλευρό του[2]:
• Δημοσθένης Τσούτρας, του Νικολάου. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1894 και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ για ένα διάστημα είχε εργασθεί ως υπάλληλος των ΤΤΤ. Διορίσθηκε ως καθηγητής φιλολογίας στο Γυμνάσιο Λάρισας, ενώ εμφανιζόταν πολιτικά ως αριστερός, με αποτέλεσμα επί δικτατορίας Μεταξά να κατηγορηθεί ότι προπαγάνδιζε στους μαθητές κομμουνιστικές ιδέες. Απολύθηκε από τη θέση του και άρχισε να ασκεί τη δικηγορία στη Λάρισα. Βρισκόταν σε επαφή με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, γεγονός που δεν είχε διαφύγει από την ελληνική αντικατασκοπία. Κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συνελήφθη και στάλθηκε εξόριστος στη Χίο ως εθνικά ύποπτος. Αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατελήφθη η Ελλάδα, οπότε και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου τον Μάιο 1941 μαζί με τους Ν. Ματούση και Κ. Τάχα, πρώην κομμουνιστές και οι τρεις, υποδέχθηκαν τον Αλκ. Διαμάντη. Πήρε μέρος ως ηγετικό μέλος στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και βεβαίως συνυπέγραψε το Μανιφέστο του Διαμάντη. Μετά την Κατοχή καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο και δύο φορές σε ισόβια, αλλά κατόρθωσε να κρυφτεί στο αχανές κτήμα του στον Βρυότοπο, όπου ζούσε σε σπηλιές και κρυψώνες μέχρι το 1961 που πέθανε.
• Κωνσταντίνος Τάχας. Είχε γεννηθεί στη Λάρισα και ήταν γιατρός. Την εποχή των σπουδών του είχε εκδηλωθεί ως κομμουνιστής και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Νικόλαο Ματούση και τον Δημοσθένη Τσούτρα, μαζί με τους οποίους υποδέχθηκαν τον Μάιο 1941 στη Λάρισα τον Διαμάντη και στη συνέχεια σχημάτισαν την πρώτη διοικούσα επιτροπή της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και ο ίδιος υπήρξε ο κεντρικός ταμίας της οργάνωσης στη Λάρισα. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Βασίλειος Ραποτίκας, του Χρήστου. Γεννήθηκε το 1888 στη Γράμμουστα Πίνδου και ήταν αρβανιτόβλαχος. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο χωριό Ροδιά Τυρνάβου, όπου συν τω χρόνω έγινε μεγαλοτσέλιγκας. Με την Κατοχή ήρθε σε επαφή με τον Νικόλαο Ματούση και εντάχθηκε από τους πρώτους στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», αναλαμβάνοντας να συγκροτήσει το ένοπλο τμήμα της. Έχοντας πολλές γνωριμίες σε διάφορα χωριά που υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και κυρίως Αρβανιτόβλαχοι, έπεισε πολλούς για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ομάδα, της οποίας ήταν αρχηγός. Επικεφαλής των ανδρών αυτών, που διακρίνονταν ιδίως για την αγριότητά τους, γύριζε στις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, συνοδευόμενος από Ιταλούς. Ανάμεσα σε ανθελληνικές δραστηριότητες, η πρώτη του φροντίδα ήταν ο ίδιος και οι άνδρες του να τρομοκρατούν και να λεηλατούν τους χωρικούς, αρπάζοντας ζώα και τρόφιμα. Φιλόδοξος, καθώς ήταν, πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης που θα σχημάτιζε με τους λεγεωνάριους το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Το καλοκαίρι του 1943 με τέχνασμα τον συνέλαβαν στη Λάρισα ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι τον βασάνισαν σκληρά και σκοτώθηκε κάπου στα χωριά Γριζάνο και Τσιότι, δεμένος πίσω από ένα άλογο που έτρεχε.
• Θωμάς Πισπιρίγκος, του Δημητρίου. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ήταν δικηγόρος. Αν και ήταν επηρεασμένος από τη ρουμανική και την ιταλική προπαγάνδα, είχε κατορθώσει να γίνει έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε, αλλά επέδειξε ηττοπάθεια με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο και να καθαιρεθεί. Υπήρξε από τους πρώτους και τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη και συνεπέγραψε το μανιφέστο του. Ανέπτυξε με φανατισμό πλούσια αντεθνική δράση, τόσο στην αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων, όσο και στο πλευρό των Ιταλών κατακτητών, ενώ αναφέρεται ότι είχε τον βαθμό του ταγματάρχη του ιταλικού στρατού. Μετά την αποτυχία της κίνησης Διαμάντη και την εξαφάνιση των λεγεωναρίων, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κατόρθωσε να διορισθεί νομικός σύμβουλος στην Υπηρεσία Κτημάτων της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, ενώ έγινε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ήταν ευθέως υπέρ της προσάρτησης της Πίνδου στην Ιταλία, καθώς και υπέρ της συνεργασίας με τους Βουλγάρους. Το 1944, πριν φύγουν οι Γερμανοί, κατέφυγε στη Ρουμανία όπου και πέθανε.
• Νικόλαος Μητσιμπούνας. Γιατρός από τα Γρεβενά. Έμπιστος και στενός συνεργάτης του Διαμάντη, υπήρξε πληρεξούσιός του για τη διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων στη Ροδιά Τυρνάβου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στις περιφέρειες όπου εμφανίσθηκε η κίνηση Διαμάντη και ιδιαίτερα στον νομό Λάρισας. Είχε συνυπογράψει το περίφημο μανιφέστο. Μετά την αναχώρηση του Διαμάντη, ανέλαβε την αρχηγία της κίνησης στην περιοχή Γρεβενών και τον Μάρτιο 1943, όταν οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Γρεβενά τους ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Μητσιμπούνας. Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και ήταν κτηνοτρόφος. Εξάδελφος του προηγουμένου και αδελφός του Νικολάου Μητσιμπούνα, καθηγητή της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ήταν φανατικός ανθέλληνας και αυτονομιστής και αρχικά υπήρξε ο οργανωτής της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» στα Γρεβενά. Αναδείχθηκε σ’ έναν από τους κυνικότερους πλιατσικολόγους σε βάρος των ίδιων των Κουτσοβλάχων, με αποτέλεσμα ο Διαμάντης να υποχρεωθεί να τον διαπομπεύσει, κρεμώντας τον ζωντανό επί ώρες στην πλατεία του χωριού Βλαχόγιαννι. Αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο 1941 και στη συνέχεια ο Γ. Μητσιμπούνας, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, εγκατέλειψε τον Διαμάντη, χωρίς να παραιτηθεί από τις ύποπτες σχέσεις του με τους Ιταλούς. Αντίθετα, τις συνέχισε και συγκρότησε μια ισχυρή αντιανταρτική ομάδα ενόπλων Κουτσοβλάχων. Τον Φεβρουάριο 1943 για να ενισχύσει την ομάδα του, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς στην ύπαιθρο, στρατολόγησε, μεταξύ άλλων, μαθητές από τις μεγαλύτερες τάξεις του Ρουμανικού Γυμνασίου Βέροιας και της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με Έλληνες αντάρτες που δρούσαν κατά των λεγεωναρίων. Η ομάδα του Γ. Μητσιμπούνα πήρε μέρος στην ιταλική επιδρομή κατά της Τσαρίτσανης τον Μάρτιο 1943 και συμμετείχε στους εμπρησμούς, λεηλασίες και φόνους που ακολούθησαν. Μετά την κατάρρευση των Ιταλών, συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς και πριν αποχωρήσουν οι τελευταίοι το 1944 κατέφυγε στη Ρουμανία. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών.
• Στέφανος Κώτσιος. Απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής, όταν εμφανίστηκε η κίνηση Διαμάντη, δραστηριοποιήθηκε και μαζί με τον Νικ. Φράγκο οργάνωσαν τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» στην περιοχή Ελασσόνας. Παρά την αντίθεση της κυβέρνησης Αθηνών, κατόρθωσε να διορισθεί από τους κατακτητές νομάρχης Λάρισας στις αρχές του 1943, ώστε να ευνοήσει την κίνηση των αυτονομιστών. Ως νομάρχης εκτελούσε τις εντολές του Ματούση για τον διορισμό αυτονομιστών σε θέσεις των τοπικών κοινοτικών αρχών και φυσικά τη διευκόλυνση της αυτονομιστικής προπαγάνδας. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, ως όργανο πλέον των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Νικόλαος Φράγκος. Είχε γεννηθεί στην Ελασσόνα, όπου και άσκησε την ιατρική. Κατά την Κατοχή, ως ιταλομαθής που ήταν, είχε γίνει διερμηνέας των εκεί ιταλικών αρχών. Προσχώρησε αμέσως στην κίνηση του Διαμάντη και συνυπέγραψε από τους πρώτους το μανιφέστο του, ενώ υπήρξε αρχηγός των λεγεωναρίων της Ελασσόνας. Ταυτόχρονα με την επαίσχυντη ανθελληνική στάση του, είχε την πρόνοια από τις αρχές του 1943, όταν πλέον διαφαινόταν η έκβαση του πολέμου, να διατηρεί σχέσεις με το τοπικό ΕΑΜ, που το ενίσχυε κρυφά «για παν ενδεχόμενον». Παρ’ όλα αυτά, μετά το τέλος του πολέμου, δικάσθηκε μαζί με τους άλλους πρωτεργάτες της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» σε πρόσκαιρη κάθειρξη 15 ετών.
• Ζήκος Αράιας. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και καταγόταν από τη Σαμαρίνα. Ήταν φανατικό όργανο της ρουμανικής και ιταλικής προπαγάνδας και εκδήλωσε τον ανθελληνισμό του ήδη από το 1917, όταν ο Διαμάντης είχε πρωταγωνιστήσει μαζί του στην πρώτη ανακήρυξη του «πριγκιπάτου της Πίνδου». Στα ενδιάμεσα ήταν καθηγητής και διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Έσπευσε από τους πρώτους να συνεργασθεί με τον Διαμάντη, με τον οποίο διατηρούσε όλα τα χρόνια στενή επικοινωνία, όταν επανεμφανίσθηκε το 1941, και διορίσθηκε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Γρεβενών. Το περίφημο Μανιφέστο του Διαμάντη το συνυπέγραψε ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Βουλγαρίας. Μετά την αποτυχία της αυτονομιστικής κίνησης και την εκκένωση των Γρεβενών από τους Ιταλούς, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Σωτήρης Αράιας, του Ζήκου. Γιος του προηγουμένου. Ήταν κι αυτός καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και πήρε μέρος στην κίνηση των αυτονομιστών του Διαμάντη, ενώ παράλληλα υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στα Γρεβενά. Σε κάθε ευκαιρία προπαγάνδιζε τον ανθελληνισμό του με φανατισμό. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Βασιλάκης. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και ήταν δικηγόρος. Τον Δεκέμβριο του 1916, όταν οι Γάλλοι έθεσαν υπό κατοχή τα Γρεβενά, αν και η πόλη ανήκε στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη», ο Βασιλάκης που εμφανιζόταν ως φανατικός βενιζελικός διορίσθηκε δήμαρχος και άρχισε διώξεις όχι μόνο των αντιβενιζελικών, αλλά και όσων είχαν εκδηλωθεί εναντίον των ρουμανιζόντων. Είχε πάρει μέρος στην πρώτη αυτονομιστική κίνηση του Διαμάντη το 1917 και μόλις άρχισε το 1940 ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη ως εθνικά ύποπτος και εκτοπίσθηκε. Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Καζάνας. Ήταν δικηγόρος που ζούσε στα Γρεβενά και ως συγγενής του Διαμάντη είχε αναλάβει να διευθύνει το επιχειρηματικό γραφείο του στην πόλη, καθώς και τα γραφεία της Ένωσης Ρουμανικών Κοινοτήτων που είχε ιδρύσει. Πήρε μέρος σε διάφορες ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας και είχε στενές σχέσεις με τις ιταλικές αρχές. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Περικλής Πιτένης, του Δημητρίου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας, πρώτος εξάδελφος και έμπιστος συνεργάτης του Αλκιβιάδη Διαμάντη. Συνυπέγραψε από τους πρώτους το αυτονομιστικό μανιφέστο του Διαμάντη. Διορισμένοι από τους Ιταλούς, με τον Νικόλαο Φουρκιώτη και τον Γεώργιο Γκιουλέκα, είχαν σχηματίσει την επιτροπή Λάρισας για τη «διαχείριση» της γαλακτοπαραγωγής που είχαν δεσμεύσει οι ιταλικές αρχές, συγκεντρώνοντας και τυροκομώντας το γάλα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας και τελικά καταδικάσθηκε μεταπολεμικά σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Ιωάννης Μέρτζιος, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας, όπου ζούσε μέχρι την Κατοχή. Φέρεται ότι συνυπέγραψε το μανιφέστο του Διαμάντη και το 1942 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών. Εκεί του παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς το κέντρο «Περοκέ», που το μετέτρεψε σε καζίνο, παρά την αντίθεση των ελληνικών αρχών. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 11 ετών ως οικονομικός δοσίλογος.
• Βασίλειος Αγορογιάννης. Είχε γεννηθεί στη Σαμαρίνα, της οποίας διορίσθηκε αυθαίρετα πρόεδρος τον Αύγουστο 1941 από τον Διαμάντη. Το σπίτι του χρησιμοποιούσε ο Διαμάντης με τους ανθρώπους του για να φιλοξενείται όταν έφθανε εκεί επί Κατοχής.
• Στέργιος ή Γιούλης Αναγνώστης, του Χρήστου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, συνέβαλε στη στρατολόγηση βλαχοφώνων της Βέροιας για λογαριασμό των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη. Πριν αποχωρήσει ο γερμανικός στρατός τον Οκτώβριο 1944, ο Αναγνώστης εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον ακολούθησε, ενώ υπάρχει η πληροφορία ότι εκπαιδεύθηκε στη Βιέννη ως κατάσκοπος και γύρισε στην Ελλάδα στις αρχές του 1945 για ανάλογη δράση σε βάρος της χώρας. Το 1946 καταδικάσθηκε στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
• Βασίλειος Βαρδούλης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Γαλάνης, του Ευθυμίου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και ήταν φανατικός ρουμανίζων από προπολεμικά. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσέφερε υπηρεσίες στα πρώτα ιταλικά στρατεύματα που προς στιγμήν είχαν εισβάλει στην Ελλάδα, υποδεικνύοντάς τους άγνωστα μονοπάτια πώς να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό. Προδοτική δράση, όπως ήταν επόμενο, επέδειξε και κατά την Κατοχή, οπότε είχε ντυθεί ως Ιταλός στρατιωτικός και οπλοφορούσε, διενεργώντας προπαγάνδα τόσο υπέρ των Ιταλών κατακτητών, όσο και της αυτονομιστικής κίνησης του «πριγκιπάτου». Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Γκιουλέκας. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Πραιτώρι Ελασσόνας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Μετά την αποτυχία της, στις αρχές του 1943 εγκατέλειψε τους λεγεωναρίους και ήρθε στην Αθήνα, όπου ζούσε προπολεμικά. Από τον Απρίλιο 1944 εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον σκότωσαν οι αντάρτες.
• Ε. Γκοτζαμάνης. Μηχανικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γρηγόριος Γκούντας, του Αδάμου. Ήταν από την Ελασσόνα και μόλις εκδηλώθηκε η αυτονομιστική κίνηση, συνεργάσθηκε με τους Ν. Φράγκο και Στ. Κώτσιο για τους ανθελληνικούς αυτούς σκοπούς στην Ελασσόνα. Η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», της οποίας ήταν μέλος φυσικά, τον διόρισε πρόεδρο της Κοινότητας Ελασσόνας.
• Στέφανος Δελήμπασης. Καταγόταν από το Μέτσοβο και υπηρετούσε ως ρουμανοδιδάσκαλος στην Κλεισούρα. Προπαγάνδιζε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», ενώ συνεργάσθηκε με τις τοπικές ιταλικές αρχές κατοχής και ιδιαίτερα με τον Ιταλό φρούραρχο Καστοριάς.
• Δημήτριος Δημαρέλης. Από το Δίστρατο. Πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, του οποίου ήταν σωματοφύλακας και τον συνόδευε στις περιοδείες του. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά, ενώ είναι άγνωστο τι απέγινε. Ενδεχομένως να ακολούθησε τον Διαμάντη στη Ρουμανία.
• Αν. Καλομέτρος. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Κ. Καλογεράς. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Τάκης Καπρίνης, του Αδάμου. Γεννήθηκε στη Βέροια, όπου ασκούσε εμπορία μαλλιών. Όταν τον Απρίλιο 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Βέροια, τους υποδέχθηκε με γερμανικές και ρουμανικές σημαίες και υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου». Συστηματικά ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών, με τη στρατολόγηση νέων Κουτσοβλάχων πότε στους λεγεωνάριους και πότε στους Ιταλούς, αργότερα στο πλευρό των Γερμανών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών.
• Ιωάννης Καραμούζης (ή Καραμπούζης). Είχε σπουδάσει στη Ρουμανική Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης και στην προπολεμική περίοδο ήταν γνωστός ως πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, εξ ου και μόλις άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη και εκτοπίσθηκε. Μόλις άρχισε η Κατοχή και απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και υπέρ του ίδιου προσωπικά. Συγκρότησε τη Ρουμανική Λέσχη Θεσσαλονίκης (κατά το πρότυπο της αντίστοιχης Βουλγαρικής) και υπήρξε πρόεδρός της, με άμεσο συνεργάτη στον ανθελληνισμό τους τον Θωμά Πισπιρίγκο. Μετά την αποτυχία των αυτονομιστικών σχεδίων και την κατάρρευση της Ιταλίας, διέφυγε το καλοκαίρι του 1944 στη Ρουμανία. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Καρμάνης, του Ευαγγέλου. Ζούσε στον Αλμυρό Βόλου και ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να γίνουν όργανα της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και ταυτόχρονα των Ιταλών κατακτητών. Υπηρέτησε ως Ιταλός καραμπινιέρος, διώκοντας και καταδίδοντας συμπατριώτες του. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Κοντογιάννης. Υπήρξε από τους φανατικότερους αυτονομιστές του Τυρνάβου και έδρασε από την αρχή της Κατοχής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν επίσημα η αυτονομιστική κίνηση, ενώ επωφελήθηκε οικονομικά από τις καταπιέσεις των άλλων Κουτσοβλάχων της περιοχής που δεν ήθελαν να γίνουν προδότες. Πήρε μέρος σε επιδρομές της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και τελικά, μετά την αποτυχία της, σκοτώθηκε από αντάρτες.
• Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Γιος του προηγουμένου. Έδρασε κι αυτός στο πλευρό των αυτονομιστών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών.
• Λεωνίδας Κοντογιάννης. Γιος του Γεωργίου και αδελφός του προηγουμένου. Ως δραστήριο μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» διορίσθηκε το 1942 πρόεδρος της Κοινότητας Τυρνάβου.
• Ιωάννης Κόπανος. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Κουρδίστας. Καταγόταν από τον Αλμυρό Βόλου, όπου οργάνωσε το πρώτο ένοπλο τμήμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» εκεί. Συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και εντάχθηκε στο σώμα του Ραποτίκα. Εκτελέσθηκε πριν από το τέλος της Κατοχής από τους αντάρτες.
• Αδάμος Μαργαρίτης. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Ιταλούς σε μια φάση που είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος, αλλά είχαν εγκλωβισθεί, και τους υπέδειξε άγνωστα μονοπάτια στα βουνά της Πίνδου για να αποφύγουν την αιχμαλωσία τους από τον Ελληνικό Στρατό. Υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης και παράλληλα έδρασε αντεθνικά κατά την Κατοχή. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Μίχης. Στην Κατοχή ζούσε στη Λάρισα, όπου ήταν διευθυντής του μονοπωλίου άλατος εκεί. Προσχώρησε νωρίς στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» και προπαγάνδιζε υπέρ της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Έγινε ταμίας της κεντρικής οργάνωσης της τελευταίας, στη θέση του Κ. Τάχα, διαχειριζόμενος όλα τα ποσά που συγκέντρωναν παράνομα, ενώ τελικά ορισμένα απ’ αυτά οικειοποιήθηκε. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε οκταετή κάθειρξη.
• Βιργίλιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Αθανάσιος Μπαλοδήμος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Μπαλοδήμος. Ήταν από την Αβδέλλα και με δική του πρωτοβουλία και με τη βοήθεια Ιταλών καραμπινιέρων τον Ιούλιο 1942 πήγε στο Σπήλαιο, όπου προέβη σε λεηλασίες και συλλήψεις προκρίτων και άλλων ατόμων. Οδηγήθηκαν όλοι στην Αβδέλλα, όπου βασανίσθηκαν σκληρά.
• Δημ. Μπάρδας. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Μπάρδας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Ιωάννης Μπαρτζούμας, του Κωνσταντίνου. Ήταν εκπαιδευτικός και διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Κρανιάς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών, ενώ μόλις εμφανίσθηκε ο Αλκ. Διαμάντης τον ακολούθησε με φανατισμό και υπήρξε επικεφαλής της προπαγάνδας των αυτονομιστών και στη συνέχεια αρχηγός της νεολαίας και σύμβουλος στην Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων που ίδρυσε ο Διαμάντης ταυτόχρονα με τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Ο ανθελληνισμός του είχε εκδηλωθεί επανειλημμένα και με χυδαιότητα, ενώ είχε υποβάλει στις ιταλικές αρχές υπόμνημα καταγγέλλοντας την ελληνική κυβέρνηση και ζητώντας την προσάρτηση της περιοχής στην Ιταλία. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 και 2 ετών από τα δικαστήρια Κοζάνης και Λάρισας αντίστοιχα.
• Τόλης Μπάστας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Α. Μπέκας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Αδάμος Μπίλιας ή Μπίλης. Από τους πρώτους οπαδούς της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και προσωπικά του Νικολάου Ματούσης, του οποίου ήταν σε όλο το διάστημα της Κατοχής στη Λάρισα σωματοφύλακάς του. Πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις των λεγεωναρίων και σε άλλες κοινές με τους Ιταλούς. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση και πέθανε το 1993.
• Αργύρης Μποχώρης ή Μπάσδος. Ήταν Αρβανιτόβλαχος και από τους πρώτους ένοπλους που στρατολόγησε ο Ραποτίκας για να συγκροτήσει το στρατιωτικό σώμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Πήρε μέρος σε διάφορες επιδρομές και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας εγκατέλειψε τους αυτονομιστές και εντάχθηκε σε αντικομμουνιστικές ομάδες της Κατερίνης.
• Κωνσταντίνος Νάκας, του Στεργίου. Καταγόταν από το Δίστρατο και υπήρξε από την ομάδα των ανθελλήνων Κουτσοβλάχων που είχαν βοηθήσει τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις πρώτες ημέρες που εισέβαλαν στην Ελλάδα το 1940 να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό, χρησιμεύοντας ως οδηγός τους και υποδεικνύοντας άγνωστα μονοπάτια. Κατά την Κατοχή υπήρξε προκλητική η συμπεριφορά του υπέρ των Ιταλών κατακτητών, ενώ πήρε μέρος σε καταπιέσεις και ξυλοδαρμούς βλαχοφώνων που αρνούνταν να πάρουν μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο, αφού προηγουμένως είχε κατορθώσει να εξαφανισθεί από την Ελλάδα.
• Κωνσταντίνος Νικολάου ή Παπαδάμ, του Τριαντάφυλλου. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1918 και φοίτησε στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος, ενώ οικογενειακά ενίσχυαν τη ρουμανική και ιταλική προπαγάνδα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου συνελήφθη για προπαγάνδα υπέρ των Ιταλών και εξορίσθηκε στην Κρήτη. Με την έναρξη της Κατοχής, επέστρεψε και έγινε διερμηνέας των Ιταλών στο Μέτσοβο. Ταυτόχρονα με την υπηρεσία του αυτή, εργάσθηκε με φανατισμό υπέρ των αυτονομιστών. Ακολουθούσε τον Αλκιβιάδη Διαμάντη στις περιοδείες του σε διάφορες πόλεις και χωριά, εμφανιζόμενος ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Μετά την αποτυχία της κίνησης και την απομάκρυνση του αρχηγού του, ο ίδιος εξαφανίσθηκε από το Μέτσοβο και μετά τον πόλεμο επανήλθε στις περιοχές Φαρσάλων και Τρικάλων. Καταδικάσθηκε σε ειρκτή 5 1/2 ετών.
• Κωνσταντίνος Νικολέσκος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Φερδινάνδος Νιμπής. Ήταν από την Κρανιά και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε προληπτικά συλληφθεί και εκτοπισθεί στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή οπαδός του Αλκιβ. Διαμάντη, ο οποίος τον διόρισε ρουμανοδιδάσκαλο στην Κρανιά Μετσόβου.
• Γεώργιος Νουλίκας, του Νικολάου. Ζούσε στη Βέροια, όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμποροράπτη. Υπήρξε συνεργάτης του Καπρίνη και του Διαμάντη στη Βέροια και πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση ως σύμβουλος της Ρουμανικής Κοινότητας Βέροιας. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών.
• Απόστολος Ντόκος. Ήταν από τα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Ένα από τα πρώτα μέλη της κίνησης που ίδρυσε ο Διαμάντης κατά την πρώτη επίσκεψή του στα Γρεβενά. Συνεργαζόταν στενά με τον γιατρό Νικόλαο Μητσιμπούνα και για προπαγανδιστικούς λόγους περιόδευε σε διάφορα μέρη της Θεσσαλίας. Λόγω επαγγέλματος, του είχε ανατεθεί να μοιράζει τρόφιμα και φάρμακα στους ρουμανίζοντες της περιοχής, γεγονός που το εκμεταλλεύθηκε για να πλουτίσει περισσότερο.
• Αθανάσιος Παπαθανασίου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών. Υπήρξε αφανής ιθύνων νους της ιταλικής και ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή Γρεβενών και είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη το 1941, αρνήθηκε να αναρτήσει την ελληνική σημαία στο σχολείο, δίπλα στη γερμανική και τη ρουμανική, όπως ήταν η γερμανική διαταγή. Είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Σωτήριος Παπαθανασίου, του Ιωάννου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Βέροιας. Φανατικός υποστηρικτής της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, συνεργαζόταν με το ρουμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης και τις ιταλικές αρχές των Γρεβενών. Συνέβαλε στη στράτευση νέων της περιοχής Βέροιας στα σώματα που συγκροτήθηκαν για να βοηθήσουν τους Ιταλούς επί Κατοχής. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Απόστολος Παπάς. Ζούσε στα Γρεβενά και καταγόταν από την Αβδέλλα. Στην Κατοχή ήταν ηλικίας 37 ετών και υπηρετούσε ως διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στα Γρεβενά και είχε συνυπογράψει το γνωστό μανιφέστο του Διαμάντη. Δεν είναι γνωστό τι έγινε μετά τον πόλεμο.
• Ιωάννης Πατσιαβούρας ή Πατσαούρας. Ήταν από την Αβδέλλα και ζούσε στα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Φανατικός οπαδός του Διαμάντη και συνεργάτης των Ιταλών, από τους οποίους είχε διορισθεί επόπτης για τη διάθεση των σφαγίων και της συγκέντρωση του παρακρατήματος, γεγονός που του απέφερε μεγάλα κέρδη.
• Σ. Πελέκης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Κωνσταντίνος Πέμας. Καταγόταν από το Μοναστήρι Σερβίας και στην Ελλάδα υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Όταν άρχισε η Κατοχή, ενώ υπηρετούσε ως διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου Γρεβενών, εκδήλωσε με φανατισμό τα ανθελληνικά του φρονήματα και υποστήριξε εκθύμως την κίνηση Διαμάντη. Όταν από την Αθήνα του κοινοποιήθηκε η μετάθεσή του για την Αίγινα, αρνήθηκε να υπακούσει με βαρείς χαρακτηρισμούς για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των Ιταλών, ματαιώθηκε η μετάθεσή του και τελικά μετατέθηκε στη Λάρισα, ύστερα από παρέμβαση της λεγεώνας. Συμμετείχε σε ενέργειες υπέρ των Ιταλών, μετά την κατάρρευση των οποίων και τον εν συνεχεία εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πολωνία, φέρεται ότι καρπώθηκε ισραηλινή περιουσία στη Θεσσαλονίκη. Είναι άγνωστο τι απέγινε μετά τον πόλεμο.
• Λάζαρος Περδίκης. Καταγόταν από το Περιβόλι και ήταν επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων. Προπαγάνδιζε υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη και έκανε συχνές περιοδείες, φροντίζοντας για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά και το κλείσιμο αντιστοίχως των ελληνικών.
• Κωνσταντίνος Πιάνας. Καταγόταν από τον Αμπελώνα Λάρισας και επί Κατοχής υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στον Τύρναβο, παίρνοντας μέρος μαζί τους σε επιδρομές και λεηλασίες σε διάφορα χωριά. Εκτός από την αυτονομιστική του δράση, στην ίδια περίοδο πλούτισε εκβιάζοντας και καταπιέζοντας τους ομοφύλους του κυρίως.
• Στέργιος Πίκης. Είχε γεννηθεί στο Δίστρατο και κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στρατευμένος ων, αυτομόλησε στους Ιταλούς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας τους, ενώ υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης. Το 1946 καταδικάσθηκε σε θάνατο.
• Περιστέρω Πίσπα. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και στα τέλη του 1941 διορίσθηκε, με ενέργειες του Διαμάντη, ως ρουμανοδασκάλα στο εκεί δημοτικό σχολείο, πρωταγωνιστώντας σε πολλά ανθελληνικά επεισόδια με απύθμενο φανατισμό. Το 1946 καταδικάσθηκε σε ποινή προσκαίρων δεσμών 12 ετών.
• Κ. Πιτούλης. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Πολυπραίος. Εργάσθηκε ως ρουμανοδιδάσκαλος στο Πραιτώρι Ελασσόνας, όπου υπήρξε πρωτεργάτης της κίνησης Διαμάντη. Πήρε ενεργό μέρος σε διάφορες ενέργειες των λεγεωναρίων και των Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή Ελασσόνας, αλλά αναφέρεται ότι την άνοιξη του 1942 ήρθε σε ρήξη με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση.
• Βιργίλιος Πούπης, του Λεωνίδα. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Όταν το 1940 σημειώθηκε η ιταλική επίθεση, συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας, λόγω του υπόπτου παρελθόντος του. Υπήρξε από τους πρώτους οπαδούς του Διαμάντη στην αυτονομιστική του κίνηση και πήρε ενεργό μέρος στη ρουμανική προπαγάνδα επί Κατοχής. Πρωτοστάτησε στη βίαιη αρπαγή του ελληνικού σχολείου στη Φούρκα Κόνιτσας τον Σεπτέμβριο 1941, όπου διορίσθηκε δασκάλα η αδελφή του Ελένη Πούπη. Μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών του, έγραψε ένα ποίημα εναντίον της Ελλάδος, το οποίο τότε απαγγελλόταν υποχρεωτικά σε όλα τα ρουμανικά σχολεία της χώρας, ενώ ακόμη και τώρα το χρησιμοποιούν αμετανόητοι αυτονομιστές, θεωρώντας πως έτσι κάνουν προπαγάνδα. Με το τέλος της Κατοχής, ο Πούπης εξαφανίσθηκε και είναι άγνωστο τι απέγινε.
• Γεώργιος Προφέντζας. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Δαμασίου Τυρνάβου και ήταν από τους πιο φανατικούς οπαδούς του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Τον Σεπτέμβριο 1941 κατέλαβε βιαίως το Δημοτικό Σχολείο Διστράτου Κόνιτσας και στέγασε σ’ αυτό το ρουμανικό, όπως και στα χωριά Παπάδες και Φούρκα Κόνιτσας. Υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών επί Κατοχής, ενώ μετά την κατάρρευση της Ιταλίας κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς, υπέρ των οποίων οργάνωσε με τους Βιργίλιο Πούπη και Μαργ. Μαργαρίτη ένοπλη ομάδα βλαχόφωνων.
• Παναγιώτης Σίμος. Υπήρξε από τους φανατικότερους οπαδούς του Διαμάντη στη Βέροια και ακολούθησε με ζήλο τις ενέργειες της αυτονομιστικής κίνησης, αλλά και συνεργάσθηκε τόσο με τους Ιταλούς αρχικά, όσο και με τους Γερμανούς αργότερα. Το καλοκαίρι του 1944 σχημάτισε ομάδα ενόπλων νέων της Βέροιας για να την εντάξει στο τάγμα των ρουμανιζόντων που είχε σχηματισθεί στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό των Γερμανών. Όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί, τους ακολούθησε στη Βιέννη. Είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Δημ. Τάχας. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Τεγογιάννης. Ήταν καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης για το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Αλκιβ. Διαμάντη, μάλιστα ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Σερβίας. Τον Φεβρουάριο 1943 είχε συνοδεύσει Ιταλό συνταγματάρχη στη Βέροια για να πεισθούν να στρατολογηθούν νέοι Κουτσόβλαχοι της Βέροιας να ενταχθούν σε αντιανταρτικό στρατιωτικό σώμα των Ιταλών. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Νικόλαος Τελειώνης. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Βασίλειος Τζιότζιος. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Αργότερα προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, όπου ανέλαβε τη διοίκηση μεγάλων ανταρτικών μονάδων.
• Σέργιος Τριανταφύλλης. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Τσανανάς, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας και κατά την Κατοχή ήταν ηλικίας 60 ετών και συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στην περιοχή του για τη δημιουργία του «πριγκιπάτου» και επί Κατοχής συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και κυρίως με τους Γερμανούς. Το 1948 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Αχιλλέας Φουρκιώτης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Φουρκιώτης. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1897, καταγόμενος από τη Σαμαρίνα. Ήταν από τους μεγαλύτερους γεωργούς και τυροκόμους της περιοχής, αλλά δεν δίστασε από την αρχή να υποστηρίξει την αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη και να συμμετάσχει δραστήρια στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Έφερε στολή Ιταλού μελανοχίτωνα και πήρε μέρος σε πολλές επιδρομές οργανωμένες από τους Ιταλούς και τους λεγεωνάριους. Στις αρχές του 1942 διορίσθηκε πρόεδρος της Κοινότητας Βρυοτόπου και οι Ιταλοί τον είχαν ορίσει επικεφαλής της επιτροπής που σχημάτισαν για τη διαχείριση της δεσμευμένης από τους ίδιους γαλακτοπαραγωγής στις περιοχές Λάρισας, Αλμυρού και Λαμίας. Καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά. Πέθανε το 1967.
• Γεώργιος Φράγκος. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Χρήστος Φρασσερίτης. Ιερέας στη ρουμανική εκκλησία Κεδρών Πέλλας. Ήταν από πολλά χρόνια φανατικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις κατακτήθηκε η Ελλάδα αναθάρρησε και εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, προκαλώντας την αντίδραση των κατοίκων των Κεδρών που τον έδιωξαν κακήν κακώς. Κατέφυγε στην Έδεσσα, όπου συνεργάσθηκε με τις εκεί βουλγαρικές αρχές και επεδίωξε ανεπιτυχώς να του παραχωρηθεί ελληνική εκκλησία για να χρησιμοποιείται από τους ελάχιστους ρουμανίζοντες που υπήρχαν εκεί. Στη συνέχεια συνεργάσθηκε με τον Θ. Πισπιρίγκο και έκανε μακρές περιοδείες από τα Γρεβενά μέχρι τη Λάρισα για να προσηλυτίσει βλαχόφωνους στα αυτονομιστικά σχέδια. Πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί είχε εξαφανισθεί και είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Αθανάσιος Χατζάρας. Υπήρξε ένα από τα φανατικότερα πρωτοπαλίκαρα του Ραποτίκα. Κατατάχθηκε από τους πρώτους στο σώμα των λεγεωναρίων και πήρε μέρος σε επιδρομές και λεηλασίες, όπου επέδειξε σκληρή συμπεριφορά και βασάνισε χωρικούς. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Δημοσθένης Χατζηγώγος, του Αποστόλου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας της Βέροιας, όπου είχε γεννηθεί. Προπολεμικά είχε αναμιχθεί σε δραστηριότητες υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας, ώστε όταν έγινε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε με άλλους επικίνδυνους Κουτσοβλάχους στη Χίο. Απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1941 και επέστρεψε στη Βέροια, όπου άρχισε ανοικτά να κινείται υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, το μανιφέστο του οποίου είχε συνυπογράψει από τους πρώτους. Μετά την πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, συνεργάσθηκε με τον συνταγματάρχη Αθαν. Χρυσοχόου, επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας τότε, για να αντιμετωπισθεί η προπαγάνδα των φανατικών ρουμανιζόντων που είχαν αρχίσει τώρα να συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Η ενέργειά του αυτή του χρησίμευσε για να καταδικασθεί ελαφρότερα από άλλους και το 1946 καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Ζήσης Χατζημπίρος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Οκταβιανός Χατζημπίρος, του Γεωργίου. Από το Πραιτώρι Ελασσόνος. Πριν από τον πόλεμο εκφραζόταν υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις σημειώθηκε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη, ενώ είχε ντυθεί με ιταλική στολή και έφερε τον βαθμό του επιλοχία. Ήταν μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και πήρε μέρος στην καταστροφή του Δομένικού και στην επιδρομή στην Τσαρίτσανη. Λίγο πριν από την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 ετών.
• Απόστολος Χατζής. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Χώτος. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Δομένικο, όπου μόλις άρχισε η Κατοχή τον όρισαν οι Ιταλοί πρόεδρο της εκεί κοινότητας. Ενώ ήταν άνθρωπος των Ιταλών, που πρόθυμα τους εξυπηρετούσε σε ό,τι ζητούσαν, ταυτόχρονα έπραττε το ίδιο και για τους αντάρτες. Τον Φεβρουάριο 1943, μόλις έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στο Δομένικο και τη Μυλόγουστα από Ιταλούς και λεγεωνάριους, εγκατέλειψε την περιοχή και κατέφυγε αρχικά στην Ελασσόνα και στο τέλος στη Θεσσαλονίκη, όπου ενώθηκε με τους άλλους αυτονομιστές πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα Γρεβενά.
Φυσικά, δεν ήταν μόνον όσοι προαναφέρθηκαν οι θλιβεροί πρωταγωνιστές της αυτονομιστικής κίνησης που είχε τη φαεινή ιδέα να δημιουργήσει ο «πρίγκιπας» της Πίνδου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ακόμη που αποδεδειγμένα συνεργάσθηκαν μαζί του, είτε ως ένοπλοι λεγεωνάριοι και συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, είτε ως ανηλεείς φοροεισπράχτορες, καταδότες και προπαγανδιστές. Πολλοί απ’ αυτούς καταδικάσθηκαν μεταπολεμικά από την ελληνική δικαιοσύνη, άλλοι διέφυγαν και κρύφτηκαν. Η ελληνική κοινή γνώμη στο σύνολό της, αλλά ειδικά οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι, που ουσιαστικά υπήρξαν τα πρώτα θύματά τους, τους κατέταξαν στην κατηγορία των ασυνείδητων προδοτών, ένα στίγμα που τους ακολούθησε σε όλη τους τη ζωή και συνεχίζει να υπάρχει και τώρα αν ζουν.



[1] Ξαφνικά στις αρχές του 1984 με ζήτησε στο τηλέφωνο ένας ηλικιωμένος κύριος από τη Λάρισα, που μου συστήθηκε: «Νικόλαος Ματούσης»!
Πραγματικά εξεπλάγην για το αναπάντεχο τηλεφώνημα, ο σκοπός του οποίου φάνηκε αμέσως από τις πρώτες φράσεις του. Ήθελε να διαμαρτυρηθεί διότι σε κάποια δημοσιεύματά μου τον είχα χαρακτηρίσει ως προδότη. Η άποψή μου δεν ήταν μια επιπόλαιη αντίληψη, αλλά στηριζόταν στα γεγονότα. Ωστόσο, με μεγάλη προθυμία τον άκουσα να μου εξηγεί τηλεφωνικά τις δικές του θέσεις και τα δικά του επιχειρήματα. Όχι μόνο σ’ εκείνο το παρατεταμένο τηλεφώνημα, αλλά και σε μια σειρά άλλων που ακολούθησαν.
Είχε μια χαρακτηριστική άνεση να ανατρέπει όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να θεωρούνται ως δεδομένα: Δεν υπήρξε συνεργάτης του Διαμάντη, αλλά επειδή ήθελε να προσφέρει εθνικές υπηρεσίες βρέθηκε κοντά του για να τον αποτρέψει να κάνει κακό στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να καταφέρει στο τέλος να τον συκοφαντήσει στους Ιταλούς και έτσι να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει άπραγος την Ελλάδα. Για τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα, όλα ήταν συκοφαντίες που τα είχαν εφεύρει οι κομμουνιστές του ΕΑΜ. Σε άλλη φάση, ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ήταν ανέκαθεν αριστερός και μάλιστα ότι υπήρξε υπαρχηγός του Ιω. Σοφιανόπουλος στο προπολεμικό Αγροτικό Κόμμα. Εμφάνιζε ως μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του ανθρώπους που δεν ζούσαν, όπως τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Τσολάκογλου και Ιω. Ράλλη, για να υποστηρίξει ότι εκείνοι του είχαν αναθέσει εθνικές αποστολές στο Κουτσοβλαχικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος του είχε αναθέσει να εμφανίζεται ως δεύτερος τη τάξει στην κίνηση Διαμάντη, προκειμένου να την βραχυκυκλώσει και να την εξουδετερώσει. Αργότερα, ο Ιω. Ράλλης, σε συνεργασία με τον «αρχηγό του ΕΔΕΣ», του εξέδωσε διπλωματικό διαβατήριο και του ανέθεσε να μεταβεί στη Ρουμανία για να συναντήσει τον στρατάρχη Αντωνέσκου «για εθνικούς λόγους».
Εμφανιζόταν δηλαδή ως θύμα των περιστάσεων και των αγνών εθνικών φρονημάτων του και όχι ως θύτης. Αλλά αυτή ήταν η δική του εκδοχή, την οποία συχνά την διόρθωνε και την βελτίωνε, όταν κατά την πορεία της συζήτησης διαπίστωνε ότι δεν ήταν πειστικός. Και βεβαίως ήταν μια εκδοχή όχι απλώς υποκειμενική, αλλά στηριζόταν σε γεγονότα ανύπαρκτα ή διαστρεβλωμένα, τα οποία όταν του τα επεσήμαινα τον υποχρέωναν να αλλάξει τακτική.
Αίφνης, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου εκφράζεται στα απομνημονεύματά του με βαρειά λόγια για τον Ματούση. Δεν έδειχνε να τον ενόχλησε η παρατήρησή μου και έσπευσε να «τα γυρίσει», λέγοντας πως στην πραγματικότητα την αποστολή εκείνη του την είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε πρωθυπουργός ζήτησε από τον Ματούση να γίνει υπουργός και δήθεν εκείνος δεν δέχθηκε. Η αλήθεια είναι πως όποια μνεία γίνεται σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές, όπως σε απομνημονεύματα πρωταγωνιστών ή σε αυθεντικά έγγραφα της εποχής, η αναφορά στον Νικ. Ματούση μόνο καταφρονετικά γίνεται.
Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης Ράλλης δεν θα ανέθετε καμιά εθνική αποστολή το 1944 στη Ρουμανία. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Ματούσης ήθελε να καταφύγει, πριν τον βρει η Απελευθέρωση στην Ελλάδα, σε φιλικό για εκείνον έδαφος, όπως ήταν η Ρουμανία. Ζήτησε από τον τότε κατοχικό πρωθυπουργό ένα προσωρινό διαβατήριο, ίσως με τη μεσολάβηση του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», και το έλαβε.
Ο αναγνώστης ας μην φαντασθεί ότι ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας μεσολάβησε στον Ράλλη γι’ αυτή την υπόθεση. Τον Οκτώβριο 1943 είχε μεσολαβήσει η διάσπαση του ΕΔΕΣ, που αποκήρυξε την αντιστασιακή δράση του Ζέρβα στα βουνά, οπότε ο τελευταίος άλλαξε την ονομασία του αγωνιστικού ΕΔΕΣ σε «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» (ΕΟΕΑ). Στον «ΕΔΕΣ Αθηνών», αρχηγός είχε εκλεγεί σε μια συνέλευση των μελών της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής, που είχε συνέλθει στο κατάστημα Καραβίτη της πλατείας Βικτωρίας, ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας. Αυτός ήταν λοιπόν ο «αρχηγός του ΕΔΕΣ», για τον οποίο έκανε λόγο ο Ν. Ματούσης, θέλοντας να εμφανισθεί – ούτε λίγο, ούτε πολύ – ότι είχε συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση.
Υπάρχουν όμως σοβαρότατες ενστάσεις αν ο ίδιος ο Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτας είχε πράγματι συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως αρχηγού του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ο εν λόγω συνταγματάρχης, που σημειωτέον υπήρξε μακεδονομάχος, προερχόταν από τη βενιζελική παράταξη και είχε συμμετάσχει σε πολλά από τα κινήματα του Μεσοπολέμου, κατά την Κατοχή είχε διορισθεί ως αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος και υπήρξε από τους ενισχυτές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Υπήρξε πράγματι συνιδρυτικό μέλος του ΕΔΕΣ και από την αρχή μέλος της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής του, αλλά ο ίδιος ο Ζέρβας τον είχε αποκηρύξει επανειλημμένα, ιδιαίτερα δε στη σύσκεψη Μυροφύλλου Πλάκας.
Στις αλλεπάλληλες εκείνες τηλεφωνικές συνομιλίες μας του 1984, ο Νικόλαος Ματούσης θα επιμένει για τις εθνικές του προθέσεις και θα καυτηριάζει τις αυτονομιστικές προθέσεις του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που δήλωνε ότι ούτως ή άλλως τον είχε υπονομεύσει για να τον εξουδετερώσει. Δεν δίσταζε ο Ματούσης να δηλώνει κατηγορηματικά ότι ήταν ιταλόφιλος και γνήσιος αριστερός, γεγονός που προκαλούσε την εχθρότητα των Γερμανών. Όταν όμως του θύμισα ότι μαζί με τον Σπύρο Χατζηκυριάκο (στην τελευταία περίοδο της Κατοχής υποδιοικητή και ύστερα διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος) είχαν ιδρύσει την «Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέων Ευρώπης», που ήταν οπωσδήποτε γερμανόφιλη, αφού πλέον οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει, οι δικαιολογίες του ήταν κάτι περισσότερο από πρόχειρες, για να καταλήξει ότι πίστευε και στη νίκη των Γερμανών.
Μου είπε, «θα σου κάνω μια αποκάλυψη μεγάλης αξίας, γιατί τα πράγματα είναι αντίστροφα από ό,τι νομίζεις». Και συνέχισε:
«Ναι, πράγματι εμείς δεν είμαστε και τόσο ιταλόφιλοι, όταν έγινε η κίνηση με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Τότε ιταλόφιλοι ήταν οι αντίπαλοί μας, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος έστειλε υπόμνημα στον Ιταλό στρατηγό της Λάρισας Ρουτζέρο και του εξέφραζε τον θαυμασμό του».
Οποιοσδήποτε τον άκουγε, το πρώτο που θα αναρωτιόταν ήταν: και πώς βρέθηκε φυλακισμένος από τους Ιταλούς ο Αβέρωφ; Και σ’ αυτό, ο Ματούσης είχε μια απάντηση να δώσει, ήσσονος βέβαια αξίας.
Παρά τα τηλεφωνήματα εκείνα, όμως, ο υπογράφων δεν πειθόταν και δεν ήταν διατεθειμένος να υπαναχωρήσει στην άποψή του για την προδοσία του Ματούση. Ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να μου στείλει έγγραφα που θα επεβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του, προκειμένου – όπως έλεγε – να με αποτρέψει να επωμισθώ καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμιση αν συνέχιζα να τον αποκαλώ προδότη.
Δεν θέλησα να επηρεασθώ από τις έμμεσες απειλές του. Ούτως ή άλλως τα στοιχεία που θα έστελνε, εφ’ όσον ήταν πράγματι αυθεντικά, ήταν ευπρόσδεκτα για την ιστορική έρευνα και θα ήμουν πρόθυμος να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, αν πράγματι έπρεπε.
Όντως, λοιπόν, μου έστειλε μια σειρά φωτοτυπιών, που αφορούσαν δελτία τροφίμων, ένα ανυπόγραφο αντίγραφο του υπομνήματος Ευαγγ. Αβέρωφ (το οποίο όμως ο ίδιος ο Αβέρωφ το έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του για το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα ήδη από το 1948) και μια σειρά εγγράφων της περιόδου 1964-65 που αφορούσαν την αθώωσή του. Διότι πράγματι η ελληνική πολιτεία θεώρησε σκόπιμο το 1964 να τον ξαναδικάσει με συνοπτικές διαδικασίες προκειμένου να τον αθωώσει. Ο επανειλημμένα καταδικασμένος σε θάνατο για εσχάτη προδοσία Νικόλαος Ματούσης αθωωνόταν! Σαν να μην είχε μεσολαβήσει στην Κατοχή η αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, στην οποία ο ίδιος ήταν συμπρωταγωνιστής, σαν να μην ήταν αρχηγός της διαβόητης «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» κ.ο.κ.
Η αποστολή της τελευταίας σειράς εγγράφων είχε οπωσδήποτε και την έννοια να πεισθώ να μην αποτολμήσω να ξαναχαρακτηρίσω ως προδότη έναν αθωωμένο πολίτη. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ την αυθεντικότητα των εγγράφων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πείσθηκα ότι ο Ματούσης δεν ήταν προδότης, αλλά εθνικός ήρωας όπως τον εμφάνιζε το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, που ανασυστήθηκε το 1964 ειδικά για να τον ξαναδικάσει, προκειμένου να τον αθωώσει με πολιτική παρέμβαση.
Στα έγγραφα εκείνα περιλαμβάνονταν μια επιστολή από τη Ρουμανική Εθνοσυνέλευση προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, το αποφυλακιστήριό του από τις φυλακές Αβέρωφ (και όχι η δικαστική απόφαση για την αθώωση) το 1964, ύστερα από τη δίκη-παρωδία, και ένα αντίγραφο της ένορκης κατάθεσης του Απ. Παπαγεωργίου.
Το δικαστήριο, που ουσιαστικά συνεδρίασε εν κρυπτώ, αφού καμιά δημοσιότητα δεν δόθηκε, στηρίχθηκε σε μια ευνοϊκή μαρτυρική κατάθεση του συνταγματάρχη Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτα, του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», που ήταν εξόφθαλμα ψευδής και όποιος έχει γνώση των γεγονότων μόνο με γέλια θα την αντιμετώπιζε. Αν δεν είχα υπ’ όψιν τις αρές του Ζέρβα κατά του εν λόγω συνταγματάρχη, θα έλεγα πως ένας παλαιός μακεδονομάχος είναι υπεράνω υποψίας και δεν μπορεί να λέει ψέματα. Αλλά όντως ο Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας, που ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής σημειωτέον και ο ίδιος, πρόσφερε απλόχερα το συγχωροχάρτι του στον Ματούση, συμμετέχοντας σε μια στημένη διαδικασία που είχε στηθεί από τον αναρμόδιο μεν, αλλά ζωηρώς ενδιαφερόμενο τότε υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο.
Όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα καλύτερα, η κόρη του κεντρώου πολιτικού Δάφνη είχε μια ιδιαίτερη προσωπική φιλία με την κόρη του Ματούση Ξένη. Και οι δύο ήταν ζωγράφοι, είχαν σπουδάσει μαζί και είχαν στενότατη φιλία, ώστε η κόρη του Κωστόπουλου να τον παρακαλέσει, όταν θα πήγαινε για επίσημο ταξίδι στη Ρουμανία, να διευκολύνει την επιστροφή του πατέρα της φίλης της στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Ο Έλληνας υπουργός ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, αφού ανέλαβε και το ζήτημα της νομικής αποκατάστασης του Ματούση. Σημειωτέον, ότι μια εκκρεμότητα που παρέμεινε, το θέμα της ισόβιας στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, που μέσα στη βιασύνη για την άμεση απαλλαγή του δεν είχε τακτοποιηθεί, το ρύθμισε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το 1976, υπογράφοντας ένα προεδρικό διάταγμα ειδικά για την περίπτωση.
Η Ξένη Ματούση, που είχε για χρόνια την ανθρώπινη επιθυμία να ξαναβρεθεί με τον πατέρα της, όποιος κι αν ήταν, το πέτυχε μέσω της στενής φίλης της. Ήθελε να ξανακάνει μια αρχή και να συγκατοικήσει και πάλι με τον πατέρα της, αλλά υπάρχουν πολλά δραματικά στοιχεία γύρω απ’ αυτή τη νέα συγκατοίκηση, που τελικά οδήγησαν απρόσμενα στον θάνατο πρώτη την κόρη. Απροσάρμοστος στη νέα πραγματικότητα ο Ν. Ματούσης κυκλοφορούσε με ένα όπλο στην τσέπη για τον φόβο να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους που είχε καταστρέψει στο παρελθόν και που τον μισούσαν. Το ίδιο όπλο όμως το χρησιμοποιούσε για να απειλεί ακόμη και την πενηντάχρονη πλέον κόρη του, όταν δεν την ξυλοκοπούσε, μέχρι που η τελευταία έφθασε στο σημείο να τον καταγγείλει στις αρχές! Για το δράμα της κόρης Ματούση γίνεται λόγος στο ομώνυμο βιβλίο («Ξένη») της Βασιλικής Παπαγιάννη, που κυκλοφόρησε το 1999, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της.
Ο Νικόλαος Ματούσης το 1984 είχε περάσει τα 85 του, αλλά διατηρούσε πλήρη διαύγεια. Μετά την επιστροφή του από τη Ρουμανία, όπου πρέπει να υπέστη κάποιες διώξεις από το καθεστώς πολλά χρόνια μετά το 1944, εγκαταστάθηκε με την κόρη του στη Λάρισα. Ουσιαστικά ήταν απομονωμένος εκεί, ενώ οι ελάχιστες επαφές του ήταν με πρόσωπα που τον θεωρούσαν ...ήρωα των Κουτσοβλάχων, όπως ένας Παπαθανασίου και ένας Έξαρχος. Πρόκειται για υπολείμματα των λίγων εκείνων που είχαν θαυμάσει τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον ίδιο για την απόπειρά τους να ιδρύσουν ένα πριγκιπάτο στην Πίνδο! Πριν πεθάνει το 1991 ο Ματούσης, τους παραχώρησε τα ίδια έγγραφα που μου είχε στείλει και τους έκανε μακροσκελείς αφηγήσεις για να τους κατηχήσει ότι το Κουτσοβλαχικό έχει μέλλον...
Η Ιστορία πάντως δεν ανατρέπεται με μια αθώωση λόγω παραγραφής ή σκοπιμότητος, ή τέλος πάντων από μια δίκη-ρουσφέτι. Και το ερώτημα αν ήταν ή όχι προδότης ο Νικόλαος Ματούσης δεν προσφέρεται για συζήτηση σε οποιονδήποτε σημερινό Παπαθανασίου ή Έξαρχο, οι οποίοι εμφανίζονται ως τυφλωμένοι θαυμαστές και εμπαθείς απολογητές του.
[2] Τα στοιχεία προέρχονται από το αρχείο του συγγραφέα και τα βιβλία των Ν. Χρυσοχόου «Η κατοχή εν Μακεδονία – Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας», Στ. Παπαγιάννη «Τα παιδιά της Λύκαινας» και Χρ. Βήττου «Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο».


“ΕΙΜΑΙ ΒΛΑΧΟΣ,
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ!”


Μιλάει
στην «Ελεύθερη Έρευνα»
ένας 82χρονος βλάχος
από την ορεινή Πίνδο


Έγραψε στις 23.05.2011 ο/η: Λάζαρης Γιάννης

Επιστροφή

   
    - Για το ότι σήμερα οι βλάχοι έχουν ελληνική συνείδηση (την ψευδαίσθηση δηλαδή, ότι είναι απόγονοι δήθεν των αρχαίων ελλήνων) δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Έγιναν όμως, χωρίς να έχουν κάποια άμεση φυλετική σχέση με τούς αρχαίους έλληνες.
     - Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι οι βλάχοι είμαστε έλληνες, ενώ μιλάμε λατινικά.
     - Την ελληνική γλώσσα μάς την επέβαλε δια τής βίας ο νεοελληνικός εθνικισμός. Στο χωριό μου, όταν ήμουν μικρός, είχε στείλει ένα δάσκαλο ο Μεταξάς, που μάς κτυπούσε, όποτε μάς ξέφευγε και μιλούσαμε στη μητρική μας γλώσσα, τα βλάχικα.
     - Αναγνωρίζω όμως, το ότι το νεοελληνικό κράτος με έκανε έλληνα, παρά τού ότι δεν είμαι, και νοιώθω την Ελλάδα ως θετή μου πατρίδα.
     Αυτά διευκρίνισε -μεταξύ πολλών άλλων ιστορικών, λαογραφικών κ.ά. στοιχείων-  στην «Ελεύθερη Έρευνα» σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε μαζί του, ένα βλάχος, ο κ. Γιώργος Μαυρομμάτης (82 ετών σήμερα), ο οποίος κατάγεται από την Τζούρτζια, ένα βλαχοχώρι τής ορεινής Πίνδου.
     Ακολουθεί απομαγνητοφωνημένο το πλήρες κείμενο τής συζήτησης.

  
     Αριστερά: Ο κ. Μαυρομμάτης τη δεκαετία τού ΄50, ως ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής Α΄ Εθνικής, ενώ κερδίζει κεφαλιά με τη φανέλα τού Αθηναϊκού.
     Δεξιά: Αριστερά όρθιος σε μια σχετικά πρόσφατη φωτογραφία του κατά τη διάρκεια  τελετής βράβευσης παλαιμάχων ποδοσφαιριστών.
 
    «Ε.Ε.»: Από πού προέρχεται η λέξη βλάχος;
     - Είναι γοτθικής προέλευσης και σημαίνει αυτόν, που μιλάει λατινικά.
 
    «Ε.Ε.»: Tο κουτσόβλαχος;
     - Προέρχεται από ένα χωριό τής Βουλγαρίας, το Κιουτσιούκ Καϊναρτζή, όπου υπογράφτηκε η ομώνυμη συνθήκη μεταξύ των τούρκων, που είχαν χάσει τον πόλεμο τότε (1768-1774) και των ρώσων. Με τη συνθήκη αυτή απέκτησαν δικαιώματα όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί των κατεχόμενων εδαφών, μεταξύ των οποίων ήταν κι οι ορθόδοξοι βλάχοι, που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, όπου εκείνο τον καιρό ζούσαν διάφοροι λαοί με διάφορες θρησκείες. Έτσι λοιπόν, από αυτό το χωριό, το Κιουτσιούκ Καϊναρτζή, οι τούρκοι ονόμασαν τούς βλάχους τού ελλαδικού χώρου κιουτσούκ-βλάχους  (κιουτσόβλαχους ―› κουτσόβλαχους), για τούς οποίους έλεγαν, ότι αυτοί ήταν τής συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή, κιουτσούκ-βλάχοι, μην τούς πειράζετε, δεν είναι σαν τούς άλλους, είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν.
 
     «Ε.Ε.»: Ποιοί είναι οι βλάχοι, επομένως;
     - Οι βλάχοι είναι οι αρχαίοι δακοί, οι οποίοι κατάγονταν από τούς θράκες, που έμεναν στη βόρειο Ιταλία περί το Σάβο ποταμό, παραπόταμο τού Δούναβη κι εκλατινίστηκαν. Ήταν λαός σκληροτράχηλος, που παρενοχλούσαν τούς ρωμαίους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τούς υποτάξουν. Έτσι λοιπόν, εξ ανάγκης, ο αυτοκράτορας Τραϊανός περί το 100 μ.Χ., τούς εκδίωξε και απωθώντας τους έφτασαν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία, η οποία πήρε το όνομά της από τούς ρωμαίους κι αυτό επειδή εγκαταστάθηκαν εκεί οι δακοί.
   
     Οι πρόγονοί μας λοιπόν, οι δακοί, βλέποντας πως το έδαφος ήταν έφορο, εγκαταστάθηκαν εκεί για πάντα, στην περιοχή, που ονομάστηκε Βλαχία. Η Βλαχία μαζί με άλλες περιοχές, όπως η Τρανσυλβανία κ.λπ. αποτέλεσαν το κράτος τής σημερινής Ρουμανίας. Από εκεί και σε διάφορες χρονικές περιόδους και για διάφορους λόγους, μετανάστευσαν προς άλλα μέρη, όπως Βουλγαρία, Σκόπια, Σερβία, Ελλάδα (περί το 1100 μ.Χ.) κ.λπ..
 














Εγκυκλοπαιδικό λεξικό
«Πάπυρος Λαρούς»,
λήμμα «Βλάχοι».
    Οι βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον ιστορικό Κεδρηνό. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ οι βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης.
     Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.. Για την ιστορία θα αναφέρω, ότι οι βλάχοι όλων των περιοχών τής Βαλκανικής είχαν επανειλημμένα επαναστατήσει εναντίον των κρατών που διέμεναν και μάλιστα το 1183 ίδρυσαν το Μέγα Βλαχικό Κράτος, που εκτεινόταν από τη Βουλγαρία μέχρι τον Αξιό ποταμό τής Μακεδονίας με ηγεμόνα τον Ιωάννη Γιαννίτση (Ιωαννίτση).

Kατανομή των βλάχων στην Πίνδο και στην Ήπειρο στα τέλη τού 20ού αιώνα.
 
     «Ε.Ε.»: Αν οι βλάχοι κατάγονται από τούς αρχαίους θράκες, αυτό δεν σημαίνει, ότι είναι έλληνες;
     - Όχι, λάθος! Ποτέ η Θράκη δεν ήταν ελληνική. Στην αρχαιότητα ζούσαν πολλές φυλές εκεί, η δε έκτασή της περιλάμβανε τη σημερινή Βουλγαρία, τη Σερβία, τα Σκόπια, μέχρι το Δούναβη, ενώ έφτανε μέχρι τα μέρη τής σημερινής Τουρκίας, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα τού Μαρμαρά.
     Δείτε στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» για παράδειγμα, ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των γετών και δακών, θρακικών και τούτων εθνών... Οι θράκες, μετά των ελλήνων και των ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Κατά τούς ιστορικούς χρόνους η Θράκη έφτανε πολύ βορειότερα εισχωρούσα στη Σκυθία και σε όλη τη βορειοανατολική Ευρώπη, με σύνορα ακαθόριστα.

Βάρβαροι θεωρούνταν οι θράκες την εποχή τού Στράβωνα.
 
     «Ε.Ε.»: Τι ήταν το βλάχικο κράτος τής Πίνδου;
     - Όταν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο καταλήφθηκε η Ελλάδα, οι ιταλοί θέλησαν να μάς διεκδικήσουν, ως ιταλικής καταγωγής. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι βλάχοι και πήραν την άδεια τού Μουσολίνι, για να δημιουργήσουν ένα κράτος βλάχικο υπό την ιταλική επιρροή. Τη Θεσσαλία την είχαν οι γερμανοί, ήταν ευκαιρία για το Μουσολίνι να διεκδικήσει κι αυτός ένα κομμάτι. Έτσι και με την άδεια τού Χίτλερ δημιούργησε ένα πριγκηπάτο, το λεγόμενο κράτος τής Πίνδου.
     Είχε πρόεδρο ένα ρουμανόβλαχο, τον Διαμαντέσκου, από το χωριό Βίτολα τού Μοναστηρίου (στα σημερινά Σκόπια). Αρχηγός τού στρατού, που αποτελείτο από 175 άνδρες, τούς λεγόμενους λεγεωνάριους (το όνομα ήταν από τούς ρωμαίους), ήταν κάποιος Ραπότικας. Αυτός ήταν παληός μακεδονομάχος, που όταν έφαγαν τα λεφτά και σταμάτησε το πλιάτσικο (σ.σ.: το οποίο ο νεοελληνικός εθνικισμός έχει ονομάσει Μακεδονικό Αγώνα, βλ. Μακεδονικός Αγώνας: Από το μύθο... στην Ιστορία), ο Ραπότικας άρχισε δικό του ανεξάρτητο πλιάτσικο, για να ζήσει. Τότε τον βρήκε ο Διαμαντέσκου και τον έκανε αρχηγό τού πριγκηπάτου. Ο Ραπότικας ήταν τότε γύρω στα 65.
     Σημαία τού κράτους ήταν η λύκαινα των αρχαίων ρωμαίων, που βύζαινε το Ρώμο και το Ρωμύλο, ιδρυτές τής Ρώμης. Πρωθυπουργός ήταν ο Ματούσας.
     Το κράτος αυτό το διέλυσε ο Μπελής, κατόπιν διαταγής τού Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος έσφαξε όλους τούς λεγεωνάριους και τούς έγδαρε ζωντανούς ρίχνοντας στις σάρκες τους καυτό λάδι και αλάτι. Τον Ραπότικα τον συνέλαβαν σε μια ταβέρνα στη Λάρισα, όπου γλεντούσε με μια γυναίκα και τον σκότωσαν στο δρόμο πηγαίνοντας για το Αρχηγείο.
     Όσο για τον πρόεδρο, τον Διαμαντέσκου, τον κάλεσαν οι ρουμάνοι, για να δώσει λόγο, γιατί συνεργάστηκε με τούς ιταλούς, δεδομένου, ότι θεωρώντας τούς βλάχους μειονότητά τους, τούς διεκδικούσαν κι αυτοί. Έτσι λοιπόν, μη βρίσκοντας επαρκείς τις δικαιολογίες του, τον σκότωσαν.












Ταβέρνα σε ένα από τα βλαχοχώρια τής ανατολικής Πίνδου, την Αβδέλα: «La fitsiourlou di la moundi», που στα βλάχικα σημαίνει «το αγόρι τού βουνού». Η γλώσσα των βλάχων είναι λατινογενής.
 
     «Ε.Ε.»: Τι είναι η βλάχικη γλώσσα;
     - Σάς λέω τούς αριθμούς για παράδειγμα, πρώτα στα λατινικά (ιταλικά) και μετά στα βλάχικα: Ούνα - ούνου, ντούε - ντούου, τρε - τρε, κουάτρο - κουάτρο, τσίνκουε - τσίντζι, σέι - σέι, σέτε - σέτε κ.λπ.. Άλλα παραδείγματα: Γκαλίνα - γκαλίν (κότα), λα κάζα - λα κάσα (σπίτι), ίο βόι - ιό βόι (εγώ θέλω), πάνε - πούνι (ψωμί), φόρφικα - φόρφικα (ψαλίδι), άκουα - άκου (νερό) κ.λπ.. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η γλώσσα μας είναι λατινική (ιταλική). 
   
     Πώς μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι είμαστε έλληνες και μιλάμε λατινικά; Ποιός ο λόγος να αμφισβητούμε τη δήθεν ελληνικότητά μας; Εκτός κι αν τρελλαθήκαμε. Όχι δεν τρελλαθήκαμε! Απλά, είμαστε μυθομανείς, όπως λέει και η νύφη μου, η καρακατσάνα. Δηλαδή πλάθουμε μύθους και στο τέλος τούς πιστεύουμε κι εμείς οι ίδιοι, ότι είναι αληθινοί.
     Για το ότι σήμερα έχουμε ελληνική συνείδηση, ότι δηλαδή είμαστε δήθεν απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Γίναμε, χωρίς να έχουμε κάποια άμεση φυλετική σχέση με τούς έλληνες. 1000 χρόνια ζούμε εδώ, φυσικό είναι να θεωρούμαστε, ότι κι οι υπόλοιποι, όχι όμως, ότι έχουμε και φυλετική σχέση με τούς αρχαίους έλληνες... Από θεωρητικούς τού νεοελληνικού εθνικισμού ακούς βέβαια πολύ  μεγάλες ανοησίες. Ένας ρωμιός ακαδημαϊκός σε μια διάλεξή του έφτασε να μάς κάνει και φελλάχους λέγοντας, ότι η λέξη βλάχος είναι το φελλάχ!
     Η γλώσσα μας βέβαια σήμερα δεν ταιριάζει απόλυτα με την ιταλική, που είναι κι αυτή βέβαια λατινική, διότι με την πάροδο των αιώνων έχει κατά κάποιο τρόπο εκφυλιστεί. Σκεφτείτε, ότι από τότε έχουν περάσει σχεδόν 2000 χρόνια. Η γλώσσα μας ταιριάζει όμως απόλυτα με τη γλώσσα των κατοίκων τής Βλαχίας κι όχι με τη γλώσσα των άλλων ρουμάνων. Από τη Βλαχία, όπως είπαμε, φύγαμε πριν από 1000 περίπου χρόνια.
     Ακόμα και σήμερα, οι βλάχοι μιλάμε τη γλώσσα μας. Στο χωριό μου, τη Τζιούρτζια, τουλάχιστον οι ορεσίβιοι, μιλάνε 100% βλάχικα, όχι ελληνικά. Όσοι κατέβηκαν κάτω μιλάνε κι ελληνικά.

   Στα νιάτα τους, παρά τις διώξεις τους από το νεοελληνικό εθνικισμό, όλοι σχεδόν ήξεραν και μιλούσαν τα βλάχικα. Σήμερα, η γλώσσα τους ακούγεται όλο και λιγότερο. Οι κυράδες από το Μέτσοβο πάντως, μπορούν μια χαρά να συννενοηθούν στη γλώσσα των προγόνων τους.
 
     «Ε.Ε.»: Την ελληνική γλώσσα τη μάθατε επειδή το θέλατε ή σάς υποχρέωσαν;
     - Ο Μεταξάς μάς την επέβαλε. Είχε δώσει διαταγή κι ερχόταν ένας δάσκαλος θυμάμαι στο χωριό μας κάθε καλοκαίρι και μάς έκανε υποχρεωτικό καθημερινό μάθημα ελληνικών. Εγώ ήμουν τότε 7 - 8 χρονών. Όποιος τολμούσε να μιλήσει βλάχικα, είχε μια βίτσα ο δάσκαλος, ένα χοντρό ξύλο και μάς κτύπαγε στα χέρια. Να μιλάμε ελληνικά, όχι βλάχικα, διότι μάς διεκδικούσε η Ρουμανία.

     «Ε.Ε.»: Γιατί οι ρουμάνοι σάς θεωρούν δικούς τους και προβάλουν κατά καιρούς θέμα μειονότητας με την Ελλάδα;
     - Απλούστατα, γιατί από εκεί ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στην Ελλάδα. Και όπως θεωρούν, ότι κι αυτοί κατάγονται από τούς αρχαίους δακούς, όπως κι εμείς, μάς διεκδικούν. Υπ΄ όψη, ότι όταν πάμε στη Ρουμανία μάς παρέχουν διάφορες διευκολύνσεις και δικαιώματα. Να σπουδάζουν για παράδειγμα τα παιδιά μας στα πανεπιστήμιά τους δωρεάν και χωρίς εξετάσεις, μάς παρέχουν δωρεάν εισιτήρια στις συγκοινωνίες, δωρεάν φαγητό κ.λπ..
   
     Εδώ έχω να υπενθυμίσω κάτι: Όπως είπαμε, βλάχοι υπάρχουν και στη Σερβία, στη Βουλγαρία, στην Αλβανία κ.λπ.. Το ερώτημα: Άν οι βλάχοι είναι έλληνες, τότε κι αυτοί οι βλάχοι σε αυτά τα κράτη είναι επίσης έλληνες! Γιατί δεν τούς έχει διεκδικήσει ποτέ η Ελλάδα κι ο νεοελληνικός εθνικισμός, που αρέσκεται να μιλάει για χαμένες πατρίδες και αδούλωτα αδέλφια μας;Υπάρχει απάντηση; Ασφαλώς όχι!  
     Να κι ένα ντοκουμέντο, για το άν οι βλάχοι είναι έλληνες: Η επιστολή τού Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τούς βλάχους, όταν ξεκίνησε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία το 1821. Δεν αποκαλεί τούς βλάχους έλληνες, αλλά δάκες.
 
   
     Όταν αρχές Μαρτίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έφτασε στα σύνορα τής Βλαχίας, έβγαλε προκήρυξη προς τούς βλάχους, στην οποία αποκαλούσε τούς βλάχους δάκες κι όχι έλληνες και διαχώριζε σαφώς την πατρίδα τους από την δική του.
 
     «Ε.Ε.»: Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις ανέκαθεν σάς θεωρούν έλληνες, ενώ δεν είστε;
     - Από θέμα σκοπιμότητας. Κι έχουν δίκιο. Αν δεν μάς θεωρούσαν έλληνες, τότε αυτόματα τίθετο θέμα μειονότητας με όλα τα επακόλουθα. Έτσι λοιπόν, μάς θεωρούν έλληνες και κλείνει το θέμα. Για την Ελλάδα βέβαια, όχι για τη Ρουμανία, η οποία πάντοτε θα μάς διεκδικεί κι αυτή με το δίκιο της, βέβαια.
     Να λέμε, όμως και την αλήθεια. Η Ελλάδα μάς θεωρεί έλληνες και δεν κάνει καμμία διάκριση σε βάρος μας. Τα δικαιώματά μας σε όλους τούς τομείς είναι όπως για όλους τούς έλληνες. Από εκεί και πέρα είναι θέμα ικανότητας και αξίας να φτάσουμε σε ανώτατα αξιώματα, όπως και μέχρι την πρωθυπουργίας, σαν τον Κωλέττη, τον Λάμπρου κ.λπ. και σαν τον Αβέρωφ, βλάχο από το Μέτσοβο, που κι αυτός παραλίγο να φτάσει.
     Είμαι βλάχος, δεν είμαι έλληνας! Αναγνωρίζω όμως, ότι το ελληνικό κράτος με έκανε έλληνα δίχως να είμαι και την Ελλάδα θετή πατρίδα μου, πράγμα, που οφέλησε κι εμένα και όλους τούς βλάχους, παρά να ήμασταν μειονότητα. Θλίβομαι όμως, γιατί η ένδοξος αυτός τόπος κυβερνήθηκε από ανίκανους και ανάξιους πολιτικούς κατά το πλείστον με αποτέλεσμα η χώρα σήμερα να φτάσει στο χείλος τής καταστροφής, που τελικά, δεν θα το αποφύγουμε. Θα ξαναγυρίσουμε στο μεσαίωνα με πείνα, φτώχεια, δυστυχία, εξαθλίωση και σκοτάδι.








Ένας βλάχος
στη ρωμαίικη παράδοση
τού Καραγκιόζη:
Ο Μπάρμπα-Γιώργος,
ένας μεγαλόσωμος
ορεσίβιος βλάχος.
     «Η Βλαχία, ήταν το βορειοδυτικό τμήμα τής Θεσσαλίας, που είχε αυτό το όνομα λόγω των βλάχων νομάδων ρουμανικής καταγωγής, οι οποίοι κατοικούσαν εκεί, όπως σήμερα στην ορεινή περιοχή». Από το βιβλίο "Excursion dans la Thessalie turque en  1858", το οποίο έγραψε ο γάλλος αρχαιολόγος - περιηγητής, Leon Heuzey, κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών.
 
     «Ε.Ε.»: Από πού ήταν οι μεγάλοι ευεργέτες; Δεν ήταν ηπειρώτες;
     - Στο σχολείο διδάχτηκα, ότι όλοι αυτοί οι μεγάλοι ευεργέτες: Σίνας, Ζάππας, Τοσίτσας (Αβέρωφ) κ.λπ., ήταν ηπειρώτες. Δεν είναι όμως, ακριβώς έτσι. Όλοι αυτοί ήταν βλάχοι, αλλά επειδή έμεναν στην Ήπειρο, τούς παρουσιάζει το ελληνικό κράτος ως ηπειρώτες.
     Και ο Ρήγας Φεραίος βλάχος ήταν, όπως κι ο Νικοτσάρας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Καρπενησιώτης και πολλοί άλλοι αγωνιστές τού ΄21, που έδωσαν τη ζωή τους για την Ελλάδα, γιατί θεωρούσαν τούς εαυτούς τους έλληνες.
 
     «Ε.Ε.»: Το όνομα τού χωριού σας, Τζούρτζια, πώς προέκυψε;
     Υπάρχει μιά περιοχή τής Ρουμανίας, στα νότια, στην περιοχή τής Βλαχίας με το όνομα Τζούρτζου. Το πιο πιθανό είναι να έφυγαν από εκεί ορισμένοι κάτοικοι, που μετοίκησαν στην τοποθεσία τής σημερινής Τζούρτζιας φέρνοντας μαζί τους και το όνομα. Μιά παρατήρηση: Όλα τα χωριά στα λατινικά είναι γένους θηλυκού ή ουδέτερου, όπως π.χ. τα διπλανά μας χωριά, το Γαρδίκι, η Κρανιά, το Ντραγοβίτσι, η Μηλιά, το Συρράκο, το Μέτσοβο, τα Άγναντα, η Μουτσίαρα κ.λπ. κ.λπ..










Το βλαχοχώρι Τζούρτζια,
όπως αναφέρεται
στο έργο:
«Μονογραφία περί βλάχων
ή κουτσόβλαχων»
(«Πανδώρα»,
τόμ. Κ΄, φυλ. 459, 1869).
 
To άρθρο λόγω έκτασης έχει αναρτηθεί σε δύο μέρη.
Τέλος Α΄ μέρους.
 
Διαβάστε το Β΄ μέρος  τού άρθρου κάνοντας κλικ εδώ.



ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ


Διαφορετική η ιστορική αλήθεια από την προπαγάνδα τής Ρωμιοσύνης
Έγραψε
στις 16.05.2011 ο/η: Κορδάτος Γιάννης

     Οι διάφορες φυλές και λαοί, που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο (σλάβοι, αλβανοί, βορειοαφρικανοί κ.λπ.), άρχισαν να αποκτούν ελληνική συνείδηση, δηλαδή την ψευδαίσθηση, ότι είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, από τον 19ο  αιώνα κι έπειτα. Αποφασιστικό ρόλο στην εμπέδωση τής ελληνικής εθνικής ιδεολογίας (εθνικού μύθου)  έπαιξε το νεοελληνικό κράτος αφ΄ ενός δια τής κρατικής παιδείας, που επέβαλε κι αφ΄ ετέρου δια τής βίας. Οι βλάχοι ανάπτυξαν ελληνική εθνική συνείδηση αργότερα, κυρίως με την ενσωμάτωσή τους ως υπηκόων στο νέο κράτος. Ιστορικοί και θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης, που ασχολήθηκαν με τούς βλάχους τής Θεσσαλίας, τής Ηπείρου και τής Μακεδονίας, με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία τους περιστράφηκαν περισσότερο γύρω από τη θεωρία – μύθο τού εκλατινισμού των δήθεν αυτοχθόνων ελληνικών πληθυσμών των περιοχών αυτών και τής δήθεν φυλετικής συγγένειας ελλήνων – βλάχων επιχειρώντας να διαστρεβλώσουν τα ιστορικά στοιχεία και την επιστημονική έρευνα προσαρμόζοντας τα συμπεράσματα των μελετών τους στις απαιτήσεις τού νεοελληνικού εθνικισμού.
Έκτοτε, ο εθνικισμός, ο αλυτρωτισμός και ο καιροσκοπισμός έχουν θολώσει την ιστορική αλήθεια, η οποία είναι εντελώς διαφορετική και δεν έχει καμμία σχέση με τα αυθαίρετα εθνολογικά δημοσιεύματα, που επέβαλε η κρατική ιδεολογία (Γ.Λ.).
    H μεγάλη ποικιλία φορεσιών, οργάνων, παραδοσιακών χορών, τραγουδιών κ.λπ. στη σημερινή Ελλάδα (τα οποία σήμερα παρουσιάζονται ως ελληνικά) οφείλονται στούς διάφορους λαούς, που κατά καιρούς μετανάστευσαν στον ελλαδικό χώρο φέροντας μαζί τους ήθη, έθιμα, χορούς, ήχους κ.λπ..
    Στο τρίτο μέρος  τού άρθρου “Από το Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…” παρουσιάσαμε τον «Μενούση», ένα παραδοσιακό τραγούδι, το οποίο θεωρούμε ελληνικό, είναι όμως αλβανικό.
     Στο παραπάνω βίντεο ακούγεται στα βλάχικα με τη συνοδεία τού παραδοσιακό βλάχικου οργάνου, τού κλαρίνου, το βλάχικο τραγούδι «Ficiori di Samarina», που στα ελληνικά το γνωρίζουμε σαν «Τα παιδιά τής Σαμαρίνας».
Στή σημερινή Ρουμανία, στην αρχαία εποχή κατοικούσαν οι δάκες. Από τον 8ο  αιώνα π.Χ., στα παράλια τής Μαύρης θάλασσας, οι έμποροι έλληνες και κυρίως οι μιλήσιοι τής Μικράς Ασίας ίδρυσαν στίς ακτές τής Δακίας αποικίες (Ίστρία, Τόμοι κ.λπ.).
Με τον καιρό, οι έλληνες άποικοι εισχώρησαν και στο εσωτερικό και άρχισαν ανταλλαγές με τούς δάκες και τούς άλλους λαούς τής βόρειας περιοχής τής Βαλκανικής. Τα κυριότερα είδη των ανταλλαγών ήταν ζώα, δημητριακά, κερί, λάδι, κρασιά, ξυλεία, δέρματα. Οι δάκες έδιναν μέλι, κερί, σιτηρά, οικοδομήσιμη ξυλεία, δέρματα, ψάρια, μαλλί και δούλους κι έπαιρναν από τούς έλληνες, λάδι, γλυκά, γυάλινα είδη, υφαντά, κρασιά, κοσμήματα, είδη κεραμικής και άλλα. Ύστερα από χρόνια, οι ελληνικές αποικίες μεγάλωσαν και πλούτισαν. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πλήθος από αντικείμενα, που  μαρτυρούν αφ΄ ενός τον πλούτο και την ευημερία των ελληνικών αποικιών κι αφ΄ ετέρου την ανάπτυξη σε πλατιά κλίμακα των εμπορικών ανταλλαγών. Βρέθηκαν ακόμα αμφορείς τής Ρόδου, Κνίδου και Θάσου, που δείχνουν, πως και στην ελληνιστική εποχή οι ανταλλαγές και γενικά οι οικονομικές σχέσεις των πολιτιστικών κέντρων τής ελλαδικής περιοχής με τις πόλεις τής Δακίας ήταν πολύ αναπτυγμένες.
Είναι λοιπόν βεβαιωμένο, πως ο ελληνικός αποικισμός στην περιοχή τής Σκυθίας και τού Δούναβη, έφτασε τον 5ο αιώνα σε μεγάλη ανάπτυξη. Από τότε ως τούς μακεδονικούς χρόνους διαμορφώθηκε ένας ιδιότυπος ελληνοδακικός πολιτισμός, που κράτησε αιώνες. Οι αρχαιολογικές έρευνες, έφεραν στο φως πολύτιμα ευρήματα, που μαρτυρούν για την ύπαρξη τού πολιτισμού αυτού.
Τον 5ο και 4ο  αιώνα υπήρχαν στα παράλια τής Ρουμανίας πόλεις ελληνικές, που ήταν κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας. Δεν έχουμε ξεκαθαρισμένες ειδήσεις για το ρόλο, που έπαιξαν οι δάκες κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους. Ξέρουμε όμως, πως κατέβηκαν προς τα κάτω και πολέμησαν με τούς μακεδόνες. Κι ακόμα ξέρουμε, πως στα χρόνια τής παρακμής τής Ελλάδας, οι δάκες και οι γείτονές τους υπερασπίστηκαν με γεναιότητα τη χώρα τους από τις επιδρομές άλλων λαών.
Ενώ όμως οι έλληνες έχασαν την ελευθερία τους, το 146 π.Χ., οι δάκες εξακολουθούσαν να είναι ελεύθεροι. Οι ρωμαίοι, αφού πρώτα υπόταξαν την Ελλάδα και τις χώρες τής κοντινής Ανατολής, στράφηκαν ύστερα προς τη βόρεια Βαλκανική. Πέρασαν από την ιστορική μάχη τής Κορίνθου (146), 250 χρόνια ώσπου να πατήσουν και να κατακτήσουν τη Δακία. Η εισβολή των ρωμαίων έγινε το 102 π.Χ., με επικεφαλής τον Τραΐανό. Χρειάστηκαν όμως, παραπάνω από δυο χρόνια αιματηροί αγώνες, για να κατακτήσουν οι ρωμαίοι τη Δακία. Ο ηγεμόνας της, Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε, για να μην πέσει στα χέρια τού Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη.
    «Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνο στη Μακεδονία, αλλά ακόμη και στην περιοχή τού Άργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα τού κτηνοτρόφου και τού εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι΄ αυτούς, γιατί τούς γνώρισα καλά και τούς άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διαβεβαίωσαν, ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά. Ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τούς βλάχους τής Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά». E.M. Cousinery (γάλλος πρόξενος τής Θεσσαλονίκης, «Voyages en Macedoine», σελ. 18, Παρίσι, 1839).
     Στην πινακίδα τού κρεοπωλείου τής παραπάνω φωτογραφίας, ο ιδιοκτήτης του είναι προφανώς περήφανος για τη βλάχικη καταγωγή του, αλλά ταυτόχρονα τοποθετεί και τη νεοελληνική σημαία, δηλώνοντας έτσι την ψευδαίσθησή του, ότι είναι δήθεν απόγονος των αρχαίων ελλήνων, όπως εξ άλλου πιστεύουν οι περισσότεροι από τούς ομοεθνείς του στη σημερινή Ελλάδα. Αντίθετα, οι βλάχοι άλλων χωρών (Αλβανίας, Π.Γ.Δ.Μ. κ.ά.) έχουν ενσωματωθεί στο εκεί τοπικό στοιχείο και δεν έχουν καμμία ψευδαίσθηση περί δήθεν αρχαιοελληνικής καταγωγής.
Από τότε, η Δακία επηρεάζεται από το ρωμαϊκό πολιτισμό, γιατί οι ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία τής Δακίας και στα εμπορικά της κέντρα, μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν και ρωμαίους αποίκους.
Με τον καιρό οι δάκες έχασαν τη γλώσσα τους. Από τις επιγαμίες με τούς ρωμαίους, ξέχασαν τα δακικά και μιλούσαν τα λατινικά. Κράτησαν όμως και πολλά στοιχεία από τη γλώσσα τους. Αργότερα, με τις επιδρομές και επιγαμίες με ούγγρους και κυρίως με σλάβους, η γλώσσα τους πλουτίστηκε από λέξεις των λαών αυτών. Έτσι, διαμορφώθηκε η γλώσσα, που μιλούν σήμερα.
Όπως ξέρουμε, όταν χωρίστηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395, η βυζαντινή αυτοκρατορία περιλάβαινε καί τη σημερινή Ρουμανία. Έτσι η επίδραση τού Βυζαντίου επηρέασε πολύ τούς βλάχους. Οι λατινόγλωσσοι λοιπόν, κάτοικοι τής Δακίας όχι μόνο παρέμειναν πιστοί στο χριστιανισμό, αλλά και τάχτηκαν στο πλευρό τής ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παπική Εκκλησία προσπάθησε να τούς προσεταιριστεί, αλλά οι δάκες έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης.
Στο μεσαίωνα, η περιοχή τού Δούναβη σιγά σιγά έχασε το αρχαίο της όνομα. Είχε χωριστεί σε δυο ηγεμονίες. Η μια λεγόταν Βλαχία και η άλλη Μολδαβία και Μπογδανία και οι ηγεμόνες της γκονσπονδάροι.
     Μια χαρακτηριστική περίπτωση, προσωπική μαρτυρία, τού πώς ο νεοελληνικός εθνκισμός μεθόδευσε την εξαφάνιση τής βλάχικης γλώσσας: Ο άντρας, 52 ετών σήμερα, βλάχος από τη Νέα Κουτσούφλιανη Τρικάλων (σήμερα λέγεται Παναγιά) γνωρίζει βλάχικα, γιατί τα μιλούσαν στο χωριό του, όταν ήταν μικρός (αρχές δεκαετίας ΄70). Η γυναίκα του, 49 ετών σήμερα, επίσης βλάχα, από την Παληά Κουτσούφλιανη όμως, δεν έμαθε ποτέ τα βλάχικα. Ο λόγος: Στο σχολείο της (Δημοτικό) ο δάσκαλος, που είχαν στείλει από την Αθήνα, είχε απαγορεύσει όχι μόνον στούς μαθητές, αλλά και σε ολόκληρο το χωριό να μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά.
Για το όνομα βλάχος, ο Κεραμόπουλος (βλ. «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι» και τού ίδιου: «Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», Αθήνα, 1945), υποστηρίζει, πως είναι παραφθορά τού Βαλάχου-Φελλάχου. Η ετυμολογία αυτή δεν έγινε δεκτή όχι μόνο από τούς ξένους ιστορικούς, αλλά και από τούς ρωμιούς εθνικόφρονες, Ζακυθηνό, Άμαντο κ.ά.. (βλ. Άμαντου: «Ιστορία τού βυζαντινού κράτους», τόμ. Β΄, σελ. 390 – 391). Ο Β. Φάβης πάλι, υποστήριξε, πως το βλάχος είναι «κατά μεταθεσιν», το σλάβος (βλ. «Επετ. Φιλοσ. Σχολής», Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόμ. 5 (1941), σελ. 29). Ούτε αυτό φαίνεται,πως ευσταθεί. Από τα τελευταία χρόνια τού Βυζαντίου η σημερινή Ρουμανία κατοικείτο από τούς βλάχους και μολδαβούς. Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, που σχηματίστηκε στα χρόνια τής ρωμαιοκρατίας και βυζαντινοκρατίας από τις επιγαμίες και αναμίξεις των αρχαίων δάκων, γετών κ.λπ., με τούς ρωμαίους, γότθους, σλάβους κ.λπ.. Το όνομα βλάχος (Volock), μάλλον δόθηκε από τούς σλάβους.
Η Μολδαβία (Μόλντοβα, στα ρουμανικά), ονομάστηκε από τον ποταμό Μολντάβα. Περιλάβαινε την περιοχή, που βρίσκεται ανάμεσα στη Βεσσαραβία, Βουκοβίνα, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Ντομπρουτζά. Κατεχόταν για πολύ καιρό από τούς τατάρους.  Οι βλάχοι ήταν ανίσχυροι να τούς διώξουν. Αργότερα, με τη βοήθεια των ούγγρων, επαναστάτησαν (1343) και τούς έδιωξαν. Τότε, οι κάτοικοι τής Μολδαβίας αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ηγεμόνα τους το βασιλιά τής Ουγγαρίας, Ντράγκο. Ύστερα όμως από έξη χρόνια, οι βλάχοι, με επικεφαλής το βοεβόντα τους Μπογδάν, έδιωξαν τούς ούγγρους. Ο Μπογδάν στερέωσε τη θέση του και ονόμασε τη χώρα του Μπογδανία.  Όμως, ο διάδοχός του Λάτσκο, όταν θέλησε να επιβάλει τον καθολικισμό, γιατί ήταν όργανο τού Πάπα, ανατράπηκε από τούς ορθόδοξους και ιδρύθηκε τότε η πρώτη ορθόδοξη επισκοπή εξαρτημένη από το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης. Τον Λάτσκο διαδέχτηκε στην ηγεμονία ο Κότσεκ Μούσα και αυτόν ο γιος του Πέτρος Α΄ (1375 – 1391), που, υστέρα από το γάμο του με την αδελφή τού βασιλιά τής Πολωνίας Βλαδισλάβου Ζαγγελού, αναγνώρισε την πολωνική κυριαρχία σε τμήμα τής Μπογδανίας. Αλλά ο ηγεμόνας τής Βλαχίας Μίρτσεα, κατόρθωσε το 1400 να ανεβάσει στο θρόνο τής Μπογδανίας τον εγγονό τού Μούσα, Αλέξανδρο Α΄ τον Καλόν. Απ΄ εδώ και πέρα εξουδετερώθηκε η επιρροή τής Πολωνίας και Ουγγαρίας.

     Πώς διαφοροποιεί ο γάλλος αρχαιολόγος, Leon Heuzey, (μέλος τής Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος τον 19ο αιώνα μελέτησε επί μακρόν την ιστορική γεωγραφία τής Αρκαδίας, τής Θεσσαλίας και τής Μακεδονίας, στο έργο του «Excursion dans la Thessalie turque en 1858» τούς βλάχους από τούς έλληνες:
  - «Όταν θαυμάζαμε με τούς συναδέλφους μου στην Αθήνα τον εντυπωσιακό υπασπιστή τού βασιλιά Όθωνα, την υπέροχη στολή τού παλικαριού, τούς φαρδείς του ώμους, το κυρτό στήθος του και τη δυνατή κορμοστασιά του, που θύμιζε Ηρακλή Φαρνέζε, δεν υποπτευόμασταν καθόλου, ότι δεν ήταν έλληνας, αλλά ακριβώς ένας ρωμαλέος ορεσίβιος βλάχος από τις ποιμενικές φυλές τής Πίνδου». (Από την ελληνική έκδοση με τίτλο: «Leon Heuzey: Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία», έκδ. «Αδελφών Κυριακίδη – Φ.Ι.Λ.Ο.Σ Τρικάλων», 1991, σελ. 180).
    -  «Οι ελληνικοί πληθυσμοί τής περιοχής ωστόσο, δεν θεωρούν τούς γείτονές τους, βλάχους, ίσους τους. Διηγούνται, ότι ο Θεός, αφού δημιούργησε τον άνθρωπο, έπλασε τον βλάχο από τη λάσπη, που έμεινε στα δάκτυλά του» (σελ. 180).
    - «Φέρνω τη συζήτηση στούς ρουμανικούς πληθυσμούς τής Πίνδου. Αναγκασμένοι από τα χιόνια να εγκαθίστανται κάθε χειμώνα στην πεδιάδα και να νοικιάζουν τεράστιες εκτάσεις για τα κοπάδια τους, οι κάτοικοι είναι γνωστοί εκεί με το όνομα Κουτσόβλαχοι ή Μπρουτσόβλαχοι. Η συνήθεια αυτών των ετήσιων μετακινήσεων τούς βοήθησε να απαλλαγούν από τον πατροπαράδοτο νόμο, που τούς απαγόρευε να παντρεύουν τις κόρες τους με έλληνες. Η ρουμάνικη διάλεκτός τους διαφέρει λίγο απ΄ αυτήν που μιλούν οι αρβανιρόβλαχοι και την οποία είχα μελετήσει ο ίδιος τον προηγούμενο χρόνο στην Ακαρνανία» (σελ. 183).
     - «Αυτοί οι ρουμάνοι τής Θεσσαλίας, οι πλούσιοι, καθώς και οι φτωχοί, αγαπούν με πάθος τη ζωή στα βουνά» (σελ. 204).
    - «Το Μαλακάσι είναι ο τελευταίος μου σταθμός στη Θεσσαλία. Είναι ένα σημαντικό βλαχοχώρι, που το όνομά του συνδέεται από παλιά με τη θεσσαλική Βλαχία, τής οποίας η ιστορία με απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού μου, χάρη στα ανέκδοτα έγγραφα, που βρήκα στον δρόμο μου. Το ίδιο το όνομα υποδηλώνει, πράγματι, στούς βυζαντινούς, μια από τις κύριες φυλές, που ονομάζονται “ανεξάρτητοι αλβανοί”, φυλές νομάδων και βοσκών, που ο χειμώνας ανάγκαζε κάθε χρόνο, να εγκαταλείπουν με τα κοπάδια τους τα υψώματα τής Πίνδου, ακριβώς όπως συμβαίνει πάντα και με τούς απογόνους τους. Γιατί δεν πρέπει να τούς δούμε σαν πραγματικούς αλβανούς, αλλά σαν αρβανιτόβλαχους, όπως αποκαλούνται ακόμα στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή ρουμανικοί πληθυσμοί, που μετανάστευσαν παλιά από την Αλβανία και μιλούν ευχερώς την αλβανική ταυτόχρονα με τη μητρική τους γλώσσα» (σελ. 282-283).
Οι βλάχοι μαζί με τούς ούγγρους και άλλους λαούς, πολέμησαν ενάντια στούς τούρκους κι έδωσαν μεγάλες μάχες. Ακόμα καί υστέρα από την άλωση τής Κωνσταντινούποολης, οι βλάχοι πατριώτες αγωνίστηκαν πολύ καιρό για την ανεξαρτησία τους.
Από τη Βλαχία, στα μεσαιωνικά χρόνια, ομάδες ομάδες, άλλοτε μεν ως κτηνοτρόφοι καi άλλοτε ως στρατιώτες (μισθοφόροι), κατέβηκαν προς τα κάτω καί συμμάχησαν με τούς βούλγαρους.
     Σαφή διάκριση ελλήνων – βλάχων κάνει ο τούρκος περιηγητής τού ιζ΄ αιώνα, Ελβιά Τσελεπή: Οι έλληνες είναι «καφίρ» (άπιστοι), οι βούλγαροι «φετζιρέ» (άσωτοι) και οι βλάχοι «νασαρά» (ναζωραίοι, δηλαδή χριστιανοί)». (Narrative  of travels  in Europe, Asia and  Africa in the 17th century by Evliya  Effendi, τόμ. Η΄, Λονδίνο, 1846-1850).
Οι βλάχοι πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νύσσας – Σόφιας – Σκόπια κι απ΄ εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Έφτασαν στην Ήπειρο και Θεσσαλία, όπου και εγκαταστάθηκαν. Άλλοι απ΄ αυτούς, αργότερα πέρασαν και στην Εύβοια και άλλοι κατέβηκαν στη Στερεά και Πελοπόννησο.
Πολλούς βλάχους είχε η περιοχή τού Ολύμπου και η Χαλκιδική. Στο Άγιο Όρος οι καλόγεροι είχαν βλάχους δουλοπάροικους, που καλλιεργούσαν τα αμπελοχώραφά τους. Οι βλάχοι είχαν μαζί τους και τις γυναίκες τους και τα κορίτσια τους κι έτσι οι καλόγεροι καλοπερνούσαν. Γίνονταν σεξουαλικά όργια, που έγιναν γνωστά και στην πρωτεύουσα. Γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός απαγόρευσε να μένουν λαϊκοί στο Άγιο Όρος και προ πάντων γυναίκες, όπως μας λέει ο Ιωάννης Τραχανιώτης (Σμυρνάκη, 59-60). Το διώξιμο των βλάχων από το Άγιο Όρος έφερε μεγάλη αναστάτωση στούς καλόγερους, οι οποίοι εστασίασαν. Τελικά ησύχασαν, αφού, μετά το διώξιμο των βλάχων, άρχισαν να φέρνουν καλογεροπαίδια, που στρατολογούσαν από τις επαρχίες, που γύριζαν κι έταζαν στούς γονείς τους λαγούς και πετραχήλια, που λέει ο λόγος.
Το άρθρο λόγω έκτασης έχει αναρτηθεί σε δύο μέρη.
Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «άπιστόν τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις θεόν πίστιν ορθήν, μήτε εις βασιλέα, μήτε εις συγγενή ή φίλον, αλλ΄ αγωνιζόμενον πάντα κατά πραγματεύεσθαι».
Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι κουμάνοι πέρασαν το Δούναβη (1, 10, 9). Ο Κεδρηνός, αναφέρει βλάχους οδίτας, που το 976 σκότωσαν τον τζάρο Δαβίδ (2, 435). Ο Κίνναμος επίσης γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική -την «ουνικήν»- είχε πολύ στρατό από βλάχους: «βλάχον πολύν όμιλον» (260).
      Στη νεοελληνική βλάχος θα πει άξεστος, απολίτιστος. Καταλαβαίνουμε δηλαδή, γιατί οι βλάχοι στα τελευταία χρόνια, όχι μόνον άρχισαν να ντύνονται όπως κι οι άλλοι, αλλά και να μιλούν τη νεοελληνική, όπως οι αρβανίτες τής Αττικής, τής Πελοποννήσου και των άλλων περιοχών.

Στη Βαλκανική λοιπόν, υπήρχαν σε πολλές περιοχές, πολλοί βλάχοι. Ο Έφραίμ, που έζησε στις αρχές τού 14ου αιώνα, λέει, πως ο Αίμος (Βαλκανική) ήταν «βλάχων παροικία» (στίχ. 6072). Ο Χαλκοκονδύλης πάλι κάνει λόγο πολλές φορές για τούς βλάχους τής Πίνδου, που «εξελληνίζει» το όνομά τους και τούς ονομάζει βράχους καί βλάκους.
Στο πέρασμα των αιώνων οι βλάχοι, όπως και οι βούλγαροι και σέρβοι, βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο. Ο Νικήτας Ακομινάτος και ο Μιχ. Ατταλειάτης δίνουν πολλές πληροφορίες για μια εξέγερση των βλάχων ενάντια στο Βυζάντιο, επειδή τούς επιβλήθηκε βαριά φορολογία. Ξέρουμε ακόμα από τον Παχυμέρη, πως ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος τούς βλάχους, που κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στην Πόλη και Βιζύη, τούς εκτόπισε και τούς μετάφερε στη Μικρά Ασία.
Αν και πέρασαν αιώνες, οι βλάχοι, που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρο, Θεσσαλία καί Πελοπόννησο, ως τα σήμερα μιλούν τη γλώσσα τους και ως τις αρχές τού περασμένου αιώνα ζούσαν σε ξεχωριστές κοινότητες (στρούγγες). Επικρατούσε δηλαδή σ΄ αυτούς το πατριαρχικό σύστημα (τσελιγκάτο):
«Κατά την εποχήν εκείνην (11ος  αιώνας) -γράφει ο Ν. Γεωργιάδης- ήρξατο επιφαινόμενη εν τη Θεσσαλία και ετέρα βάρβαρος φυλή, η των βλάχων, οίτινες κατερχόμενοι εκ τού Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, προέβησαν μέχρι τού Όλύμπου και τής Πίνδου ένθα και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα εκαλείτο παρά των βυζαντινών Μεγαλοβλαχία.» [Όχι όμως μόνο στην Πίνδο και στον Όλυμπο, αλλά και στα Χάσια, Κίσσαβο, Πήλιο. Εξόν από την Ήπειρο και η περιοχή των Τρικκάλων (Ασπροπόταμος κ.λπ.) και τής ανατολικής Θεσσαλίας, είχαν και έχουν πολλούς βλάχους. Στα Τρίκκαλα πολλοί βλάχοι ως τα σήμερα, όχι μόνο ως κτηνοτρόφοι, αλλά και ως αγρότες, βιοτέχνες, έμποροι και επιστήμονες, έχουν τα πρωτεία. Στην ανατολική Θεσσαλία, κυρίως στο Βελεστίνο, οι βλάχοι αποτελούν την πλειοφηφία τού πληθυσμού. Όπως ξέρουμε, υπάρχουν πολλά βλάχικα τοπωνύμια στη Θεσσαλία και Ήπειρο: Συράκο  (Σαράκο) = πετρώδης τόπος, σαρακίνα - σαρακινός, Μουντζέλες (σήμερα Μιντζέλα, στο Πήλιο) = βουναλάκια και Βλαχομαχαλάς, απ΄ έξω από το Βόλο και άλλα, έχουν όμως, συνείδηση ελληνική.]
Και συνεχίζει: «Και πρώτον μεν αναφέρεται το όνομα των βλάχων εν Θεσσαλία υπό της Άννης Κομνηνής, μνημονευούσης χωρίου τινός βλάχικου Εζεβάν καλουμένου, κατόπιν δε ο εξ Ισπανίας καταγόμενος Ιουδαίος Βενιαμίν Τουδέλας (πέθανε 1173), περιηγούμενος την Ανατολήν τον 12ον αίώνα, λέγει, ότι βορειότερον τής Λαμίας επί των θεσσαλικών ορέων κατοικούσαν οι βλάχοι, φυλή αγρία και ληστρική, εθνική το θρήσκευμα και ομιλούσα γλώσσαν παρεμφερή τη ισπανική. Φαίνεται δε, ότι κατά την πρώτην αυτής εν Θεσσαλία αποκατάστασιν, η φυλή των βλάχων ήτο ικανώς πολυάριθμος, διότι και μέχρι σήμερον (1880-1890), πολλά χωρία βλαχικά διασώζονται επί τού Πίνδου και τινα επί τού Ολύμπου… Κατοικούντες δε οι βλάχοι επί των ορέων και δεσπόζοντες ως εκ τούτου των εκ τής Θεσσαλίας εις Μακεδονίαν και Ήπειρον διόδων, εξήσκησαν, φαίνεται, κατά, την πρώτην αυτών εγκατάστασιν, κυριαρχίαν τινά και πίεσιν επί των κατοίκων τής πεδινής Θεσσαλίας, ήτις όμως θα ήτο βραχεία, διότι νομάδες αυτοί όντες και ηναγκασμένοι τον χειμώνα να κατέρχωνται εκ των ορέων εις τας χειμερινάς νομάς τής θεσσαλικής πεδιάδος, ώφειλον να διάγωσιν εν ειρήνη και ομονοία προς τούς κατοικούντας αυτήν, διό και εν τω Καντακουζηνώ αναγινώσκομεν, ότι, ότε ο Ανδρόνικος διέτριβεν εν Θεσσαλία, οι επί των ορέων κατοικούντες βλάχοι προσήλθον εις προσκύνησιν τού αυτοκράτορος, καθότι πλησιάζοντος τού χειμώνος, ήσαν ηναγκασμένοι να κατέλθωσιν εις την πεδιάδα και εφοβούντο την προσβολήν των αυτοκρατορικών στρατευμάτων» («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)
«Η κατάβασις εις τα ελληνικάς χώρας νομάδων βλάχων -γράφει ο καθηγητής Σπυρ. Λάμπρος- είχε γεννήσει ικανώς πυκνήν επικοινωνίαν μεταξύ των δύο εθνών και σχέσεις ομαλάς και στενής φιλίας». Και προσθέτει ακόμα: «Η Θεσσαλία υπό πλήθους πολλού βλάχων κατακλυθείσα ωνομάσθη Μεγαλοβλαχία». («Λόγοι και άρθρα», σελ. 291, Αθήνα, 1902).
Στούς δυο τελευταίους αιώνες τού Βυζαντίου, όχι μόνο βυζαντινοί έμποροι ταξιδεύανε στη Βλαχία, αλλά κι άλλοι πήγαν εκεί κι εγκαταστάθηκαν, γιατί έβρισκαν προστασία από τις τοπικές αρχές: «Έμαθον γαρ παρά των από βίου αφικνουμένων ότιπερ εβούλοντο προς άρκτον απελθείν και τω ευεργετικωτάτω βοεβόοα δουλεύειν προς το και τούτους πλουτήσαι, ώσπερ πεπλούτηκεν εξαπίνης ο αοιδός Πώλος αργυρός (=Αργυρόπουλος)». («Επιδημία Μάζαρι εν Άδου», σ. 214, έκδ. Έλισεν).
Οι βυζαντινοί προμηθεύονταν τυριά από τη Βλαχία. Τού Πτωχοπρόδρομου τού πέφτουν τα σάλια, όταν κάνει λόγο για το «βλάχικον τυρίτσιν». Ο ίδιος όμως, κάνει λόγο για τις βλάχικες κάπες:
«Κάπα μου, όταν σ΄ έθηκεν η Βλάχα να σε (υ)φάνει
     πολλά δάκρυα σε γέμισε και στεναγμούς μεγάλους».
Από τίς ανασκαφές που έγιναν στη Ρουμανία, βρέθηκαν πολλά αντικείμενα, πού συμπληρώνουν τα κενά των γραφτών πηγών:
«Στή δυτική όχθη τού Δούναβη βρέθηκαν πλήθος ορειχάλκινα, ασημένια και 200 χρυσά νομίσματα. Τα περισσότερα νομίσματα είναι τής εποχής τού Βασιλείου Β΄ και Κωνσταντίνου Η΄ (976-1028), τής Θεοδώρας (1055-1056), τού Κωνσταντίνου Γ΄ Δούκα (1050-1067), τού Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), πράγμα, που μαρτυρεί την ύπαρξη συνεχών, εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στο Βυζάντιο και τούς βλαχομολδαβούς. Στίς ανασκαφές πού έγιναν στη Δοβρουτσά, βρέθηκαν τεμάχια σμαλτωμένων βυζαντινών αγγείων, αμφορείς βυζαντινοί, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και άλλα κοσμήματα από χρωματιστό γυαλί των 10ου – 12ου αιώνων. Τα 1950 βρέθηκε ένας σταυρός βυζαντινής προέλευσης, μια μολυβένια σφραγίδα τού κυβερνήτη τού βυζαντινού θέματος Παρίστριον ή Παραδουνάβιον κ.ά.. Όλα αυτά κι ιδιαίτερα τα αγγεία και τα νομίσματα, φανερώνουν, ότι υπήρχε σοβαρή εμπορική κίνηση ανάμεσα στα μεγάλα παραγωγικά κέντρα τού Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη κ.ά. και τούς βλαχομολδαβούς. Έτσι, τα ευρήματα των ανασκαφών ήρθαν να ενισχύσουν τις γραφτές πηγές» (Ζωΐδη: «Οι έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», σ. 135}.
      Ένας εβραίος ραββίνος περιηγητής, ο Βενιαμίν εκ Τουδέλας, ο οποίος το 1159 ξεκίνησε περιοδεία στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία, η οποία κράτησε 13 χρόνια, λέει για τούς βλάχους: «…Σε απόσταση μιάς μέρας βρίσκεται το Simon Potamo ή Ζητούνι, όπου ζουν 50 Εβραίοι. Εδώ βρίσκονται τα σύνορα τής Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται βλάχοι. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά στούς ελληνικούς κάμπους για ληστεία και αρπαγές. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους, ούτε μπορεί να τούς υποτάξει, γιατί τα καταφύγιά τους είναι απρόσιτα κι αυτοί μονάχα γνωρίζουν τους δρόμους. Δεν είναι ούτε χριστιανοί ούτε εβραίοι. Τα ονόματά τους είναι εβραϊκά. Μερικοί μάλιστα αποκαλούν τούς εβραίους αδελφούς. Όταν συναντήσουν ισραηλίτη, τον ληστεύουν, αλλά δεν τον σκοτώνουν, όπως κάνουν με τούς έλληνες». (Voyages faits principalement en Asie dans les XII, XIII, XIV et XV siecles, par Benjamin de Tudele, έκδ. Bergeron, 1735). Η εικασία τού ραββίνου είναι μάλλον αφελής, καθ΄ ότι θεωρεί τούς ληστές εβραϊκής καταγωγής, επειδή δεν σκοτώνουν τούς ομοφύλους του, όπως κάνουν με τούς έλληνες. Πάντως διαφοροποιεί σαφώς τούς βλάχους από τούς έλληνες.
     Η περιοχή βόρεια τού Σπερχειού ονομαζόταν κατά τους μέσους χρόνους, Βλαχία. Άλλωστε, ως την επανάσταση τού 1821, τα χωριά τής περιοχής τού Σπερχειού ήταν γνωστά ως βλαχοχώρια: Τον Οκτώβριο 1829 «η συσταθείσα δημογεροντία εκατέβη εις το χωρίον Φτέρη και η δικαιοδοσία της εκτείνετο εις όλα τα Βλαχοχώρια, Πολιτοχώρια και κάμπον» (Γ. Βλαχογιάννη, Το Ελληνικόν Έτος, Ημερολόγιον Συντακτών Ενώσεως Αθηναϊκών Εφημερίδων 1930, 6, 9, 38. Πρβ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα» τόμ. Β΄. σελ. 250: «Το εσπέρας μετέβημεν εις τα βλαχοχώρια τής επαρχίας Πατρατζικίου». Επίσης: Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικόν», τόμ. Γ΄, σελ. 362: «Ο Ομέρ Βρυώνης εκίνησε υπέρ τούς τρισχιλίους κατά των βλαχοχωρίων προς το μέρος τής Γκιώνας». Η ληστρική δράση των βλάχων κατά τούς χρόνους τού Μανουήλ Κομνηνού στη Βόρειο Ελλάδα και στη Θεσσαλία έχει εξακριβωθεί από τη νεότερη ιστορική έρευνα (Wase Thomson, The normads of the Balcan, 1915). Επίσης: Θωμά Π.: Μονογραφία περί Βλάχων (Πανδώρα, 1869 και 1870). Γράφει ο Pouqueville για τις επιδρομές των βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν” (Histoire de la regeneration de la Grece).
     Υπήρξαν ενστάσεις σχετικές με την αξιοπιστία ή όχι των υποστηριζομένων από το ραββίνο σχετικά με την πραγματική θέση τής Βλαχίας. Ο Carmoly όμως, παρατηρεί, ότι κατά τούς μεσαιωνικούς χρόνους υπήρχαν πολλές Βλαχίες: στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, αλλά και στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Το σύνολον αυτών των χωρών ήταν γνωστό με τη γενική ονομασία: Μεγάλη Βλαχία. Ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί, ότι οι νότιες περιοχές τής Θεσσαλίας ήταν κατά τον ιγ΄ αιώνα γνωστές ως Μεγαλοβλαχία (τόμ. Ε΄, σελ. 94).
Είναι αλήθεια, πως στα χρόνια τού Βασιλείου Β΄ και πιο πριν, η Βλαχία ανήκε στο Βυζάντιο. Και για πολλά χρόνια πιο ύστερα, η βυζαντινή κατοχή συνεχίστηκε. Σ΄ όλη αυτή την περίοδο οι εμπορικές ανταλλαγές είχαν μεγάλη ανάπτυξη. Γενικά, όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραφτών πηγών, και από τα ευρήματα των ανασκαφών, οι βυζαντινοί εξάγανε στη Μολδοβλαχία: μεταξωτά, πολύτιμα υφάσματα, κοσμήματα και μοσχάτα κρασιά και εισάγανε απ΄ εκεί σφάγια, ξυλεία, σιτηρά, κερί, μέλι, βούτυρο, τυρί κ.ά.. Οι εμπορικές σχέσεις και οι ανταλλαγές δεν σταμάτησαν ούτε μετά την κατάργηση τού βυζαντινού θέματος Παρίστριον. Τα νομίσματα, που βρέθηκαν όχι μόνο στην παραδουνάβια περιοχή, αλλά και στο εσωτερικό τής χώρας, μαρτυρούν, ότι το βυζαντινοβλαχικό εμπόριο συνεχίστηκε.
Πολλοί ρουμάνοι ταξίδευαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη και συνδέονταν με φιλικούς δεσμούς με τούς βυζαντινούς. Ένας από τούς γιούς τού (ηγεμόνα) Μίρτσεα Τσέλ Μπατρίν, έζησε στη βυζαντινή Αυλή τού Ιωάννη τού Η΄ (1425 -1448), μαζί με άλλους νεαρούς βλάχους «ικανούς στην τέχνη των αρμάτων» (Δούκας, 201). «Ο εγγονός τού Μίρτσεα Ντάν, πάλαιψε ηρωικά στις γραμμές τού βυζαντινού στρατού ενάντια στούς τούρκους και γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας τού χάρισε ένα μεγάλο καράβι» (Δούκας, 201-202).
        Π. Αραβαντινού: «Χρονογραφία τής Ηπείρου» (τόμ. Β΄, σελ. 32-33, Αθήνα, 1856).
     Ο Π. Αραβαντινός στο έργο του «Μονογραφία περί κουτσόβλαχων», καταγράφει αναλυτικά τον πληθυσμό των βλάχων σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία στα τέλη τού 19ου αιώνα και υπολογίζει το συνολικό αριθμό τους σε 28.400 οικογένειες ή 140.000 περίπου άτομα. («Και δεν ισχυριζόμεθα μεν βεβαίως, ότι ο αριθμός ούτος είναι απολύτως ακριβής, πάντως όμως φρονούμεν, ότι δεν αφίσταται πολύ τής αληθείας», σελ. 52).
Η  επαφή, η γνωριμία και οι εμπορικές ανταλλαγές ακολουθήθηκαν από την αμοιβαία πολιτιστική επίδραση. «Η τέχνη και ο αρχαίος ρουμανικός πολιτισμός αναπτύχτηκαν στην αρχή κάτω από τη βυζαντινή επίδραση», γράφει ο Κονσταντινέσκου – Γιάσι στο έργο του. («Οι ρουμανορωσσικοί πολιτιστικοί δεσμοί στο παρελθόν», σ. 90, στα ρουμανικά). Κι αναφέρει σαν χαρακτηριστικά παραδείγματα βυζαντινής επίδρασης, την εκκλησία στην πόλη Κούρτσεα ντε Άρτζες, τη Μητρόπολη και τον Άη Δημήτρη τής Τερκόβιστας κ.ά. «Κάτω από τη βυζαντινή επίδραση αναπτύχτηκαν επίσης η ζωγραφική, η ξυλογλυπτική, η τέχνη των μωσαϊκών, που τηρεί τούς κανόνες τής βυζαντινής “ερμηνείας”, ιδιαίτερα στα παλιότερά της δημιουργήματα, η μικρογραφία κ.λπ….» (Ζωΐδη, «Οι έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», 135-136).
Στα χρόνια, που εγκαταστάθηκαν οι τούρκοι στη Βαλκανική και το Βυζάντιο περνούσε μέρες αγωνίας, οι βλάχοι με τούς ούγγρους, πολωνούς, αρβανίτες και άλλους λαούς, πολέμησαν τούς τούρκους καί έδωσαν μεγάλες μάχες.
Οι βλάχοι και στα ύστερα από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης χρόνια, συνέχισαν τον αγώνα τους. Γύρω μάλιστα στα 1500 -1600 οι σκλαβωμένοι έλληνες έλπιζαν, πως θα ελευθερωθούν από τούς βλάχους.
       Οι καραγκούνηδες, επιμιξία αλβανών και ρουμάνων, είναι γνωστοί και ως αρβανιτόβλαχοι. Πρόκειται για αλβανούς, οι οποίοι είχαν πάει στη Δακία, αναμίχθηκαν με τούς τοπικούς πληθυσμούς, παλινόστησαν και κατά διαστήματα διάφοροι ηγεμόνες τούς προωθούσαν προς τον ελλαδικό χώρο, για κάλυψη των πληθυσμιακών κενών και την καλλιέργεια των χωραφιών. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…).
    To όνομα προέρχεται από το τούρκικο καρά (μαύρο) και το αλβανικό γκούνα (επενδύτης ή κάπα), γιατί φορούσαν μαύρη χλαίνη από πρόβατο (βλ. στην αριστερή φωτογραφία, καραγκούνη από τη Σαμαρίνα).
     Το επίθετο Καραγκούνης επιβιώνει στην Ελλάδα ως τις μέρες μας. Στις φωτογραφίες, στη μέση ο Δημήτρης  Καραγκούνης, πρόεδρος τής Ενωσης Μετόχων τού Χρηματιστηρίου και δεξιά ο Γιώργος Καραγκούνης, αρχηγός τής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.
Από την Τουρκοκρατία και δώθε, οι κάτω από τη Ρουμανία βλάχοι, πήραν διάφορα ονόματα: Λέγονταν και λέγονται βλάχοι, κουτσόβλαχοι, σαρακατσάνοι κ.λπ.. (Βλ. Δ.Ι. Γεωργακά: «Περί των Σαρακατσάνων κ.λπ.» στο «Αρχείον τού Θρακικού λεογραφικού και γλωσσικού θησαυρού», τ. ΙΔ΄, σελ. 214 και πέρα, 1947-1948). Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, πού, όπως είπαμε, ξεκίνησε από τη σημερινή Ρουμανία και διαδοχικά ξεχύθηκε προς τα κάτω, όπου χωρίστηκε σε διάφορες ομάδες και στο πέρασμα των αιώνων ανακατεύτηκε με τούς ντόπιους πληθυσμούς καί πήρε διάφορα ονόματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το παραπάνω κείμενο -εκτός τού προλόγου- αποτελεί απόσπασμα από την «Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας» τού Γιάννη Κορδάτου (τόμ. VIII, κεφ. «Βλάχοι και Βυζάντιο»). Ο πρόλογος (τρείς πρώτες παράγραφοι), οι εικόνες, ο τίτλος και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας» (Γ. Λάζαρη, ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Ορισμένες εικόνες έχουν ληφθεί από τη σειρά «Ρίζες Ελλήνων», έκδ. «Πήγασος Εκδοτική Α.Ε.».
Η ελληνοποίηση των Βλάχων
H λέξη «Βλάχος» σημαίνει σήμερα, στον καθημερινό προφορικό λόγο, τον ‘άξεστο’, τον ‘χωριάτη’, αποκτώντας έτσι ένα υποτιμητικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός ο όρος προσδιορίζει μια πραγματική ιστορική οντότητα, που εντάχθηκε στο ελληνικό έθνος με το τίμημα της μη περαιτέρω ανάπτυξής της. Της Έφης Μήτσιου
Πολλοί μύθοι υπάρχουν για την καταγωγή των Αρουμάνων ή αλλιώς Βλάχων, μιας εθνότητας με μακραίωνη ύπαρξη στην Ελλάδα και αλλού. Πάντως, ως φαίνεται, η επικρατέστερη εκδοχή είναι αυτή που στηρίζει την καταγωγή τους από θρακικούς και ιλλυρικούς γηγενείς πληθυσμούς.
Από τα μέσα του 19ο αιώνα οι λατινόφωνοι λαοί βόρεια του Δούναβη αναπτύσσουν μια λατινική συνείδηση αναζητώντας την κοινή καταγωγή. Ο ρουμανικός εθνικισμός επωφελείται από αυτή τη στροφή προς τη λατινικότητα και στρέφει την προσοχή του προς την ενσωμάτωση των Βλάχων στα εθνικά του ιδεολογήματα.
Από την άλλη, στον ελληνικό χώρο ξεκινά η προσπάθεια απόδειξης της ελληνικής καταγωγής των Βλάχων μέσα από την εθνική ιστοριογραφία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πολλές φορές τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
Ως κύριο μέσο για την οικειοποίησή τους χρησιμοποιείται αρχικά η εκπαιδευτική πολιτική. Από την πλευρά της, η Ρουμανία προωθεί ένα σχέδιο ίδρυσης σχολικών δικτύων κυρίως στα νότια Βαλκάνια, όπου ο αριθμός των Αρουμάνων ήταν πολυπληθής. Το ελληνικό κράτος, από τη μεριά του, επιστρατεύει δάσκαλους, κληρικούς, ιεραπόστολους για να εμφυσήσουν στους Βλάχους των περιοχών αυτών, την ελληνική εθνική συνείδηση.
Στις αρχές τους 20ου αιώνα, η επιτυχία της ρουμανικής διπλωματίας έθεσε τις πρώτες βάσεις της συζήτησης περί βλάχικης μειονότητας στον ελληνικό χώρο . Η ελληνική πλευρά προσπάθησε να αποτρέψει τα σχέδια της Ρουμανίας.
Εθνικός στόχος ήταν εξαρχής η ενσωμάτωση των μειονοτήτων στο εθνικό κορμό με οποιονδήποτε τρόπο. Το ελληνικό κράτος παρουσίαζε ‘μαγειρεμένα’ δεδομένα των απογραφών του, που έδειχναν άλλοτε πολύ μικρό αριθμό Βλάχων στα εδάφη του και άλλοτε πολύ μεγάλο αριθμό ελληνόφωνων Βλάχων.
Μέσω της προπαγάνδας και της βίας από τοπικούς φορείς, υπήρξε συστηματική προσπάθεια να αποδυναμωθεί η εκπαίδευση σε αρουμανικά σχολεία.
Η σοβαρότερη προπαγανδιστική πρακτική, ωστόσο, ήταν ο διαχωρισμός σε ελληνόφωνους κατοίκους και σε ρουμανίζοντες. Σε αυτή την διάκριση δεν υπήρχε πουθενά η έννοια Βλάχος, σα να μην αναγνωριζόταν  καθόλου η ύπαρξή τους. Με άλλα λόγια, μόνο όποιος μιλούσε την ελληνική θεωρείτο Έλληνας.
Η κατάσταση οξύνθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένοι Βλάχοι της Πίνδου εκμεταλλεύτηκαν την ιταλική προσέγγιση, η οποία έβλεπε τους Βλάχους ως ιταλικής καταγωγής και συμμάχησαν με τον Μουσολίνι. Πήραν την άδεια του και ιδρύθηκε το επονομαζόμενο Πριγκιπάτο της Πίνδου, το οποίο διέλυσε ο Βελουχιώτης.
Μεταπολεμικά και θεωρώντας ως ύστατη εθνική προδοσία την σύμπραξη με την Ιταλία, η ελληνική ιστοριογραφία τους αντιμετώπισε μέσα από μια καθ’ όλα εθνικιστική σκοπιά.
Η καθημερινότητα των Αρουμάνων γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Στα σχολεία απαγορευόταν η χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Αν σε κάποιο παιδί ξέφευγε κάποια λέξη, το ξύλο ήταν η άμεση απάντηση. Δεν επιτρεπόταν ούτε στις γειτονιές τους η χρήση των βλάχικων. Οι μαρτυρίες της εποχής για τη βία της αστυνομία καθώς και απλών πολιτών εναντίον τους, είναι χαρακτηριστικές.
Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 τα πράγματα έβαιναν προς ομαλοποίηση, όχι επειδή αποδυναμώθηκε ο εθνικισμός, αλλά  γιατί οι Βλάχοι είχαν πλήρως εγκολπωθεί στο ελληνικό εθνικό γίγνεσθαι.  Πλέον,  δεν ετίθετο ζήτημα εθνικής συνείδησης, μιας και αυτό είχε λυθεί με ‘συνοπτικές διαδικασίες’ στο παρελθόν.
Η στάση των ίδιων των Βλάχων απέναντι στις πρακτικές του ελληνικού κράτους, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παθητική, με εξαίρεση το παράδειγμα της Πίνδου. Στην συνείδησή τους η λέξη Έλληνας δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά τον πλούσιο έμπορο, τον ντόπιο κ.τ.λ. Δεν έβλεπαν καμία κοινή ιστορική καταγωγή, αλλά μια κοινωνική συνύπαρξη.
Οι περισσότεροι μιλούσαν ελληνικά παράλληλα με τη μητρική τους γλώσσα, χωρίς αυτό να αποτελεί απόδειξη εθνικής συνείδησης. Η ελληνική ήταν η γλώσσα του εμπορίου, του σχολείου και της δημόσιας σφαίρας.
Η Βλάχικη γλώσσα είναι μόνο προφορική και όχι γραπτή. Σήμερα έχουμε χάσει μία μεγάλη ευκαιρία να έχουμε σε γραπτή μορφή ένα λατινογενές ιδίωμα, το οποίο προέρχεται από την ρωμαϊκή εποχή. Αν και στα τέλη του 18ου αιώνα είχε γίνει μια προσπάθεια από τους διανοούμενος της διασποράς για τη δημιουργία λεξιλογίου, ωστόσο ο εθνικισμός δεν επέτρεψε την ανάπτυξη της.


Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου. Το Πισοδέρι, το Νυμφαίο (Νέβεσκα) και η Κλεισούρα, αλλά και η Βλάστη (Μπλάτσι), τα Νάματα (Πιπιλίστα) και το Σισάνι, παρά την αμφιλεγόμενη συμμετοχή Βλάχων στην εδραίωσή τους, σχημάτιζαν το βασικό δίκτυο. Υπήρξαν οικισμοί που δέχθηκαν κύματα Βλάχων προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου, στα τέλη του 18ου αιώνα, και με τη σειρά τους προώθησαν νέες κινήσεις μετοικεσίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανέπτυξαν μια κοινωνική και οικονομική ταυτότητα που βασίστηκε κατά πολύ στις μεταφορές, τη βιοτεχνία, το εμπόριο και την περιοδική μετανάστευση σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών. Αρχικά, οι κάτοικοί τους στράφηκαν σε αρκετά μακρινές περιοχές, στο βορρά των Βαλκανίων και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πληθυσμιακή κινητικότητα έδωσε ευκαιρίες για το σταδιακό σχηματισμόοικογενειακών δικτύων οικονομικής δράσης και επαγγελματικής αλληλοϋποστήριξης. Τόσο οι βίαιες μαζικές μετακινήσεις, όσο και ακόλουθες, ομαδικές, μεταναστευτικές κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση και την ανάπτυξη στη γύρω περιοχή μίας σειράς νέων βλάχικων εγκαταστάσεων στα τοπικά διοικητικά, οικονομικά και αστικά κέντρα, ανάμεσα σε δημογραφικά πλειοψηφούντες, αλλόγλωσσους πληθυσμούς.
Υπάρχουν αναφορές πως, καθώς η Μοσχόπολη όδευε στη μεγάλη «καταστροφή» του 1769, μία ομάδων κατοίκων της προσπάθησε να εγκατασταθεί στην ίδια την Καστοριά. Παρουσιάζονται να ζήτησαν να τους παραχωρηθεί η περιοχή Μύτκας, δίπλα στη λίμνη, ώστε να δημιουργήσουν μία νέα Μοσχόπολη. Οι Καστοριανοί, όμως, φοβούμενοι την ανταγωνιστική, εμπορική δεινότητα των Μοσχοπολιτών δεν παραχώρησαν την περιοχή με διάφορες προφάσεις. Αργότερα, οι μεταγενέστερες γενιές των Καστοριανών αναγνώριζαν ως λανθασμένη αυτή την απόφαση, καθώς πίστευαν πως η άφιξη και η εγκατάσταση των Μοσχοπολιτών θα ενδυνάμωνε πληθυσμιακά και οικονομικά την πόλη τους. Μπορεί να αποτράπηκε μία μαζική μετοικεσία, όμως, εξελικτικά, δεν αποφεύχθηκε η εγκατάσταση αρκετών Μοσχοπολιτών και άλλων Βλάχων προσφύγων και στην Καστοριά. Κάποιες οικογένειες ήρθαν κατευθείαν εδώ ή αφού πέρασαν πρώτα από την Αχρίδα, το Κρούσοβο και άλλες παροδικές εγκαταστάσεις. Το γεγονός επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του ο επίσης μοσχοπολίτικης καταγωγής Καστοριανός αγωνιστής Αναστάσιος Πηχέων, όταν αναφέρει πως, λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανώτερη τάξη των Ελλήνων της πόλης αποτελούταν κυρίως από οικογένειες βλάχικης καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Καστοριά προερχόμενες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Βιθκούκι και αλλού. Στα τέλη πια του 19ου αιώνα, ο Γάλλος δημοσιογράφος Victor Berard επισημαίνει την έντονη παρουσία αυτού του βλάχικου στοιχείου στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας, καθώς αναφέρει πως μεγάλος αριθμός των χριστιανών της πόλης μιλούσε ή καταλάβαινε τα βλάχικα.
Μέρος των Μοσχοπολιτών, που δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί ομαδικά στην Καστοριά, φαίνεται πως στράφηκε σε μικρότερους οικισμούς κοντά σε αυτή. Όταν, γύρω στα 1810, ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής François Pouqueville πέρασε από την περιοχή παρατήρησε πως 100 περίπου οικογένειες από τη Μοσχόπολη είχαν, ήδη, δημιουργήσει μία δική τους, ξεχωριστή συνοικία στο γειτονικό Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα). Όπως σημειώνει ο Pouqueville, οι οικογένειες αυτές διατηρούσαν τα έθιμά τους και ζούσαν μοιράζοντας το χρόνο τους ανάμεσα στη φροντίδα των ζώων τους, τη γεωργία και την υφαντουργική. Κατασκεύαζαν χονδρά μάλλινα υφάσματα από τα οποία ράβονταν τα λαϊκά ρούχα. Είναι σίγουρο πως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού, αυτοί οι σταδιακά αφομοιούμενοι πρόσφυγες δεν ήταν οι μόνοι Βλάχοι κάτοικοι του Άργους Ορεστικού. Αν και μετά τις μεγάλες εξόδους οι οικογένειες των Γραμμοστιάνων που συνέχιζαν να περνούν τα καλοκαίρια στην πατρογονική, ορεινή κοινότητάς τους είχαν περιοριστεί δημογραφικά κατά πολύ, αρκετές από αυτές τις ημινομαδικές οικογένειες και κυρίως αυτές των τσελιγκάδων προτιμούσαν να περνούν τους χειμώνες στο κοντινό Άργος Ορεστικό, όπου σχημάτιζαν ολόκληρους μαχαλάδες, ενώ οι περισσότεροι άντρες, οδηγώντας τα όποια κοπάδια τους είχαν απομείνει, συνέχιζαν να στήνουν τα παραδοσιακά χειμαδιά τους στην ανατολική Θεσσαλία. Αυτές οι οικογένειες ήταν που μετέφεραν την εικόνα της προστάτιδας Παναγίας της Γράμμοστας. Την ίδια πρακτική χειμερινής εγκατάστασης στο Άργος Ορεστικό ακολουθούσε και μία ομάδα προερχόμενη από τη Σαμαρίνα. Στην περίπτωση τους έχουμε να κάνουμε περισσότερο με εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχους και πολύ λιγότερο με κτηνοτρόφους. Αυτοί οι Σαμαριναίοι αναζητούσαν στο Άργος Ορεστικό ευκαιρίες για τη χειμερινή συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα να ριζώσουν οριστικά στη μικρή πολιτεία. Πολλοί λιγότεροι ήταν οι Αετομηλιτσιώτες που βρέθηκαν να εγκαθίστανται εδώ ακολουθώντας ανάλογες πρακτικές.
Παραδόσεις από το γειτονικό Βογατσικό αναφέρουν πως, προς τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Καστοριανοί είχαν αποτρέψει την εγκατάσταση κάποιων ηπειρωτών προσφύγων στην πόλη τους. Έτσι, 70 περίπου οικογένειες από διάφορα μέρη και κυρίως από τη Μοσχόπολη, τη Φούρκα, το Σούλι και την Πάργα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο Βογατσικό. Στη στατιστική του 1889 του Σέρβου Spiridon Gopgevic, το Βογατσικό παρουσιάζεται να κατοικείται από 3.000 ελληνόφωνους και βλαχόφωνους χριστιανούς, ενώ σε μία άλλη επισήμανση του ίδιου αναφέρεται η συνύπαρξη 400 ελληνόφωνων και 100 βλαχόφωνων φορολογούμενων. Με τον καιρό, οι Βλάχοι μέτοικοι του Βογατσικού αφομοιώθηκαν και χάθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους συμπολίτες τους. Ανάλογη ήταν η τύχη μίας μικρότερης ομάδας βλάχικων οικογενειών από το Λινοτόπι του Γράμμου που είχαν εγκατασταθεί στο γειτονικό Νεστόριο και εξελικτικά αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους παλαιότερους σλαβόφωνους κατοίκους. Σε στατιστική των αρχών του 20ού αιώνα αναφέρεται πως ανάμεσα στα 455 νοικοκυριά σλαβόφωνων οικογενειών του Νεστορίου υπήρχαν ακόμη 16 βλάχικα νοικοκυριά.
Παραδόσεις, και πάλι, αναφέρουν πως ένας αδιευκρίνιστος, αλλά σημαντικός, αριθμός Μοσχοπολιτών κατέφυγε και στη Σιάτιστα. Η μικρή πολιτεία της Σιάτιστας είχε ήδη στενές εμπορικές σχέσεις με τη Μοσχόπολη, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό ώστε οι Σιατιστινοί και οι Μοσχοπολίτες να συνεταιρίζονται συχνά, πριν τα γεγονότα του 1769. Ωστόσο, όταν στα 1810, ο Pouqueville πέρασε και από τη Σιάτιστα, δεν κατέγραψε την παρουσία Βλάχων, καθώς πολύ πιθανά είχαν, ήδη, αφομοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Κάποια αξιόλογη ομάδα Μοσχοπολιτών και άλλων Βλάχων φυγάδων από τα μέρη της Ηπείρου εγκαταστάθηκε και στη γειτονική Εράτυρα, την παλιά Σέλιτσα. Το γεγονός αυτής της μετεγκατάστασης έρχεται να επιβεβαιωθεί από ισχυρές, μέχρι και σήμερα, οικογενειακές παραδόσεις, αλλά και τα δεκάδες επώνυμα βλάχικης προέλευσης ανάμεσα στους κατοίκους της Εράτυρας. Έτσι, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, στη στατιστική του Gopgevic επισημαίνεται η πιθανή συνύπαρξη στη Σιάτιστα 7.500 ελληνόφωνων και 2.500 βλαχόφωνων κατοίκων και κατ’ αναλογία καταγράφονται 1.500 σπιτικά ελληνοφώνων και 600 σπιτικά βλαχοφώνων. Στην περίπτωση της Εράτυρας αναφέρονται 200 σπιτικά ελληνόφωνων και 100 σπιτικά βλαχοφώνων, αλλά και 28 Τσιγγάνοι.
Βέβαια, οι Βλάχοι που αναφέρει ο Gopgevic ήταν εν μέρει μοσχοπολίτικης καταγωγής, καθώς, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τόσο στη Σιάτιστα όσο και στην Εράτυρα, εγκαταστάθηκαν κι άλλοι Βλάχοι προερχόμενοι κι από άλλες περιοχές Επιπλέον, οι περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εξεταστούν σε στενή σχέση με ανάλογες και μαζικότερες εγκαταστάσεις Βλάχων στη γειτονική Βλάστη, τα Νάματα και το Σισάνι. Είναι σίγουρο πως οι πρόσφυγες της Μοσχόπολης και του Γράμμου συμπαρέσυραν στις μετακινήσεις τους και κατοίκους της Φούρκας Κόνιτσας και της Σαμαρίνας Γρεβενών. Στην περίπτωση της Φούρκας, τις τάσεις εξόδου φαίνεται πως ενίσχυσε, ιδιαίτερα, η πολιτική Αλή Πασά που ακολούθησε και ο οποίος παρουσιάζεται να πίεζε τους κατοίκους, έτσι ώστε να μετατρέψει το χωριό σε δικό του τσιφλίκι. Και ενώ ορισμένοι από αυτούς τους Βλάχους βρέθηκαν στα βλαχοχώρια του Άσκιου, μεμονωμένες οικογένειες ή και μικρές ομάδες οικογενειών βρέθηκαν να εγκαθίστανται στην Εράτυρα, τη Σιάτιστα, το Τσοτύλι, τον Πελεκάνο, τη Γαλατινή κι άλλους μικρότερους, ελληνόφωνους οικισμούς της Ανεσελίτσας, της σημερινής επαρχίας Βοΐου και εξελικτικά στην Κλεισούρα και το Νυμφαίο.
Το δίκτυο των βλάχικων εγκαταστάσεων στη Δυτική Μακεδονία πήρε μία πιο οριστική μορφή και σύνθεση λίγο μετά την επαναστατική κίνηση του 1854. Ομάδες, κυρίως, κτηνοτρόφων από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών, που είχαν εμπλακεί στα τότε γεγονότα και φέρονται να ενοχοποιήθηκαν και να έχασαν σημαντικό μέρος των περιουσιών τους στην περίφημη Μάχη της Φυλλουριάς, αναγκάστηκαν να αναζήτησαν νέες ευκαιρίες εγκατάστασης ανάμεσα στους εύπορους εμποροβιοτέχνες κατοίκους των βλαχοχωριών της περιοχής, όπως στην Κλεισούρα, τη Βλάστη και τα Νάματα, αλλά και σε κατ’ εξοχήν ελληνόφωνους οικισμούς, όπως η Εράτυρα, η Σιάτιστα και το Τσοτύλι. Σε κάποιες περιπτώσεις οι μετακινήσεις ήταν αποτέλεσμα σοβαρών ενδοκοινοτικών συγκρούσεων. Όπως και να είχε, αυτές τις κινήσεις μετοικεσίας ακολούθησαν στενά και ομάδες ελληνόφωνων κτηνοτρόφων από τα χωριά των Κουπατσαραίων, στην περιοχή δυτικά των Γρεβενών. Παρά τις γλωσσικές διαφορές, η κοινή κοινωνική και οικονομική ταυτότητα αυτών των τελευταίων Βλάχων και Κουπατσαραίων μέτοικων τους ώθησε σε στενότερη συμβίωση και αμοιβαία αφομοίωση, καθιστώντας δύσκολο το διαχωρισμό τους. Τους ημινομάδες κτηνοτρόφους δεν άργησαν να ακολουθήσουν ορισμένοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες. Έτσι, στα 1904 και σύμφωνα με έκθεση του τότε μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ, πληροφορούμαστε πως μικρές, αλλά, δραστήριες ομάδες εδραίων Βλάχων υπήρχαν τόσο στο Τσοτύλι όσο και στη Σιάτιστα κι, όπως επισημαίνεται, αυτοί οι σταδιακά αφομοιωμένοι Βλάχοι προέρχονταν, κυρίως, από τη Σαμαρίνα, τη Φούρκα και την Αβδέλα. Τοπικές παραδόσεις έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως η βλάχικη εγκατάσταση στο Τσοτύλι έγινε με τη σύμφωνη γνώμη, με τη συγκατάθεση ή και με την πρόσκληση ισχυρών τοπικών μπέηδων. Αυτοί οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Ανεσελίτσας, γνωστοί και ως Βαλαάδες, παρουσιάζονται να αναγνώριζαν τις εμπορικές και επαγγελματικές ικανότητες των Βλάχων μετοίκων και να ήλπιζαν πως η εκεί εγκατάστασή τους θα βοηθούσε την οικονομία της περιοχής τους.
Είναι βέβαιο πως οι κάτοικοι των ημινομαδικών χωριών της Βόρειας Πίνδου είχαν μια συνεχή παρουσία στο μικρό διοικητικό και οικονομικό κέντρο των Γρεβενών, αν και η δημογραφική τους παρουσία αυξομειωνόταν ανάμεσα στη θερινή και τη χειμερινή περίοδο. Οι αριθμοί τόσο των παραχειμαζόντων όσο και των οριστικά εγκατεστημένων επαγγελματιών προσαυξήθηκαν σημαντικά μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, στα 1881. Η ύπαρξη της νέας συνοριακής γραμμής φαίνεται πως είχε δημιουργήσει προβλήματα στην παραδοσιακή κάθοδο στα πεδινά της Θεσσαλίας και ενίσχυσε την επιλογή των Γρεβενών ως τόπο χειμερινής διαβίωσης. Παρά τη φημολογούμενη συμμετοχή και Βλάχων στην ίδρυση της Κοζάνης, αυτή η δραστήρια πόλη αναπτύχθηκε ως μια κλειστή, ελληνόφωνη, χριστιανική κοινότητα με ισχυρό εμποροβιοτεχνικό και αστικό χαρακτήρα. Εντούτοις, ούτε εδώ αποφεύχθηκε η εγκατάσταση κάποιων Βλάχων. Μία έκθεση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, έρχεται, στα 1904, να γνωστοποιήσει την παρουσία 50 βλάχικων οικογενειών και στην Κοζάνη, προερχόμενων από τη Σαμαρίνα, ανάμεσα στις 2.500 κατ’ εξοχήν ελληνόφωνες οικογένειες της πόλης. Και ενώ οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες ακολουθούσαν μια μακροχρόνια πρακτική απλής παραχείμασης, ορισμένες εύπορες οικογένειες είχαν εγκατασταθεί οριστικά εκεί. Ακόμη και στην περίπτωση της Πτολεμαΐδας, οι πρώτοι χριστιανοί επαγγελματίες που μπόρεσαν σαν εγκατασταθούν σταθερά σε αυτή την τουρκική πολιτεία ήταν μέτοικοι από τη Βλάστη και την Κλεισούρα.
Η πιο άγνωστη από τις αστικές βλάχικες εγκαταστάσεις στη Δυτική Μακεδονία είναι αυτή στα Σερβία. Το παλιότερο βλάχικο στοιχείο της μικρής πολιτείας θα πρέπει να δημιούργησε μια κάποια βάση όταν οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και τους ισχυρούς τοπικούς αρματολούς εξανάγκασαν σε έξοδο από τα γειτονικά βλαχοχώρια του Ολύμπου ενός σημαντικού αριθμού οικογενειών, που ανήκαν, κυρίως, στις τάξεις των εμποροβιοτεχνών. Αναφέρεται πως, ήδη στα 1814 με 1815, προεστός των χριστιανών της πόλης ήταν ο Λιβαδιώτης Αναστάσιος Χατζή-Πούσιος. Η άφιξη των Ολύμπιων Βλάχων είναι σίγουρο πως αναζωογόνησε την περιορισμένη ομάδων των χριστιανών κατοίκων, αν και μόλις το ένα τέταρτο των 800 σπιτιών των Σερβίων κατοικούνταν, τότε, από χριστιανούς. Οι μετοικεσίες Ολύμπιων Βλάχων, ιδιαίτερα από το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο και το γειτονικό, αλλά μικρό και σχεδόν άγνωστο βλαχοχώρι με το όνομα Νεοχώρι ή Νιχώρι συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Κάποιες από αυτές θα πρέπει να ήταν οργανωμένες και ομαδικές. Σύμφωνα με έγγραφη πηγή, προερχόμενη από το προξενείο Ελασσόνας, υπήρξαν δύο μαζικά κύματα από το Λιβάδι. Το πρώτο σημειώθηκε με τη λήξη των τοπικών γεγονότων και τη συμμετοχή των Ολύμπιων Βλάχων στην επανάσταση του 1821 και το δεύτερο μετά το 1870. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μέτοικοι θα πρέπει να αναζήτησαν ασφάλεια και ευκαιρίες βιοπορισμού στην πόλη των Σερβίων, όπου μπόρεσαν να συνεχίσουν τις εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητές τους. Από το Νεοχώρι θα πρέπει να υπήρξε μία συνεχής ροή οικογενειών προς τα Σέρβια, λόγω της ανασφάλειας που προκαλούσαν οι συχνές, εκείνη την εποχή, ληστρικές επιθέσεις. Κάποια σοβαρότερη επίθεση, πιθανότατα στα 1858, οδήγησε σε συλλογική έξοδο και των τελευταίων κατοίκων του. Τελικά, σχεδόν στο σύνολό τους, οι Νιχωρίτες βρέθηκαν εγκατεστημένοι στα Σέρβια, όπου φέρονται να δημιούργησαν μία δική τους συνοικία γνωστή με το όνομα Νιχώρι, δίπλα στη συνοικία Ισνάφι των Λιβαδιωτών. Οι δύο αυτές συνοικίες επικράτησε να είναι γνωστές με το συλλογικότερο όνομα Βλάχικα. Το τοπωνύμιο Ισνάφι από μόνο του μπορεί να μαρτυρεί τον εμποροβιοτεχνικό χαρακτήρα της εγκατάστασης των Βλάχων κατοίκων. Τα Σερβία στάθηκαν πόλος έλξης μεμονωμένων ατόμων, οικογενειών, αλλά και μικρών ομάδων κι από άλλα μακρινότερα βλαχοχώρια και ιδιαίτερα προς τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς οι οθωμανικές αρχές είχαν καταστήσει τη μικρή πολιτεία διοικητική έδρα σαντζακίου. Αναφέρεται πως υπήρχαν οικογένειες με καταγωγή από τη Φτέρη και τη Μηλιά Πιερίας, όπως κάποιοι από τους απογόνους των Λαζαίων, των γνωστών αρματωλών, αλλά κι οικογένειες από τη Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, τη Δάρδα ή τη Μοσχόπολη και το Μοναστήρι. Στα 1895, ο γερμανός μελετητής των Βλάχων Gustav Weigand δημοσιεύει την πληροφορία πως ανάμεσα στους δημογραφικά κυρίαρχους Τούρκους κατοίκους υπήρχαν 150 οικογένειες χριστιανικών, από τις οποίες οι 50 ήταν οικογένειες Βλάχων με καταγωγή από το Λιβάδι και το Νεοχώρι. Προχωρεί, μάλιστα, στην αξιοσημείωτη παρατήρηση πως πολλοί από τους ελληνόφωνους χριστιανούς άνδρες μιλούσαν με άνεση τα βλάχικα, όντας φτωχότεροι και εξαρτώμενοι οικονομικά από τους ισχυρότερους βλαχόφωνους της πόλης. Στα 1904 και σύμφωνα με αναφορά των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, στα Σέρβια υπήρχαν 250 χριστιανικές οικογένειες. Από αυτές οι 100, περίπου, ήταν βλάχικης καταγωγής, προερχόμενες, κυρίως, από το Λιβάδι. Στις 30 Μαρτίου 1907, 133 Βλάχοι οικογενειάρχες των Σερβίων συνυπέγραψαν και απέστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για τη συνεχιζόμενη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας στην πόλη τους και την περιοχή. Βασιζόμενοι στον αριθμό των υπογραφών, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι Βλάχοι κάτοικοι των Σερβίων αριθμούσαν περισσότερες από 500 ψυχές.
Η χαρακτηριστικότερη, ίσως, αστική βλάχικη εγκατάσταση στην περιοχή είναι αυτή που σχηματίστηκε στη Φλώρινα. Μία αναλυτική διπλωματική έκθεση, που χρονολογείται στα 1905, μας μεταφέρει πολύτιμες πληροφορίες, καθώς καταγράφονται ονομαστικά 29 κεφαλές οικογενειών βλάχικης καταγωγής. Από αυτούς οι 18 προέρχονταν από το γειτονικό Πισοδέρι, 2 από το Τύρνοβο, 2 από τη Σαμαρίνα, 2 από το Κρούσοβο, 2 από τη Μηλόβιστα, 1 από το Μεγάροβο, 1 από το Νυμφαίο και 1 από τη Βέροια. Αυτοί με την αρχαιότερη εγκατάσταση στην πόλη είχαν συμπληρώσει 35 ή 30 και χρόνια συνεχής παρουσίας, ενώ 11 είχαν, ήδη, αποκτήσει κτηματική περιουσία σε αυτή. Κρίνοντας από τα επώνυμα ορισμένων μπορούμε να υποθέσουμε τις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα επώνυμα Μαχαιροποιός, Τσαρουχάς, Φραγγοράπτης, Γανωτής, Χρυσοχόου, Ξενοδόχος, Ταπάσκας, Ζαπτιές, Μαραγκός, Σχοινοπώλης, Κεραμεύς, Ράπτης, Κασάπης, Ζαχαροπλάστης, ενώ υπήρχαν και δύο μοναχοί. Υποθέτουμε πως ο ισχυρότερος ανάμεσα τους ήταν ο αρβανιτοβλάχικης καταγωγής αρχιτσέλιγκας και κτηματίας Χρήστος Τζέγκας από τη Βέροια, καθώς καταγράφεται πρώτος στον κατάλογο.
Είναι σίγουρο πως η Φλώρινα συνέχισε να προσελκύει Βλάχους εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες μέχρι την απελευθέρωση στα 1912. Ωστόσο, πολύ πιο ιδιαίτερη ήταν η μαζική εγκατάσταση Βλάχων προσφύγων που ακολούθησε. Αυτή η, σχεδόν, άγνωστη ή και αγνοημένη προσφυγική ομάδα προερχόταν από τη γειτονική περιοχή της Πελαγονίας, η οποία με τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων και τις συμφωνίες της εποχής πέρασε, τότε, στην κυριαρχία των Σέρβων. Παρά τις αρχικές και, μάλλον, άτυπες συμφωνίες, οι νέες σερβικές αρχές προτίμησαν να παραγκωνίσουν τις ακμαιότατες, μέχρι τότε, τοπικές και, κυρίως, αστικού χαρακτήρα ελληνορθόδοξες κοινότητες, οι οποίες, σχεδόν, στο σύνολό τους αποτελούνταν από Βλάχους. Τα πολυάριθμα μέλη τους βρέθηκαν αντιμέτωπα με την επιλογή ανάμεσα στην προσαρμογή, την περιθωριοποίηση και την αφομοίωση και από την άλλη μεριά την έμπρακτη υποστήριξη των εθνικών επιλογών τους και το σκληρό και αβέβαιο μέλλον της προσφυγοποίησης. Η αρχική ροή προς την ελληνική επικράτεια ήταν μικρή, άτονη και ανοργάνωτη και αφορούσε περισσότερο τα σημαίνοντα μέλη της τοπικής ελίτ. Στην πορεία, αυτά τα αρχηγικά στελέχη, ακολούθησαν ελάσσονες εκπρόσωποι των εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών, οι εκπαιδευτικοί, οι τραπεζίτες και οι κεφαλαιούχοι, οι επιστήμονες και οι μεγαλύτεροι από τους εμπόρους. Σταδιακά, συμπαρέσυραν τους μικρότερους επαγγελματίες και τους απλούς ανθρώπους της αγοράς και τους βιοπαλεστές, οι οποίοι μεθόδευσαν την τμηματική αναχώρησή τους, καθώς προσέβλεπαν στην εκπλήρωση μίας αμφίβολης υπόσχεσης, εκ μέρους των ελληνικών αρχών, για τη δημιουργία ενός Νέου Μοναστηρίου στην τόσο κοντινή και γνώριμη για αυτούς Φλώρινα. Μετέφεραν τις οικογένειες και τις δραστηριότητές τους άλλοι στη Φλώρινα και άλλοι στη Θεσσαλονίκη, κοντά σε συγγενείς και συμπατριώτες που είχαν βρεθεί να ζουν εκεί πολύ πριν το 1912. Δεν άργησαν να οργανώσουν, ήδη από 1913, προσφυγικούς συλλόγους και στις δύο πόλεις, που στόχευσαν στην περίθαλψη των λιγότερο προνομιούχων και την εκπλήρωση των υποσχέσεων. Την προσφυγική έξοδο επιτάχυναν, δυο τρία χρόνια αργότερα, οι εξελίξεις του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, οι μάχες του Μακεδονικού Μετώπου και η κατάληψη της περιοχής από τους Βούλγαρους. Όσοι δεν είχαν φροντίσει να αναχωρήσουν έγκαιρα για την ελληνική επικράτεια βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις μαζικές εκτοπίσεις στο εσωτερικό της Βουλγαρίας και την καταναγκαστική εργασία. Η λήξη του πολέμου, στα 1918, βρήκε τις άλλοτε δραστήριες ελληνορθόδοξες κοινότητες της Πελαγονίας διαλυμένες, κυριολεκτικά αποδεκατισμένες και όσους επιβίωσαν κατεστραμμένους οικονομικά. Η προσφυγοποίησή τους επιταχύνθηκε και οριστικοποιήθηκε. Η Φλώρινα είχε γεμίσει από Βλάχους πρόσφυγες προερχόμενους από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τύρνοβο, τη Νιζόπολη, τη Μηλόβιστα, το Γκόπεσι, τη Ρέσνα, την Αχρίδα και την Άνω και Κάτω Μπεάλα. Από το 1912-13 και με μετριοπαθείς εκτιμήσεις, ίσως μέχρι και 7.000 Βλάχοι πρόσφυγες από τη σημερινή π.Γ.Δ.Μ. κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Φαίνεται πως τα πικρά αισθήματα για την απώλεια των εστιών τους είχαν πολιτικές προεκτάσεις και διαπλοκές. Η έλλειψη ουσιαστικών διακρατικών συμφωνιών, αρχικά με τη Σερβία και εξελικτικά με τη Γιουγκοσλαβία, ενίσχυσαν τα όποια προβλήματα. Ως αποτέλεσμα η αποκατάστασή τους στη Φλώρινα αντιμετώπισε διακρίσεις σε σύγκριση με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και των επίσημων ανταλλαγών πληθυσμών που ακολούθησαν. Οι προσφυγικοί σύλλογοι της Πελαγονίας αντιδρούσαν και ασκούσαν έντονες πιέσεις για τη δικαιότερη αποκατάσταση και περίθαλψη των μελών τους. Στα τέλη πια της δεκαετίας του ’20, δημιουργήθηκε μία νέα προσφυγική συνοικία, αυτή της Αγίας Παρασκευής, για την αποκατάσταση ενός μέρους των 600 περίπου οικογενειών που παρέμειναν, τελικά, στη Φλώρινα. Στις αποσκευές τους μετέφεραν όχι μόνο τη χαρακτηριστική βλάχικη δεινότητα στο εμπόριο, τις βιοτεχνικές δραστηριότητες και τα επαγγέλματα της αγοράς, αλλά και τις γνώσεις και τα βιώματα του αστισμού του Μοναστηρίου. Δεν άργησαν να επανασυστήσουν τον πνευματικό βίο τους και μέχρι ένα βαθμό να επιβληθούν κοινωνικά και οικονομικά στην τοπική κοινωνία.
Μέσα από αυτή τη, σχεδόν, επιγραμματική παρουσίαση του ιστορικού των αστικών βλάχικων εγκαταστάσεων στη Δυτική Μακεδονία, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξαν κάποιοι σταθεροί και μη ανατρέψιμοι κανόνες οι οποίοι καθόρισαν την εδραίωση και την ανάπτυξή τους. Απεναντίας, η πορεία των Βλάχων προς αστική αποκατάσταση επηρεάστηκε από όλα τα ιστορικά γεγονότα κι όλες τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που σημειώθηκαν αυτή την περίοδο. Το μόνο βέβαιο είναι οι Βλάχοι ήταν παντού παρόντες, σε μικρότερους ή μεγαλύτερους αριθμούς, στην πορεία προόδου όλων των διοικητικών, οικονομικών και αστικών κέντρων της περιοχής. Η πρωταρχική κτηνοτροφική ταυτότητά τους και ο συνεπακόλουθος εμποροβιοτεχνικός προσανατολισμός τους ήταν αδύνατον να τους περιορίσουν απομονωμένους κάπου στα ορεινά.
Μοσχόπολη: Τα χρόνια της ακμής (1700 – 1769)
8:28 μ.μ. |  Αναρτήθηκε από βλαχόφωνοι Έλληνες |
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Μοσχόπολη και οι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής της γνώρισαν το απόγειο της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και μία σειρά από αξεπέραστες καταστάσεις που οδήγησαν σε καταστροφές και μαρασμό.
Βέβαια, τα θεμέλια για αυτή την ένδοξη εποχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, όταν η Μοσχόπολη ενδυναμώνονταν όχι μόνο πληθυσμιακά, αλλά οικονομικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης είναι το κτίσιμο, γύρω στο 1630, του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Σε κάποιες εργασίες η Μοσχόπολη αναφέρεται πως ήταν τότε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός μάλλον απίθανο αν αναλογιστούμε πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν η μόνη τόσο μεγάλη πόλη με αποκλειστικά χριστιανούς κατοίκους. Υπήρχαν 6 μεγάλες και οργανωμένες συνοικίες και ίσως περισσότερες από 70 εκκλησίες, αριθμός μάλλον υπερβολικός. Αν και οι διάφορες πηγές συχνά διαφωνούν για τον ακριβή αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων της, γύρω στο 1760, παρουσιάζεται να έχει από 20.000 έως 70.000 κατοίκους και ίσως 12.000 περίπου σπίτια. Οι αριθμοί αυτοί φαντάζουν απίθανοι για τα δεδομένα εκείνων των εποχών και ακόμη περισσότερο αν συγκριθούν με την εικόνα που παρουσίαζε η Μοσχόπολη από το 1769 και μετά. Η πόλη εκτεινόταν σε μία τεράστια έκταση και καταλάμβανε μεγάλο μέρος του κενού σήμερα οροπεδίου και των γύρω χαμηλών πλαγιών. Τελικά, ίσως να μην είναι παρακινδυνευμένο να δεχτούμε πως, την περίοδο της μεγάλης της ακμής, ο πληθυσμός της έφτανε κάπου ανάμεσα στις 40.000 με 60.000.
Εκτός όμως από τη Μοσχόπολη, και οι γύρω από αυτή βλάχικοι οικισμοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής. Αν και οι αριθμοί που δίνουν οι διάφορες σχετικές αναφορές φαντάζουν να είναι υπερβολικοί, η Νίτσα, η Λάγγα, η Γκραμπόβα, η Σίπισκα και το αρβανίτικο Βιθκούκι θα πρέπει να ήταν μεγάλες και δυναμικές κωμοπόλεις, που ακολουθούσαν στενά την πρόοδο της Μοσχόπολης. Λόγω των φυσικών τους θέσεων προστατεύονταν από τις πιέσεις μικρών και μεγάλων Τουρκαλβανών φεουδαρχών και τοπαρχών και είχαν μετατραπεί σε δυναμικές τοπικές αγορές για το γύρω πληθυσμό, διατηρώντας μάλιστα ανεξάρτητες επαφές με τα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της Ευρώπης. Ίσως τελικά η κάθε μία από αυτές συγκέντρωνε από 5.000 μέχρι και 10.000 κατοίκους.
Ο πλούτος και η δύναμη της Μοσχόπολης αντλούνταν από το εμπόριο και τις διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Όπως στην περίπτωση της ανάπτυξης και κάποιων άλλων βλάχικων κοινοτήτων, (π.χ. Μέτσοβο, Συρράκο, Καλαρίτες κ.λ.π.), το πρώτο και ισχυρά παραγωγικό κεφάλαιο, για την πρόοδο που ακολούθησε ήταν η κτηνοτροφία. Όμως, η Μοσχόπολη προηγήθηκε χρονικά κατά πολύ, ήδη από το 17ο αιώνα, και ήταν μάλλον αυτή που δίδαξε το δρόμο που ακολουθήθηκε και από τις άλλες ορεινές βλάχικες και μη κοινότητες. Η ικανή συγκέντρωση πρώτων υλών και χεριών οδήγησε σε μεγάλη ανάπτυξη της εριουργίας. Η αρχικά οικιακή βιοτεχνία μάλλινων ειδών οδήγησε σε οργανωμένη βιοτεχνική παραγωγή και τέλος στην εμπορεία των τελικών προϊόντων, αλλά και των πρώτων υλών. Το εμπόριο της δικής τους παραγωγής και η συγκέντρωση κεφαλαίου οδήγησε σταδιακά στην ανάπτυξη ευρύτερων εμπορικών, μεταπρατικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και τη γέννηση της κάστας των λεγόμενων πραματευτάδων (πραματέφτς ή πραματεφτάτζ στα βλάχικα). Οι βιοτέχνες οργάνωσαν και ενίσχυσαν το θεσμό των συντεχνιών. Υπήρχαν συντεχνίες μπακάληδων, ραφτάδων, χρυσοχόων, χασάπηδων, χαλκουργών και σιδηρουργών, οπλουργών, παπουτσήδων κ.α., οι οποίες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη και τα τοπικά πολιτικά δρώμενα, αλλά και στην πολιτιστική πρόοδο, καθώς αναφέρονται να πλήρωναν υποτροφίες για τις σπουδές άπορων παιδιών, στα σχολεία της Μοσχόπολης, αλλά και σε σχολεία της Ευρώπης.
Ωστόσο, ο μεγάλος οικονομικός και πολιτισμικός πλούτος ήρθε με την ανάπτυξη των επαφών με την Ευρώπη και τη στροφή προς το μεταπρατικό εμπόριο. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν, ήδη από το 1537, κάποιοι Μοσχοπολίτες ανάμεσα στους Βλάχους και Γκραίκους εμπορευόμενους της ελληνικής παροικίας της Βενετίας. Εκείνη τη χρονιά, οι πάροικοι της Βενετία δημιούργησαν ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια πια του 17ου αιώνα, οι Μοσχοπολίτες, μέσω του Δυρραχίου, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα στενές εμπορικές επαφές τόσο με τη Βενετία και την Αγκώνα, όσο και με άλλα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής. Δραστήριοι έμποροι ταξίδευαν μέχρι εκεί μεταφέροντας διαφόρων ειδών εμπορεύματα, από όλα τα μέρη των Κεντρικών Βαλκανίων, μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Από εκεί επέστρεφαν όχι μόνο με άλλα εμπορεύματα ή κεφάλαια, αλλά και με πολύτιμες γνώσεις. Τα ταξίδια των εμπόρων στη Βενετία ακολουθούσαν παιδιά της Μοσχόπολης με σκοπό να σπουδάσουν στα σχολεία της ή να μαθητεύσουν κοντά σε μεγάλους εμπόρους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, μεταξύ 1694-1703 και 1712-1716, ο Μοσχοπολίτης λόγιος ιερέας Ιωάννης Χαλκεύς ή Χαλκείας ανέλαβε το έργο του σχολάρχη του Φλαγγίνειου Φροντιστηρίου και του ιεροκήρυκα στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, έχοντας αρχικά διατελέσει εφημέριος της ελληνικής παροικίας του Λιβόρνου. Την ίδια εποχή οι Μοσχοπολίτες ταξίδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη όχι μόνο για δικές τους ή κοινοτικές υποθέσεις, αλλά εκτελώντας υπηρεσίες και για τους Βενετούς.
Οι επαφές με τη Βενετία συνεχίστηκαν μέχρι περίπου το 1761. Όλα αυτά τα χρόνια αρκετοί Μοσχοπολίτες εγγράφηκαν στα μητρώα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας και δε φαίνεται να διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα μέλη της. Καθώς όμως το εμπόριο της Βενετίας άρχισε να παρακμάζει, οι Μοσχοπολίτες, αλλά και άλλοι έμποροι Βλάχοι και μη, από διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, στράφηκαν προς την Κεντρική Ευρώπη, ακολουθώντας τα πολυάριθμα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά. Ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτόν το νέο προσανατολισμό στάθηκαν οι συνθήκες του Πασσάροβιτς το 1718 και του Βελιγραδίου το 1739, ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Αψβούργους-Αυστροουγγαρία. Έτσι από το 1718 και μέχρι το 1774 παρατηρείται μαζική εγκατάσταση Μοσχοπολιτών στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας. Ορισμένοι έφτασαν και μέχρι τη Βαρσοβία στην Πολωνία και τη Λειψία στη Γερμανία. Αρχικά αυτοί που βρέθηκαν εκεί ήταν μόνο άνδρες και κυρίως νέοι, οι οποίοι αναζητούσαν ευκαιρίες εμπορίου ή και μόνιμης εγκατάστασης. Οι πολλαπλές εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητές τους τους οδήγησαν σύντομα στη δημιουργία παροικιών τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, (Βουδαπέστη, Βιέννη, Miskolcz, Novi Sad, Zemun, Szentendre, Kecskemet, Temesvar κ.α.), όσο και στα διάφορα μικρά και μεγάλα εμπορικά και διοικητικά κέντρα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Αλβανίας. Δραστήριοι Μοσχοπολίτες έμποροι και βιοτέχνες ταξίδευαν και δούλευαν στα σημαντικότερα από τα ετήσια παζάρια αυτών των οθωμανικών επαρχιών. Τα ταξίδια, το εμπόριο και τα χρήματα των ξενιτεμένων δεν άργησαν να φέρουν ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο.
Η οικονομική ευμάρεια ενίσχυσε και βελτίωσε τις συνθήκες για την πολιτιστική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, από το 1715 μέχρι το 1760, κτίστηκαν 9 νέες και λαμπρές εκκλησίες. Όσες από αυτές στέκουν ακόμη όρθιες αποτελούν αδιάψευστους μέχρι και σήμερα μάρτυρες της ακμής και της δόξας της Μοσχόπολης. Ήδη πριν από το 1700 υπήρχε οργανωμένο ελληνικό σχολείο. Το σχολείο αυτό ακολούθησε την εξέλιξη και τις απαιτήσεις της εύρωστης και φιλοπρόοδης κοινωνίας του. Οι δάσκαλοί του είχαν μεγάλη μόρφωση και ακτινοβολία και οι Μοσχοπολίτες φρόντιζαν να μετακαλούν, για να διδάξουν σε αυτό, εξέχοντες λόγιους και από άλλα μέρη. Το 1744, καθώς προστέθηκαν νέοι κύκλοι σπουδών, το σχολείο της Μοσχόπολης εξελίσσεται στην περίφημη Νέα Ακαδημία και το 1750, όταν μεταφέρθηκε σε νέο κτίριο, ανάλογο με τη φήμη της και τις απαιτήσεις, ονομάστηκε Ελληνικό Φροντιστήριο. Ο κύκλος των σπουδών που προσέφερε ήταν ίσως από τους ανώτερους που ένας χριστιανός μπορούσε να παρακολουθήσει τότε στα Βαλκάνια, καθιστώντας ουσιαστικά τη Μοσχόπολη σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η βιβλιοθήκη του ήταν από τις λαμπρότερες και μεγαλύτερες στις βαλκανικές επαρχίες εκείνων των εποχών. Στο πλαίσιο της Νέας Ακαδημίας δημιουργήθηκε ορφανοδιοικητήριο και απλό ορφανοτροφείο για τη στέγαση και τη σίτιση των μαθητών, οι οποίοι έρχονταν να σπουδάσουν στα σχολεία της Μοσχόπολης από όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν ήταν και η λεγόμενη “κάσα των φτωχών”, ένα κοινοτικό ταμείο με σκοπό την ανακούφιση των λιγότερων προνομιούχων κατοίκων της πόλης. Από τα πιο αξιοθαύμαστα ιδρύματα αυτής της μοναδικής πολιτείας ήταν το τυπογραφείο, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1720 ή το 1735. Τα τυπογραφικά στοιχεία του ήταν ελληνικά και κατ’ επέκταση ήταν το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης, (1627). Πολλοί νέοι της Μοσχόπολης και μαθητές των σχολείων της που έρχονταν εδώ από άλλα μέρη συνέχιζαν τις σπουδές τους σε σχολές και ιδρύματα της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, μέχρι και της Ολλανδίας. Δίκαια λοιπόν δόθηκε στη Μοσχόπολη ο τίτλος της “Νέας Αθήνας”. Εκτός από τη Μοσχόπολη ζωηρή εκπαιδευτική κίνηση αναπτύχθηκε και στο Βιθκούκι, τη Σίπισκα και την Κορυτσά, όπου αναφέρεται να λειτουργούν ελληνικά σχολεία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Αξίζει να επισημανθεί πως η συρροή στην αγορά και τα σχολεία της βλαχόφωνης Μοσχόπολης μετοίκων, εμπορευομένων, δασκάλων και μαθητών από όλη σχεδόν τη Βαλκανική, που μιλούσαν βλάχικα, ελληνικά, αλβανικά, και βουλγαρικά, οδήγησε στην έκδοση δύο περίφημων για την εποχή τους λεξικών. Η συγγραφή και η έκδοση των λεξικών αποσκοπούσε περισσότερο στην ενίσχυση της παιδείας των διάφορων αλλόγλωσσων, μη ελληνόφωνων, χριστιανών, καθώς η εκπαίδευση που τους προσφερόταν στη Μοσχόπολη, και όχι μόνο εκεί, χαρακτηριζόταν ουσιαστικά ως ελληνική. Το 1770 εκδόθηκε στη Βιέννη το βιβλίο “Πρωτοπειρία” του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλλιώτη, ενός από τους λαμπρότερους Μοσχοπολίτες δασκάλους και κορυφαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται λεξικό 1.170 λέξεων της απλής νεοελληνικής ή ρωμέικης γλώσσας, της βλάχικης και της αλβανικής. Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ένας από τους σημαντικότερους δάσκαλους της Νέας Ακαδημίας, ο ιερομόναχος Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, με το έργο “Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανικής”, το οποίο εκδόθηκε ή γράφηκε στη Μοσχόπολη το 1764 και ακολούθησαν εκδόσεις στη Βιέννη το 1794 και το 1802.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Διαφορετική η ιστορική αλήθεια από την προπαγάνδα τής Ρωμιοσύνης
Έγραψε στις 16.05.2011 ο/η: Κορδάτος Γιάννης
Οι διάφορες φυλές και λαοί, που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο (σλάβοι, αλβανοί, βορειοαφρικανοί κ.λπ.), άρχισαν να αποκτούν ελληνική συνείδηση, δηλαδή την ψευδαίσθηση, ότι είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, από τον 19ο  αιώνα κι έπειτα. Αποφασιστικό ρόλο στην εμπέδωση τής ελληνικής εθνικής ιδεολογίας (εθνικού μύθου)  έπαιξε το νεοελληνικό κράτος αφ΄ ενός δια τής κρατικής παιδείας, που επέβαλε κι αφ΄ ετέρου δια τής βίας. Οι βλάχοι ανάπτυξαν ελληνική εθνική συνείδηση αργότερα, κυρίως με την ενσωμάτωσή τους ως υπηκόων στο νέο κράτος.
Ιστορικοί και θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης, που ασχολήθηκαν με τούς βλάχους τής Θεσσαλίας, τής Ηπείρου και τής Μακεδονίας, με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία τους περιστράφηκαν περισσότερο γύρω από τη θεωρία – μύθο τού εκλατινισμού των δήθεν αυτοχθόνων ελληνικών πληθυσμών των περιοχών αυτών και τής δήθεν φυλετικής συγγένειας ελλήνων – βλάχων επιχειρώντας να διαστρεβλώσουν τα ιστορικά στοιχεία και την επιστημονική έρευνα προσαρμόζοντας τα συμπεράσματα των μελετών τους στις απαιτήσεις τού νεοελληνικού εθνικισμού.
Έκτοτε, ο εθνικισμός, ο αλυτρωτισμός και ο καιροσκοπισμός έχουν θολώσει την ιστορική αλήθεια, η οποία είναι εντελώς διαφορετική και δεν έχει καμμία σχέση με τα αυθαίρετα εθνολογικά δημοσιεύματα, που επέβαλε η κρατική ιδεολογία (Γ.Λ.).
H μεγάλη ποικιλία φορεσιών, οργάνων, παραδοσιακών χορών, τραγουδιών κ.λπ. στη σημερινή Ελλάδα (τα οποία σήμερα παρουσιάζονται ως ελληνικά) οφείλονται στούς διάφορους λαούς, που κατά καιρούς μετανάστευσαν στον ελλαδικό χώρο φέροντας μαζί τους ήθη, έθιμα, χορούς, ήχους κ.λπ..
Στο τρίτο μέρος  τού άρθρου “Από το Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…” παρουσιάσαμε τον «Μενούση», ένα παραδοσιακό τραγούδι, το οποίο θεωρούμε ελληνικό, είναι όμως αλβανικό.
     Στο παραπάνω βίντεο ακούγεται στα βλάχικα με τη συνοδεία τού παραδοσιακό βλάχικου οργάνου, τού κλαρίνου, το βλάχικο τραγούδι «Ficiori di Samarina», που στα ελληνικά το γνωρίζουμε σαν «Τα παιδιά τής Σαμαρίνας».
Στή σημερινή Ρουμανία, στην αρχαία εποχή κατοικούσαν οι δάκες. Από τον 8ο  αιώνα π.Χ., στα παράλια τής Μαύρης θάλασσας, οι έμποροι έλληνες και κυρίως οι μιλήσιοι τής Μικράς Ασίας ίδρυσαν στίς ακτές τής Δακίας αποικίες (Ίστρία, Τόμοι κ.λπ.).
Με τον καιρό, οι έλληνες άποικοι εισχώρησαν και στο εσωτερικό και άρχισαν ανταλλαγές με τούς δάκες και τούς άλλους λαούς τής βόρειας περιοχής τής Βαλκανικής. Τα κυριότερα είδη των ανταλλαγών ήταν ζώα, δημητριακά, κερί, λάδι, κρασιά, ξυλεία, δέρματα. Οι δάκες έδιναν μέλι, κερί, σιτηρά, οικοδομήσιμη ξυλεία, δέρματα, ψάρια, μαλλί και δούλους κι έπαιρναν από τούς έλληνες, λάδι, γλυκά, γυάλινα είδη, υφαντά, κρασιά, κοσμήματα, είδη κεραμικής και άλλα. Ύστερα από χρόνια, οι ελληνικές αποικίες μεγάλωσαν και πλούτισαν. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πλήθος από αντικείμενα, που  μαρτυρούν αφ΄ ενός τον πλούτο και την ευημερία των ελληνικών αποικιών κι αφ΄ ετέρου την ανάπτυξη σε πλατιά κλίμακα των εμπορικών ανταλλαγών. Βρέθηκαν ακόμα αμφορείς τής Ρόδου, Κνίδου και Θάσου, που δείχνουν, πως και στην ελληνιστική εποχή οι ανταλλαγές και γενικά οι οικονομικές σχέσεις των πολιτιστικών κέντρων τής ελλαδικής περιοχής με τις πόλεις τής Δακίας ήταν πολύ αναπτυγμένες.
Οι βλάχοι, γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς. Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι. (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ΄ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν, ότι η λέξη «Μπρουτσόβλαχος» προέρχεται από την «μπρούτσα», τη βαρειά βλάχικη κάπα (Π. Αραβαντινού: «Μονογραφία περί των Κουτσόβλάχων», σελ. 34, Αθήνα, 1905). Μπρουτζάδες ονομάζονταν στην Ήπειρο οι καποτάδες, που κατασκεύαζαν τις μπρούτζες, μαύρες κάπες με φλόκια ή χωρίς φλόκια (Αγγελικής Χατζημιχάλη: «Ραπτάδες, Χρυσορράπτες και καποτάδες», σελ. 447, σημ. 9, Θεσσαλονίκη, 1960).
Ο Pouqueville παραθέτει πίνακα τού βλάχικου πληθυσμού των ελληνικών χωρών. Τούς χωρίζει σε Μεγαλοβλαχίτες (Μαλακασίτες ή Καλαριώτες, Ασπροποταμίτες, Μετσοβίτες, Ζαγορίσιοι) σύνολο 44.975, σε Ρωμαίους (Πατρατζίκι, Καρπενήσι και Ζητούνι), 10.995, Μασσαρίτες ή Ντασσαρίτες (Περιβόλι, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Βοσκόπολη), 18.500. Σύνολο: 74.470.
Είναι λοιπόν βεβαιωμένο, πως ο ελληνικός αποικισμός στην περιοχή τής Σκυθίας και τού Δούναβη, έφτασε τον 5ο αιώνα σε μεγάλη ανάπτυξη. Από τότε ως τούς μακεδονικούς χρόνους διαμορφώθηκε ένας ιδιότυπος ελληνοδακικός πολιτισμός, που κράτησε αιώνες. Οι αρχαιολογικές έρευνες, έφεραν στο φως πολύτιμα ευρήματα, που μαρτυρούν για την ύπαρξη τού πολιτισμού αυτού.
Τον 5ο και 4ο  αιώνα υπήρχαν στα παράλια τής Ρουμανίας πόλεις ελληνικές, που ήταν κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας. Δεν έχουμε ξεκαθαρισμένες ειδήσεις για το ρόλο, που έπαιξαν οι δάκες κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους. Ξέρουμε όμως, πως κατέβηκαν προς τα κάτω και πολέμησαν με τούς μακεδόνες. Κι ακόμα ξέρουμε, πως στα χρόνια τής παρακμής τής Ελλάδας, οι δάκες και οι γείτονές τους υπερασπίστηκαν με γεναιότητα τη χώρα τους από τις επιδρομές άλλων λαών.
Ενώ όμως οι έλληνες έχασαν την ελευθερία τους, το 146 π.Χ., οι δάκες εξακολουθούσαν να είναι ελεύθεροι. Οι ρωμαίοι, αφού πρώτα υπόταξαν την Ελλάδα και τις χώρες τής κοντινής Ανατολής, στράφηκαν ύστερα προς τη βόρεια Βαλκανική. Πέρασαν από την ιστορική μάχη τής Κορίνθου (146), 250 χρόνια ώσπου να πατήσουν και να κατακτήσουν τη Δακία. Η εισβολή των ρωμαίων έγινε το 102 π.Χ., με επικεφαλής τον Τραΐανό. Χρειάστηκαν όμως, παραπάνω από δυο χρόνια αιματηροί αγώνες, για να κατακτήσουν οι ρωμαίοι τη Δακία. Ο ηγεμόνας της, Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε, για να μην πέσει στα χέρια τού Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη.
«Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνο στη Μακεδονία, αλλά ακόμη και στην περιοχή τού Άργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα τού κτηνοτρόφου και τού εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι΄ αυτούς, γιατί τούς γνώρισα καλά και τούς άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διαβεβαίωσαν, ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά. Ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τούς βλάχους τής Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά». E.M. Cousinery (γάλλος πρόξενος τής Θεσσαλονίκης, «Voyages en Macedoine», σελ. 18, Παρίσι, 1839).
Στην πινακίδα τού κρεοπωλείου τής παραπάνω φωτογραφίας, ο ιδιοκτήτης του είναι προφανώς περήφανος για τη βλάχικη καταγωγή του, αλλά ταυτόχρονα τοποθετεί και τη νεοελληνική σημαία, δηλώνοντας έτσι την ψευδαίσθησή του, ότι είναι δήθεν απόγονος των αρχαίων ελλήνων, όπως εξ άλλου πιστεύουν οι περισσότεροι από τούς ομοεθνείς του στη σημερινή Ελλάδα. Αντίθετα, οι βλάχοι άλλων χωρών (Αλβανίας, Π.Γ.Δ.Μ. κ.ά.) έχουν ενσωματωθεί στο εκεί τοπικό στοιχείο και δεν έχουν καμμία ψευδαίσθηση περί δήθεν αρχαιοελληνικής καταγωγής.
Από τότε, η Δακία επηρεάζεται από το ρωμαϊκό πολιτισμό, γιατί οι ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία τής Δακίας και στα εμπορικά της κέντρα, μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν και ρωμαίους αποίκους.
Με τον καιρό οι δάκες έχασαν τη γλώσσα τους. Από τις επιγαμίες με τούς ρωμαίους, ξέχασαν τα δακικά και μιλούσαν τα λατινικά. Κράτησαν όμως και πολλά στοιχεία από τη γλώσσα τους. Αργότερα, με τις επιδρομές και επιγαμίες με ούγγρους και κυρίως με σλάβους, η γλώσσα τους πλουτίστηκε από λέξεις των λαών αυτών. Έτσι, διαμορφώθηκε η γλώσσα, που μιλούν σήμερα.
Όταν προσχώρησαν στο χριστιανισμό οι βλάχοι, τα εκκλησιαστικά βιβλία τους ήταν γραμμένα στη σλοβονική (αρχαία σλαβική). Η σλοβονική για κάμποσα χρόνια ήταν η γλώσσα τής ορθόδοξης Εκκλησίας των κατοίκων τής Δακίας, αλλά εκτός από ορισμένα γλωσσικά στοιχεία, δεν είχε άλλη επίδραση στην πολιτιστική ανάπτυξη των βλάχων (βλ. Θεόδωρου Αθανασίου: «Περί των ελληνικών στοιχείων εν Ρωμανία», Αθήνα, 1898).
Όπως ξέρουμε, όταν χωρίστηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395, η βυζαντινή αυτοκρατορία περιλάβαινε καί τη σημερινή Ρουμανία. Έτσι η επίδραση τού Βυζαντίου επηρέασε πολύ τούς βλάχους. Οι λατινόγλωσσοι λοιπόν, κάτοικοι τής Δακίας όχι μόνο παρέμειναν πιστοί στο χριστιανισμό, αλλά και τάχτηκαν στο πλευρό τής ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παπική Εκκλησία προσπάθησε να τούς προσεταιριστεί, αλλά οι δάκες έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης.
Στο μεσαίωνα, η περιοχή τού Δούναβη σιγά σιγά έχασε το αρχαίο της όνομα. Είχε χωριστεί σε δυο ηγεμονίες. Η μια λεγόταν Βλαχία και η άλλη Μολδαβία και Μπογδανία και οι ηγεμόνες της γκονσπονδάροι.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση, προσωπική μαρτυρία, τού πώς ο νεοελληνικός εθνκισμός μεθόδευσε την εξαφάνιση τής βλάχικης γλώσσας: Ο άντρας, 52 ετών σήμερα, βλάχος από τη Νέα Κουτσούφλιανη Τρικάλων (σήμερα λέγεται Παναγιά) γνωρίζει βλάχικα, γιατί τα μιλούσαν στο χωριό του, όταν ήταν μικρός (αρχές δεκαετίας ΄70). Η γυναίκα του, 49 ετών σήμερα, επίσης βλάχα, από την Παληά Κουτσούφλιανη όμως, δεν έμαθε ποτέ τα βλάχικα. Ο λόγος: Στο σχολείο της (Δημοτικό) ο δάσκαλος, που είχαν στείλει από την Αθήνα, είχε απαγορεύσει όχι μόνον στούς μαθητές, αλλά και σε ολόκληρο το χωριό να μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά.
Για το όνομα βλάχος, ο Κεραμόπουλος (βλ. «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι» και τού ίδιου: «Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», Αθήνα, 1945), υποστηρίζει, πως είναι παραφθορά τού Βαλάχου-Φελλάχου. Η ετυμολογία αυτή δεν έγινε δεκτή όχι μόνο από τούς ξένους ιστορικούς, αλλά και από τούς ρωμιούς εθνικόφρονες, Ζακυθηνό, Άμαντο κ.ά.. (βλ. Άμαντου: «Ιστορία τού βυζαντινού κράτους», τόμ. Β΄, σελ. 390 – 391). Ο Β. Φάβης πάλι, υποστήριξε, πως το βλάχος είναι «κατά μεταθεσιν», το σλάβος (βλ. «Επετ. Φιλοσ. Σχολής», Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόμ. 5 (1941), σελ. 29). Ούτε αυτό φαίνεται,πως ευσταθεί. Από τα τελευταία χρόνια τού Βυζαντίου η σημερινή Ρουμανία κατοικείτο από τούς βλάχους και μολδαβούς. Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, που σχηματίστηκε στα χρόνια τής ρωμαιοκρατίας και βυζαντινοκρατίας από τις επιγαμίες και αναμίξεις των αρχαίων δάκων, γετών κ.λπ., με τούς ρωμαίους, γότθους, σλάβους κ.λπ.. Το όνομα βλάχος (Volock), μάλλον δόθηκε από τούς σλάβους.
Η Μολδαβία (Μόλντοβα, στα ρουμανικά), ονομάστηκε από τον ποταμό Μολντάβα. Περιλάβαινε την περιοχή, που βρίσκεται ανάμεσα στη Βεσσαραβία, Βουκοβίνα, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Ντομπρουτζά. Κατεχόταν για πολύ καιρό από τούς τατάρους.  Οι βλάχοι ήταν ανίσχυροι να τούς διώξουν. Αργότερα, με τη βοήθεια των ούγγρων, επαναστάτησαν (1343) και τούς έδιωξαν. Τότε, οι κάτοικοι τής Μολδαβίας αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ηγεμόνα τους το βασιλιά τής Ουγγαρίας, Ντράγκο. Ύστερα όμως από έξη χρόνια, οι βλάχοι, με επικεφαλής το βοεβόντα τους Μπογδάν, έδιωξαν τούς ούγγρους. Ο Μπογδάν στερέωσε τη θέση του και ονόμασε τη χώρα του Μπογδανία.  Όμως, ο διάδοχός του Λάτσκο, όταν θέλησε να επιβάλει τον καθολικισμό, γιατί ήταν όργανο τού Πάπα, ανατράπηκε από τούς ορθόδοξους και ιδρύθηκε τότε η πρώτη ορθόδοξη επισκοπή εξαρτημένη από το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης. Τον Λάτσκο διαδέχτηκε στην ηγεμονία ο Κότσεκ Μούσα και αυτόν ο γιος του Πέτρος Α΄ (1375 – 1391), που, υστέρα από το γάμο του με την αδελφή τού βασιλιά τής Πολωνίας Βλαδισλάβου Ζαγγελού, αναγνώρισε την πολωνική κυριαρχία σε τμήμα τής Μπογδανίας. Αλλά ο ηγεμόνας τής Βλαχίας Μίρτσεα, κατόρθωσε το 1400 να ανεβάσει στο θρόνο τής Μπογδανίας τον εγγονό τού Μούσα, Αλέξανδρο Α΄ τον Καλόν. Απ΄ εδώ και πέρα εξουδετερώθηκε η επιρροή τής Πολωνίας και Ουγγαρίας.
Πώς διαφοροποιεί ο γάλλος αρχαιολόγος, Leon Heuzey, (μέλος τής Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος τον 19ο αιώνα μελέτησε επί μακρόν την ιστορική γεωγραφία τής Αρκαδίας, τής Θεσσαλίας και τής Μακεδονίας, στο έργο του «Excursion dans la Thessalie turque en 1858» τούς βλάχους από τούς έλληνες:
- «Όταν θαυμάζαμε με τούς συναδέλφους μου στην Αθήνα τον εντυπωσιακό υπασπιστή τού βασιλιά Όθωνα, την υπέροχη στολή τού παλικαριού, τούς φαρδείς του ώμους, το κυρτό στήθος του και τη δυνατή κορμοστασιά του, που θύμιζε Ηρακλή Φαρνέζε, δεν υποπτευόμασταν καθόλου, ότι δεν ήταν έλληνας, αλλά ακριβώς ένας ρωμαλέος ορεσίβιος βλάχος από τις ποιμενικές φυλές τής Πίνδου». (Από την ελληνική έκδοση με τίτλο: «Leon Heuzey: Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία», έκδ. «Αδελφών Κυριακίδη – Φ.Ι.Λ.Ο.Σ Τρικάλων», 1991, σελ. 180).
-  «Οι ελληνικοί πληθυσμοί τής περιοχής ωστόσο, δεν θεωρούν τούς γείτονές τους, βλάχους, ίσους τους. Διηγούνται, ότι ο Θεός, αφού δημιούργησε τον άνθρωπο, έπλασε τον βλάχο από τη λάσπη, που έμεινε στα δάκτυλά του» (σελ. 180).
- «Φέρνω τη συζήτηση στούς ρουμανικούς πληθυσμούς τής Πίνδου. Αναγκασμένοι από τα χιόνια να εγκαθίστανται κάθε χειμώνα στην πεδιάδα και να νοικιάζουν τεράστιες εκτάσεις για τα κοπάδια τους, οι κάτοικοι είναι γνωστοί εκεί με το όνομα Κουτσόβλαχοι ή Μπρουτσόβλαχοι. Η συνήθεια αυτών των ετήσιων μετακινήσεων τούς βοήθησε να απαλλαγούν από τον πατροπαράδοτο νόμο, που τούς απαγόρευε να παντρεύουν τις κόρες τους με έλληνες. Η ρουμάνικη διάλεκτός τους διαφέρει λίγο απ΄ αυτήν που μιλούν οι αρβανιρόβλαχοι και την οποία είχα μελετήσει ο ίδιος τον προηγούμενο χρόνο στην Ακαρνανία» (σελ. 183).
- «Αυτοί οι ρουμάνοι τής Θεσσαλίας, οι πλούσιοι, καθώς και οι φτωχοί, αγαπούν με πάθος τη ζωή στα βουνά» (σελ. 204).
- «Το Μαλακάσι είναι ο τελευταίος μου σταθμός στη Θεσσαλία. Είναι ένα σημαντικό βλαχοχώρι, που το όνομά του συνδέεται από παλιά με τη θεσσαλική Βλαχία, τής οποίας η ιστορία με απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού μου, χάρη στα ανέκδοτα έγγραφα, που βρήκα στον δρόμο μου. Το ίδιο το όνομα υποδηλώνει, πράγματι, στούς βυζαντινούς, μια από τις κύριες φυλές, που ονομάζονται “ανεξάρτητοι αλβανοί”, φυλές νομάδων και βοσκών, που ο χειμώνας ανάγκαζε κάθε χρόνο, να εγκαταλείπουν με τα κοπάδια τους τα υψώματα τής Πίνδου, ακριβώς όπως συμβαίνει πάντα και με τούς απογόνους τους. Γιατί δεν πρέπει να τούς δούμε σαν πραγματικούς αλβανούς, αλλά σαν αρβανιτόβλαχους, όπως αποκαλούνται ακόμα στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή ρουμανικοί πληθυσμοί, που μετανάστευσαν παλιά από την Αλβανία και μιλούν ευχερώς την αλβανική ταυτόχρονα με τη μητρική τους γλώσσα» (σελ. 282-283).
Οι βλάχοι μαζί με τούς ούγγρους και άλλους λαούς, πολέμησαν ενάντια στούς τούρκους κι έδωσαν μεγάλες μάχες. Ακόμα καί υστέρα από την άλωση τής Κωνσταντινούποολης, οι βλάχοι πατριώτες αγωνίστηκαν πολύ καιρό για την ανεξαρτησία τους.
Από τη Βλαχία, στα μεσαιωνικά χρόνια, ομάδες ομάδες, άλλοτε μεν ως κτηνοτρόφοι καi άλλοτε ως στρατιώτες (μισθοφόροι), κατέβηκαν προς τα κάτω καί συμμάχησαν με τούς βούλγαρους.
Σαφή διάκριση ελλήνων – βλάχων κάνει ο τούρκος περιηγητής τού ιζ΄ αιώνα, Ελβιά Τσελεπή: Οι έλληνες είναι «καφίρ» (άπιστοι), οι βούλγαροι «φετζιρέ» (άσωτοι) και οι βλάχοι «νασαρά» (ναζωραίοι, δηλαδή χριστιανοί)». (Narrative  of travels  in Europe, Asia and  Africa in the 17th century by Evliya  Effendi, τόμ. Η΄, Λονδίνο, 1846-1850).
Οι βλάχοι πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νύσσας – Σόφιας – Σκόπια κι απ΄ εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Έφτασαν στην Ήπειρο και Θεσσαλία, όπου και εγκαταστάθηκαν. Άλλοι απ΄ αυτούς, αργότερα πέρασαν και στην Εύβοια και άλλοι κατέβηκαν στη Στερεά και Πελοπόννησο.
Πολλούς βλάχους είχε η περιοχή τού Ολύμπου και η Χαλκιδική. Στο Άγιο Όρος οι καλόγεροι είχαν βλάχους δουλοπάροικους, που καλλιεργούσαν τα αμπελοχώραφά τους. Οι βλάχοι είχαν μαζί τους και τις γυναίκες τους και τα κορίτσια τους κι έτσι οι καλόγεροι καλοπερνούσαν. Γίνονταν σεξουαλικά όργια, που έγιναν γνωστά και στην πρωτεύουσα. Γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός απαγόρευσε να μένουν λαϊκοί στο Άγιο Όρος και προ πάντων γυναίκες, όπως μας λέει ο Ιωάννης Τραχανιώτης (Σμυρνάκη, 59-60). Το διώξιμο των βλάχων από το Άγιο Όρος έφερε μεγάλη αναστάτωση στούς καλόγερους, οι οποίοι εστασίασαν. Τελικά ησύχασαν, αφού, μετά το διώξιμο των βλάχων, άρχισαν να φέρνουν καλογεροπαίδια, που στρατολογούσαν από τις επαρχίες, που γύριζαν κι έταζαν στούς γονείς τους λαγούς και πετραχήλια, που λέει ο λόγος.
Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «άπιστόν τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις θεόν πίστιν ορθήν, μήτε εις βασιλέα, μήτε εις συγγενή ή φίλον, αλλ΄ αγωνιζόμενον πάντα κατά πραγματεύεσθαι».
Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι κουμάνοι πέρασαν το Δούναβη (1, 10, 9). Ο Κεδρηνός, αναφέρει βλάχους οδίτας, που το 976 σκότωσαν τον τζάρο Δαβίδ (2, 435). Ο Κίνναμος επίσης γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική -την «ουνικήν»- είχε πολύ στρατό από βλάχους: «βλάχον πολύν όμιλον» (260).
Στη νεοελληνική βλάχος θα πει άξεστος, απολίτιστος. Καταλαβαίνουμε δηλαδή, γιατί οι βλάχοι στα τελευταία χρόνια, όχι μόνον άρχισαν να ντύνονται όπως κι οι άλλοι, αλλά και να μιλούν τη νεοελληνική, όπως οι αρβανίτες τής Αττικής, τής Πελοποννήσου και των άλλων περιοχών.
Στη Βαλκανική λοιπόν, υπήρχαν σε πολλές περιοχές, πολλοί βλάχοι. Ο Έφραίμ, που έζησε στις αρχές τού 14ου αιώνα, λέει, πως ο Αίμος (Βαλκανική) ήταν «βλάχων παροικία» (στίχ. 6072). Ο Χαλκοκονδύλης πάλι κάνει λόγο πολλές φορές για τούς βλάχους τής Πίνδου, που «εξελληνίζει» το όνομά τους και τούς ονομάζει βράχους καί βλάκους.
Στο πέρασμα των αιώνων οι βλάχοι, όπως και οι βούλγαροι και σέρβοι, βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο. Ο Νικήτας Ακομινάτος και ο Μιχ. Ατταλειάτης δίνουν πολλές πληροφορίες για μια εξέγερση των βλάχων ενάντια στο Βυζάντιο, επειδή τούς επιβλήθηκε βαριά φορολογία. Ξέρουμε ακόμα από τον Παχυμέρη, πως ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος τούς βλάχους, που κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στην Πόλη και Βιζύη, τούς εκτόπισε και τούς μετάφερε στη Μικρά Ασία.
Χαρακτηριστικές λέξεις, που χρησιμοποιούν οι βλάχοι δεν είναι ελληνικές: τσέλιγκας, στάνη, στρούγκα, τσοπάνης, κονάκι κ.ά..
Αν και πέρασαν αιώνες, οι βλάχοι, που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρο, Θεσσαλία καί Πελοπόννησο, ως τα σήμερα μιλούν τη γλώσσα τους και ως τις αρχές τού περασμένου αιώνα ζούσαν σε ξεχωριστές κοινότητες (στρούγγες). Επικρατούσε δηλαδή σ΄ αυτούς το πατριαρχικό σύστημα (τσελιγκάτο):
     «Κατά την εποχήν εκείνην (11ος  αιώνας) -γράφει ο Ν. Γεωργιάδης- ήρξατο επιφαινόμενη εν τη Θεσσαλία και ετέρα βάρβαρος φυλή, η των βλάχων, οίτινες κατερχόμενοι εκ τού Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, προέβησαν μέχρι τού Όλύμπου και τής Πίνδου ένθα και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα εκαλείτο παρά των βυζαντινών Μεγαλοβλαχία.» [Όχι όμως μόνο στην Πίνδο και στον Όλυμπο, αλλά και στα Χάσια, Κίσσαβο, Πήλιο. Εξόν από την Ήπειρο και η περιοχή των Τρικκάλων (Ασπροπόταμος κ.λπ.) και τής ανατολικής Θεσσαλίας, είχαν και έχουν πολλούς βλάχους. Στα Τρίκκαλα πολλοί βλάχοι ως τα σήμερα, όχι μόνο ως κτηνοτρόφοι, αλλά και ως αγρότες, βιοτέχνες, έμποροι και επιστήμονες, έχουν τα πρωτεία. Στην ανατολική Θεσσαλία, κυρίως στο Βελεστίνο, οι βλάχοι αποτελούν την πλειοφηφία τού πληθυσμού. Όπως ξέρουμε, υπάρχουν πολλά βλάχικα τοπωνύμια στη Θεσσαλία και Ήπειρο: Συράκο  (Σαράκο) = πετρώδης τόπος, σαρακίνα - σαρακινός, Μουντζέλες (σήμερα Μιντζέλα, στο Πήλιο) = βουναλάκια και Βλαχομαχαλάς, απ΄ έξω από το Βόλο και άλλα, έχουν όμως, συνείδηση ελληνική.]
Και συνεχίζει: «Και πρώτον μεν αναφέρεται το όνομα των βλάχων εν Θεσσαλία υπό της Άννης Κομνηνής, μνημονευούσης χωρίου τινός βλάχικου Εζεβάν καλουμένου, κατόπιν δε ο εξ Ισπανίας καταγόμενος Ιουδαίος Βενιαμίν Τουδέλας (πέθανε 1173), περιηγούμενος την Ανατολήν τον 12ον αίώνα, λέγει, ότι βορειότερον τής Λαμίας επί των θεσσαλικών ορέων κατοικούσαν οι βλάχοι, φυλή αγρία και ληστρική, εθνική το θρήσκευμα και ομιλούσα γλώσσαν παρεμφερή τη ισπανική. Φαίνεται δε, ότι κατά την πρώτην αυτής εν Θεσσαλία αποκατάστασιν, η φυλή των βλάχων ήτο ικανώς πολυάριθμος, διότι και μέχρι σήμερον (1880-1890), πολλά χωρία βλαχικά διασώζονται επί τού Πίνδου και τινα επί τού Ολύμπου… Κατοικούντες δε οι βλάχοι επί των ορέων και δεσπόζοντες ως εκ τούτου των εκ τής Θεσσαλίας εις Μακεδονίαν και Ήπειρον διόδων, εξήσκησαν, φαίνεται, κατά, την πρώτην αυτών εγκατάστασιν, κυριαρχίαν τινά και πίεσιν επί των κατοίκων τής πεδινής Θεσσαλίας, ήτις όμως θα ήτο βραχεία, διότι νομάδες αυτοί όντες και ηναγκασμένοι τον χειμώνα να κατέρχωνται εκ των ορέων εις τας χειμερινάς νομάς τής θεσσαλικής πεδιάδος, ώφειλον να διάγωσιν εν ειρήνη και ομονοία προς τούς κατοικούντας αυτήν, διό και εν τω Καντακουζηνώ αναγινώσκομεν, ότι, ότε ο Ανδρόνικος διέτριβεν εν Θεσσαλία, οι επί των ορέων κατοικούντες βλάχοι προσήλθον εις προσκύνησιν τού αυτοκράτορος, καθότι πλησιάζοντος τού χειμώνος, ήσαν ηναγκασμένοι να κατέλθωσιν εις την πεδιάδα και εφοβούντο την προσβολήν των αυτοκρατορικών στρατευμάτων» («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)
«Η κατάβασις εις τα ελληνικάς χώρας νομάδων βλάχων -γράφει ο καθηγητής Σπυρ. Λάμπρος- είχε γεννήσει ικανώς πυκνήν επικοινωνίαν μεταξύ των δύο εθνών και σχέσεις ομαλάς και στενής φιλίας». Και προσθέτει ακόμα: «Η Θεσσαλία υπό πλήθους πολλού βλάχων κατακλυθείσα ωνομάσθη Μεγαλοβλαχία». («Λόγοι και άρθρα», σελ. 291, Αθήνα, 1902).
Στούς δυο τελευταίους αιώνες τού Βυζαντίου, όχι μόνο βυζαντινοί έμποροι ταξιδεύανε στη Βλαχία, αλλά κι άλλοι πήγαν εκεί κι εγκαταστάθηκαν, γιατί έβρισκαν προστασία από τις τοπικές αρχές: «Έμαθον γαρ παρά των από βίου αφικνουμένων ότιπερ εβούλοντο προς άρκτον απελθείν και τω ευεργετικωτάτω βοεβόοα δουλεύειν προς το και τούτους πλουτήσαι, ώσπερ πεπλούτηκεν εξαπίνης ο αοιδός Πώλος αργυρός (=Αργυρόπουλος)». («Επιδημία Μάζαρι εν Άδου», σ. 214, έκδ. Έλισεν).
Οι βυζαντινοί προμηθεύονταν τυριά από τη Βλαχία. Τού Πτωχοπρόδρομου τού πέφτουν τα σάλια, όταν κάνει λόγο για το «βλάχικον τυρίτσιν». Ο ίδιος όμως, κάνει λόγο για τις βλάχικες κάπες:
«Κάπα μου, όταν σ΄ έθηκεν η Βλάχα να σε (υ)φάνει
πολλά δάκρυα σε γέμισε και στεναγμούς μεγάλους».
Από τίς ανασκαφές που έγιναν στη Ρουμανία, βρέθηκαν πολλά αντικείμενα, πού συμπληρώνουν τα κενά των γραφτών πηγών:
«Στή δυτική όχθη τού Δούναβη βρέθηκαν πλήθος ορειχάλκινα, ασημένια και 200 χρυσά νομίσματα. Τα περισσότερα νομίσματα είναι τής εποχής τού Βασιλείου Β΄ και Κωνσταντίνου Η΄ (976-1028), τής Θεοδώρας (1055-1056), τού Κωνσταντίνου Γ΄ Δούκα (1050-1067), τού Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), πράγμα, που μαρτυρεί την ύπαρξη συνεχών, εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στο Βυζάντιο και τούς βλαχομολδαβούς. Στίς ανασκαφές πού έγιναν στη Δοβρουτσά, βρέθηκαν τεμάχια σμαλτωμένων βυζαντινών αγγείων, αμφορείς βυζαντινοί, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και άλλα κοσμήματα από χρωματιστό γυαλί των 10ου – 12ου αιώνων. Τα 1950 βρέθηκε ένας σταυρός βυζαντινής προέλευσης, μια μολυβένια σφραγίδα τού κυβερνήτη τού βυζαντινού θέματος Παρίστριον ή Παραδουνάβιον κ.ά.. Όλα αυτά κι ιδιαίτερα τα αγγεία και τα νομίσματα, φανερώνουν, ότι υπήρχε σοβαρή εμπορική κίνηση ανάμεσα στα μεγάλα παραγωγικά κέντρα τού Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη κ.ά. και τούς βλαχομολδαβούς. Έτσι, τα ευρήματα των ανασκαφών ήρθαν να ενισχύσουν τις γραφτές πηγές» (Ζωΐδη: «Οι έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», σ. 135}.
    Ένας εβραίος ραββίνος περιηγητής, ο Βενιαμίν εκ Τουδέλας, ο οποίος το 1159 ξεκίνησε περιοδεία στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία, η οποία κράτησε 13 χρόνια, λέει για τούς βλάχους: «…Σε απόσταση μιάς μέρας βρίσκεται το Simon Potamo ή Ζητούνι, όπου ζουν 50 Εβραίοι. Εδώ βρίσκονται τα σύνορα τής Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται βλάχοι. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά στούς ελληνικούς κάμπους για ληστεία και αρπαγές. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους, ούτε μπορεί να τούς υποτάξει, γιατί τα καταφύγιά τους είναι απρόσιτα κι αυτοί μονάχα γνωρίζουν τους δρόμους. Δεν είναι ούτε χριστιανοί ούτε εβραίοι. Τα ονόματά τους είναι εβραϊκά. Μερικοί μάλιστα αποκαλούν τούς εβραίους αδελφούς. Όταν συναντήσουν ισραηλίτη, τον ληστεύουν, αλλά δεν τον σκοτώνουν, όπως κάνουν με τούς έλληνες». (Voyages faits principalement en Asie dans les XII, XIII, XIV et XV siecles, par Benjamin de Tudele, έκδ. Bergeron, 1735). Η εικασία τού ραββίνου είναι μάλλον αφελής, καθ΄ ότι θεωρεί τούς ληστές εβραϊκής καταγωγής, επειδή δεν σκοτώνουν τούς ομοφύλους του, όπως κάνουν με τούς έλληνες. Πάντως διαφοροποιεί σαφώς τούς βλάχους από τούς έλληνες.
Η περιοχή βόρεια τού Σπερχειού ονομαζόταν κατά τους μέσους χρόνους, Βλαχία. Άλλωστε, ως την επανάσταση τού 1821, τα χωριά τής περιοχής τού Σπερχειού ήταν γνωστά ως βλαχοχώρια: Τον Οκτώβριο 1829 «η συσταθείσα δημογεροντία εκατέβη εις το χωρίον Φτέρη και η δικαιοδοσία της εκτείνετο εις όλα τα Βλαχοχώρια, Πολιτοχώρια και κάμπον» (Γ. Βλαχογιάννη, Το Ελληνικόν Έτος, Ημερολόγιον Συντακτών Ενώσεως Αθηναϊκών Εφημερίδων 1930, 6, 9, 38. Πρβ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα» τόμ. Β΄. σελ. 250: «Το εσπέρας μετέβημεν εις τα βλαχοχώρια τής επαρχίας Πατρατζικίου». Επίσης: Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικόν», τόμ. Γ΄, σελ. 362: «Ο Ομέρ Βρυώνης εκίνησε υπέρ τούς τρισχιλίους κατά των βλαχοχωρίων προς το μέρος τής Γκιώνας». Η ληστρική δράση των βλάχων κατά τούς χρόνους τού Μανουήλ Κομνηνού στη Βόρειο Ελλάδα και στη Θεσσαλία έχει εξακριβωθεί από τη νεότερη ιστορική έρευνα (Wase Thomson, The normads of the Balcan, 1915). Επίσης: Θωμά Π.: Μονογραφία περί Βλάχων (Πανδώρα, 1869 και 1870). Γράφει ο Pouqueville για τις επιδρομές των βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν” (Histoire de la regeneration de la Grece).
Υπήρξαν ενστάσεις σχετικές με την αξιοπιστία ή όχι των υποστηριζομένων από το ραββίνο σχετικά με την πραγματική θέση τής Βλαχίας. Ο Carmoly όμως, παρατηρεί, ότι κατά τούς μεσαιωνικούς χρόνους υπήρχαν πολλές Βλαχίες: στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, αλλά και στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Το σύνολον αυτών των χωρών ήταν γνωστό με τη γενική ονομασία: Μεγάλη Βλαχία. Ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί, ότι οι νότιες περιοχές τής Θεσσαλίας ήταν κατά τον ιγ΄ αιώνα γνωστές ως Μεγαλοβλαχία (τόμ. Ε΄, σελ. 94).
Είναι αλήθεια, πως στα χρόνια τού Βασιλείου Β΄ και πιο πριν, η Βλαχία ανήκε στο Βυζάντιο. Και για πολλά χρόνια πιο ύστερα, η βυζαντινή κατοχή συνεχίστηκε. Σ΄ όλη αυτή την περίοδο οι εμπορικές ανταλλαγές είχαν μεγάλη ανάπτυξη. Γενικά, όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραφτών πηγών, και από τα ευρήματα των ανασκαφών, οι βυζαντινοί εξάγανε στη Μολδοβλαχία: μεταξωτά, πολύτιμα υφάσματα, κοσμήματα και μοσχάτα κρασιά και εισάγανε απ΄ εκεί σφάγια, ξυλεία, σιτηρά, κερί, μέλι, βούτυρο, τυρί κ.ά.. Οι εμπορικές σχέσεις και οι ανταλλαγές δεν σταμάτησαν ούτε μετά την κατάργηση τού βυζαντινού θέματος Παρίστριον. Τα νομίσματα, που βρέθηκαν όχι μόνο στην παραδουνάβια περιοχή, αλλά και στο εσωτερικό τής χώρας, μαρτυρούν, ότι το βυζαντινοβλαχικό εμπόριο συνεχίστηκε.
Πολλοί ρουμάνοι ταξίδευαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη και συνδέονταν με φιλικούς δεσμούς με τούς βυζαντινούς. Ένας από τούς γιούς τού (ηγεμόνα) Μίρτσεα Τσέλ Μπατρίν, έζησε στη βυζαντινή Αυλή τού Ιωάννη τού Η΄ (1425 -1448), μαζί με άλλους νεαρούς βλάχους «ικανούς στην τέχνη των αρμάτων» (Δούκας, 201). «Ο εγγονός τού Μίρτσεα Ντάν, πάλαιψε ηρωικά στις γραμμές τού βυζαντινού στρατού ενάντια στούς τούρκους και γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας τού χάρισε ένα μεγάλο καράβι» (Δούκας, 201-202).
Ο Π. Αραβαντινός στο έργο του «Μονογραφία περί κουτσόβλαχων», καταγράφει αναλυτικά τον πληθυσμό των βλάχων σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία στα τέλη τού 19ου αιώνα και υπολογίζει το συνολικό αριθμό τους σε 28.400 οικογένειες ή 140.000 περίπου άτομα. («Και δεν ισχυριζόμεθα μεν βεβαίως, ότι ο αριθμός ούτος είναι απολύτως ακριβής, πάντως όμως φρονούμεν, ότι δεν αφίσταται πολύ τής αληθείας», σελ. 52).
Η  επαφή, η γνωριμία και οι εμπορικές ανταλλαγές ακολουθήθηκαν από την αμοιβαία πολιτιστική επίδραση. «Η τέχνη και ο αρχαίος ρουμανικός πολιτισμός αναπτύχτηκαν στην αρχή κάτω από τη βυζαντινή επίδραση», γράφει ο Κονσταντινέσκου – Γιάσι στο έργο του. («Οι ρουμανορωσσικοί πολιτιστικοί δεσμοί στο παρελθόν», σ. 90, στα ρουμανικά). Κι αναφέρει σαν χαρακτηριστικά παραδείγματα βυζαντινής επίδρασης, την εκκλησία στην πόλη Κούρτσεα ντε Άρτζες, τη Μητρόπολη και τον Άη Δημήτρη τής Τερκόβιστας κ.ά. «Κάτω από τη βυζαντινή επίδραση αναπτύχτηκαν επίσης η ζωγραφική, η ξυλογλυπτική, η τέχνη των μωσαϊκών, που τηρεί τούς κανόνες τής βυζαντινής “ερμηνείας”, ιδιαίτερα στα παλιότερά της δημιουργήματα, η μικρογραφία κ.λπ….» (Ζωΐδη, «Οι έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», 135-136).
Στα χρόνια, που εγκαταστάθηκαν οι τούρκοι στη Βαλκανική και το Βυζάντιο περνούσε μέρες αγωνίας, οι βλάχοι με τούς ούγγρους, πολωνούς, αρβανίτες και άλλους λαούς, πολέμησαν τούς τούρκους καί έδωσαν μεγάλες μάχες.
Οι βλάχοι και στα ύστερα από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης χρόνια, συνέχισαν τον αγώνα τους. Γύρω μάλιστα στα 1500 -1600 οι σκλαβωμένοι έλληνες έλπιζαν, πως θα ελευθερωθούν από τούς βλάχους.
Οι καραγκούνηδες, επιμιξία αλβανών και ρουμάνων, είναι γνωστοί και ως αρβανιτόβλαχοι. Πρόκειται για αλβανούς, οι οποίοι είχαν πάει στη Δακία, αναμίχθηκαν με τούς τοπικούς πληθυσμούς, παλινόστησαν και κατά διαστήματα διάφοροι ηγεμόνες τούς προωθούσαν προς τον ελλαδικό χώρο, για κάλυψη των πληθυσμιακών κενών και την καλλιέργεια των χωραφιών. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…).
To όνομα προέρχεται από το τούρκικο καρά (μαύρο) και το αλβανικό γκούνα (επενδύτης ή κάπα), γιατί φορούσαν μαύρη χλαίνη από πρόβατο (βλ. στην αριστερή φωτογραφία, καραγκούνη από τη Σαμαρίνα).
Το επίθετο Καραγκούνης επιβιώνει στην Ελλάδα ως τις μέρες μας. Στις φωτογραφίες, στη μέση ο Δημήτρης  Καραγκούνης, πρόεδρος τής Ενωσης Μετόχων τού Χρηματιστηρίου και δεξιά ο Γιώργος Καραγκούνης, αρχηγός τής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.
Από την Τουρκοκρατία και δώθε, οι κάτω από τη Ρουμανία βλάχοι, πήραν διάφορα ονόματα: Λέγονταν και λέγονται βλάχοι, κουτσόβλαχοι, σαρακατσάνοι κ.λπ.. (Βλ. Δ.Ι. Γεωργακά: «Περί των Σαρακατσάνων κ.λπ.» στο «Αρχείον τού Θρακικού λεογραφικού και γλωσσικού θησαυρού», τ. ΙΔ΄, σελ. 214 και πέρα, 1947-1948). Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, πού, όπως είπαμε, ξεκίνησε από τη σημερινή Ρουμανία και διαδοχικά ξεχύθηκε προς τα κάτω, όπου χωρίστηκε σε διάφορες ομάδες και στο πέρασμα των αιώνων ανακατεύτηκε με τούς ντόπιους πληθυσμούς καί πήρε διάφορα ονόματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το παραπάνω κείμενο -εκτός τού προλόγου- αποτελεί απόσπασμα από την «Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας» τού Γιάννη Κορδάτου (τόμ. VIII, κεφ. «Βλάχοι και Βυζάντιο»). Ο πρόλογος (τρείς πρώτες παράγραφοι), οι εικόνες, ο τίτλος και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας» (Γ. Λάζαρη, ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Ορισμένες εικόνες έχουν ληφθεί από τη σειρά «Ρίζες Ελλήνων», έκδ. «Πήγασος Εκδοτική Α.Ε.».
ΕΙΜΑΙ ΒΛΑΧΟΣ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ!
Μιλάει στην «Ελεύθερη Έρευνα»  ένας 82χρονος βλάχος από την ορεινή Πίνδο
Έγραψε στις 23.05.2011 ο/η: Λάζαρης Γιάννης
- Για το ότι σήμερα οι βλάχοι έχουν ελληνική συνείδηση (την ψευδαίσθηση δηλαδή, ότι είναι απόγονοι δήθεν των αρχαίων ελλήνων) δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Έγιναν όμως, χωρίς να έχουν κάποια άμεση φυλετική σχέση με τούς αρχαίους έλληνες.
- Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι οι βλάχοι είμαστε έλληνες, ενώ μιλάμε λατινικά.
- Την ελληνική γλώσσα μάς την επέβαλε δια τής βίας ο νεοελληνικός εθνικισμός. Στο χωριό μου, όταν ήμουν μικρός, είχε στείλει ένα δάσκαλο ο Μεταξάς, που μάς κτυπούσε, όποτε μάς ξέφευγε και μιλούσαμε στη μητρική μας γλώσσα, τα βλάχικα.
- Αναγνωρίζω όμως, το ότι το νεοελληνικό κράτος με έκανε έλληνα, παρά τού ότι δεν είμαι, και νοιώθω την Ελλάδα ως θετή μου πατρίδα.
Αυτά διευκρίνισε -μεταξύ πολλών άλλων ιστορικών, λαογραφικών κ.ά. στοιχείων-  στην «Ελεύθερη Έρευνα» σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε μαζί του, ένα βλάχος, ο κ. Γιώργος Μαυρομμάτης (82 ετών σήμερα), ο οποίος κατάγεται από την Τζούρτζια, ένα βλαχοχώρι τής ορεινής Πίνδου.
Ακολουθεί απομαγνητοφωνημένο το πλήρες κείμενο τής συζήτησης.
Αριστερά: Ο κ. Μαυρομμάτης τη δεκαετία τού ΄50, ως ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής Α΄ Εθνικής, ενώ κερδίζει κεφαλιά με τη φανέλα τού Αθηναϊκού.
Δεξιά: Αριστερά όρθιος σε μια σχετικά πρόσφατη φωτογραφία του κατά τη διάρκεια  τελετής βράβευσης παλαιμάχων ποδοσφαιριστών.
«Ε.Ε.»: Από πού προέρχεται η λέξη βλάχος;
- Είναι γοτθικής προέλευσης και σημαίνει αυτόν, που μιλάει λατινικά.
    «Ε.Ε.»: Tο κουτσόβλαχος;
- Προέρχεται από ένα χωριό τής Βουλγαρίας, το Κιουτσιούκ Καϊναρτζή, όπου υπογράφτηκε η ομώνυμη συνθήκη μεταξύ των τούρκων, που είχαν χάσει τον πόλεμο τότε (1768-1774) και των ρώσων. Με τη συνθήκη αυτή απέκτησαν δικαιώματα όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί των κατεχόμενων εδαφών, μεταξύ των οποίων ήταν κι οι ορθόδοξοι βλάχοι, που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, όπου εκείνο τον καιρό ζούσαν διάφοροι λαοί με διάφορες θρησκείες. Έτσι λοιπόν, από αυτό το χωριό, το Κιουτσιούκ Καϊναρτζή, οι τούρκοι ονόμασαν τούς βλάχους τού ελλαδικού χώρου κιουτσούκ-βλάχους  (κιουτσόβλαχους ―› κουτσόβλαχους), για τούς οποίους έλεγαν, ότι αυτοί ήταν τής συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή, κιουτσούκ-βλάχοι, μην τούς πειράζετε, δεν είναι σαν τούς άλλους, είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν.
     «Ε.Ε.»: Ποιοί είναι οι βλάχοι, επομένως;
- Οι βλάχοι είναι οι αρχαίοι δακοί, οι οποίοι κατάγονταν από τούς θράκες, που έμεναν στη βόρειο Ιταλία περί το Σάβο ποταμό, παραπόταμο τού Δούναβη κι εκλατινίστηκαν. Ήταν λαός σκληροτράχηλος, που παρενοχλούσαν τούς ρωμαίους, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να τούς υποτάξουν. Έτσι λοιπόν, εξ ανάγκης, ο αυτοκράτορας Τραϊανός περί το 100 μ.Χ., τούς εκδίωξε και απωθώντας τους έφτασαν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία, η οποία πήρε το όνομά της από τούς ρωμαίους κι αυτό επειδή εγκαταστάθηκαν εκεί οι δακοί.
Οι πρόγονοί μας λοιπόν, οι δακοί, βλέποντας πως το έδαφος ήταν έφορο, εγκαταστάθηκαν εκεί για πάντα, στην περιοχή, που ονομάστηκε Βλαχία. Η Βλαχία μαζί με άλλες περιοχές, όπως η Τρανσυλβανία κ.λπ. αποτέλεσαν το κράτος τής σημερινής Ρουμανίας. Από εκεί και σε διάφορες χρονικές περιόδους και για διάφορους λόγους, μετανάστευσαν προς άλλα μέρη, όπως Βουλγαρία, Σκόπια, Σερβία, Ελλάδα (περί το 1100 μ.Χ.) κ.λπ..
Οι βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον ιστορικό Κεδρηνό. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ οι βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.. Για την ιστορία θα αναφέρω, ότι οι βλάχοι όλων των περιοχών τής Βαλκανικής είχαν επανειλημμένα επαναστατήσει εναντίον των κρατών που διέμεναν και μάλιστα το 1183 ίδρυσαν το Μέγα Βλαχικό Κράτος, που εκτεινόταν από τη Βουλγαρία μέχρι τον Αξιό ποταμό τής Μακεδονίας με ηγεμόνα τον Ιωάννη Γιαννίτση (Ιωαννίτση).
Kατανομή των βλάχων στην Πίνδο και στην Ήπειρο στα τέλη τού 20ού αιώνα.
«Ε.Ε.»: Αν οι βλάχοι κατάγονται από τούς αρχαίους θράκες, αυτό δεν σημαίνει, ότι είναι έλληνες;
- Όχι, λάθος! Ποτέ η Θράκη δεν ήταν ελληνική. Στην αρχαιότητα ζούσαν πολλές φυλές εκεί, η δε έκτασή της περιλάμβανε τη σημερινή Βουλγαρία, τη Σερβία, τα Σκόπια, μέχρι το Δούναβη, ενώ έφτανε μέχρι τα μέρη τής σημερινής Τουρκίας, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα τού Μαρμαρά.
Δείτε στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» για παράδειγμα, ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των γετών και δακών, θρακικών και τούτων εθνών… Οι θράκες, μετά των ελλήνων και των ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Κατά τούς ιστορικούς χρόνους η Θράκη έφτανε πολύ βορειότερα εισχωρούσα στη Σκυθία και σε όλη τη βορειοανατολική Ευρώπη, με σύνορα ακαθόριστα.
Βάρβαροι θεωρούνταν οι θράκες την εποχή τού Στράβωνα.
     «Ε.Ε.»: Τι ήταν το βλάχικο κράτος τής Πίνδου;
- Όταν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο καταλήφθηκε η Ελλάδα, οι ιταλοί θέλησαν να μάς διεκδικήσουν, ως ιταλικής καταγωγής. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι βλάχοι και πήραν την άδεια τού Μουσολίνι, για να δημιουργήσουν ένα κράτος βλάχικο υπό την ιταλική επιρροή. Τη Θεσσαλία την είχαν οι γερμανοί, ήταν ευκαιρία για το Μουσολίνι να διεκδικήσει κι αυτός ένα κομμάτι. Έτσι και με την άδεια τού Χίτλερ δημιούργησε ένα πριγκηπάτο, το λεγόμενο κράτος τής Πίνδου.
Είχε πρόεδρο ένα ρουμανόβλαχο, τον Διαμαντέσκου, από το χωριό Βίτολα τού Μοναστηρίου (στα σημερινά Σκόπια). Αρχηγός τού στρατού, που αποτελείτο από 175 άνδρες, τούς λεγόμενους λεγεωνάριους (το όνομα ήταν από τούς ρωμαίους), ήταν κάποιος Ραπότικας. Αυτός ήταν παληός μακεδονομάχος, που όταν έφαγαν τα λεφτά και σταμάτησε το πλιάτσικο (σ.σ.: το οποίο ο νεοελληνικός εθνικισμός έχει ονομάσει Μακεδονικό Αγώνα, βλ. Μακεδονικός Αγώνας: Από το μύθο… στην Ιστορία), ο Ραπότικας άρχισε δικό του ανεξάρτητο πλιάτσικο, για να ζήσει. Τότε τον βρήκε ο Διαμαντέσκου και τον έκανε αρχηγό τού πριγκηπάτου. Ο Ραπότικας ήταν τότε γύρω στα 65.
Σημαία τού κράτους ήταν η λύκαινα των αρχαίων ρωμαίων, που βύζαινε το Ρώμο και το Ρωμύλο, ιδρυτές τής Ρώμης. Πρωθυπουργός ήταν ο Ματούσας.
Το κράτος αυτό το διέλυσε ο Μπελής, κατόπιν διαταγής τού Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος έσφαξε όλους τούς λεγεωνάριους και τούς έγδαρε ζωντανούς ρίχνοντας στις σάρκες τους καυτό λάδι και αλάτι. Τον Ραπότικα τον συνέλαβαν σε μια ταβέρνα στη Λάρισα, όπου γλεντούσε με μια γυναίκα και τον σκότωσαν στο δρόμο πηγαίνοντας για το Αρχηγείο.
Όσο για τον πρόεδρο, τον Διαμαντέσκου, τον κάλεσαν οι ρουμάνοι, για να δώσει λόγο, γιατί συνεργάστηκε με τούς ιταλούς, δεδομένου, ότι θεωρώντας τούς βλάχους μειονότητά τους, τούς διεκδικούσαν κι αυτοί. Έτσι λοιπόν, μη βρίσκοντας επαρκείς τις δικαιολογίες του, τον σκότωσαν.
Ταβέρνα σε ένα από τα βλαχοχώρια τής ανατολικής Πίνδου, την Αβδέλα: «La fitsiourlou di la moundi», που στα βλάχικα σημαίνει «το αγόρι τού βουνού». Η γλώσσα των βλάχων είναι λατινογενής.
   «Ε.Ε.»: Τι είναι η βλάχικη γλώσσα;
- Σάς λέω τούς αριθμούς για παράδειγμα, πρώτα στα λατινικά (ιταλικά) και μετά στα βλάχικα: Ούνα – ούνου, ντούε – ντούου, τρε – τρε, κουάτρο – κουάτρο, τσίνκουε – τσίντζι, σέι – σέι, σέτε – σέτε κ.λπ.. Άλλα παραδείγματα: Γκαλίνα – γκαλίν (κότα), λα κάζα – λα κάσα (σπίτι), ίο βόι – ιό βόι (εγώ θέλω), πάνε – πούνι (ψωμί), φόρφικα – φόρφικα (ψαλίδι), άκουα – άκου (νερό) κ.λπ.. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η γλώσσα μας είναι λατινική (ιταλική).
Πώς μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι είμαστε έλληνες και μιλάμε λατινικά; Ποιός ο λόγος να αμφισβητούμε τη δήθεν ελληνικότητά μας; Εκτός κι αν τρελλαθήκαμε. Όχι δεν τρελλαθήκαμε! Απλά, είμαστε μυθομανείς, όπως λέει και η νύφη μου, η καρακατσάνα. Δηλαδή πλάθουμε μύθους και στο τέλος τούς πιστεύουμε κι εμείς οι ίδιοι, ότι είναι αληθινοί.
Για το ότι σήμερα έχουμε ελληνική συνείδηση, ότι δηλαδή είμαστε δήθεν απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Γίναμε, χωρίς να έχουμε κάποια άμεση φυλετική σχέση με τούς έλληνες. 1000 χρόνια ζούμε εδώ, φυσικό είναι να θεωρούμαστε, ότι κι οι υπόλοιποι, όχι όμως, ότι έχουμε και φυλετική σχέση με τούς αρχαίους έλληνες… Από θεωρητικούς τού νεοελληνικού εθνικισμού ακούς βέβαια πολύ  μεγάλες ανοησίες. Ένας ρωμιός ακαδημαϊκός σε μια διάλεξή του έφτασε να μάς κάνει και φελλάχους λέγοντας, ότι η λέξη βλάχος είναι το φελλάχ!
Η γλώσσα μας βέβαια σήμερα δεν ταιριάζει απόλυτα με την ιταλική, που είναι κι αυτή βέβαια λατινική, διότι με την πάροδο των αιώνων έχει κατά κάποιο τρόπο εκφυλιστεί. Σκεφτείτε, ότι από τότε έχουν περάσει σχεδόν 2000 χρόνια. Η γλώσσα μας ταιριάζει όμως απόλυτα με τη γλώσσα των κατοίκων τής Βλαχίας κι όχι με τη γλώσσα των άλλων ρουμάνων. Από τη Βλαχία, όπως είπαμε, φύγαμε πριν από 1000 περίπου χρόνια.
Ακόμα και σήμερα, οι βλάχοι μιλάμε τη γλώσσα μας. Στο χωριό μου, τη Τζιούρτζια, τουλάχιστον οι ορεσίβιοι, μιλάνε 100% βλάχικα, όχι ελληνικά. Όσοι κατέβηκαν κάτω μιλάνε κι ελληνικά.
Στα νιάτα τους, παρά τις διώξεις τους από το νεοελληνικό εθνικισμό, όλοι σχεδόν ήξεραν και μιλούσαν τα βλάχικα. Σήμερα, η γλώσσα τους ακούγεται όλο και λιγότερο. Οι κυράδες από το Μέτσοβο πάντως, μπορούν μια χαρά να συννενοηθούν στη γλώσσα των προγόνων τους.
     «Ε.Ε.»: Την ελληνική γλώσσα τη μάθατε επειδή το θέλατε ή σάς υποχρέωσαν;
- Ο Μεταξάς μάς την επέβαλε. Είχε δώσει διαταγή κι ερχόταν ένας δάσκαλος θυμάμαι στο χωριό μας κάθε καλοκαίρι και μάς έκανε υποχρεωτικό καθημερινό μάθημα ελληνικών. Εγώ ήμουν τότε 7 – 8 χρονών. Όποιος τολμούσε να μιλήσει βλάχικα, είχε μια βίτσα ο δάσκαλος, ένα χοντρό ξύλο και μάς κτύπαγε στα χέρια. Να μιλάμε ελληνικά, όχι βλάχικα, διότι μάς διεκδικούσε η Ρουμανία.
     «Ε.Ε.»: Γιατί οι ρουμάνοι σάς θεωρούν δικούς τους και προβάλουν κατά καιρούς θέμα μειονότητας με την Ελλάδα;
- Απλούστατα, γιατί από εκεί ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στην Ελλάδα. Και όπως θεωρούν, ότι κι αυτοί κατάγονται από τούς αρχαίους δακούς, όπως κι εμείς, μάς διεκδικούν. Υπ΄ όψη, ότι όταν πάμε στη Ρουμανία μάς παρέχουν διάφορες διευκολύνσεις και δικαιώματα. Να σπουδάζουν για παράδειγμα τα παιδιά μας στα πανεπιστήμιά τους δωρεάν και χωρίς εξετάσεις, μάς παρέχουν δωρεάν εισιτήρια στις συγκοινωνίες, δωρεάν φαγητό κ.λπ..
Εδώ έχω να υπενθυμίσω κάτι: Όπως είπαμε, βλάχοι υπάρχουν και στη Σερβία, στη Βουλγαρία, στην Αλβανία κ.λπ.. Το ερώτημα: Άν οι βλάχοι είναι έλληνες, τότε κι αυτοί οι βλάχοι σε αυτά τα κράτη είναι επίσης έλληνες! Γιατί δεν τούς έχει διεκδικήσει ποτέ η Ελλάδα κι ο νεοελληνικός εθνικισμός, που αρέσκεται να μιλάει για χαμένες πατρίδες και αδούλωτα αδέλφια μας;Υπάρχει απάντηση; Ασφαλώς όχι!
Να κι ένα ντοκουμέντο, για το άν οι βλάχοι είναι έλληνες: Η επιστολή τού Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τούς βλάχους, όταν ξεκίνησε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία το 1821. Δεν αποκαλεί τούς βλάχους έλληνες, αλλά δάκες.
Όταν αρχές Μαρτίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έφτασε στα σύνορα τής Βλαχίας, έβγαλε προκήρυξη προς τούς βλάχους, στην οποία αποκαλούσε τούς βλάχους δάκες κι όχι έλληνες και διαχώριζε σαφώς την πατρίδα τους από την δική του.
«Ε.Ε.»: Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις ανέκαθεν σάς θεωρούν έλληνες, ενώ δεν είστε;
- Από θέμα σκοπιμότητας. Κι έχουν δίκιο. Αν δεν μάς θεωρούσαν έλληνες, τότε αυτόματα τίθετο θέμα μειονότητας με όλα τα επακόλουθα. Έτσι λοιπόν, μάς θεωρούν έλληνες και κλείνει το θέμα. Για την Ελλάδα βέβαια, όχι για τη Ρουμανία, η οποία πάντοτε θα μάς διεκδικεί κι αυτή με το δίκιο της, βέβαια.
Να λέμε, όμως και την αλήθεια. Η Ελλάδα μάς θεωρεί έλληνες και δεν κάνει καμμία διάκριση σε βάρος μας. Τα δικαιώματά μας σε όλους τούς τομείς είναι όπως για όλους τούς έλληνες. Από εκεί και πέρα είναι θέμα ικανότητας και αξίας να φτάσουμε σε ανώτατα αξιώματα, όπως και μέχρι την πρωθυπουργίας, σαν τον Κωλέττη, τον Λάμπρου κ.λπ. και σαν τον Αβέρωφ, βλάχο από το Μέτσοβο, που κι αυτός παραλίγο να φτάσει.
Είμαι βλάχος, δεν είμαι έλληνας! Αναγνωρίζω όμως, ότι το ελληνικό κράτος με έκανε έλληνα δίχως να είμαι και την Ελλάδα θετή πατρίδα μου, πράγμα, που οφέλησε κι εμένα και όλους τούς βλάχους, παρά να ήμασταν μειονότητα. Θλίβομαι όμως, γιατί η ένδοξος αυτός τόπος κυβερνήθηκε από ανίκανους και ανάξιους πολιτικούς κατά το πλείστον με αποτέλεσμα η χώρα σήμερα να φτάσει στο χείλος τής καταστροφής, που τελικά, δεν θα το αποφύγουμε. Θα ξαναγυρίσουμε στο μεσαίωνα με πείνα, φτώχεια, δυστυχία, εξαθλίωση και σκοτάδι.
      «Ε.Ε.»: Από πού ήταν οι μεγάλοι ευεργέτες; Δεν ήταν ηπειρώτες;
- Στο σχολείο διδάχτηκα, ότι όλοι αυτοί οι μεγάλοι ευεργέτες: Σίνας, Ζάππας, Τοσίτσας (Αβέρωφ) κ.λπ., ήταν ηπειρώτες. Δεν είναι όμως, ακριβώς έτσι. Όλοι αυτοί ήταν βλάχοι, αλλά επειδή έμεναν στην Ήπειρο, τούς παρουσιάζει το ελληνικό κράτος ως ηπειρώτες.
Και ο Ρήγας Φεραίος βλάχος ήταν, όπως κι ο Νικοτσάρας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Καρπενησιώτης και πολλοί άλλοι αγωνιστές τού ΄21, που έδωσαν τη ζωή τους για την Ελλάδα, γιατί θεωρούσαν τούς εαυτούς τους έλληνες.
     «Ε.Ε.»: Το όνομα τού χωριού σας, Τζούρτζια, πώς προέκυψε;
Υπάρχει μιά περιοχή τής Ρουμανίας, στα νότια, στην περιοχή τής Βλαχίας με το όνομα Τζούρτζου. Το πιο πιθανό είναι να έφυγαν από εκεί ορισμένοι κάτοικοι, που μετοίκησαν στην τοποθεσία τής σημερινής Τζούρτζιας φέρνοντας μαζί τους και το όνομα. Μιά παρατήρηση: Όλα τα χωριά στα λατινικά είναι γένους θηλυκού ή ουδέτερου, όπως π.χ. τα διπλανά μας χωριά, το Γαρδίκι, η Κρανιά, το Ντραγοβίτσι, η Μηλιά, το Συρράκο, το Μέτσοβο, τα Άγναντα, η Μουτσίαρα κ.λπ. κ.λπ..
 «Ε.Ε.»: Γιατί πολλά τραγούδια σας είναι ηπειρώτικα;
- Γιατί τα αμέσως γειτονικά χωρία μας είναι στην Ήπειρο, όπως τα Άγναντα, τα Πράμαντα κ.λπ.. Το χωριό μας είναι το σύνορο, που μάς χωρίζει από την Ήπειρο. Αυτό είχε σαν επακόλουθο να μάς επηρεάσουν και να μάς μεταδώσουν τα τραγούδια τους και τα έθιμά τους.
Στη Μηλιά μιλούν ελληνικά. Η Μηλιά είναι τσιφλίκι τού Συρράκου. Οι συρρακιώτες, οι οποίοι είναι βλάχοι, έστειλαν στο τσιφλίκι τους να δουλεύουν ως εργάτες στα κτήματά τους, καραγκούνηδες. Αυτοί με τον καιρό, αγόρασαν σιγά – σιγά τα κτήματα από τα αφεντικά τους, έγιναν νοικοκύρηδες (κτηματίες) κι έμειναν εκεί για πάντα.
Στην Ελλάδα έχει διατηρηθεί η βλάχικη μουσική παράδοση, τη στιγμή, που η βλάχικη γλώσσα φθίνει. Σε πολλά χωριά, όπου η βλάχικη γλώσσα ακούγεται πλέον όλο και πιο λίγο, οι άνθρωποι συνεχίζουν να αποκαλούν τούς εαυτούς τους βλάχους και τα τραγούδια τους βλάχικα.
Το βίντεο, όπου ακούγεται με συνοδεία τού παραδοσιακού βλάχικου όργανου, τού κλαρίνου, ένα δημοτικό τραγούδι στα βλάχικα, είναι από το 2o μουσικοχορευτικό αντάμωμα βλάχικων πολιτιστικών συλλόγων Λάρισας. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Κηποθέατρο τής Λάρισας σε συνεργασία τού Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Λαρισαίων και τής Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων το Σεπτέμβριο 2010. (Ανέβασμα στο youtube: GogaMishiu).
     «Ε.Ε.»: Οι καραγκούνηδες τι είναι;
- Είναι αρβανίτες (αλβανοί), τούς οποίους είχαν φέρει στην ελλάδα διάφοροι ηγεμόνες κατά διαστήματα για να καλλιεργούν τα χωράφια τους. Αυτοί έλαβαν την ελληνική γλώσσα, η οποία ήταν και η βυζαντινή, διότι έλληνες δεν υπήρχαν, τούς είχαν εξοντώσει οι ορθόδοξοι βυζαντινοί ως ειδωλολάτρες. Το όνομα Καραγκούνης έχει βγει από μια γούνα μαύρη, που φόραγαν (καρά = μαύρο στα τούρκικα).
     «Ε.Ε.»: Οι σαρακατσάνοι;
- Η καταγωγή των καρακατσαναίων ή σαρακατσαναίων είναι από την Ήπειρο. Γενάρχης τους ήταν κάποιος ονόματι Κατσάνος. Το καρά προστέθηκε, διότι ήταν πιθανόν μελαχροινός. Έλεγαν λοιπόν: στού Κατσάνου τού μελαχροινού κι έμεινε καρα-κατσάνος.
Στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας κατέφυγε εκεί κάποιος τούρκος αξιωματούχος, καταδιωκόμενος από τούς πολιτικούς του αντιπάλους στην Τουρκία. Ο Κατσάνος τον έκρυψε κι όταν με τα χρόνια επικράτησαν στην Τουρκία οι δικοί του, ξαναγύρισε και κατέλαβε το αξίωμα τού βεζύρη. Για λόγους ευγνωμοσύνης, ο τούρκος εξέδωσε ένα φιρμάνι στον Κατσάνο να μην πληρώνουν φόρο. Πεθαίνοντας όμως ο τούρκος, οι διάδοχοί του δεν αναγνώρισαν το φιρμάνι. Τότε, ο Κατσάνος, που είχε καλομάθει να μην πληρώνει φόρους, έφυγε με όλη τη φάρα του στα βουνά, πότε εδώ και πότε εκεί. Στο διάστημα αυτό ενώθηκαν με τούς συρακιώτες, λόγω ανάγκης, διότι από τις ταλαιπωρίες είχαν μείνει λίγοι.
Έτσι λοιπόν οι κατσαναίοι ένωσαν και τα ονόματά τους. Αφαίρεσαν το καρά από το όνομα και πρόσθεσαν το συρα· έτσι έγιναν σαρακατσαναίοι.
Ομοιότητα γυναικείων παραδοδιακών στολών, που φορούν οι βλάχες τής Ρουμανίας και τής Ελλάδας.
Αριστερά: Φορεσιές από τη Ρουμανία.
Δεξιά: Βλάχες τής Ελλάδας χορεύουν με παραδοσιακές φορεσιές σε βλάχικο αντάμωμα.
     «Ε.Ε.»: Ο πατέρας σας τί σάς έλεγε, ότι είστε βλάχος, έλληνας ή ρουμάνος;
- Εμείς, έλεγε, είμαστε ρουμανόβλαχοι. Να σημειώσω εδώ, ότι ο πατέρας μου έλαβε μέρος στούς δύο βαλκανικούς πολέμους. Όταν γύρισε πίσω, είχαν πεθάνει από την πείνα και τα τρία παιδιά του και η πρώτη του γυναίκα, δίχως το κράτος να τούς βοηθήσει σε τίποτε.
     «Ε.Ε.»: Εσείς έχετε υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό;
- Η Ελλάδα, η θετή πατρίδα μου, με κατέταξε να υπηρετήσω στα Λ.Ο.Κ., σαν έλληνας. Λόγω τής ικανότητάς μου στις αναρριχήσεις, με κράτησε ως εκπαιδευτή.
Στο διάστημα αυτό, η Αμερική δια μέσω τού Ν.Α.Τ.Ο. μάς έστελνε όλο το στρατιωτικό υλικό, που χρειαζόταν ο στρατός κι αυτό, για να είναι ετοιμοπόλεμος σε περίπτωση σύρραξης με τα ανατολικά κράτη. Τη στρατιωτική αυτή βοήθεια την έστελνε, αλλά παρακολουθούσε εάν γινόταν σωστή μεταχείριση στέλνοντας στρατιωτικούς κατά διαστήματα, όπως τώρα με το Δ.Ν.Τ., που στέλνει οικονομολόγους, για να επιβλέπουν αν γίνεται σωστή διαχείριση των χρημάτων που μάς δίνουν
Το κράτος λοιπόν, για να δείξει, πως γίνεται σωστή μεταχείριση τής βοήθειας με γυμνασμένο, ετοιμοπόλεμο στρατό, ικανό να αντιμετωπίσει τούς ανατολικούς, έκανε διάφορες επιδείξεις. Οι επιδείξεις των Λ.Ο.Κ. γίνονταν στη λίμνη τής Βουλιαγμένης από την κορυφή τού λόφου, όπου υποτίθεται, ότι ήταν ο εχθρός. Έτσι λοιπόν, έφευγε ένα κλιμάκιο των Λ.Ο.Κ. κι αφού, υποτίθεται, επιτύγχανε το στόχο του, γύρναγε πίσω. Στην κορυφή τού λόφου γινόταν αναρρίχηση με σκοινιά και στα γρήγορα. Στην περίπτωση αυτή, εγώ ήμουν ο καλύτερος αναρριχητής. Έπαιρνα το σκοινί και με 2-3 σάλτα κατέβαινα αιωρούμενος στον αέρα από τα υψώματα τού λόφου στη λίμνη κάτω.
Μετά τη λήξη μιάς τέτοιας επίδειξης ζήτησε ο στρατηγός διοικητής των Λ.Ο.Κ.,  Καλίνσκης, να με δεί. Μου είπε ο στρατηγός: «Παιδί μου, δεν φοβάσαι για τη ζωή σου, όταν κάνεις αυτά τα πηδήματα;» «Όχι κύριε διοικητά, τού απάντησα, για την πατρίδα το κάνω». «Τι βαθμό έχεις;», με ρώτησε. «Υποδεκανέας», τού αποκρίθηκα. Ήρθε κοντά μου και φιλώντας με είπε στον διοικητή μου: «Κύριε Κεφάλα, να τον κάνετε αμέσως λοχία!» Πού να ήξερα τότε τί ήταν αυτή η πατρίδα!
    «Ε.Ε.»: Το όνομά σας, Μαυρομμάτης, πώς προέκυψε;
- Πρέπει να ήταν παρατσούκλι κάποιου προγόνου με μαύρα μάτια, το οποίο αργότερα έγινε επώνυμο.
    Ο άγγλος αξιωματικός, William Martin Leake, που επισκέφτηκε τα βλαχοχώρια το 1805, υπολόγισε πως ο συνολικός αριθμός τους στα βουνά τής Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας ήταν 500 με μεγαλύτερα το Συρράκο, τούς Καλαρύτες (από 500 σπίτια), το Βλαχολίβαδο κοντά στην Ελασόνα και το Μέτσοβο.
Σε αυτά τα βλαχοχώρια, γράφει ο Leake, υφαίνονταν οι περίφημες μάλλινες κάπες, περιζήτητες στην Ιταλία και την Ισπανία, καθ΄ ότι οι βλάχοι επιδίδονταν με επιτυχία και στο εμπόριο. Ξεχωρίζει δε σαφώς τούς βλάχους από τούς έλληνες γράφοντας: «Μοιράζονται με τούς έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες τού φορτίου μαζί». (Journey through some provinces of Asia Minor).
     «Ε.Ε.»: Τελειώνοντας, θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
       – Μετά την επικράτηση τού χριστιανισμού στο Βυζάντιο, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας και μετέπειτα άγιος τής Εκκλησίας, επέβαλε τη χριστιανική θρησκεία υποχρεωτική για όλους τούς κατοίκους τής αυτοκρατορίας του. Από εκεί ξεκίνησαν οι διωγμοί των «ειδωλολατρών» ελλήνων, που συνέχισαν κι οι μετέπειτα αυτοκράτορες. Έκλεισαν τις φιλοσοφικές σχολές των αρχαίων ελλήνων, όπως και τα σχολεία, απαγόρευσαν τούς ολυμπιακούς αγώνες και γενικά να αθλούνται οι έλληνες. Επίσης, έκαψαν όλους τούς αρχαίους ναούς των ελλήνων και τα μάρμαρά τους τα έκαναν στις υψικάμινους. (Σ.σ. Διαβάστε σχετικά στο βιβλίο Η Θαμμένη Ελλάδα, το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν από την «Ελεύθερη Έρευνα» κάνοντας κλικ εδώ). Επίσης έκαψαν όλα τα αγάλματα των αρχαίων ελλήνων, τα αριστουργήματα αυτά τής ανθρωπότητας. Ο τρόμος και ο φόβος βασίλευε παντού.
- Έλα εδώ εσύ. Τι είσαι; Έλληνας; Κόψτε τον και πετάξτε τον στα σκυλιά. (Σ.σ.: διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η αληθινή «Ιστορία» των ελλήνων στο Βυζάντιο
Επί πλέον δέσμευαν την περιουσία και όλα τα υπάρχοντά του και βρέθηκε σήμερα η Εκκλησία να κατέχει ένα πολύ μεγάλο μέρος τής Ελλάδας. Ο τόπος ερήμωσε. Μόνο κουκουβάγιες και τσακάλια υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο. Έσβησαν για πάντα ο,τιδήποτε θύμιζε έλληνες και ελληνικό πολιτισμό.
Στον τόπο αυτό τής ερημιάς κατέβηκαν κατά περιόδους από το βορά διάφορα φύλα: σλαβικά, αρβανίτικα κ.λπ. κ.λπ. βλέποντας χερσαίες εκτάσεις ακαλλιέργητες να κατοικούνται μόνον από κουκουβάγιες.
Για ποιούς έλληνες συζητάμε λοιπόν, σήμερα; Η Πελοπόννησος είναι κατά μεγάλο μέρος αρβανίτες, όπως κι η Στερεά Ελλάδα, η Βοιωτία κ.λπ.. Η Θεσσαλία, βλάχοι, η Ήπειρος κι αυτοί αρβανίτες. Όσο για τη Μακεδονία, εκεί υπήρχε πανσπερμία λαών, σλάβοι, εβραίοι, τούρκοι κ.λπ..
Όλοι οι λαοί αυτοί, που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο, μετά το 1821 έγιναν έλληνες δίχως να είναι έλληνες κι αποτελούν σήμερα την Ελλάδα. (Σ.σ.: διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Με το ζόρι Έλληνες!). Πολλοί από αυτούς διατήρησαν τη γλώσσα τους π.χ. αρβανίτες, βλάχοι κ.λπ., ορισμένοι βέβαια. Οι υπόλοιποι έκαναν την ελληνική γλώσσα δική τους, διότι η ελληνική γλώσσα, μετά την επικράτηση τού Αλεξάνδρου και των διαδόχων του είχε επικρατήσει διεθνώς. Βυζαντινοί αυτοκράτορες την είχαν ως επίσημη γλώσσα, ενώ οι ίδιοι δεν ήταν έλληνες. (Σ.σ.: διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!).
Ο Κωλέττης, πρωθυπουργός τής Ελλάδας, έλεγε στο Κοινοβούλιο: «Για ποιούς έλληνες συζητάμε κύριοι; Η Ελλάδα φοράει τσαρούχια βλάχικα και φέσια αρβανίτικα».
Εδώ τίθεται ένα ερώτημα: Αφού δεν υπάρχουν έλληνες, πώς επικράτησε η επανάσταση τού ΄21; Επικράτησε χάρη στούς άγγλους, οι οποίοι ήθελαν ένα κράτος δικό τους στη Μεσόγειο, για να μην κατέβουν οι ρώσοι. Έτσι λοιπόν, εκμεταλλεύτηκαν τον ξεσηκωμό των κατοίκων τού ελλαδικού χώρου και βλέποντας την κατάρρευση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας τούς βοήθησαν.
Σας ρωτώ λοιπόν: Έχουν καμμία σχέση οι σημερινοί αποκαλούμενοι έλληνες με τούς αρχαίους έλληνες; Είχε άδικο ο Φαλμεράγιερ, που έλεγε, ότι «ούτε σταγόνα αίματος ελληνικού δεν υπάρχει στούς σημερινούς κατοίκους τού ελλαδικού χώρου;» Ας μην ξεγελιόμαστε λοιπόν και λέμε, ότι είμαστε έλληνες. Εκτός αν θέλουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.
Μάς έχουν υποδουλώσει κι εμάς τούς βλάχους στη θρησκεία την ορθόδοξη. Οι βλάχοι είναι πιστοί χριστιανοί. Η άγρια φύση, μέσα στην οποία είχαν εγκατασταθεί κι η αμορφωσιά τους, τούς έκανε να επιζητούν μια προστασία. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η θρησκεία και τούς έκανε θύματα.
Χρειάζεται αγώνας, για να τα αποβάλεις αυτά. Πάντα υπάρχει το ψεύδος. Δεν θα μπορέσει ποτέ να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από το ψεύδος. Η αδελφή μου, ακόμα σήμερα, μού είπε: «Μή μού λες για τη θρησκεία, γιατί φοβάμαι. Θέλω να πιστεύω κάτι.» Αυτή την αδυναμία τού ανθρώπου και το φόβο εκμεταλλεύτηκαν οι θρησκείες και βύθισαν στο σκότος όλη την ανθρωπότητα.
Ο Βενιζέλος έλεγε, αν δεν δώσουμε στούς εργάτες και γενικά στούς υπαλλήλους, θα κάνουν επανάσταση, όπως έκαναν στη Ρωσία και θα μάς κόψουν τα κεφάλια. Από το φόβο λοιπόν σε όλη την ανθρωπότητα άρχισαν να δίνουν στούς εργάτες και γενικά στούς ανθρώπους δικαιώματα και ζούμε σήμερα λίγο σαν άνθρωποι, αλλιώς θα ζούσαμε τώρα, όπως ζούσαμε εκείνη την εποχή, με το ξύλο.
Θυμάμαι ερχόταν ο παπάς στη μακαρίτισσα τη μάνα μου, την κυρα Βασιλική και τής έλεγε: «Στην εικόνα γιατί δεν καίει το καντηλάκι;» Έμπαινε μέσα σαν αστυνομία. Ήθελε να έχουμε τις εικόνες και να καίει και το καντήλι. Κι έκλαιγε η μάνα μου. «Το ξέχασα παππούλη μου», έλεγε. «Τι θα πει το ξέχασες;»
Δυστυχώς δεν θα ξυπνήσει ο λαός ποτέ κι άν τούς πεις κάτι, σε αποπαίρνουν: «Α, για θρησκεία μη μού λες». Θρησκευόμενοι άνθρωποι. Στρατηγοί, υπάλληλοι, τραπεζίτες, βιομήχανοι, επιχειρηματίες κ.λπ. τρέμουν το θάνατο.
Είχα το γιο μου τον Μπίλη, που ήταν μικρός, που όταν τον έπιανε καμμιά φορά πυρετός κι αρρώσταινε, ξύπναγε τη νύχτα, φοβόταν κι έκλαιγε. «Γιατί φοβάσαι παιδάκι μου;», τού έλεγα. «Βλέπω το διάολο», μού απαντούσε. Μια, δυο, τρεις, την επόμενη φορά, που αρρώστησε, τον πιάνω και τού λέω: «Άκου εδώ ρε παιδάκι μου. Αυτά, που σού είπανε στο σχολείο και άκουσες κι από τη μάνα σου, που σε φοβέρισαν με το διάολο, είναι ψέμματα. Τα βλέπεις, γιατί στα έχουν πει και τα έχεις πιστέψει. Όταν λοιπόν κάποια νύκτα σε πιάσει πυρετός και ξυπνήσεις, θα σκεφτείς, ότι όλα αυτά είναι ψέματα και δεν θα φοβηθείς καθόλου». Ξυπνάει λοιπόν την πρώτη νύκτα, αφού τού είχα μιλήσει. «Τι έγινε (τού λέω), εν τάξει;». «Όλα καλά (μού απαντάει), δεν τον φοβάμαι τον διάολο, γιατί μού είπες, πως δεν υπάρχει». (Σ.σ. Λέγοντας Μπίλη, ο κ. Μαυρομμάτης αναφέρεται στο βασικό συνεργάτη τής «Ελεύθερης Έρευνας», Βασίλειο Μαυρομμάτη, τού οποίου είναι πατέρας).
Toύ άλλου μου τού γιού, τού μακαρίτη, που πέθανε πέρυσι, τού το έλεγα: «Όταν είναι να πεθάνεις, αφού πεθάνω εγώ, να πεθάνεις σαν άντρας». Δεν μού είχαν πει, ότι ήταν άρρωστος, για να μην με στενοχωρήσουν. Πριν κάνει τη μοιραία εγχείρηση είχε έρθει στο σπίτι και με φίλησε, με αποχαιρέτησε. Η εγχείρηση ήταν δύσκολη κι ήξερε, ότι μπορεί να πέθαινε. Δεν φοβόταν το θάνατο. Έλεγε τού Μπίλη: «γαμώ τη μάνα του, αφού ήταν τυχερό να πεθάνω, ας πεθάνω». Δεν φοβήθηκε τίποτε μέχρι την τελευταία στιγμή. Ούτε θεό, ούτε διάολο, ούτε τίποτε. «Θα κάνω την εγχείρηση (έλεγε) κι άμα γλυτώσω, γλύτωσα, άμα πεθάνω, πέθανα». Ήταν γενναίος. Έκανα γενναία παιδιά κι είμαι υπερήφανος γι΄ αυτό.
    Mετά την απόλυσή μου από τα Λ.Ο.Κ. αισθανόμουν υπερήφανος για τη θετή πατρίδα μου, την Ελλάδα. Με τον καιρό όμως, κατάλαβα, ότι αυτή η Ελλάδα δεν έχει καμμία σχέση με την Ελλάδα των αρχαίων ελλήνων. Η Ελλάδα από το 1821 έως και σήμερα είναι η συνέχεια τού βυζαντινού κράτους και τής ορθοδοξίας. Το είπε άλλωστε  κι ο Κοραής, ότι η Ελλάδα απλώς άλλαξε τάφο από μωαμεθανικό σε χριστιανικό. Κι εξακολουθεί να είναι θαμμένη…   
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η παραπάνω συνέντευξη αποτελεί μέρος τής έρευνας για την αποκάλυψη τής πραγματικής καταγωγής των σημερινών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου. Διαβάστε ακόμα στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των βλάχων
Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα… (περί τής μή ελληνικής καταγωγής των αρβανιτών)
Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται
Ο μύθος τής διατήρησης των «εθνικών» χαρακτηριστικών τού ελληνικού έθνους
Το DNA των ελληναράδων      Με το ζόρι έλληνες!

 Ποιοι Βλαχοι της Λαρισας αλλαξαν τα ονοματα τους για να κρυψουν την προδοτικη Ιστορια των Προγονων τους!!!!!Εμεις απλα ψαχνουμε και ρωταμε!!!!!Αλκιβιάδης Διαμάντης η Διαμαντος?

Αλκιβιάδης Διαμάντης

 

Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης (1893 ή 1894-1948), Βλάχος από τη Σαμαρίνα, δημιούργησε στη διάρκεια της Κατοχής, σε περιοχές της Ηπείρου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας το «Πριγκηπάτο της Πίνδου».

Βιογραφικό


Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταγόταν από πλούσια βλάχικη οικογένεια εμπόρων της Σαμαρίνας. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σιάτιστας πήγε στη Ρουμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του.

Το 1917 με μια ένοπλη ομάδα βλαχοφώνων εμφανίστηκε σε ορισμένα χωριά της Πίνδου και προχώρησε για πρώτη φορά στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου βλάχικου κράτους, του «Πριγκηπάτο της Πίνδου», με πρωτεύουσα τη Σαμαρίνα. Τελικά ύστερα από διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης τόσο ο Διαμάντης όσο και οι Ιταλοί, με τη συνδρομή των οποίων είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει το «Πριγκηπάτο της Πίνδου», αποχώρησαν από την περιοχή. Ο Διαμάντης καταδικάστηκε από τα ελληνικά δικαστήρια αλλά το 1927 του δόθηκε αμνηστεία. Λίγο αργότερα επανήλθε στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος ρουμανικών εμπορικών οίκων. Αποχώρησε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940 για να ξαναγυρίσει την άνοιξη του 1941 με την έναρξη της Κατοχής. 

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1941 ίδρυσε την οργάνωση «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και στις 25 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των Βλάχων στον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου και του υπέβαλε υπόμνημα με τις διεκδικήσεις των Βλάχων. Τον Φεβρουάριο του 1942 δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Θεσσαλίας το «Μανιφέστο των Βλάχων» το οποίο υπέγραφαν ο Διαμάντης ως «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής» και ορισμένοι επιφανείς Βλάχοι.[2]. Τη δράση του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» καταδίκασε η «Ένωσις Ελλήνων Κουτσοβλάχων» με προκηρύξεις που έριξε σε πόλεις και χωριά της περιοχής, στις οποίες καταδίκαζε όσους συμμετείχαν στη Λεγεώνα κάνοντας λόγο για «πολιτικάντηδες, αποτυχημένους διανοούμενους, κοινούς κατσικοκλέφτες και τυχοδιώκτες διεθνούς φήμης» [3] και αναφερόταν στα εγκλήματα των λεγεωνάριων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας:

«ελεηλάτησαν σπίτια, λήστεψαν προϊόντα πτωχών αγροτών και κτηνοτρόφων, έκαναν αναγκαστική συγκέντρωση του γάλακτος και των μαλλιών και των σφαγίων σε εξευτελιστικές τιμές, εξόρισαν και βασάνισαν του αντιφρονούντας, επρόδωσαν κατόχους όπλων και στρατιωτικών ειδών, παρέδωσαν εις την κτηνώδη διάθεσιν των κατακτητών φασιστών τιμίους συμπατριώτας, που πέθαναν από τα βασανιστήρια..» [4].

Τον Ιούνιο του 1942 ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία όπου συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1948 μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Στο μεταξύ είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο στην Ελλάδα, δύο φορές από το Εφετείο της Λάρισας (υπ’ αριθ. 35/1946 και 314/1947 αποφάσεις) και δύο φορές από το Εφετείο Ιωαννίνων (υπ’ αριθ. 9/1948 και 10/1948 αποφάσεις).

Πριγκιπάτο της Πίνδου


 Το Πριγκηπάτο της Πίνδου ήταν ένα κράτος-μαριονέτα που δημιουργήθηκε από την φασιστική Ιταλία και την Βουλγαρία κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ιστορία


Στη δημιουργία του "κράτους" αυτού έπαιξε ρόλο ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, Βλάχος που καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στη Ρουμανία. Ο Αλκιβιάδης Διαμαντής ίδρυσε επίσης το 1942 στη Λάρισα μια οργάνωση με τον τίτλο Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Η οργάνωση αυτή προσπάθησε να προσεταιριστεί Βλάχους της Λάρισας, ενώ παράλληλα δραστηριοποιούνταν εναντίον του αντιστασιακού κινήματος της εποχής.

Ο Διαμαντής ορίστηκε ηγέτης που πριγκηπάτου με τον τίτλους Πρίγκηπας Αλκιβιάδης ο Α΄ και Δούκας της Μακεδονίας. Κάλεσε τους "Βλάχους αδερφούς" σε συστράτευση και συνοδευόμενος από Ιταλούς στρατιώτες γύριζε στα χωριά και κήρυττε, σε καιρούς πείνας, ότι η Ρουμανία επρόκειτο να στείλει πολλές οκάδες σιτάρι για να μοιραστούν μόνο στους Βλάχους. Οι προσπάθειές του Διαμαντή για τον προσεταιρισμό των Βλάχων δεν βρήκαν ανταπόκριση.

Το 1943 ο Διαμαντής "εκθρονίστηκε" από τους Ιταλούς και κατέφυγε στη Ρουμανία. Το 1946 καταδικάστηκε από το δικαστήριο δωσιλόγων στη Λάρισα, ερήμην σε θάνατο[1].

Η ηγεσία του Πριγκηπάτου δόθηκε στην Ουγγρική οικογένεια των Mιλβάνυι Τζεσνέγι, ως αναγνώριση από την Ιταλία της βοήθειας σε τρόφιμα που είχε παράσχει η οικογένεια αυτή στον Ιταλικό στρατό. Οι διάδοχοι της οικογένειας όμως, Γκιούλα και Μιχάλι, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για τον "θρόνο" και δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στη "χώρα" τους. Ωστόσο, κάποιοι στον Ελλαδικό χώρο διατεινόταν ότι ήταν εκπρόσωποί τους. Μετά τη λήξη της κατοχής, το Πριγκηπάτο, που ποτέ δεν είχε καμία απολύτως εξουσία, έπαψε και τυπικά να υπάρχει.

Παραπομπές


  1. Jump up Σόλων Γρηγοριάδης (2011). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974. Τεγόπουλος Εκδόσεις ΑΕ. σελ. 75-78. ISBN 978-9609-48765-8.

Βιβλιογραφία


 









ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ -ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ




Ο Νικόλαος Ματούσης, ο "πρωθυπουργός" του  υπό εκκόλαψη κρατιδίου της Πίνδου, στο Βουκουρέστι, όπου κατέφυγε για να διασωθεί προς το τέλος της Κατοχής.





Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα (2) 


 Tου Δημοσθένη Κούκουνα




Σε πολλά κείμενά του ο γράφων έχει ασχοληθεί με τη δράση ανθρώπων που έχουν χαρακτηρισθεί ως δοσίλογοι και που έχουν συνεργασθεί με τους ξένους κατακτητές κατά την περίοδο της Κατοχής. Κατά κανόνα είναι επιφυλακτικός στο να ρίχνει τον λίθο του αναθέματος γενικά και αόριστα, επιχειρώντας να δει καθαρότερα την αλήθεια πίσω από μια καταδικαστική απόφαση. Την κάθε περίπτωση, με την οποία ασχολήθηκε, επιχειρεί να την εντάσσει αποκλειστικά στο ιστορικό της πλαίσιο. Έχει επισημάνει δοσιλόγους που ποτέ δεν καταδικάσθηκαν και άλλους που, ενώ ήταν αντίθετη και εθνωφελής η πολιτεία τους, πήραν γενναίες καταδίκες. Όπως κάνει η νομική επιστήμη, έτσι και η ιστορία πρέπει να βλέπει τα κίνητρα των πράξεων. Όμως, αντίθετα προς τη δικαστική κρίση, η ιστορική δίνει πρωταρχική σημασία στο αποτέλεσμα, αρνητικό ή θετικό αντίστοιχα.


Αν έχουμε λοιπόν να κρίνουμε ιστορικά τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, τον Νικόλαο Ματούση και τους συνεργάτες τους από τη μια μεριά και από την άλλη την ίδια την αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων κατά την Κατοχή, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κίνητρά τους. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που έδρασαν, το έπραξαν από ιδεοληψία ή είχαν άλλες σκοπιμότητες.

Σε ό,τι αφορά τον Νικόλαο Ματούση, δεν τίθεται ζήτημα αγνής προαίρεσης, διότι απλούστατα ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι ήταν θέμα προσωπικής ματαιοδοξίας. Ακόμη και να μην είχε να κάνει με πλουτισμό, το να θέλει κανείς να αναδειχθεί σε ύπατα πολιτικά αξιώματα μέσα από τη δημιουργία μιας αυτονομιστικής κίνησης και την αφαίρεση εθνικού εδάφους, αυτομάτως είναι μια επαίσχυντη πράξη εσχάτης προδοσίας.

Οι Βλάχοι στην Ελλάδα δεν είναι μειονότητα, πολύ περισσότερο δε δεν είναι εθνική μειονότητα. Αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες, όπως και είναι, και ουδέποτε είχαν τάσεις να δημιουργήσουν ένα δικό τους κρατίδιο μέσα στο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, είναι συνειδητοποιημένοι Έλληνες και επανειλημμένα έχουν αποδείξει τον εθνικό παλμό τους. Ως σύνολο οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι κατά την Κατοχή ούτε σκέφθηκαν ούτε επεδίωξαν να αυτονομηθούν από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά συμμετείχαν ισότιμα και αντιπροσωπευτικά στην όλη εθνική περιπέτεια που υποστήκαμε.

Η ιδέα της δημιουργίας κρατιδίου υπήρχε στο μυαλό ενός ανθρώπου μόνον, του Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος ήδη από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου την είχε αποκρυσταλλώσει. Στα επόμενα χρόνια του Μεσοπολέμου, έτρεφε το εξωπραγματικό του όνειρο και αναζητούσε μεθοδεύσεις και ευκαιρίες. Πίστευε ότι μέσα στις εδαφικές ανακατατάξεις που θα μπορούσαν να συντελεσθούν στη διάρκεια ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο δεύτερος παγκόσμιος, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει εν μέσω εικοστώ αιώνι το προσωπικό του φέουδο, το «πριγκιπάτο» του.

Αδιαφορώντας για συσχετισμούς και επιπτώσεις, ο Διαμάντης είχε «χτίσει» μέσα στο μυαλό του την ιδέα ενός κουτσοβλαχικού κρατιδίου, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω υπέρμετρες φιλοδοξίες πέραν των ελληνικών γεωγραφικών ορίων. Άλλωστε η καταστατική διακήρυξή του τον εμφανίζει να υπογράφει για λογαριασμό των «Βλάχων της Βαλκανικής». Παρ’ όλα αυτά, είχε την πεποίθηση ότι έπρεπε να ξεκινήσει σε πρώτη φάση από την Ελλάδα. Επέλεξε λοιπόν τη Λάρισα ως βάση για την εξόρμησή του και το μόνο αξιόλογο πρόσωπο που βρήκε για να συνεργασθεί, διαρκούσης της Κατοχής, ήταν ένας τριταγωνιστής στην πολιτική ζωή, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει ούτε βουλευτής να εκλεγεί στο παρελθόν: ο Νικόλαος Ματούσης[1].



ΤΑ ΠΕΡΙ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ



Αν και οι Κουτσόβλαχοι δεν σχετίζονται ιστορικά με Εβραίους, ούτε αναφέρεται κάποια αντίστοιχη επιμιξία ή συνάφεια, θα πρέπει να επισημανθούν δύο συγκεκριμένα γεγονότα. Το πρώτο αναφέρεται στην αρχική ανακήρυξη του «πριγκιπάτου», το 1917, και το άλλο στη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, το 1943, όταν ετέθη στο αρχείο το «πριγκιπάτο».

Τον Αύγουστο 1917 η Ιταλία, που μέχρι τότε είχε καταλάβει ένα μεγάλο τμήμα του εθνικού μας εδάφους, τη μόλις λίγα χρόνια πριν απελευθερωθείσα Ήπειρο, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την περιοχή και να παραδώσει τη διοίκησή της στην υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση. Είχαν απαιτηθεί πολλαπλές και επίμονες πιέσεις της Ελλάδος προς τις Δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να εξαναγκασθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το τμήμα εκείνο της ελληνικής επικράτειας, που παράνομα και αναιτιολόγητα είχε καταλάβει.

Από την εποχή που είχε σχηματισθεί η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο νωρίτερα, υπήρχε ένα περίεργο παιχνίδι των Ιταλών και των Γάλλων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Οι Σύμμαχοι είχαν ανεχθεί, αν δεν είχαν δημιουργήσει, ανθελληνικά γεγονότα μέσα στον ίδιο τον τόπο μας. Καταργούσαν τις νόμιμες τοπικές αρχές, έδιωχναν τις δικαστικές αρχές, ακόμη και τους μητροπολίτες, ενώ τις εκκλησίες τις παρέδιδαν σε ρουμανίζοντες, όπου υπήρχαν τέτοιοι. Τον Ιανουάριο 1917 όλοι οι Έλληνες βουλευτές της Κοζάνης είχαν υποβάλει προς την κυβέρνηση των Αθηνών ένα κοινό υπόμνημα γι’ αυτές τις αυθαιρεσίες που σημειώνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη». Με αντίστοιχη έντονη ανησυχία άλλοι παράγοντες είχαν αντιδράσει και προς την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, αφού την εποχή εκείνη ο Εθνικός Διχασμός ήταν στο ζενίθ και υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη. Παρ’ όλα αυτά, κοινή ήταν η βούληση να μείνει αλώβητη η εθνική συνείδηση, αν όχι και η ακεραιότητα της χώρας.

Τον Αύγουστο του 1917 στην Αθήνα υπήρχε πλέον μία μοναδική κυβέρνηση στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και εκείνη ήταν που χειρίσθηκε το θέμα, ώστε να υποχρεωθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος που είχε καταλάβει. Μόλις αυτό έγινε γνωστό, όσοι από τους Κουτσοβλάχους είχαν εκτεθεί μέχρι τότε σε ανθελληνικές ενέργειες πανικοβλήθηκαν. Και με επικεφαλής τον νεαρό αμυνίτη Αλκιβιάδη Διαμάντη έσπευσαν να ανακηρύξουν το «πριγκιπάτο» στη Σαμαρίνα τις μέρες ακριβώς που παρέδιδαν οι Ιταλοί στον γενικό διοικητή Ηπείρου. Ίσως να είναι μια ακόμη ιστορική σύμπτωση, αλλά τη θέση αυτή κατείχε τότε ο ...Αριστείδης Στεργιάδης!

Στις 28 Αυγούστου 1917 ο Αλκ. Διαμάντης και η παρέα του γιόρτασαν την ίδρυση του «πριγκιπάτου», μια ιδέα που οι Ιταλοί είχαν πιστέψει ότι θα εξυπηρετούσε τα ύποπτα σχέδιά τους για να αφαιρέσουν ελληνικό έδαφος και να το έχουν υπό την επιρροή τους. Ακριβώς στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο «εβραϊκός δάκτυλος».

Η επίσημη ιταλική κυβέρνηση έτρεξε να στείλει δίκην πολιτικού καθοδηγητή στη Σαμαρίνα, με την ιδιότητα του «διπλωματικού αντιπροσώπου», τον εκ Θεσσαλονίκης Πέπο Μοδιάνο, μέχρι τότε προξενικό υπάλληλό της στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα. Φυσικά ήταν ο μόνος «διαπιστευμένος» στο υπό εκκόλαψη κρατίδιο και η διπλωματική του ιδιότητα δεν ήταν παρά μία κάλυψη για να κατευθύνει την ολιγομελή ηγεσία του «πριγκιπάτου της Πίνδου», η οποία σημειωτέον είχε υιοθετήσει για σημαία ένα σύμπλεγμα με τη λύκαινα της Ρώμης.
Η κίνηση αυτή δεν κράτησε παρά ένα ελάχιστο διάστημα. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1917 «οι Ιταλοί παρέδωσαν εις Ελληνικόν στρατιωτικόν απόσπασμα την κωμόπολιν Σαμαρίνα» με την αξιοσημείωτη προσθήκη: «Οι κάτοικοί της πανηγυρίζουν». Ουσιαστικά οι ίδιοι οι Κουτσόβλαχοι ήταν εκείνοι που έδιωξαν τον Διαμάντη και τους λίγους συνεργάτες του.
Ο Διαμάντης ακολούθησε τους Ιταλούς, ανήμπορος να υλοποιήσει το δικό του όνειρο να γίνει ένας «πρίγκιπας» και ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει τους εντολείς του. Φυσικά, μαζί με τον Διαμάντη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα του «πριγκιπάτου» και ο Ιταλός υποπρόξενος Μοδιάνο.
Πέρασε ακριβώς ένα τέταρτο αιώνος και τον Ιούνιο του 1942 ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, αφού μάταια είχε ξαναεπιχειρήσει να εγκαθιδρύσει το «πριγκιπάτο» του, απογοητευμένος εγκατέλειπε την περιοχή για τελευταία φορά.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Μάριο Μοδιάνο, που υπήρξε για πολλές δεκαετίες ανταποκριτής του Ρώυτερ και των «Τάιμς» του Λονδίνου στην Αθήνα, ανιψιός του προαναφερθέντος Πέπο Μοδιάνο, ασχολήθηκε επισταμένως αφότου συνταξιοδοτήθηκε με τη «μοδιανολογία» και συνέταξε μια ενδιαφέρουσα ηλεκτρονική μονογραφία για την ομώνυμη οικογένεια. Μάλλον από άγνοια ή ελλιπή ενημέρωση, παρά από πρόθεση, παραλείπει να αναφέρει τον Ιταλοεβραίο λοχαγό Βίτο Μοντιάνο που επέδειξε σφοδρή ανθελληνική δράση επί Κατοχής στα Γρεβενά, αν και επανειλημμένα κάνει λόγο ότι όλοι οι Μοντιάνο της Ιταλίας, που προέρχονται από το Λιβόρνο, ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή εβραϊκή οικογένεια των Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης.
Ο εν λόγω λοχαγός Μοντιάνο είχε σπεύσει τον Αύγουστο του 1941 από τα Γρεβενά, επικεφαλής των ανδρών του λόχου του, να παράσχει βοήθεια και προστασία στον Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος τότε βρισκόταν στη Σαμαρίνα και οργάνωνε την εκδήλωση της αυτονομιστικής κίνησής του. Η αποστολή του Ιταλοεβραίου λοχαγού ήταν να σώσει τη ζωή του Κουτσοβλάχου «πρίγκιπα» από τα μέλη της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης, που είχε αρχηγό τον Άγγλο ταγματάρχη Πρέστον και είχε σχεδιάσει ως πρώτη ενέργειά της τη σύλληψη και απαγωγή του Διαμάντη. Το σχέδιο και η οργάνωση προδόθηκε, με αποτέλεσμα να επωμισθεί ο Βίτο Μοντιάνο καθήκοντα «προστάτη» του Διαμάντη, όπως 24 χρόνια νωρίτερα είχε πράξει ο συνεπώνυμος διπλωματικός Μοδιάνο. Πόσο τυχαίος είναι άραγε αυτός ο συσχετισμός και ώς πού εκτεινόταν;
Σημειωτέον ότι η αποκάλυψη της πρώτης αγγλοελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης είχε πανικοβάλει όχι μόνο τους αυτονομιστές του «πριγκιπάτου» και τον πελιδνό πλέον «πρίγκιπα», αλλά και τις ιταλικές κατοχικές αρχές, οι οποίες έκαναν εκτεταμένες ανακρίσεις και έρευνες για να βρουν ποια ήταν τα μέλη της και ποιοι είχαν συνεργασθεί μαζί τους. Χρησιμοποιήθηκαν σκληρότατα και απάνθρωπα βασανιστήρια για όσους είχαν ή ήταν ύποπτοι για ανάμιξη, ενώ ύστερα από ασυνήθιστα μακρόχρονες ανακρίσεις στις 11 Απριλίου 1942 έγινε στο ιταλικό στρατοδικείο Αγρινίου η δίκη τους, στην οποία πρώτος μάρτυς κατηγορίας προσήλθε να καταθέσει ο λοχαγός Βίτο Μοντιάνο. Έτσι κατορθώθηκε να καταδικασθούν σε βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων οι Ζήσης Νίκζας, Αναστ. Γεωργίτσης, Ιωάν. Τζίνας, Λεων. Τσιώμης, Αθαν. Τσουπινάκης, Σουλτάνα Τσουπινάκη, Κων. Μπαϊρακτάρης και Ελένη Παπαζήση, οι οποίοι λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο ατυχής Άγγλος ταγματάρχης Τζακ Πρέστον, που είχε καταφέρει να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε με πολλές περιπέτειες μέσω Κατερίνης στην Αθήνα, όπου τον Οκτώβριο 1941 τραυματίσθηκε θανάσιμα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει τη σύλληψή του από Ιταλούς καραμπινιέρους.
Παρά λοιπόν την αποτελεσματική προστασία που του είχε παράσχει ο Ιταλοεβραίος λοχαγός, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταπτοημένος τον Ιούνιο του 1942 εγκατέλειπε οριστικά τις αυτονομιστικές προσπάθειές του. Και το 1943 βρισκόταν πλέον στην αγαπημένη του Ρουμανία με γκρεμισμένα τα όνειρά του. Στη φάση αυτή, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ιταλία ή ενδεχομένως στην Κροατία, παραχώρησε τον τίτλο του «πριγκιπάτου» σ’ έναν τριαντάχρονο τότε Ουγγροεβραίο, τον βαρώνο Γκιούλα Μιλβάνι Τσεσνέγκι, που πήρε το όνομα «Ιούλιος Α΄». Τον είχε γνωρίσει στην Ιταλία και ήταν φανατικός φασίστας.
Ο Τσεσνέγκι ήταν συνεργάτης και στενός φίλος (πάντως ήταν από το καλοκαίρι του 1941 διοικητής της Βασιλικής Λεγεώνας της Κροατίας και ουσιαστικά αυλάρχης) του τιτουλάριου βασιλιά της Κροατίας υπό το όνομα Τόμισλαβ Β΄, δηλαδή του δούκα του Σπολέτο Αϊμόνε.
Ο Αϊμόνε, που ήταν και αυτός φανατικός φασίστας, υποχρεώθηκε μετά το τέλος του πολέμου να αυτοεξορισθεί στην Αργεντινή, σε αντίθεση με τη σύζυγό του (επρόκειτο για την πριγκίπισσα της Ελλάδος Ειρήνη, αδελφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄) που παρέμεινε στην Ιταλία, όπου και είχε φυλακισθεί επί κυβερνήσεως Μπαντόλιο. Στην Αργεντινή ακολούθησε τον Αϊμόνε και ο φέρων τον ανύπαρκτο τίτλο του «πρίγκιπα της Πίνδου» Τσεσνέγκι, ο οποίος φέρεται να κληροδότησε τον «τίτλο» στον ανιψιό του. Ο τελευταίος, που έχει επεκτείνει το «Πίνδου» σε «Πίνδου και Μακεδονίας», εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκούς κύκλους ως ...διεκδικητής της «χώρας» του! Έφθασε μάλιστα στο σημείο να απευθυνθεί και στις Βρυξέλλες για να εδραιώσει την απαίτησή του, γεγονός που χωρίς αμφιβολία θα έχει οδηγήσει σε πονηρές σκέψεις «κάποιους»... Σημειωτέον ότι παρόμοια κίνηση έχει κάνει και ένας ανιψιός του Διαμάντη με το όνομα Νικόλαος που ζει μεταξύ Ιταλίας και Αμερικής!

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΤΟΥΣΗΣ

Ας δούμε, όμως, ποιος ήταν ο αρχικός «πρίγκιπας της Πίνδου»:
Αλκιβιάδης Διαμάντης, του Κωνσταντίνου. Γόνος εύπορης οικογένειας, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1894, σπούδασε στο Γυμνάσιο Σιάτιστας και συνέχισε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι, όπου συνδέθηκε με «αρρομουνικούς» κύκλους. Αναφέρεται ότι υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ενώ το 1917 εμφανίστηκε επικεφαλής ένοπλης ομάδας σε χωριά της Πίνδου και με την ανοχή των Ιταλών ανακοίνωσε σε επίσημη τελετή την ίδρυση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» με έδρα τη Σαμαρίνα και αυτοχρίσθηκε σε «πρίγκιπα». Μετά από επίσημη διαμαρτυρία του ελληνικού κράτους στους Συμμάχους, τα ιταλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ήπειρο και μαζί τους ο Διαμάντης. Για την πράξη του εκείνη καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά το 1927 αμνηστεύθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία μετά τον πόλεμο, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας αυτής και στις αρχές της δεκαετίας 1920 διορίσθηκε πρόξενος στους Αγίους Σαράντα, προκειμένου να ασκήσει προπαγάνδα στους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής. Πιστεύεται ότι κατά τη θητεία του εκεί, μέχρι το 1925, συνδέθηκε με ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Αναμίχθηκε σε οικονομικές ατασθαλίες και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αλβανία και τη ρουμανική διπλωματική υπηρεσία.
Επανήλθε στην Ελλάδα και ως αντιπρόσωπος ρουμανικών οίκων εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνεχίζοντας να προσφέρει υπηρεσίες στη ρουμανική προπαγάνδα. Με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου έκανε περιοδείες στην επαρχία, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι, δημιουργώντας πυρήνες φίλων του. Στην Αθήνα διατηρούσε πολυτελή γραφεία στο νεόδμητο μέγαρο του ΜΤΣ, ασχολούμενος κυρίως με την εκπροσώπηση πετρελαίου και ξυλείας από τη Ρουμανία. Διατηρούσε πάντα τις επαφές του τόσο με τη Ρουμανία όσο και με την Ιταλία, όπου έκανε συχνά ταξίδια και είχε συνδεθεί με στελέχη της Σιδηράς Φρουράς και του φασιστικού κόμματος αντίστοιχα. Το 1940, όταν πλέον είχε αποφασισθεί η εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, εξαφανίσθηκε από την Αθήνα, αφού ήδη από ετών είχε προσελκύσει την προσοχή της ελληνικής αντικατασκοπίας που τον παρακολουθούσε.
Όταν έγινε η ιταλική επίθεση, ο Διαμάντης, στον οποίον είχε απονεμηθεί ιταλικό παράσημο (εξ ου και του άρεσε να τον αποκαλούν κομεντατόρε) βρισκόταν στην Αλβανία για να βοηθήσει. Ήταν σύμβουλος και διερμηνέας του στρατηγού Αλφρέντο Γκουτσόνι. Άνθρωποί του χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί στην αρχική προέλαση των Ιταλών, ενώ άλλοι από τους πυρήνες που είχε δημιουργήσει εντοπίσθηκαν αμέσως από τις ελληνικές αρχές και κατέληξαν σιωπηρά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως (τουλάχιστον 200 στην Κόρινθο) ή σε εξορίες στα απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου. Όταν τελικά τον Απρίλιο του 1941 ο ιταλικός στρατός, ακολουθώντας τον γερμανικό, κατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Διαμάντης επανεμφανίσθηκε.
Το σχέδιό του ήταν να δημιουργήσει το κρατίδιο που είχε ονειρευθεί ήδη προ 25ετίας και έσπευσε να αναζητήσει συνεργάτες, που είχε προσηλυτίσει στα ταξίδια του κατά τα προπολεμικά χρόνια. Με τη συνδρομή του Νικολάου Ματούση ίδρυσε τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και τον Σεπτέμβριο 1941 έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του, ζητώντας ως «εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» από τον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου προνόμια. Στηριζόμενος πάντα στους Ιταλούς και με την άμεση ενίσχυση των Ρουμάνων, υποχρεώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1942 οι θεσσαλικές εφημερίδες να δημοσιεύσουν το «μανιφέστο» του, που το συνυπέγραφαν ελάχιστοι από τους επιφανείς επιστήμονες Κουτσόβλαχους που δέχθηκαν.
Απογοητευμένος για τη μη θετική εξέλιξη του «ονείρου» του, τον Ιούνιο 1942 έφυγε από την Ελλάδα και γύρισε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε ανάμεσα στους ελληνικής καταγωγής σιδηροφρουρίτες του Χόρια Σίμα και μετά την πτώση του καθεστώτος Αντωνέσκου συνελήφθη και εκτελέσθηκε το 1948.
Ο «αντ’ αυτού» άμεσος συνεργάτης του Διαμάντη, ο Ματούσης, ήταν ομοίως τυχοδιώκτης και καιροσκόπος:
• Νικόλαος Ματούσης, του Ματθαίου. Γεννήθηκε το 1899 στη Σαμαρίνα και τέλειωσε το Γυμνάσιο Τρικάλων και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δικηγόρησε στη Λάρισα. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του ΚΚΕ και το 1925 έγινε μέλος της Κ.Ε. του, αλλά σύντομα διαγράφηκε. Στη συνέχεια υπήρξε συνεργάτης του Ιω. Σοφιανόπουλου και του Απ. Παγκούτσου με το Αγροτικό Κόμμα. Τον Αλκιβιάδη Διαμάντη γνώρισε στα μέσα της δεκαετίας 1920 στη Λάρισα και από τότε συνδέθηκαν. Με την έναρξη της Κατοχής, ξαναβρέθηκε με τον Διαμάντη και αποφάσισαν να προωθήσουν την ιδέα του «πριγκιπάτου της Πίνδου», που θα εκτεινόταν σε όσες περιοχές ζούσαν Κουτσόβλαχοι, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Με βασικούς συνεργάτες τους Δημοσθ. Τσούτρα και Κων. Τάχα ίδρυσε στη Λάρισα τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» για την υλοποίηση των σχεδίων αυτών, σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος θα γινόταν ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, ο Βασίλειος Ραποτίκας θα γινόταν αρχηγός του στρατού και θα υπήρχε κοινοβούλιο στα Τρίκαλα, ενώ η έδρα της κυβέρνησης θα ήταν στη Λάρισα. Επίσημη γλώσσα θα ήταν η κουτσοβλαχική, με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής και με επαναφορά των παλαιών βλάχικων ονομασιών στα τοπωνύμια (π.χ. Σάντα Μαρία η Σαμαρίνα, Αμίντσιου το Μέτσοβο, Νέβεσκα το Νυμφαίο κ.ο.κ.). Τον Μάρτιο 1942 υπογράφηκε το περίφημο μανιφέστο, αλλά τρεις μήνες αργότερα το σχέδιο άρχισε να καταρρέει, με την εξαφάνιση του Διαμάντη και αρκετά αργότερα του ίδιου του Ματούση, που κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Ματούσης είχε επιδιώξει με την εύνοια των Ιταλών, όχι όμως και των Γερμανών που προέβαλαν βέτο, να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός ή έστω υπουργός. Για να ενισχύσει την επιδίωξή του αυτή, αφού πλέον είχε εγκαταλειφθεί πλήρως η ιδέα του κουτσοβλαχικού κρατιδίου, ίδρυσε με τους Σπύρο Χατζηκυριάκο, Φιλήμονα Πατίτσα και Εμμανουήλ Κορωναίο τη γερμανόφιλη οργάνωση Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης. Όταν απέτυχε κι αυτό, αποφάσισε στα τέλη 1943 ή αρχές 1944 να ταξιδέψει στη Ρουμανία. Όταν πήραν την εξουσία οι κομμουνιστές και άρχισαν οι διώξεις του καθεστώτος Αντωνέσκου, ο Ματούσης συνελήφθη για τις σχέσεις του μ’ αυτό και φυλακίσθηκε για αρκετά χρόνια. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατόρθωσε να άρει τις καταδικαστικές σε βάρος αποφάσεις σε θάνατο. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα στο Λουτράκι και από το 1966 στη Λάρισα, όπου και πέθανε το 1991.

ΤΑ ΑΛΛΑ ΗΓΕΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που είχαν συνεργασθεί με τον Διαμάντη στα ανθελληνικά και αυτονομιστικά του σχέδια, παραθέτουμε σύντομες αναφορές για τα κυριότερα πρόσωπα που έδρασαν στην περίοδο 1941-42 στο πλευρό του[2]:
• Δημοσθένης Τσούτρας, του Νικολάου. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1894 και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ για ένα διάστημα είχε εργασθεί ως υπάλληλος των ΤΤΤ. Διορίσθηκε ως καθηγητής φιλολογίας στο Γυμνάσιο Λάρισας, ενώ εμφανιζόταν πολιτικά ως αριστερός, με αποτέλεσμα επί δικτατορίας Μεταξά να κατηγορηθεί ότι προπαγάνδιζε στους μαθητές κομμουνιστικές ιδέες. Απολύθηκε από τη θέση του και άρχισε να ασκεί τη δικηγορία στη Λάρισα. Βρισκόταν σε επαφή με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, γεγονός που δεν είχε διαφύγει από την ελληνική αντικατασκοπία. Κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συνελήφθη και στάλθηκε εξόριστος στη Χίο ως εθνικά ύποπτος. Αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατελήφθη η Ελλάδα, οπότε και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου τον Μάιο 1941 μαζί με τους Ν. Ματούση και Κ. Τάχα, πρώην κομμουνιστές και οι τρεις, υποδέχθηκαν τον Αλκ. Διαμάντη. Πήρε μέρος ως ηγετικό μέλος στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και βεβαίως συνυπέγραψε το Μανιφέστο του Διαμάντη. Μετά την Κατοχή καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο και δύο φορές σε ισόβια, αλλά κατόρθωσε να κρυφτεί στο αχανές κτήμα του στον Βρυότοπο, όπου ζούσε σε σπηλιές και κρυψώνες μέχρι το 1961 που πέθανε.
• Κωνσταντίνος Τάχας. Είχε γεννηθεί στη Λάρισα και ήταν γιατρός. Την εποχή των σπουδών του είχε εκδηλωθεί ως κομμουνιστής και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Νικόλαο Ματούση και τον Δημοσθένη Τσούτρα, μαζί με τους οποίους υποδέχθηκαν τον Μάιο 1941 στη Λάρισα τον Διαμάντη και στη συνέχεια σχημάτισαν την πρώτη διοικούσα επιτροπή της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και ο ίδιος υπήρξε ο κεντρικός ταμίας της οργάνωσης στη Λάρισα. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Βασίλειος Ραποτίκας, του Χρήστου. Γεννήθηκε το 1888 στη Γράμμουστα Πίνδου και ήταν αρβανιτόβλαχος. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο χωριό Ροδιά Τυρνάβου, όπου συν τω χρόνω έγινε μεγαλοτσέλιγκας. Με την Κατοχή ήρθε σε επαφή με τον Νικόλαο Ματούση και εντάχθηκε από τους πρώτους στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», αναλαμβάνοντας να συγκροτήσει το ένοπλο τμήμα της. Έχοντας πολλές γνωριμίες σε διάφορα χωριά που υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και κυρίως Αρβανιτόβλαχοι, έπεισε πολλούς για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ομάδα, της οποίας ήταν αρχηγός. Επικεφαλής των ανδρών αυτών, που διακρίνονταν ιδίως για την αγριότητά τους, γύριζε στις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, συνοδευόμενος από Ιταλούς. Ανάμεσα σε ανθελληνικές δραστηριότητες, η πρώτη του φροντίδα ήταν ο ίδιος και οι άνδρες του να τρομοκρατούν και να λεηλατούν τους χωρικούς, αρπάζοντας ζώα και τρόφιμα. Φιλόδοξος, καθώς ήταν, πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης που θα σχημάτιζε με τους λεγεωνάριους το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Το καλοκαίρι του 1943 με τέχνασμα τον συνέλαβαν στη Λάρισα ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι τον βασάνισαν σκληρά και σκοτώθηκε κάπου στα χωριά Γριζάνο και Τσιότι, δεμένος πίσω από ένα άλογο που έτρεχε.
• Θωμάς Πισπιρίγκος, του Δημητρίου. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ήταν δικηγόρος. Αν και ήταν επηρεασμένος από τη ρουμανική και την ιταλική προπαγάνδα, είχε κατορθώσει να γίνει έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε, αλλά επέδειξε ηττοπάθεια με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο και να καθαιρεθεί. Υπήρξε από τους πρώτους και τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη και συνεπέγραψε το μανιφέστο του. Ανέπτυξε με φανατισμό πλούσια αντεθνική δράση, τόσο στην αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων, όσο και στο πλευρό των Ιταλών κατακτητών, ενώ αναφέρεται ότι είχε τον βαθμό του ταγματάρχη του ιταλικού στρατού. Μετά την αποτυχία της κίνησης Διαμάντη και την εξαφάνιση των λεγεωναρίων, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κατόρθωσε να διορισθεί νομικός σύμβουλος στην Υπηρεσία Κτημάτων της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, ενώ έγινε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ήταν ευθέως υπέρ της προσάρτησης της Πίνδου στην Ιταλία, καθώς και υπέρ της συνεργασίας με τους Βουλγάρους. Το 1944, πριν φύγουν οι Γερμανοί, κατέφυγε στη Ρουμανία όπου και πέθανε.
• Νικόλαος Μητσιμπούνας. Γιατρός από τα Γρεβενά. Έμπιστος και στενός συνεργάτης του Διαμάντη, υπήρξε πληρεξούσιός του για τη διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων στη Ροδιά Τυρνάβου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στις περιφέρειες όπου εμφανίσθηκε η κίνηση Διαμάντη και ιδιαίτερα στον νομό Λάρισας. Είχε συνυπογράψει το περίφημο μανιφέστο. Μετά την αναχώρηση του Διαμάντη, ανέλαβε την αρχηγία της κίνησης στην περιοχή Γρεβενών και τον Μάρτιο 1943, όταν οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Γρεβενά τους ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Μητσιμπούνας. Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και ήταν κτηνοτρόφος. Εξάδελφος του προηγουμένου και αδελφός του Νικολάου Μητσιμπούνα, καθηγητή της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ήταν φανατικός ανθέλληνας και αυτονομιστής και αρχικά υπήρξε ο οργανωτής της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» στα Γρεβενά. Αναδείχθηκε σ’ έναν από τους κυνικότερους πλιατσικολόγους σε βάρος των ίδιων των Κουτσοβλάχων, με αποτέλεσμα ο Διαμάντης να υποχρεωθεί να τον διαπομπεύσει, κρεμώντας τον ζωντανό επί ώρες στην πλατεία του χωριού Βλαχόγιαννι. Αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο 1941 και στη συνέχεια ο Γ. Μητσιμπούνας, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, εγκατέλειψε τον Διαμάντη, χωρίς να παραιτηθεί από τις ύποπτες σχέσεις του με τους Ιταλούς. Αντίθετα, τις συνέχισε και συγκρότησε μια ισχυρή αντιανταρτική ομάδα ενόπλων Κουτσοβλάχων. Τον Φεβρουάριο 1943 για να ενισχύσει την ομάδα του, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς στην ύπαιθρο, στρατολόγησε, μεταξύ άλλων, μαθητές από τις μεγαλύτερες τάξεις του Ρουμανικού Γυμνασίου Βέροιας και της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με Έλληνες αντάρτες που δρούσαν κατά των λεγεωναρίων. Η ομάδα του Γ. Μητσιμπούνα πήρε μέρος στην ιταλική επιδρομή κατά της Τσαρίτσανης τον Μάρτιο 1943 και συμμετείχε στους εμπρησμούς, λεηλασίες και φόνους που ακολούθησαν. Μετά την κατάρρευση των Ιταλών, συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς και πριν αποχωρήσουν οι τελευταίοι το 1944 κατέφυγε στη Ρουμανία. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών.
• Στέφανος Κώτσιος. Απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής, όταν εμφανίστηκε η κίνηση Διαμάντη, δραστηριοποιήθηκε και μαζί με τον Νικ. Φράγκο οργάνωσαν τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» στην περιοχή Ελασσόνας. Παρά την αντίθεση της κυβέρνησης Αθηνών, κατόρθωσε να διορισθεί από τους κατακτητές νομάρχης Λάρισας στις αρχές του 1943, ώστε να ευνοήσει την κίνηση των αυτονομιστών. Ως νομάρχης εκτελούσε τις εντολές του Ματούση για τον διορισμό αυτονομιστών σε θέσεις των τοπικών κοινοτικών αρχών και φυσικά τη διευκόλυνση της αυτονομιστικής προπαγάνδας. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, ως όργανο πλέον των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Νικόλαος Φράγκος. Είχε γεννηθεί στην Ελασσόνα, όπου και άσκησε την ιατρική. Κατά την Κατοχή, ως ιταλομαθής που ήταν, είχε γίνει διερμηνέας των εκεί ιταλικών αρχών. Προσχώρησε αμέσως στην κίνηση του Διαμάντη και συνυπέγραψε από τους πρώτους το μανιφέστο του, ενώ υπήρξε αρχηγός των λεγεωναρίων της Ελασσόνας. Ταυτόχρονα με την επαίσχυντη ανθελληνική στάση του, είχε την πρόνοια από τις αρχές του 1943, όταν πλέον διαφαινόταν η έκβαση του πολέμου, να διατηρεί σχέσεις με το τοπικό ΕΑΜ, που το ενίσχυε κρυφά «για παν ενδεχόμενον». Παρ’ όλα αυτά, μετά το τέλος του πολέμου, δικάσθηκε μαζί με τους άλλους πρωτεργάτες της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» σε πρόσκαιρη κάθειρξη 15 ετών.
• Ζήκος Αράιας. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και καταγόταν από τη Σαμαρίνα. Ήταν φανατικό όργανο της ρουμανικής και ιταλικής προπαγάνδας και εκδήλωσε τον ανθελληνισμό του ήδη από το 1917, όταν ο Διαμάντης είχε πρωταγωνιστήσει μαζί του στην πρώτη ανακήρυξη του «πριγκιπάτου της Πίνδου». Στα ενδιάμεσα ήταν καθηγητής και διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Έσπευσε από τους πρώτους να συνεργασθεί με τον Διαμάντη, με τον οποίο διατηρούσε όλα τα χρόνια στενή επικοινωνία, όταν επανεμφανίσθηκε το 1941, και διορίσθηκε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Γρεβενών. Το περίφημο Μανιφέστο του Διαμάντη το συνυπέγραψε ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Βουλγαρίας. Μετά την αποτυχία της αυτονομιστικής κίνησης και την εκκένωση των Γρεβενών από τους Ιταλούς, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Σωτήρης Αράιας, του Ζήκου. Γιος του προηγουμένου. Ήταν κι αυτός καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και πήρε μέρος στην κίνηση των αυτονομιστών του Διαμάντη, ενώ παράλληλα υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στα Γρεβενά. Σε κάθε ευκαιρία προπαγάνδιζε τον ανθελληνισμό του με φανατισμό. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Βασιλάκης. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και ήταν δικηγόρος. Τον Δεκέμβριο του 1916, όταν οι Γάλλοι έθεσαν υπό κατοχή τα Γρεβενά, αν και η πόλη ανήκε στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη», ο Βασιλάκης που εμφανιζόταν ως φανατικός βενιζελικός διορίσθηκε δήμαρχος και άρχισε διώξεις όχι μόνο των αντιβενιζελικών, αλλά και όσων είχαν εκδηλωθεί εναντίον των ρουμανιζόντων. Είχε πάρει μέρος στην πρώτη αυτονομιστική κίνηση του Διαμάντη το 1917 και μόλις άρχισε το 1940 ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη ως εθνικά ύποπτος και εκτοπίσθηκε. Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Καζάνας. Ήταν δικηγόρος που ζούσε στα Γρεβενά και ως συγγενής του Διαμάντη είχε αναλάβει να διευθύνει το επιχειρηματικό γραφείο του στην πόλη, καθώς και τα γραφεία της Ένωσης Ρουμανικών Κοινοτήτων που είχε ιδρύσει. Πήρε μέρος σε διάφορες ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας και είχε στενές σχέσεις με τις ιταλικές αρχές. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Περικλής Πιτένης, του Δημητρίου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας, πρώτος εξάδελφος και έμπιστος συνεργάτης του Αλκιβιάδη Διαμάντη. Συνυπέγραψε από τους πρώτους το αυτονομιστικό μανιφέστο του Διαμάντη. Διορισμένοι από τους Ιταλούς, με τον Νικόλαο Φουρκιώτη και τον Γεώργιο Γκιουλέκα, είχαν σχηματίσει την επιτροπή Λάρισας για τη «διαχείριση» της γαλακτοπαραγωγής που είχαν δεσμεύσει οι ιταλικές αρχές, συγκεντρώνοντας και τυροκομώντας το γάλα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας και τελικά καταδικάσθηκε μεταπολεμικά σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Ιωάννης Μέρτζιος, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας, όπου ζούσε μέχρι την Κατοχή. Φέρεται ότι συνυπέγραψε το μανιφέστο του Διαμάντη και το 1942 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών. Εκεί του παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς το κέντρο «Περοκέ», που το μετέτρεψε σε καζίνο, παρά την αντίθεση των ελληνικών αρχών. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 11 ετών ως οικονομικός δοσίλογος.
• Βασίλειος Αγορογιάννης. Είχε γεννηθεί στη Σαμαρίνα, της οποίας διορίσθηκε αυθαίρετα πρόεδρος τον Αύγουστο 1941 από τον Διαμάντη. Το σπίτι του χρησιμοποιούσε ο Διαμάντης με τους ανθρώπους του για να φιλοξενείται όταν έφθανε εκεί επί Κατοχής.
• Στέργιος ή Γιούλης Αναγνώστης, του Χρήστου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, συνέβαλε στη στρατολόγηση βλαχοφώνων της Βέροιας για λογαριασμό των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη. Πριν αποχωρήσει ο γερμανικός στρατός τον Οκτώβριο 1944, ο Αναγνώστης εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον ακολούθησε, ενώ υπάρχει η πληροφορία ότι εκπαιδεύθηκε στη Βιέννη ως κατάσκοπος και γύρισε στην Ελλάδα στις αρχές του 1945 για ανάλογη δράση σε βάρος της χώρας. Το 1946 καταδικάσθηκε στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
• Βασίλειος Βαρδούλης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Γαλάνης, του Ευθυμίου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και ήταν φανατικός ρουμανίζων από προπολεμικά. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσέφερε υπηρεσίες στα πρώτα ιταλικά στρατεύματα που προς στιγμήν είχαν εισβάλει στην Ελλάδα, υποδεικνύοντάς τους άγνωστα μονοπάτια πώς να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό. Προδοτική δράση, όπως ήταν επόμενο, επέδειξε και κατά την Κατοχή, οπότε είχε ντυθεί ως Ιταλός στρατιωτικός και οπλοφορούσε, διενεργώντας προπαγάνδα τόσο υπέρ των Ιταλών κατακτητών, όσο και της αυτονομιστικής κίνησης του «πριγκιπάτου». Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Γκιουλέκας. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Πραιτώρι Ελασσόνας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Μετά την αποτυχία της, στις αρχές του 1943 εγκατέλειψε τους λεγεωναρίους και ήρθε στην Αθήνα, όπου ζούσε προπολεμικά. Από τον Απρίλιο 1944 εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον σκότωσαν οι αντάρτες.
• Ε. Γκοτζαμάνης. Μηχανικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γρηγόριος Γκούντας, του Αδάμου. Ήταν από την Ελασσόνα και μόλις εκδηλώθηκε η αυτονομιστική κίνηση, συνεργάσθηκε με τους Ν. Φράγκο και Στ. Κώτσιο για τους ανθελληνικούς αυτούς σκοπούς στην Ελασσόνα. Η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», της οποίας ήταν μέλος φυσικά, τον διόρισε πρόεδρο της Κοινότητας Ελασσόνας.
• Στέφανος Δελήμπασης. Καταγόταν από το Μέτσοβο και υπηρετούσε ως ρουμανοδιδάσκαλος στην Κλεισούρα. Προπαγάνδιζε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», ενώ συνεργάσθηκε με τις τοπικές ιταλικές αρχές κατοχής και ιδιαίτερα με τον Ιταλό φρούραρχο Καστοριάς.
• Δημήτριος Δημαρέλης. Από το Δίστρατο. Πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, του οποίου ήταν σωματοφύλακας και τον συνόδευε στις περιοδείες του. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά, ενώ είναι άγνωστο τι απέγινε. Ενδεχομένως να ακολούθησε τον Διαμάντη στη Ρουμανία.
• Αν. Καλομέτρος. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Κ. Καλογεράς. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Τάκης Καπρίνης, του Αδάμου. Γεννήθηκε στη Βέροια, όπου ασκούσε εμπορία μαλλιών. Όταν τον Απρίλιο 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Βέροια, τους υποδέχθηκε με γερμανικές και ρουμανικές σημαίες και υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου». Συστηματικά ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών, με τη στρατολόγηση νέων Κουτσοβλάχων πότε στους λεγεωνάριους και πότε στους Ιταλούς, αργότερα στο πλευρό των Γερμανών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών.
• Ιωάννης Καραμούζης (ή Καραμπούζης). Είχε σπουδάσει στη Ρουμανική Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης και στην προπολεμική περίοδο ήταν γνωστός ως πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, εξ ου και μόλις άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη και εκτοπίσθηκε. Μόλις άρχισε η Κατοχή και απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και υπέρ του ίδιου προσωπικά. Συγκρότησε τη Ρουμανική Λέσχη Θεσσαλονίκης (κατά το πρότυπο της αντίστοιχης Βουλγαρικής) και υπήρξε πρόεδρός της, με άμεσο συνεργάτη στον ανθελληνισμό τους τον Θωμά Πισπιρίγκο. Μετά την αποτυχία των αυτονομιστικών σχεδίων και την κατάρρευση της Ιταλίας, διέφυγε το καλοκαίρι του 1944 στη Ρουμανία. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Καρμάνης, του Ευαγγέλου. Ζούσε στον Αλμυρό Βόλου και ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να γίνουν όργανα της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και ταυτόχρονα των Ιταλών κατακτητών. Υπηρέτησε ως Ιταλός καραμπινιέρος, διώκοντας και καταδίδοντας συμπατριώτες του. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Κοντογιάννης. Υπήρξε από τους φανατικότερους αυτονομιστές του Τυρνάβου και έδρασε από την αρχή της Κατοχής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν επίσημα η αυτονομιστική κίνηση, ενώ επωφελήθηκε οικονομικά από τις καταπιέσεις των άλλων Κουτσοβλάχων της περιοχής που δεν ήθελαν να γίνουν προδότες. Πήρε μέρος σε επιδρομές της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και τελικά, μετά την αποτυχία της, σκοτώθηκε από αντάρτες.
• Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Γιος του προηγουμένου. Έδρασε κι αυτός στο πλευρό των αυτονομιστών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών.
• Λεωνίδας Κοντογιάννης. Γιος του Γεωργίου και αδελφός του προηγουμένου. Ως δραστήριο μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» διορίσθηκε το 1942 πρόεδρος της Κοινότητας Τυρνάβου.
• Ιωάννης Κόπανος. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Κουρδίστας. Καταγόταν από τον Αλμυρό Βόλου, όπου οργάνωσε το πρώτο ένοπλο τμήμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» εκεί. Συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και εντάχθηκε στο σώμα του Ραποτίκα. Εκτελέσθηκε πριν από το τέλος της Κατοχής από τους αντάρτες.
• Αδάμος Μαργαρίτης. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Ιταλούς σε μια φάση που είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος, αλλά είχαν εγκλωβισθεί, και τους υπέδειξε άγνωστα μονοπάτια στα βουνά της Πίνδου για να αποφύγουν την αιχμαλωσία τους από τον Ελληνικό Στρατό. Υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης και παράλληλα έδρασε αντεθνικά κατά την Κατοχή. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Μίχης. Στην Κατοχή ζούσε στη Λάρισα, όπου ήταν διευθυντής του μονοπωλίου άλατος εκεί. Προσχώρησε νωρίς στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» και προπαγάνδιζε υπέρ της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Έγινε ταμίας της κεντρικής οργάνωσης της τελευταίας, στη θέση του Κ. Τάχα, διαχειριζόμενος όλα τα ποσά που συγκέντρωναν παράνομα, ενώ τελικά ορισμένα απ’ αυτά οικειοποιήθηκε. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε οκταετή κάθειρξη.
• Βιργίλιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Αθανάσιος Μπαλοδήμος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Μπαλοδήμος. Ήταν από την Αβδέλλα και με δική του πρωτοβουλία και με τη βοήθεια Ιταλών καραμπινιέρων τον Ιούλιο 1942 πήγε στο Σπήλαιο, όπου προέβη σε λεηλασίες και συλλήψεις προκρίτων και άλλων ατόμων. Οδηγήθηκαν όλοι στην Αβδέλλα, όπου βασανίσθηκαν σκληρά.
• Δημ. Μπάρδας. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Μπάρδας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Ιωάννης Μπαρτζούμας, του Κωνσταντίνου. Ήταν εκπαιδευτικός και διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Κρανιάς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών, ενώ μόλις εμφανίσθηκε ο Αλκ. Διαμάντης τον ακολούθησε με φανατισμό και υπήρξε επικεφαλής της προπαγάνδας των αυτονομιστών και στη συνέχεια αρχηγός της νεολαίας και σύμβουλος στην Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων που ίδρυσε ο Διαμάντης ταυτόχρονα με τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Ο ανθελληνισμός του είχε εκδηλωθεί επανειλημμένα και με χυδαιότητα, ενώ είχε υποβάλει στις ιταλικές αρχές υπόμνημα καταγγέλλοντας την ελληνική κυβέρνηση και ζητώντας την προσάρτηση της περιοχής στην Ιταλία. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 και 2 ετών από τα δικαστήρια Κοζάνης και Λάρισας αντίστοιχα.
• Τόλης Μπάστας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Α. Μπέκας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Αδάμος Μπίλιας ή Μπίλης. Από τους πρώτους οπαδούς της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και προσωπικά του Νικολάου Ματούσης, του οποίου ήταν σε όλο το διάστημα της Κατοχής στη Λάρισα σωματοφύλακάς του. Πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις των λεγεωναρίων και σε άλλες κοινές με τους Ιταλούς. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση και πέθανε το 1993.
• Αργύρης Μποχώρης ή Μπάσδος. Ήταν Αρβανιτόβλαχος και από τους πρώτους ένοπλους που στρατολόγησε ο Ραποτίκας για να συγκροτήσει το στρατιωτικό σώμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Πήρε μέρος σε διάφορες επιδρομές και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας εγκατέλειψε τους αυτονομιστές και εντάχθηκε σε αντικομμουνιστικές ομάδες της Κατερίνης.
• Κωνσταντίνος Νάκας, του Στεργίου. Καταγόταν από το Δίστρατο και υπήρξε από την ομάδα των ανθελλήνων Κουτσοβλάχων που είχαν βοηθήσει τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις πρώτες ημέρες που εισέβαλαν στην Ελλάδα το 1940 να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό, χρησιμεύοντας ως οδηγός τους και υποδεικνύοντας άγνωστα μονοπάτια. Κατά την Κατοχή υπήρξε προκλητική η συμπεριφορά του υπέρ των Ιταλών κατακτητών, ενώ πήρε μέρος σε καταπιέσεις και ξυλοδαρμούς βλαχοφώνων που αρνούνταν να πάρουν μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο, αφού προηγουμένως είχε κατορθώσει να εξαφανισθεί από την Ελλάδα.
• Κωνσταντίνος Νικολάου ή Παπαδάμ, του Τριαντάφυλλου. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1918 και φοίτησε στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος, ενώ οικογενειακά ενίσχυαν τη ρουμανική και ιταλική προπαγάνδα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου συνελήφθη για προπαγάνδα υπέρ των Ιταλών και εξορίσθηκε στην Κρήτη. Με την έναρξη της Κατοχής, επέστρεψε και έγινε διερμηνέας των Ιταλών στο Μέτσοβο. Ταυτόχρονα με την υπηρεσία του αυτή, εργάσθηκε με φανατισμό υπέρ των αυτονομιστών. Ακολουθούσε τον Αλκιβιάδη Διαμάντη στις περιοδείες του σε διάφορες πόλεις και χωριά, εμφανιζόμενος ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Μετά την αποτυχία της κίνησης και την απομάκρυνση του αρχηγού του, ο ίδιος εξαφανίσθηκε από το Μέτσοβο και μετά τον πόλεμο επανήλθε στις περιοχές Φαρσάλων και Τρικάλων. Καταδικάσθηκε σε ειρκτή 5 1/2 ετών.
• Κωνσταντίνος Νικολέσκος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Φερδινάνδος Νιμπής. Ήταν από την Κρανιά και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε προληπτικά συλληφθεί και εκτοπισθεί στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή οπαδός του Αλκιβ. Διαμάντη, ο οποίος τον διόρισε ρουμανοδιδάσκαλο στην Κρανιά Μετσόβου.
• Γεώργιος Νουλίκας, του Νικολάου. Ζούσε στη Βέροια, όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμποροράπτη. Υπήρξε συνεργάτης του Καπρίνη και του Διαμάντη στη Βέροια και πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση ως σύμβουλος της Ρουμανικής Κοινότητας Βέροιας. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών.
• Απόστολος Ντόκος. Ήταν από τα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Ένα από τα πρώτα μέλη της κίνησης που ίδρυσε ο Διαμάντης κατά την πρώτη επίσκεψή του στα Γρεβενά. Συνεργαζόταν στενά με τον γιατρό Νικόλαο Μητσιμπούνα και για προπαγανδιστικούς λόγους περιόδευε σε διάφορα μέρη της Θεσσαλίας. Λόγω επαγγέλματος, του είχε ανατεθεί να μοιράζει τρόφιμα και φάρμακα στους ρουμανίζοντες της περιοχής, γεγονός που το εκμεταλλεύθηκε για να πλουτίσει περισσότερο.
• Αθανάσιος Παπαθανασίου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών. Υπήρξε αφανής ιθύνων νους της ιταλικής και ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή Γρεβενών και είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη το 1941, αρνήθηκε να αναρτήσει την ελληνική σημαία στο σχολείο, δίπλα στη γερμανική και τη ρουμανική, όπως ήταν η γερμανική διαταγή. Είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Σωτήριος Παπαθανασίου, του Ιωάννου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Βέροιας. Φανατικός υποστηρικτής της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, συνεργαζόταν με το ρουμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης και τις ιταλικές αρχές των Γρεβενών. Συνέβαλε στη στράτευση νέων της περιοχής Βέροιας στα σώματα που συγκροτήθηκαν για να βοηθήσουν τους Ιταλούς επί Κατοχής. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Απόστολος Παπάς. Ζούσε στα Γρεβενά και καταγόταν από την Αβδέλλα. Στην Κατοχή ήταν ηλικίας 37 ετών και υπηρετούσε ως διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στα Γρεβενά και είχε συνυπογράψει το γνωστό μανιφέστο του Διαμάντη. Δεν είναι γνωστό τι έγινε μετά τον πόλεμο.
• Ιωάννης Πατσιαβούρας ή Πατσαούρας. Ήταν από την Αβδέλλα και ζούσε στα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Φανατικός οπαδός του Διαμάντη και συνεργάτης των Ιταλών, από τους οποίους είχε διορισθεί επόπτης για τη διάθεση των σφαγίων και της συγκέντρωση του παρακρατήματος, γεγονός που του απέφερε μεγάλα κέρδη.
• Σ. Πελέκης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Κωνσταντίνος Πέμας. Καταγόταν από το Μοναστήρι Σερβίας και στην Ελλάδα υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Όταν άρχισε η Κατοχή, ενώ υπηρετούσε ως διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου Γρεβενών, εκδήλωσε με φανατισμό τα ανθελληνικά του φρονήματα και υποστήριξε εκθύμως την κίνηση Διαμάντη. Όταν από την Αθήνα του κοινοποιήθηκε η μετάθεσή του για την Αίγινα, αρνήθηκε να υπακούσει με βαρείς χαρακτηρισμούς για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των Ιταλών, ματαιώθηκε η μετάθεσή του και τελικά μετατέθηκε στη Λάρισα, ύστερα από παρέμβαση της λεγεώνας. Συμμετείχε σε ενέργειες υπέρ των Ιταλών, μετά την κατάρρευση των οποίων και τον εν συνεχεία εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πολωνία, φέρεται ότι καρπώθηκε ισραηλινή περιουσία στη Θεσσαλονίκη. Είναι άγνωστο τι απέγινε μετά τον πόλεμο.
• Λάζαρος Περδίκης. Καταγόταν από το Περιβόλι και ήταν επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων. Προπαγάνδιζε υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη και έκανε συχνές περιοδείες, φροντίζοντας για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά και το κλείσιμο αντιστοίχως των ελληνικών.
• Κωνσταντίνος Πιάνας. Καταγόταν από τον Αμπελώνα Λάρισας και επί Κατοχής υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στον Τύρναβο, παίρνοντας μέρος μαζί τους σε επιδρομές και λεηλασίες σε διάφορα χωριά. Εκτός από την αυτονομιστική του δράση, στην ίδια περίοδο πλούτισε εκβιάζοντας και καταπιέζοντας τους ομοφύλους του κυρίως.
• Στέργιος Πίκης. Είχε γεννηθεί στο Δίστρατο και κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στρατευμένος ων, αυτομόλησε στους Ιταλούς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας τους, ενώ υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης. Το 1946 καταδικάσθηκε σε θάνατο.
• Περιστέρω Πίσπα. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και στα τέλη του 1941 διορίσθηκε, με ενέργειες του Διαμάντη, ως ρουμανοδασκάλα στο εκεί δημοτικό σχολείο, πρωταγωνιστώντας σε πολλά ανθελληνικά επεισόδια με απύθμενο φανατισμό. Το 1946 καταδικάσθηκε σε ποινή προσκαίρων δεσμών 12 ετών.
• Κ. Πιτούλης. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Πολυπραίος. Εργάσθηκε ως ρουμανοδιδάσκαλος στο Πραιτώρι Ελασσόνας, όπου υπήρξε πρωτεργάτης της κίνησης Διαμάντη. Πήρε ενεργό μέρος σε διάφορες ενέργειες των λεγεωναρίων και των Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή Ελασσόνας, αλλά αναφέρεται ότι την άνοιξη του 1942 ήρθε σε ρήξη με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση.
• Βιργίλιος Πούπης, του Λεωνίδα. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Όταν το 1940 σημειώθηκε η ιταλική επίθεση, συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας, λόγω του υπόπτου παρελθόντος του. Υπήρξε από τους πρώτους οπαδούς του Διαμάντη στην αυτονομιστική του κίνηση και πήρε ενεργό μέρος στη ρουμανική προπαγάνδα επί Κατοχής. Πρωτοστάτησε στη βίαιη αρπαγή του ελληνικού σχολείου στη Φούρκα Κόνιτσας τον Σεπτέμβριο 1941, όπου διορίσθηκε δασκάλα η αδελφή του Ελένη Πούπη. Μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών του, έγραψε ένα ποίημα εναντίον της Ελλάδος, το οποίο τότε απαγγελλόταν υποχρεωτικά σε όλα τα ρουμανικά σχολεία της χώρας, ενώ ακόμη και τώρα το χρησιμοποιούν αμετανόητοι αυτονομιστές, θεωρώντας πως έτσι κάνουν προπαγάνδα. Με το τέλος της Κατοχής, ο Πούπης εξαφανίσθηκε και είναι άγνωστο τι απέγινε.
• Γεώργιος Προφέντζας. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Δαμασίου Τυρνάβου και ήταν από τους πιο φανατικούς οπαδούς του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Τον Σεπτέμβριο 1941 κατέλαβε βιαίως το Δημοτικό Σχολείο Διστράτου Κόνιτσας και στέγασε σ’ αυτό το ρουμανικό, όπως και στα χωριά Παπάδες και Φούρκα Κόνιτσας. Υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών επί Κατοχής, ενώ μετά την κατάρρευση της Ιταλίας κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς, υπέρ των οποίων οργάνωσε με τους Βιργίλιο Πούπη και Μαργ. Μαργαρίτη ένοπλη ομάδα βλαχόφωνων.
• Παναγιώτης Σίμος. Υπήρξε από τους φανατικότερους οπαδούς του Διαμάντη στη Βέροια και ακολούθησε με ζήλο τις ενέργειες της αυτονομιστικής κίνησης, αλλά και συνεργάσθηκε τόσο με τους Ιταλούς αρχικά, όσο και με τους Γερμανούς αργότερα. Το καλοκαίρι του 1944 σχημάτισε ομάδα ενόπλων νέων της Βέροιας για να την εντάξει στο τάγμα των ρουμανιζόντων που είχε σχηματισθεί στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό των Γερμανών. Όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί, τους ακολούθησε στη Βιέννη. Είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Δημ. Τάχας. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Τεγογιάννης. Ήταν καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης για το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Αλκιβ. Διαμάντη, μάλιστα ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Σερβίας. Τον Φεβρουάριο 1943 είχε συνοδεύσει Ιταλό συνταγματάρχη στη Βέροια για να πεισθούν να στρατολογηθούν νέοι Κουτσόβλαχοι της Βέροιας να ενταχθούν σε αντιανταρτικό στρατιωτικό σώμα των Ιταλών. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Νικόλαος Τελειώνης. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Βασίλειος Τζιότζιος. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Αργότερα προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, όπου ανέλαβε τη διοίκηση μεγάλων ανταρτικών μονάδων.
• Σέργιος Τριανταφύλλης. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Τσανανάς, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας και κατά την Κατοχή ήταν ηλικίας 60 ετών και συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στην περιοχή του για τη δημιουργία του «πριγκιπάτου» και επί Κατοχής συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και κυρίως με τους Γερμανούς. Το 1948 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Αχιλλέας Φουρκιώτης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Φουρκιώτης. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1897, καταγόμενος από τη Σαμαρίνα. Ήταν από τους μεγαλύτερους γεωργούς και τυροκόμους της περιοχής, αλλά δεν δίστασε από την αρχή να υποστηρίξει την αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη και να συμμετάσχει δραστήρια στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Έφερε στολή Ιταλού μελανοχίτωνα και πήρε μέρος σε πολλές επιδρομές οργανωμένες από τους Ιταλούς και τους λεγεωνάριους. Στις αρχές του 1942 διορίσθηκε πρόεδρος της Κοινότητας Βρυοτόπου και οι Ιταλοί τον είχαν ορίσει επικεφαλής της επιτροπής που σχημάτισαν για τη διαχείριση της δεσμευμένης από τους ίδιους γαλακτοπαραγωγής στις περιοχές Λάρισας, Αλμυρού και Λαμίας. Καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά. Πέθανε το 1967.
• Γεώργιος Φράγκος. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Χρήστος Φρασσερίτης. Ιερέας στη ρουμανική εκκλησία Κεδρών Πέλλας. Ήταν από πολλά χρόνια φανατικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις κατακτήθηκε η Ελλάδα αναθάρρησε και εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, προκαλώντας την αντίδραση των κατοίκων των Κεδρών που τον έδιωξαν κακήν κακώς. Κατέφυγε στην Έδεσσα, όπου συνεργάσθηκε με τις εκεί βουλγαρικές αρχές και επεδίωξε ανεπιτυχώς να του παραχωρηθεί ελληνική εκκλησία για να χρησιμοποιείται από τους ελάχιστους ρουμανίζοντες που υπήρχαν εκεί. Στη συνέχεια συνεργάσθηκε με τον Θ. Πισπιρίγκο και έκανε μακρές περιοδείες από τα Γρεβενά μέχρι τη Λάρισα για να προσηλυτίσει βλαχόφωνους στα αυτονομιστικά σχέδια. Πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί είχε εξαφανισθεί και είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Αθανάσιος Χατζάρας. Υπήρξε ένα από τα φανατικότερα πρωτοπαλίκαρα του Ραποτίκα. Κατατάχθηκε από τους πρώτους στο σώμα των λεγεωναρίων και πήρε μέρος σε επιδρομές και λεηλασίες, όπου επέδειξε σκληρή συμπεριφορά και βασάνισε χωρικούς. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Δημοσθένης Χατζηγώγος, του Αποστόλου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας της Βέροιας, όπου είχε γεννηθεί. Προπολεμικά είχε αναμιχθεί σε δραστηριότητες υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας, ώστε όταν έγινε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε με άλλους επικίνδυνους Κουτσοβλάχους στη Χίο. Απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1941 και επέστρεψε στη Βέροια, όπου άρχισε ανοικτά να κινείται υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, το μανιφέστο του οποίου είχε συνυπογράψει από τους πρώτους. Μετά την πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, συνεργάσθηκε με τον συνταγματάρχη Αθαν. Χρυσοχόου, επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας τότε, για να αντιμετωπισθεί η προπαγάνδα των φανατικών ρουμανιζόντων που είχαν αρχίσει τώρα να συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Η ενέργειά του αυτή του χρησίμευσε για να καταδικασθεί ελαφρότερα από άλλους και το 1946 καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Ζήσης Χατζημπίρος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Οκταβιανός Χατζημπίρος, του Γεωργίου. Από το Πραιτώρι Ελασσόνος. Πριν από τον πόλεμο εκφραζόταν υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις σημειώθηκε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη, ενώ είχε ντυθεί με ιταλική στολή και έφερε τον βαθμό του επιλοχία. Ήταν μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και πήρε μέρος στην καταστροφή του Δομένικού και στην επιδρομή στην Τσαρίτσανη. Λίγο πριν από την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 ετών.
• Απόστολος Χατζής. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Χώτος. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Δομένικο, όπου μόλις άρχισε η Κατοχή τον όρισαν οι Ιταλοί πρόεδρο της εκεί κοινότητας. Ενώ ήταν άνθρωπος των Ιταλών, που πρόθυμα τους εξυπηρετούσε σε ό,τι ζητούσαν, ταυτόχρονα έπραττε το ίδιο και για τους αντάρτες. Τον Φεβρουάριο 1943, μόλις έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στο Δομένικο και τη Μυλόγουστα από Ιταλούς και λεγεωνάριους, εγκατέλειψε την περιοχή και κατέφυγε αρχικά στην Ελασσόνα και στο τέλος στη Θεσσαλονίκη, όπου ενώθηκε με τους άλλους αυτονομιστές πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα Γρεβενά.
Φυσικά, δεν ήταν μόνον όσοι προαναφέρθηκαν οι θλιβεροί πρωταγωνιστές της αυτονομιστικής κίνησης που είχε τη φαεινή ιδέα να δημιουργήσει ο «πρίγκιπας» της Πίνδου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ακόμη που αποδεδειγμένα συνεργάσθηκαν μαζί του, είτε ως ένοπλοι λεγεωνάριοι και συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, είτε ως ανηλεείς φοροεισπράχτορες, καταδότες και προπαγανδιστές. Πολλοί απ’ αυτούς καταδικάσθηκαν μεταπολεμικά από την ελληνική δικαιοσύνη, άλλοι διέφυγαν και κρύφτηκαν. Η ελληνική κοινή γνώμη στο σύνολό της, αλλά ειδικά οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι, που ουσιαστικά υπήρξαν τα πρώτα θύματά τους, τους κατέταξαν στην κατηγορία των ασυνείδητων προδοτών, ένα στίγμα που τους ακολούθησε σε όλη τους τη ζωή και συνεχίζει να υπάρχει και τώρα αν ζουν.




[1] Ξαφνικά στις αρχές του 1984 με ζήτησε στο τηλέφωνο ένας ηλικιωμένος κύριος από τη Λάρισα, που μου συστήθηκε: «Νικόλαος Ματούσης»!
Πραγματικά εξεπλάγην για το αναπάντεχο τηλεφώνημα, ο σκοπός του οποίου φάνηκε αμέσως από τις πρώτες φράσεις του. Ήθελε να διαμαρτυρηθεί διότι σε κάποια δημοσιεύματά μου τον είχα χαρακτηρίσει ως προδότη. Η άποψή μου δεν ήταν μια επιπόλαιη αντίληψη, αλλά στηριζόταν στα γεγονότα. Ωστόσο, με μεγάλη προθυμία τον άκουσα να μου εξηγεί τηλεφωνικά τις δικές του θέσεις και τα δικά του επιχειρήματα. Όχι μόνο σ’ εκείνο το παρατεταμένο τηλεφώνημα, αλλά και σε μια σειρά άλλων που ακολούθησαν.
Είχε μια χαρακτηριστική άνεση να ανατρέπει όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να θεωρούνται ως δεδομένα: Δεν υπήρξε συνεργάτης του Διαμάντη, αλλά επειδή ήθελε να προσφέρει εθνικές υπηρεσίες βρέθηκε κοντά του για να τον αποτρέψει να κάνει κακό στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να καταφέρει στο τέλος να τον συκοφαντήσει στους Ιταλούς και έτσι να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει άπραγος την Ελλάδα. Για τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα, όλα ήταν συκοφαντίες που τα είχαν εφεύρει οι κομμουνιστές του ΕΑΜ. Σε άλλη φάση, ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ήταν ανέκαθεν αριστερός και μάλιστα ότι υπήρξε υπαρχηγός του Ιω. Σοφιανόπουλος στο προπολεμικό Αγροτικό Κόμμα. Εμφάνιζε ως μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του ανθρώπους που δεν ζούσαν, όπως τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Τσολάκογλου και Ιω. Ράλλη, για να υποστηρίξει ότι εκείνοι του είχαν αναθέσει εθνικές αποστολές στο Κουτσοβλαχικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος του είχε αναθέσει να εμφανίζεται ως δεύτερος τη τάξει στην κίνηση Διαμάντη, προκειμένου να την βραχυκυκλώσει και να την εξουδετερώσει. Αργότερα, ο Ιω. Ράλλης, σε συνεργασία με τον «αρχηγό του ΕΔΕΣ», του εξέδωσε διπλωματικό διαβατήριο και του ανέθεσε να μεταβεί στη Ρουμανία για να συναντήσει τον στρατάρχη Αντωνέσκου «για εθνικούς λόγους».
Εμφανιζόταν δηλαδή ως θύμα των περιστάσεων και των αγνών εθνικών φρονημάτων του και όχι ως θύτης. Αλλά αυτή ήταν η δική του εκδοχή, την οποία συχνά την διόρθωνε και την βελτίωνε, όταν κατά την πορεία της συζήτησης διαπίστωνε ότι δεν ήταν πειστικός. Και βεβαίως ήταν μια εκδοχή όχι απλώς υποκειμενική, αλλά στηριζόταν σε γεγονότα ανύπαρκτα ή διαστρεβλωμένα, τα οποία όταν του τα επεσήμαινα τον υποχρέωναν να αλλάξει τακτική.
Αίφνης, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου εκφράζεται στα απομνημονεύματά του με βαρειά λόγια για τον Ματούση. Δεν έδειχνε να τον ενόχλησε η παρατήρησή μου και έσπευσε να «τα γυρίσει», λέγοντας πως στην πραγματικότητα την αποστολή εκείνη του την είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε πρωθυπουργός ζήτησε από τον Ματούση να γίνει υπουργός και δήθεν εκείνος δεν δέχθηκε. Η αλήθεια είναι πως όποια μνεία γίνεται σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές, όπως σε απομνημονεύματα πρωταγωνιστών ή σε αυθεντικά έγγραφα της εποχής, η αναφορά στον Νικ. Ματούση μόνο καταφρονετικά γίνεται.
Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης Ράλλης δεν θα ανέθετε καμιά εθνική αποστολή το 1944 στη Ρουμανία. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Ματούσης ήθελε να καταφύγει, πριν τον βρει η Απελευθέρωση στην Ελλάδα, σε φιλικό για εκείνον έδαφος, όπως ήταν η Ρουμανία. Ζήτησε από τον τότε κατοχικό πρωθυπουργό ένα προσωρινό διαβατήριο, ίσως με τη μεσολάβηση του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», και το έλαβε.
Ο αναγνώστης ας μην φαντασθεί ότι ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας μεσολάβησε στον Ράλλη γι’ αυτή την υπόθεση. Τον Οκτώβριο 1943 είχε μεσολαβήσει η διάσπαση του ΕΔΕΣ, που αποκήρυξε την αντιστασιακή δράση του Ζέρβα στα βουνά, οπότε ο τελευταίος άλλαξε την ονομασία του αγωνιστικού ΕΔΕΣ σε «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» (ΕΟΕΑ). Στον «ΕΔΕΣ Αθηνών», αρχηγός είχε εκλεγεί σε μια συνέλευση των μελών της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής, που είχε συνέλθει στο κατάστημα Καραβίτη της πλατείας Βικτωρίας, ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας. Αυτός ήταν λοιπόν ο «αρχηγός του ΕΔΕΣ», για τον οποίο έκανε λόγο ο Ν. Ματούσης, θέλοντας να εμφανισθεί – ούτε λίγο, ούτε πολύ – ότι είχε συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση.
Υπάρχουν όμως σοβαρότατες ενστάσεις αν ο ίδιος ο Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτας είχε πράγματι συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως αρχηγού του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ο εν λόγω συνταγματάρχης, που σημειωτέον υπήρξε μακεδονομάχος, προερχόταν από τη βενιζελική παράταξη και είχε συμμετάσχει σε πολλά από τα κινήματα του Μεσοπολέμου, κατά την Κατοχή είχε διορισθεί ως αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος και υπήρξε από τους ενισχυτές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Υπήρξε πράγματι συνιδρυτικό μέλος του ΕΔΕΣ και από την αρχή μέλος της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής του, αλλά ο ίδιος ο Ζέρβας τον είχε αποκηρύξει επανειλημμένα, ιδιαίτερα δε στη σύσκεψη Μυροφύλλου Πλάκας.
Στις αλλεπάλληλες εκείνες τηλεφωνικές συνομιλίες μας του 1984, ο Νικόλαος Ματούσης θα επιμένει για τις εθνικές του προθέσεις και θα καυτηριάζει τις αυτονομιστικές προθέσεις του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που δήλωνε ότι ούτως ή άλλως τον είχε υπονομεύσει για να τον εξουδετερώσει. Δεν δίσταζε ο Ματούσης να δηλώνει κατηγορηματικά ότι ήταν ιταλόφιλος και γνήσιος αριστερός, γεγονός που προκαλούσε την εχθρότητα των Γερμανών. Όταν όμως του θύμισα ότι μαζί με τον Σπύρο Χατζηκυριάκο (στην τελευταία περίοδο της Κατοχής υποδιοικητή και ύστερα διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος) είχαν ιδρύσει την «Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέων Ευρώπης», που ήταν οπωσδήποτε γερμανόφιλη, αφού πλέον οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει, οι δικαιολογίες του ήταν κάτι περισσότερο από πρόχειρες, για να καταλήξει ότι πίστευε και στη νίκη των Γερμανών.
Μου είπε, «θα σου κάνω μια αποκάλυψη μεγάλης αξίας, γιατί τα πράγματα είναι αντίστροφα από ό,τι νομίζεις». Και συνέχισε:
«Ναι, πράγματι εμείς δεν είμαστε και τόσο ιταλόφιλοι, όταν έγινε η κίνηση με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Τότε ιταλόφιλοι ήταν οι αντίπαλοί μας, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος έστειλε υπόμνημα στον Ιταλό στρατηγό της Λάρισας Ρουτζέρο και του εξέφραζε τον θαυμασμό του».
Οποιοσδήποτε τον άκουγε, το πρώτο που θα αναρωτιόταν ήταν: και πώς βρέθηκε φυλακισμένος από τους Ιταλούς ο Αβέρωφ; Και σ’ αυτό, ο Ματούσης είχε μια απάντηση να δώσει, ήσσονος βέβαια αξίας.
Παρά τα τηλεφωνήματα εκείνα, όμως, ο υπογράφων δεν πειθόταν και δεν ήταν διατεθειμένος να υπαναχωρήσει στην άποψή του για την προδοσία του Ματούση. Ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να μου στείλει έγγραφα που θα επεβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του, προκειμένου – όπως έλεγε – να με αποτρέψει να επωμισθώ καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμιση αν συνέχιζα να τον αποκαλώ προδότη.
Δεν θέλησα να επηρεασθώ από τις έμμεσες απειλές του. Ούτως ή άλλως τα στοιχεία που θα έστελνε, εφ’ όσον ήταν πράγματι αυθεντικά, ήταν ευπρόσδεκτα για την ιστορική έρευνα και θα ήμουν πρόθυμος να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, αν πράγματι έπρεπε.
Όντως, λοιπόν, μου έστειλε μια σειρά φωτοτυπιών, που αφορούσαν δελτία τροφίμων, ένα ανυπόγραφο αντίγραφο του υπομνήματος Ευαγγ. Αβέρωφ (το οποίο όμως ο ίδιος ο Αβέρωφ το έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του για το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα ήδη από το 1948) και μια σειρά εγγράφων της περιόδου 1964-65 που αφορούσαν την αθώωσή του. Διότι πράγματι η ελληνική πολιτεία θεώρησε σκόπιμο το 1964 να τον ξαναδικάσει με συνοπτικές διαδικασίες προκειμένου να τον αθωώσει. Ο επανειλημμένα καταδικασμένος σε θάνατο για εσχάτη προδοσία Νικόλαος Ματούσης αθωωνόταν! Σαν να μην είχε μεσολαβήσει στην Κατοχή η αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, στην οποία ο ίδιος ήταν συμπρωταγωνιστής, σαν να μην ήταν αρχηγός της διαβόητης «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» κ.ο.κ.
Η αποστολή της τελευταίας σειράς εγγράφων είχε οπωσδήποτε και την έννοια να πεισθώ να μην αποτολμήσω να ξαναχαρακτηρίσω ως προδότη έναν αθωωμένο πολίτη. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ την αυθεντικότητα των εγγράφων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πείσθηκα ότι ο Ματούσης δεν ήταν προδότης, αλλά εθνικός ήρωας όπως τον εμφάνιζε το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, που ανασυστήθηκε το 1964 ειδικά για να τον ξαναδικάσει, προκειμένου να τον αθωώσει με πολιτική παρέμβαση.
Στα έγγραφα εκείνα περιλαμβάνονταν μια επιστολή από τη Ρουμανική Εθνοσυνέλευση προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, το αποφυλακιστήριό του από τις φυλακές Αβέρωφ (και όχι η δικαστική απόφαση για την αθώωση) το 1964, ύστερα από τη δίκη-παρωδία, και ένα αντίγραφο της ένορκης κατάθεσης του Απ. Παπαγεωργίου.
Το δικαστήριο, που ουσιαστικά συνεδρίασε εν κρυπτώ, αφού καμιά δημοσιότητα δεν δόθηκε, στηρίχθηκε σε μια ευνοϊκή μαρτυρική κατάθεση του συνταγματάρχη Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτα, του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», που ήταν εξόφθαλμα ψευδής και όποιος έχει γνώση των γεγονότων μόνο με γέλια θα την αντιμετώπιζε. Αν δεν είχα υπ’ όψιν τις αρές του Ζέρβα κατά του εν λόγω συνταγματάρχη, θα έλεγα πως ένας παλαιός μακεδονομάχος είναι υπεράνω υποψίας και δεν μπορεί να λέει ψέματα. Αλλά όντως ο Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας, που ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής σημειωτέον και ο ίδιος, πρόσφερε απλόχερα το συγχωροχάρτι του στον Ματούση, συμμετέχοντας σε μια στημένη διαδικασία που είχε στηθεί από τον αναρμόδιο μεν, αλλά ζωηρώς ενδιαφερόμενο τότε υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο.
Όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα καλύτερα, η κόρη του κεντρώου πολιτικού Δάφνη είχε μια ιδιαίτερη προσωπική φιλία με την κόρη του Ματούση Ξένη. Και οι δύο ήταν ζωγράφοι, είχαν σπουδάσει μαζί και είχαν στενότατη φιλία, ώστε η κόρη του Κωστόπουλου να τον παρακαλέσει, όταν θα πήγαινε για επίσημο ταξίδι στη Ρουμανία, να διευκολύνει την επιστροφή του πατέρα της φίλης της στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Ο Έλληνας υπουργός ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, αφού ανέλαβε και το ζήτημα της νομικής αποκατάστασης του Ματούση. Σημειωτέον, ότι μια εκκρεμότητα που παρέμεινε, το θέμα της ισόβιας στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, που μέσα στη βιασύνη για την άμεση απαλλαγή του δεν είχε τακτοποιηθεί, το ρύθμισε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το 1976, υπογράφοντας ένα προεδρικό διάταγμα ειδικά για την περίπτωση.
Η Ξένη Ματούση, που είχε για χρόνια την ανθρώπινη επιθυμία να ξαναβρεθεί με τον πατέρα της, όποιος κι αν ήταν, το πέτυχε μέσω της στενής φίλης της. Ήθελε να ξανακάνει μια αρχή και να συγκατοικήσει και πάλι με τον πατέρα της, αλλά υπάρχουν πολλά δραματικά στοιχεία γύρω απ’ αυτή τη νέα συγκατοίκηση, που τελικά οδήγησαν απρόσμενα στον θάνατο πρώτη την κόρη. Απροσάρμοστος στη νέα πραγματικότητα ο Ν. Ματούσης κυκλοφορούσε με ένα όπλο στην τσέπη για τον φόβο να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους που είχε καταστρέψει στο παρελθόν και που τον μισούσαν. Το ίδιο όπλο όμως το χρησιμοποιούσε για να απειλεί ακόμη και την πενηντάχρονη πλέον κόρη του, όταν δεν την ξυλοκοπούσε, μέχρι που η τελευταία έφθασε στο σημείο να τον καταγγείλει στις αρχές! Για το δράμα της κόρης Ματούση γίνεται λόγος στο ομώνυμο βιβλίο («Ξένη») της Βασιλικής Παπαγιάννη, που κυκλοφόρησε το 1999, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της.
Ο Νικόλαος Ματούσης το 1984 είχε περάσει τα 85 του, αλλά διατηρούσε πλήρη διαύγεια. Μετά την επιστροφή του από τη Ρουμανία, όπου πρέπει να υπέστη κάποιες διώξεις από το καθεστώς πολλά χρόνια μετά το 1944, εγκαταστάθηκε με την κόρη του στη Λάρισα. Ουσιαστικά ήταν απομονωμένος εκεί, ενώ οι ελάχιστες επαφές του ήταν με πρόσωπα που τον θεωρούσαν ...ήρωα των Κουτσοβλάχων, όπως ένας Παπαθανασίου και ένας Έξαρχος. Πρόκειται για υπολείμματα των λίγων εκείνων που είχαν θαυμάσει τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον ίδιο για την απόπειρά τους να ιδρύσουν ένα πριγκιπάτο στην Πίνδο! Πριν πεθάνει το 1991 ο Ματούσης, τους παραχώρησε τα ίδια έγγραφα που μου είχε στείλει και τους έκανε μακροσκελείς αφηγήσεις για να τους κατηχήσει ότι το Κουτσοβλαχικό έχει μέλλον...
Η Ιστορία πάντως δεν ανατρέπεται με μια αθώωση λόγω παραγραφής ή σκοπιμότητος, ή τέλος πάντων από μια δίκη-ρουσφέτι. Και το ερώτημα αν ήταν ή όχι προδότης ο Νικόλαος Ματούσης δεν προσφέρεται για συζήτηση σε οποιονδήποτε σημερινό Παπαθανασίου ή Έξαρχο, οι οποίοι εμφανίζονται ως τυφλωμένοι θαυμαστές και εμπαθείς απολογητές του.


[2] Τα στοιχεία προέρχονται από το αρχείο του συγγραφέα και τα βιβλία των Ν. Χρυσοχόου «Η κατοχή εν Μακεδονία – Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας», Στ. Παπαγιάννη «Τα παιδιά της Λύκαινας» και Χρ. Βήττου «Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου