Του Γιώργη Παπαδόπουλου
Απ’ το Λιοχώρι του Μωριά κι απ’ τη Γραβιά ’ν’ αντάμα,
κι απ’ την Αγιά Παρασκευή, του Ρέθεμνου της Κρήτης,
τρείς αετοί φτερούγησαν, τρείς αετοί πετάξαν.
κι απ’ την Αγιά Παρασκευή, του Ρέθεμνου της Κρήτης,
τρείς αετοί φτερούγησαν, τρείς αετοί πετάξαν.
Γιώργη το’ λέν τον Αρχηγό, του Χρίστου, της Χρυσούλας,
του Παπαδόπουλου το γυιό, το καστροπολεμίτη.
του Παπαδόπουλου το γυιό, το καστροπολεμίτη.
Σαν έσμιξε με Παττακό, μαζύ με Μακαρέζο,
«Στέλιο, Νικόλα,» τους καλεί, όρκο βαρύ να βάλουν:
«Άντρες! Γιά Ελλάδα Ελεύθερη, γιά Πίστη, για Θρησκεία,
Ψυχή και Αίμα και Καρδιά, και πάλι λίγα είναι».
«Στέλιο, Νικόλα,» τους καλεί, όρκο βαρύ να βάλουν:
«Άντρες! Γιά Ελλάδα Ελεύθερη, γιά Πίστη, για Θρησκεία,
Ψυχή και Αίμα και Καρδιά, και πάλι λίγα είναι».
Ξημέρωμα Παρασκευής, τ’ Απρίλη Εικοσιμία,
Χίλια εννιακόσια εξήντα επτά, Ημέρα Σωτηρίας,
κινούν για Επανάσταση, να σώσουν τη Πατρίδα.
Σμίξαν οι τρείς οι αετοί, κι ενώσαν τα φτερά τους,
κι ο Φοίνικας στον Ουρανό, αγκάλιασε τη χώρα,
γιά έξη χρόνια λαμπερά, γιά έξι προκομένα,
ώσπου ’ν’ ο τρισκατάρατος, ο αιώνιος Εφιάλτης,
ύπουλα τον σαϊτεψε, κι εψυχολάβωσέ τον.
Χίλια εννιακόσια εξήντα επτά, Ημέρα Σωτηρίας,
κινούν για Επανάσταση, να σώσουν τη Πατρίδα.
Σμίξαν οι τρείς οι αετοί, κι ενώσαν τα φτερά τους,
κι ο Φοίνικας στον Ουρανό, αγκάλιασε τη χώρα,
γιά έξη χρόνια λαμπερά, γιά έξι προκομένα,
ώσπου ’ν’ ο τρισκατάρατος, ο αιώνιος Εφιάλτης,
ύπουλα τον σαϊτεψε, κι εψυχολάβωσέ τον.
Πέσαν τα όρνια πάνω του, τον Σταυραητό εδέσαν,
γιά χρόνους εικοσ’ τέσσερους σε φυλακή τον κλείσαν.
Μα ’κείνος ’στάθη Αλύγιστος, Λεβέντης, Πατριώτης,
λόγο κακό δεν έβγαλε, δεν τους ξεσυνερίστη,
με της Πατρίδας το καϋμό, Αδούλωτος ’κοιμήθη.
γιά χρόνους εικοσ’ τέσσερους σε φυλακή τον κλείσαν.
Μα ’κείνος ’στάθη Αλύγιστος, Λεβέντης, Πατριώτης,
λόγο κακό δεν έβγαλε, δεν τους ξεσυνερίστη,
με της Πατρίδας το καϋμό, Αδούλωτος ’κοιμήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου