Σελίδες

Τετάρτη

Ο Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. 4 Αυγούστου 1823

xxqg

Επειδή θα πρέπει να γνωρίζουμε την ελληνική ιστορία, διότι η γνώση της φωτίζει το δρόμο του παρόντος και σηματοδοτεί το μέλλον, σας παραθέτουμε ακολούθως απόσπασμα από το βιβλίο του ιστοριοδίφη Δημήτρη Φωτιάδη αφιερωμένο στην εξαιρετική εκείνη ηρωική μορφή του 1821, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Η αφήγηση αφορά τον θάνατο ενός άλλου μεγάλου ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, του Μάρκου Μπότσαρη. Ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνει ο Μάρκος Μπότσαρης είναι ύμνος.

Ο Καραϊσκάκης φιλώντας στο κούτελο τον μεγάλο νεκρό, είπε: «Άμποτες Μάρκο, κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω…» Τέτοιος ήταν και ο θάνατος του Καραϊσκάκη.

Το απόσπασμα λοιπόν, περιγράφει τον ηρωικό τρόπο ζωής, τον οποίο οι σημερινοί Γραικύλοι απορρίπτουν με βδελυγμία και υποδεικνύουν τον δρόμο της παράδοσης και της υποταγής. Γραικύλοι καλοταϊσμένοι και κοσμοπολίτες, με γεμάτο το σώμα και το κεφάλι με λίπος, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τον ηρωικό τρόπο ζωής. Tο ηρωικό ήθος.

Η αφήγηση απευθύνεται σε κείνους τους λίγους και εκλεκτούς οι οποίοι αηδιασμένοι από τον τρόπο ζωής του σάπιου κοσμοπολιτισμού και της καλοπέρασης, επιλέγουν τον δρόμο της αρετής και της θυσίας για τις ιδέες τους.

«…Στις 9 του Αυγούστου, μόλις βράδιασε, όταν πια οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, μαθαίνουν απόναν χωριάτη πως στα Πλατάνια φτάσανε την ίδια κείνη μέρα, ίσαμε οχτώ χιλιάδες οχτροί. Τόσες ο Μάρκος κράτησε μονάχα τετρακόσιους πενήντα νοματαίους και τους άλλους οχτακόσιους τους έδωσε στον Τζαβέλλα που θα χτύπαγε στα Πλατάνια. Ακουμπώντας πάνω στο ντουφέκι του του λέει:

- Θ’ ανταμωθούμε στον κάτω κόσμο…

Τράβηξαν αμίλητες σκιές στο σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτά σαν τ’ αγρίμια. Λίγο έπειτα από τα μεσάνυχτα ο Μάρκος και τα παλικάρια του φτάσανε μπροστά στο τούρκικο ορδί δίχως τα καραούλια του οχτρού να τους πάρουν μυρωδιά. Είχε προστάξει τους Σουλιώτες να μη ντουφεκίσουν, μόνο να προχωράνε με γυμνά τα σπαθιά μιλώντας φωναχτά αρβανίτικα, βρίζοντας, τάχα, τους αρχηγούς τους. Το κόλπο πέτυχε. Ξύπναγαν οι οχτροί από τόσο ταβατούρι κι αναρωτιόνταν τι έτρεχε. Οι πιότεροι απ’ αυτούς θάρρεψαν, πως ήταν κάποιο μπουλούκι που είχε παράπονα για μιστούς και σήκωσε κεφάλι. Και μια και δεν ντουφέκαγαν, παρά μονάχα φώναζαν, κανείς δεν τους βάρεσε.

- Χατάς, ωρέ, χατάς, δεν είναι Γκιαούρηδες! Λέγανε οι Αρβανιτάδες.

Μα οι Έλληνες είχανε πια σιμώσει στα τσαντίρια των πασάδων. Τότες ο Μάρκος προστάζει τον τρουμπετιέρη να βαρέσει γιουρούσι.

- Δεν είναι, ωρέ χατάς, φωνάζει, μα είναι ο Μάρκο Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους!

Ακούνε οι οχτροί να βαράει η τρουμπέτα μας μέσα στην καρδιά του ορδιού τους και σύγκαιρα να πέφτει η πρώτοι μπαταριά και σαστίζουν:

- Έρδε Μάρκο Μπότσαρη!.. (Έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης).

Άλλοι καθώς τρέχανε να γλυτώσουν πέφτανε πάνω στους δικούς μας και χάνονταν κι άλλοι αδειάζανε τα ντουφέκια τους και τις πιστόλες τους σ’ όποιον κι αν συναπαντούσαν αδιαφορώντας αν είναι φίλος ή οχτρός. Οι δικοί μας αναποδογύριζαν τα τσαντίρια σπέρνοντας τον τρόμο και το θάνατο στους αγουροξυπνημένους τουρκαλάδες. Λαβώνεται ο Μάρκος Μπότσαρης στο βουβώνα, μα δε λέει τίποτα μην τυχόν και κιοτήσουν. Ξεχωρίζει μπροστά του μια μεγάλη σκηνή, χύνεται σ’ αυτή και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον γνώριμό του από τον καιρό του Αλήπασα Άγο Βασιάρη. Τον παραδίνει στα παληκάρια του να τον φυλάνε. Γυρεύει το τσαντίρι του Σκόρδα, μα κείνος πρόλαβε ν’ αποτραβηχτεί με μια σημαντική δύναμη και να ταμπουρωθεί πίσω απόναν φράχτη. Ο Μάρκος ορμάει κατά κει να τους ξεμπροστιάσει. Σαν έφτασε, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ανασηκώνει το κεφάλι του να δεί πόσοι οχτροί ήταν πίσω απ’ αυτόν. Ένας αράπης τζοανταραίος του Τσελελεντιμπέη, που έλαχε να βρίσκεται σε κείνο το μέρος, τον είδε και του αδειάζει από σιμά κατακέφαλα τη μπιστόλα του. Το βόλι μπήκε από το δεξί του μάτι και σφηνώθηκε στο καύκαλό του.

- Βαρέθηκε, αδέρφια…. Πρόλαβε μονάχα να πεί και σωριάστηκε κάτω.

Τρέξανε, τον τύλιξαν σε μια κάπα κι ο ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης τον πήρε στον ώμο. Με σε λίγο, καθώς αποτραβιόταν, ξεψύχησε. Τότες οι σύντροφοί του σφάξαν τον Άγο Βασιάρη να εκδικηθούν τον θάνατό του.

Πάει ο Μπότσαρης, χάθηκαν εξήντα Σουλιώτες κι άλλοι σαράντα λαβώθηκαν, μα κι οι οχτροί πλερώσανε ακριβά. Πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν. Πήρανε οι δικοί μας ίσαμε τρείς χιλιάδες ντουφέκια και μπιστόλες κι ως διακόσια άλογα.

Αποφάσισαν να θάψουνε τον ήρωα στο Μεσολόγγι. Περνώντας από το μοναστήρι του Προυσού στάθηκαν να ξαποστάσουν κι ακούμπησαν το κουφάρι του στην εκκλησιά. Ο Καραϊσκάκης, που βρισκόταν βαρειά άρρωστος σ’ αυτό, σηκώθηκε από το στρώμα, σύρθηκε ως την εκκλησιά, σίμωσε τον νεκρό, ανασήκωσε την κάπα, κύταξε για λίγο τον Μπότσαρη, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, δάκρυσε και τόνε φίλησε στο κούτελο λέγοντας:

- Άμποτες, Μάρκο κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω….»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου